Περιβαλλον

Ευρωπαϊκή ψηφοφορία για τους ρύπους

Θ. Σκυλακάκης - Κ. Αρσένης διασταυρώνουν τα ξίφη τους στην A.V.

A.V. Team
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή την σημερινή ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την αύξηση των τιμών των ρύπων δύο συνεργάτες της Athens Voice, ευρωβουλευτές, ανταλλάσουν ενδιαφέρουσες απόψεις.


 Όταν σας έρθει ο επόμενος λογαριασμός της ΔΕΗ, θυμηθείτε…

*Του Θεόδωρου Σκυλακάκη  (29/1/13)

Ο μέσος πολίτης είναι στη σημερινή εποχή στην ουσία ανυπεράσπιστος. Το βασικότερο πρόβλημά του δεν είναι η έλλειψη πληροφόρησης, αλλά η υπερπροσφορά πληροφοριών και η πολυπλοκότητα των πραγματικών προβλημάτων, τα οποία δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε την εξειδικευμένη γνώση να αναλύσει σε βάθος και να αντιδράσει αναλόγως. Κάτι που τον καθιστά έρμαιο των οικονομικά ισχυρών (ιδίως όσων συνδυάζουν μέσω των media οικονομική και πολιτική ισχύ), των πολιτικών καιροσκόπων, και των κάθε είδους «τεχνοκρατών» (με ή χωρίς εισαγωγικά).

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ έχει να κάνει με ένα θέμα που μας ενδιαφέρει όλους, το λογαριασμό της ΔΕΗ και ένα από τα μυστικά που κρύβει για την τσέπη μας. Αφορά δύο υποθέσεις που συνδέονται και το πραγματικό διακύβευμα των οποίων είναι της τάξεως των 200-300 εκ. ευρώ το χρόνο για τους Έλληνες καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος (το λεγόμενο backloading) και 1 περίπου δις για τους ευρωπαίους καταναλωτές (το σκάνδαλο των CDM). Για τους Έλληνες, από το πρώτο μόνον, μιλάμε για μια επιβάρυνση 5% στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Καθόλου ασήμαντο ποσό σε μια εποχή που εκατομμύρια πολίτες μετρούν πλέον και το τελευταίο ευρώ που ξοδεύουν.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ζητήσω συγνώμη από τους αναγνώστες. Οι δύο ιστορίες που θα ακολουθήσουν είναι σημαντικές και διδακτικές αλλά όσο κι αν τις απλοποιήσω δύσκολες και σύνθετες γιατί αφορούν το εμπόριο δικαιωμάτων ρύπων [1].

Η πρώτη ιστορία ξεκινά τον Ιούλιο του 2010. Σε μια εκδήλωση στο Ευρωκοινοβούλιο για ένα φορέα του ΟΗΕ που πουλά δικαιώματα ρύπων στην Ευρώπη (Clean Development Mechanism), μια νεαρή, αδύνατη, νευρώδης εγγλέζα ακτιβίστρια διαμαρτύρεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Την ρωτώ εξαντλητικά και ανακαλύπτω ότι οι Κινέζοι μας πωλούν δικαιώματα ρύπων σε τιμές παρανοϊκές σε σχέση με το κόστος που έχουν για να τα δημιουργήσουν. Τους κοστίζει 20 σεντς και μας τα πωλούν 10-12 ευρώ [2].

Αρχίζω και ψάχνω την ιστορία, διαπιστώνω ότι έχει δίκιο και ρωτώ μαζί με έναν Ολλανδό συνάδελφο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ως τότε μάλλον «κοιμόταν» στο συγκεκριμένο θέμα, συνειδητοποιεί τι συμβαίνει και παραγγέλνει ταχύτατα μελέτη επιπτώσεων. Επανέρχομαι με διαδοχικές ερωτήσεις, διεθνή συνέντευξη τύπου που κάνουμε με άλλους δύο συναδέλφους, ειδική προφορική ερώτηση εκ μέρους ολόκληρης της Επιτροπής Περιβάλλοντος στην Επίτροπο Κλιματικής Αλλαγής, ακρόαση ειδικών στο ευρωκοινοβούλιο κ.λπ. και υπό την ασφυκτική αυτή πίεση η Επιτροπή προτείνει νέο κανονισμό με τον οποίο το εμπόριο αυτών των ρύπων απαγορεύεται από τον Μάιο του 2013. Ο κανονισμός αυτός εγκρίνεται από τον Συμβούλιο Υπουργών και γίνεται αποδεκτός από το Ευρωκοινοβούλιο.

