Περιβαλλον

ECOVOICE: Τουρισμός

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής

Βασιλική Γραμματικογιάννη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, λόγω της υψηλής συμμετοχής του στο ΑΕΠ της χώρας (15,5% για το 2010) και της ακόμη υψηλότερης στην απασχόληση (19% για το 2010). Επίσης πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος του τουρισμού στην κάλυψη σημαντικού μέρους του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, ρόλος ο οποίος είναι εξαιρετικά σημαντικός ιδιαίτερα στην παρούσα περίοδο. Από την άλλη μεριά, όμως, ο ελληνικός τουρισμός παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, με κυριότερα τον εποχικό και γεωγραφικό συγκεντρωτισμό του προσφερόμενου προϊόντος και την πολύ αργή προσαρμογή στις νέες συνθήκες, τόσο από στην πλευρά της ζήτησης όσο και του περιφερειακού ανταγωνισμού.

Τα αποτελέσματα της μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδας δείχνουν ότι η κλιματική αλλαγή θα οξύνει αυτά ακριβώς τα διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού ιδιαίτερα προς το τέλος του αιώνα. Η μελέτη εξέτασε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζήτηση, χρησιμοποιώντας τον δείκτη τουριστικής ευφορίας (Tourism Climate Index (TCI)), και στα κόστη λειτουργίας των τουριστικών μονάδων.

O TCI συνδυάζει κλιματικές μεταβλητές, όπως θερμοκρασία, υγρασία κλπ, σε έναν ενιαίο δείκτη, σχεδιασμένο ώστε να αποτιμά την καταλληλότητα των κλιματικών συνθηκών, ώστε να υποστηρίζονται υπαίθριες τουριστικές δραστηριότητες σε μία περιοχή. Χρησιμοποιώντας τις εκτιμήσεις των κλιματικών δεδομένων της ερευνητικής ομάδας κλιματικών δεδομένων του ΚΕΦΑΚ, υπολογίστηκε ο TCI ανά δεκαετία, για το χρονικό διάστημα 2010-2100, ανά εποχή, για όλη την επικράτεια και κατά γεωγραφική περιφέρεια.

Από την ανάλυση των δεδομένων σε ετήσια βάση και σε επίπεδο επικράτειας προκύπτει ότι μετά από μια μικρή κάμψη κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες, οι αφίξεις αυξάνονται σημαντικά, φτάνοντας τις 10 εκατομμύρια επιπλέον αφίξεις ετησίως, ποσοστό της τάξης του 25% των συνολικών αφίξεων, για τη δεκαετία 2091-2100. Δυστυχώς η ανάλυση των δεδομένων σε εποχικό και περιφερειακό επίπεδο αποδεικνύει ότι τα παραπάνω αποτελέσματα είναι παραπλανητικά, καθώς οι κύριοι τουριστικοί προορισμοί της χώρας θα υποστούν σημαντικές μειώσεις στις αφίξεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, περίοδο κορύφωσης της ζήτησης του τουριστικού προϊόντος. Για παράδειγμα, για τους θερινούς μήνες της δεκαετίας 2091-2100, εκτιμάται μείωση των εισπράξεων κατά €370 και €280 εκατ. /έτος για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα αντίστοιχα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, λόγω ελλείψεως δεδομένων, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι επιπτώσεις στις αφίξεις λόγω μετακίνησης του διεθνούς τουριστικού ρεύματος κυρίως προς τις βόρειες χώρες, των οποίων οι κλιματολογικές συνθήκες αναμένεται να βελτιωθούν σημαντικά.

Η μελέτη εκτίμησε επίσης τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα κόστη λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων. Λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας και της έλλειψης ασφαλών δεδομένων δεν επιχειρήθηκε να εκτιμηθεί η επίπτωση στα πάγια και τις υποδομές. Οι επιπτώσεις στα λειτουργικά κόστη συμπεριλαμβάνουν την αύξηση κατανάλωσης ενέργειας, την αύξηση του ρυθμού απόσβεσης, τα κόστη μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, τα αυξημένα κόστη συντήρησης και την αύξηση των ασφαλίστρων. Η συνολική αύξηση του κόστους λειτουργίας λόγω των αναγκαίων προσαρμογών στην κλιματική αλλαγή, εκτιμάται σε €70-€90 εκατ./έτος (5-7% του κόστους λειτουργίας) προς το τέλος του αιώνα.

Εάν συνυπολογιστεί η μείωση των εσόδων και η αύξηση των λειτουργικών εξόδων, οι επιπτώσεις στα ετήσια κέρδη του κλάδου αναμένεται να είναι καθοριστικής σημασίας για τη βιωσιμότητα πολλών εγκαταστάσεων.

Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις μπορεί να μετριαστούν ή ακόμη και να ανατραπούν, καθώς ο δείκτης τουριστικής εφορίας βελτιώνεται σημαντικά την άνοιξη και το φθινόπωρο. Στην περίπτωση της Κρήτης, η βελτίωση του δείκτη τις δύο αυτές εποχές είναι ικανή να ανατρέψει τις ζημίες του καλοκαιριού της δεκαετίας 2091-2100, οδηγώντας σε αύξηση των εσόδων κατά €200 εκατ. σε ετήσια βάση. Αντίστοιχα στην περίπτωση των Δωδεκανήσων η μείωση των εσόδων περιορίζεται στα €150 εκατ. σε ετήσια βάση.

Τα θετικά αυτά αποτελέσματα βασίζονται στην υπόθεση ότι θα πραγματοποιηθούν οι αναμενόμενες αφίξεις τουριστών κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει την υπέρβαση θεσμικών παραγόντων οι οποίοι περιορίζουν το χρόνο άφιξης των τουριστών κατά κύριο λόγο στους καλοκαιρινούς μήνες (σχολικές διακοπές, άδειες εργαζομένων) και οι οποίοι συνδιαμορφώνουν, από κοινού με το κατάλληλο κλίμα, τα μεγέθη και την εποχικότητα των αφίξεων. Η υπέρβαση αυτή προϋποθέτει τον εντοπισμό νέων στοχευμένων τουριστικών αγορών (συνταξιούχοι, weekend breaks, επαγγελματικός και συνεδριακός τουρισμός) οι οποίες δεν υπόκεινται στους ανωτέρω περιορισμούς και, βέβαια, την επανατοποθέτηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος στην αντίληψη των καταναλωτών-τουριστών καθώς και, το κυριότερο, των διεθνών τουριστικών πρακτόρων.

Παρότι η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος δεν επιτρέπει την εκτίμηση των συνολικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον ελληνικό τουρισμό, τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν την αναγκαιότητα ανάληψης πρωτοβουλιών με σκοπό τη μείωση της εποχικότητας, και τη διασπορά του τουριστικού προϊόντος σε μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας. Οι στόχοι αυτοί μπορεί να επιτευχθούν με τη συνεργασία της πολιτείας και των εκπροσώπων του κλάδου μέσα από τον μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό του ελληνικού τουρισμού. Μεταξύ άλλων θα πρέπει να αναδειχθούν τα πλούσια φυσικά χαρακτηριστικά των διάφορων περιοχών της χώρας που παραμένουν ανεκμετάλλευτα, να προωθηθούν ήπιες και εναλλακτικές μορφές τουρισμού, να δοθεί έμφαση στην προσέλκυση νέων στοχευμένων ομάδων τουριστών και να ληφθούν μέτρα μετριασμού του περιβαλλοντικού αποτυπώματος λειτουργίας των τουριστικών μονάδων.