- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Athens Voice περιπλανιέται στην ιστορία των Αθηνών παρέα με κρασί και μέλι
Υπόγειες ιστορίες
Της Σόνιας Ενεπεκίδη
Η περιέργειά μου ξεκίνησε από την επιγραφή «από το 1926». Σχεδόν έναν αιώνα ζωής συμπληρώνει το λουκουματζίδικο «Αιγαίον» στην οδό Πανεπιστημίου, παραμένοντας πάντοτε στην ίδια οικογένεια. Τι καλύτερο από το να ακούς ιστορίες από τους παλιούς παρέα με το πρωϊνό καφεδάκι και τους λουκουμάδες. Κατεβαίνω τα σκαλάκια και συναντώ τον κ. Ευγένιο Φύλλα, συνεχιστή της επιχείρησης. Όλα αυτά τα χρόνια το μαγαζί παραμένει στο ίδιο ακριβώς σημείο και δεν έχει αλλάξει ποτέ το προϊόν του. Βεβαίως, ο κόσμος που αγοράζει λουκουμάδες σήμερα έχει μειωθεί. «Όταν ήμουν παιδί η Πανεπιστημίου ήταν δρόμος και δουλειάς και περιπάτου» μου λέει ο κ. Ευγένιος. «Έβλεπες πολύ όμορφες οικογένειες να κυκλοφορούν έξω στο πεζοδρόμιο και να μπαίνουν να παίρνουν λουκουμάδες. Αυτή ήταν η πελατεία μας. Σήμερα, κανείς δεν περπατά, όλοι τρέχουν πανικόβλητοι».
Κατηφορίζω προς την πλατεία Κοτζιά για να συναντήσω την Αιόλου και ένα από τα πρώτα –αν όχι το πρώτο– ζαχαροπλαστεία της πόλης, τον «Κρίνο», που φιλοξενείται σ’ ένα υπέροχο νεοκλασικό του 1855-60. Αρχικά εκεί στεγαζόταν το πρώτο φαρμακείο των Αθηνών με την επωνυμία «Κρίνος». Το 1923 ο Σμυρνιός Μηνάς Κασιμάτης μετατρέπει το ξακουστό φαρμακείο σε ζαχαροπλαστείο-λουκουματζίδικο, χωρίς να αλλάξει το όνομα. Με πάστες, λουκουμάδες, μπουγάτσες, σοκολατάκια –αν και είδη πολυτελείας για εκείνη την εποχή–, το μαγαζί ήταν και παραμένει λαϊκό. Η αρχική πελατεία του ήταν οι πρόσφυγες, σταδιακά όμως το έμαθαν και οι Ελλαδίτες. Τις Κυριακές και τις γιορτές το μαγαζί γέμιζε. «Οι λουκουμάδες είχαν γίνει θεσμός μετά τον εκκλησιασμό, ενώ ήταν και η απειλή της μαμάς, “αν δε είσαι φρόνιμος δεν έχει λουκουμάδες”». Σήμερα, οι απαιτούμενες αλλαγές τόσο στο διάκοσμο του χώρου και τον τεχνικό εξοπλισμό όσο και στα προϊόντα σε καμία περίπτωση δεν θίγουν την ιστορία και την παράδοση του μαγαζιού. «Χωρίς να διώξουμε τους παλιούς, προσπαθούμε να φέρουμε στο μαγαζί νεολαία» δηλώνει κατηγορηματικά ο κ. Γιώργος Φριλίγος, συνεταίρος της οικογένειας Κασιμάτη.