Αποτέλεσμα: Καθώς πλησιάζει η ώρα της απαγόρευσης οι Κινέζοι και οι άλλοι, που κάποτε πωλούσαν τα δικαιώματα αυτά 10 και 12 ευρώ (κόστος για τον Ευρωπαίο καταναλωτή μέχρι και 1 δις ετησίως), τα προσφέρουν τώρα στα 40 σεντς (κόστος δηλαδή για τον Ευρωπαίο καταναλωτή μόλις 40 εκ. αντί του ενός δις), γιατί μετά τον Μάιο δεν θα υπάρχει κανείς να τα αγοράσει. Σε συνδυασμό με την ύφεση αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει η τιμή στο χρηματιστήριο ρύπων. Φτάνει από τα 12 στα 6-8 ευρώ. Για τη ΔΕΗ, που είναι υποχρεωμένη να αγοράζει 50 εκ. δικαιώματα αυτό σημαίνει μια εξοικονόμηση 200-300 εκ. ευρώ (4-5% τουλάχιστον στους τελικούς λογαριασμούς).

Περιττό να πω εδώ ότι εκτός μιας κυρίας στη ΔΕΗ που παρακολουθεί το θέμα στην αρμόδια διεύθυνση, κανείς άλλος δεν δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον. Έτσι για την τιμή των όπλων να πει κάποιος ένα καλό λόγο για την συνεισφορά σε εξοικονόμηση κόστους 200 εκ. ευρώ. Τέλος πάντων.

Η υπόθεση όμως δεν τελειώνει εδώ. Η πτώση της τιμής είναι τόσο απρόσμενη που προκαλεί συρρίκνωση των εσόδων που είχαν λογαριάσει να εισπράξουν τα κράτη από τα δικαιώματα αυτά. Ταυτόχρονα η κρατική βοήθεια που έχουν βάλει οι πλούσιες χώρες του βορρά στον προϋπολογισμό τους για το 2013, για να ενισχύσουν τη βιομηχανία τους με πρόσχημα το υψηλό κόστος των ρύπων (εις βάρος της ανταγωνιστικότητας του νότου που δεν έχει χρήματα για να δώσει τέτοιου είδους βοήθεια), δεν μπορεί να εκταμιευτεί.

Οπότε με τη δικαιολογία ότι αποθαρρύνονται οι «πράσινες επενδύσεις», η Επιτροπή ζητά από το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο, να αυξήσουν την τιμή των ρύπων αφαιρώντας από την αγορά 900 εκ. δικαιώματα (που θα επανέλθουν στο τέλος της περιόδου το 2019-20 εξ ου και η ρύθμιση ονομάστηκε «backloading»). Αν περάσει η ρύθμιση αυτή η τιμή των ρύπων θα αυξηθεί κατά 4-6 ευρώ, εις βάρος των καταναλωτών σε όλη την Ευρώπη με περισσότερο επιβαρυμένους τους Έλληνες όπου λόγω λιγνίτη το σχετικό ποσό αντιστοιχεί όπως είπαμε με 4-5% των λογαριασμών της ΔΕΗ. Η ελληνική κυβέρνηση (που καλοβλέπει ένα ακόμα «χαράτσι») αδιαφορεί. Έτσι στο Ευρωκοινοβούλιο δίνω για τη ώρα μόνος την μάχη από ελληνικής πλευράς [3].

Η κρίσιμη ψηφοφορία θα γίνει στις 19 Φεβρουαρίου στην Επιτροπή Περιβάλλοντος, όπου και μετέχω. Στο Ευρωκοινοβούλιο όμως έχει ήδη δημιουργηθεί μια έντονη αντίδραση και από άλλους ξένους συναδέλφους και υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να κερδίσουμε την σχετική μάχη (ήδη στην τελευταία συζήτηση στην Επιτροπή Περιβάλλοντος οι ομιλητές ήμασταν μοιρασμένοι -6 υπέρ και 6 κατά-, ενώ σε μια πρώτη ψηφοφορία στην Επιτροπή Βιομηχανίας η πρόταση απορρίφθηκε). Αποτέλεσμα είναι η τιμή να πέσει ακόμα πιο χαμηλά στα 3 ευρώ.

Αν κερδίσουμε τότε είναι πιθανό η τιμή των ρύπων να σταθεροποιηθεί στα 4 ευρώ, η μισή από αυτή που προϋπολόγισε η ΔΕΗ στην τελευταία της αύξηση και να μπορέσουμε να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση να μειωθεί αντίστοιχα η τιμή του ρεύματος κατά 5%. Η μάχη αυτή είναι όμως ακόμα μπροστά μας.

Αγαπητοί αναγνώστες (όσοι αντέξατε να φτάσετε μέχρι εδώ), όταν σας έρθει ο επόμενος λογαριασμός της ΔΕΗ θυμηθείτε αυτή την ιστορία. Και σκεφθείτε ότι όλα όσα σας έγραψα, αφορούν μόλις το 10% της τιμής, το οποίο μπορούσα έστω και εμμέσως κάπως να επηρεάσω. Για το υπόλοιπο 90% μια άλλη φορά…

***

[1] Το εμπόριο δικαιωμάτων ρύπων χρησιμοποιείται για να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν κλιματική αλλαγή. Η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο να μειωθούν οι εκπομπές εντός της Ευρώπης κατά 20% μέχρι το 2020 και για τον σκοπό αυτό έχει περιορίσει το δικαίωμα της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου (κυρίως CO2) για να επιτευχθεί ο σχετικός στόχος. Οι μεγάλοι ρυπαντές, όπως είναι λόγω λιγνίτη πανευρωπαϊκά η ΔΕΗ, είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν δικαιώματα από εταιρίες που υπερκαλύπτουν τους στόχους τους ή εκτός ΕΕ (Clean Development Mechanism). Τα δικαιώματα αυτά τα πληρώνουν στο τέλος οι καταναλωτές ρεύματος και καταλήγουν στις τσέπες των κρατών.

[2] Το κόλπο είχε ως εξής. Στην κατασκευή των αερίων που χρησιμοποιούνται εκτός Ευρώπης ως ψυκτικά στα ψυγεία και τα κλιματιστικά, προκύπτει ως χημικό υποπροϊόν ένα πανίσχυρο αέριο του θερμοκηπίου, το HFC23, 12.000 φορές πιο βλαβερό για την υπερθέρμανση του πλανήτη από το C02. Με έναν απλό καυστήρα που κοστίζει ελάχιστα μπορείς να το κάψεις με έναν απλό καυστήρα και να μην εκλυθεί ποτέ στην ατμόσφαιρα. Η πάμφθηνη καταστροφή του αερίου αυτού δημιουργεί δικαιώματα ρύπων τα οποία οι κινέζοι αποκτούσαν πάμφθηνα (20 σεντς) και πούλαγαν πανάκριβα (10-12 ευρώ).


Η απάντηση του Κρίτωνα Αρσένη (18/2/13):

Πώς στην Ελλάδα οι λύκοι ντύνονται αρνάκια

Μέσα στην αναμπουμπούλα της κρίσης βλέπουμε όλο και πιο συχνά τους λύκους να ντύνονται αρνάκια. Εμφανίζεται η βιομηχανία να υπερασπίζεται τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας, οι υπέρμαχοι της πλήρους ιδιωτικοποίησης να παλεύουν για το συμφέρον των δημόσιων επιχειρήσεων. Και ενώ η επιχειρηματικότητα είναι απαραίτητο στοιχείο της οικονομίας και της κοινωνίας μας, η υποκρισία δεν είναι.

Αυτές τις ημέρες βιώνουμε ακόμη ένα επεισόδιο της παρωδίας αυτής. Η ευρωπαϊκή και η ελληνική βιομηχανία ισχυρίζεται ότι η κλιματική μας πολιτική βλάπτει τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η κλιματική αλλαγή απειλεί την βιολογική, κοινωνική και οικονομική μας ύπαρξή. Το φαινόμενο εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμός παρά την κρίση. Ήδη αισθανόμαστε τις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος στην αλλαγή των εποχών και την εντατικοποίηση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα ανακοίνωσε τον Νοέμβρη ότι με τους ρυθμούς που εξελίσσεται σήμερα η κλιματική αλλαγή, ο κόσμος μας μπορεί να έχει γίνει αβίωτος ήδη το 2060, όταν τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα είναι 47 χρονών.

Για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο αυτό παίρνουμε μέτρα ενάντια στους κλιματικούς ρύπους. Η προφανής λύση ήταν η επιβολή φόρου άνθρακα στις βιομηχανίες που ρυπαίνουν. Τα βιομηχανικά λόμπι αντέδρασαν και κατάφεραν να θεσπιστεί ένα περίπλοκο χρηματιστήριο ρύπων αντί φόρου. Το χρηματιστήριο ρύπων είναι πλέον στην ουσία η κλιματική μας πολιτική. Για να λειτουργήσει βέλτιστα η τιμή του άνθρακα έπρεπε να είναι στα 30 ευρώ. Χάρη στις χαριστικές ρυθμίσεις προς τη βιομηχανία, η τιμή αυτή βρέθηκε σήμερα στα 4 ευρώ. Αν δεν αυξηθεί, η Ευρώπη δεν θα έχει και ο κόσμος δεν θα αποκτήσει αντίδοτο στην κλιματική αλλαγή. Είναι σαν να οδεύουμε προς την αυτοκτονία προκειμένου λίγες βιομηχανίες να βγάλουν τα τελευταία τους κέρδη.

Για να αποφευχθεί αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά να καθυστερήσει τη διάθεση στην αγορά άνθρακα κάποιων δικαιωμάτων ρύπων προκειμένου να αυξηθεί η ζήτηση και η τιμή να αποκατασταθεί περίπου στο επίπεδο που ήταν ένα μόλις χρόνο πριν, τον Μάρτιο του 2012. Την Τρίτη ψηφίζουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη σχετική πρόταση της Επιτροπής. Είναι μία κρίσιμη ψηφοφορία διότι τα βιομηχανικά λόμπι και οι υπέρμαχοι των ιδιωτικοποιήσεων κινούν γη και ουρανό για να αποτρέψουν την υπερψήφιση. Στην αντίθετη πλευρά, η γενική γραμματέας Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων (ETUC) Μπερναντέτ Σεγκόλ δήλωσε την πλήρη στήριξή της στην υπερψήφιση της πρότασης.

Στην Ελλάδα ο ΣΕΒ και οι υπέρμαχοι των ιδιωτικοποιήσεων μας λένε ότι η απόφαση θα πλήξει τους συμπολίτες μας, αφού το κόστος για τη ΔΕΗ μετακυλύεται προς εμάς.

Καταρχήν, το κόστος δεν υποχρεώνονται να το πληρώνουν οι πολίτες αλλά ο ιδιώτης που οραματίζονται οι υπέρμαχοι των ιδιωτικοποιήσεων ότι θα ελέγχει την ιδιωτική ΔΕΗ. Αντίστοιχα κόστη θα πληρώνουν και άλλοι βιομήχανοι. Δεν είναι οι πολίτες που τους ενδιαφέρουν, αλλά τα υπερκέρδη τους.

Κατά δεύτερο, η ιδιωτική ΔΕΗ που θέλουν οι υπέρμαχοι των ιδιωτικοποιήσεων και οι άλλες βιομηχανίες θα αγοράζουν δικαιώματα ρύπων από την ελληνική κυβέρνηση. Υπολογίζονται σε 6 δισ. τα κέρδη του κράτους τα επόμενα 7 κρίσιμα χρόνια, κατά περίπου 3 δισ. αυξημένα εάν υπερψηφιστεί η πρόταση. Προϋπολογισμένα έσοδα του κράτους που αν δεν υπάρξουν, η τρόικα θα μας ζητά και πάλι νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. Έσοδα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την ανακούφιση των μη προνομιούχων συμπολιτών μας.

Κατά τρίτο, είναι απαράδεκτη η επιβάρυνση των συμπολιτών μας που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων με αυξήσεις στα τιμολόγια. Είναι απαραίτητη η ενίσχυση και η επέκταση του κοινωνικού τιμολογίου και το κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει για αυτό το σκοπό τα έσοδα των 6 δισ. ευρώ.

Να τελειώνουμε, λοιπόν, με τις μεταμφιέσεις των λύκων σε αρνάκια και ας είμαστε όλοι ειλικρινείς στο δημόσιο διάλογο.


Και η ανταπάντηση του Θεόδωρου Σκυλακάκη (18/2/13):

Δώσαμε, δώσαμε...

(Όταν σας έρθει ο επόμενος λογαριασμός της ΔΕΗ, θυμηθείτε ΙΙ)

Δεν μου αρέσει να επανέρχομαι σε θέματα, όμως μετά από τη χθεσινή δημοσίευση άρθρου συναδέλφου ευρωβουλευτή για το θέμα του backloading, στις φιλόξενες διαδικτυακές στήλες της Athens Voice, θεωρώ υποχρέωσή μου να εξηγήσω την ψήφο μου την Τρίτη 19/2/13 και τη μάχη που δίνω για να μην περάσει η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Θυμίζω την υπόθεση: Η Επιτροπή ζητά από το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο να αυξήσουν την τιμή των ρύπων αφαιρώντας από την αγορά 900 εκ. δικαιώματα (που θα επανέλθουν στο τέλος της περιόδου το 2019-20 εξού και η ρύθμιση ονομάστηκε «backloading»). Αν περάσει η ρύθμιση αυτή, η τιμή των ρύπων θα αυξηθεί κατά 4-6 ευρώ εις βάρος των καταναλωτών σε όλη την Ευρώπη, με περισσότερο επιβαρυμένους τους Έλληνες, όπου λόγω λιγνίτη το σχετικό ποσό αντιστοιχεί με 4-5% των λογαριασμών της ΔΕΗ, ή επιπλέον έσοδα για το ελληνικό κράτος ύψους 3 δις στη διάρκεια της περιόδου μέχρι το 2020. Το ποσό αυτό θα επιβαρύνει τους Έλληνες καταναλωτές. Τα ελληνικά νοικοκυριά και τις ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι στην πραγματικότητα ένα είδος επιπλέον φόρου.

Ο συνάδελφος που υποστηρίζει τη ρύθμιση της Επιτροπής επικαλείται στην ουσία τέσσερα επιχειρήματα:

Ότι το κόστος δεν θα το πληρώσουν οι πολίτες, αλλά «ο ιδιώτης που… θα ελέγχει την ιδιωτική ΔΕΗ». Ο ισχυρισμός είναι κυριολεκτικά ανακριβής, αφού η κρατική ΔΕΗ έχει ήδη κάνει προϋπολογισμό με βάση τις αυξημένες τιμές του backloading και έχει περάσει το κόστος στον καταναλωτή στην τελευταία σειρά αυξήσεων. Ακόμα όμως και αν δεν είχε συμβεί αυτό, σε ποιο οικονομικό μοντέλο η αύξηση του κόστους (αγορά δικαιωμάτων σε μεγαλύτερη τιμή από τη ΔΕΗ), δεν καταλήγει τελικά στον καταναλωτή; Ιδίως ενός αγαθού με ζήτηση ανελαστική από τη φύση του, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, σε μια αγορά που ακόμα και αν προχωρήσει το σχέδιο της μικρής ιδιωτικής ΔΕΗ θα παραμείνει εξόχως ολιγοπωλιακή.

Ο δεύτερος ισχυρισμός είναι ότι όσοι αντιδρούν ενδιαφέρονται για τα «υπερκέρδη» των βιομηχανιών. Δυστυχώς πρέπει να υπενθυμίσω στον αγαπητό συνάδελφο ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα (όλες οι επιχειρήσεις πληρώνουν ηλεκτρικό ρεύμα και θα πληρώσουν συνεπώς την αυξημένη τιμή των ρύπων) δεν διακρίνεται σήμερα για «υπερκέρδη». Βρίσκεται στη δίνη οικονομικής καταστροφής με δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις να κλείνουν ή να χρεοκοπούν. Όσο για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, αυτές πληρώνουν ήδη πανάκριβα φυσικό αέριο και πετρέλαιο και έχουν τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Κάτι που τις οδηγεί εκτός Ελλάδος ή κρατά την παραγωγή τους σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με την παραγωγική τους δυναμικότητα. Στοιχίζοντας στην οικονομία θέσεις εργασίας και ξένες αγορές, λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας.

Ο τρίτος ισχυρισμός μιλά για έσοδα που θα χρησιμοποιηθούν «για την ανακούφιση των μη προνομιούχων συμπολιτών μας». Η πραγματικότητα είναι ότι με βάση το κείμενο της σχετικής οδηγίας το 50% τουλάχιστον των σχετικών εσόδων θα πηγαίνει σε διάφορες «πράσινες» πολιτικές και αυτός είναι ο λόγος που τα πράσινα λόμπυ (που περιλαμβάνουν βεβαίως και ισχυρές βιομηχανίες που βρίσκονται κυρίως στη βόρεια Ευρώπη) μάχονται για την αύξηση της τιμής των ρύπων. Γιατί σ’ αυτούς θα καταλήξουν τα σχετικά έσοδα. Τι θα απομείνει για τους πολίτες, που πολλοί από αυτούς δεν πληρώνουν ήδη τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, το γνωρίζουν καλά οι ίδιοι οι σε απόγνωση ευρισκόμενοι πολίτες, που βίωσαν τη γαλαντομία του κράτους από τα έσοδα που απεκόμισε από το πετρέλαιο θέρμανσης.

Ο τέταρτος ισχυρισμός είναι ότι οφείλουμε να πληρώσουμε τον επιπλέον αυτό φόρο, για λόγους κλιματικής αλλαγής. Ξεχνούν όσοι το ισχυρίζονται τι έχει συμβεί στη δική μας χώρα; Η συμμετοχή μας στους στόχους για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής έγινε με βάση υποθέσεις για τους ρύπους με το προ κρίσης ΑΕΠ και τις προ κρίσης προβλέψεις για την αύξησή του. Έκτοτε έχουμε μια τεράστια συρρίκνωση του ΑΕΠ και της βιομηχανικής παραγωγής, που συνεπάγεται και αντίστοιχη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και των ρύπων. Κοινώς δώσαμε το μερτικό μας και με το παραπάνω για την κλιματική αλλαγή. Δώσαμε, δώσαμε…

Χαίρομαι πάντα να υπάρχει ουσιαστικός διάλογος για τα θέματα που συζητούνται στο ευρωκοινοβούλιο. Είναι κάτι σπάνιο, δυστυχώς. Συνεπώς με χαρά θα συμμετάσχω στη συνέχισή του, όπως και όποτε παραστεί ανάγκη. Και προτρέπω τους αναγνώστες να διαβάσουν προσεκτικά την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και να την θυμηθούν όταν θα έρθει ο επόμενος λογαριασμός της ΔΕΗ.