Πιο κάτω από την Αιόλου, μέσα στους διαδρόμους της Βαρβάκειου Αγοράς, στην καρδιά της Κεντρικής Αγοράς βρίσκομαι μπροστά στο εστιατόριο «Παπανδρέου». Λειτουργεί από το 1898 σε 24ωρη βάση και προσφέρει σπιτικό φαγητό σε ξενύχτηδες και σε όσους ξεκινούν αξημέρωτα για τη δουλειά. Πρόκειται για το δεύτερο πιο παλιό σε λειτουργία μαγαζί των Αθηνών. Κι αν η θέση του έχει μια ιδιορρυθμία, αυτό ποτέ δεν επισκίασε την ιστορία και την παράδοσή του. Το συγκεκριμένο εστιατόριο, πάντοτε, μάζευε κόσμο κάθε οικονομικής επιφάνειας και μόρφωσης. Πολιτικοί και γνωστοί καλλιτέχνες δοκιμάζουν το σπιτικό φαγητό του παρέα με οικοδόμους και εργάτες. «Εμάς πολύ περισσότερο μας ενδιαφέρει ο οικοδόμος παρά ο πολιτικός, γιατί είχαμε και έχουμε τη δυνατότητα να του προσφέρουμε πολύ καλό φαγητό σε πολύ καλές τιμές και σε έναν αξιοπρεπή χώρο, φαγητό που θα βρει μόνο από τους γονείς του» μου διευκρινίζει ο κ. Αντώνης.
Κινούμαι προς την Πλάκα και τη Ρωμαϊκή Αγορά για τον «Πλάτανο», μια παραδοσιακή ταβέρνα κρυμμένη στο πλακόστρωτο της Διογένους. Ένας παππούλης, γένημα θρέμμα Πλακιώτης, μου μίλησε για το ιστορικό μαγαζί του Θ. Καρυανού. Πίσω από το ταμείο συναντώ τον κ. Τάκη Καρυανό. Η κουβέντα ξεκινά και η ιστορία της Αθήνας του ’20 ζωντανεύει μπροστά μου. «Παλαιότερα εδώ ήταν σαπουνοποιείο. Ο πατέρας μου μετέτρεψε το κάτω μέρος του οικήματος σε ταβερνείο το 1925. Στο πατάρι είχαν το ατελιέ τους ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος και ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ. Έδω φιλοτεχνήθηκε και το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη». Στα τέλη του ’20 οι καλλιτέχνες έφυγαν αλλά το ταβερνείο παρέμεινε, ανοίγοντας επισήμως το 1932. Στους τοίχους σκαλισμένα σε ξύλο τα ονόματα όσων πέρασαν: Παλαμάς, Σεφέρης Βενέζης, Κοτοπούλη, Παρθένης και άλλοι πολλοί. «Ήταν ένα μικρό χαμηλοτάβανο πατάρι, που μάζευε όμως όλο τον πνευματικό κόσμο. Πολλές φορές έπεφτε ασβέστης στα πιάτα, αλλά δεν τους πείραζε. Πάρε αυτό και φέρε ένα άλλο, έλεγαν» συμπληρώνει ο κ. Τάκης. Το ταβερνάκι του «Πλάτανου» είδε και πέρασε πολλά... την Κατοχή, την άνθηση αλλά και την παρακμή της γειτονιάς όταν γέμισε μπουζουκομάγαζα και κάθε είδους τουριστικές επιχειρήσεις, ταβέρνες, ντισκοτέκ, φωτεινές επιγραφές και τσολιαδάκια στα μέσα της δεκαετίας του ’60, τη χούντα, και έφτασε σώο ως τις μέρες μας. Δεν έκλεισε ποτέ.
Επόμενος σταθμός, η παλιά πλακιώτικη ταβέρνα του «Σταματόπουλου» στην οδό Λυσίου. Το 1882 ο παππούς Σταματόπουλος ξεκίνησε το μαγαζί ως μπακάλικο. Ωστόσο, οι Πλακιώτες περνούσαν για μια κούπα κρασί. Ο πόλεμος δεν το ’κλεισε. Μετά το 1965 πήρε τη μορφή ταβέρνας, χωρίς όμως ποτέ να χάσει το λαϊκό της χαρακτήρα. Ο εγγονός και σημερινός ιδιοκτήτης κ. Νικόλας Σταματόπουλος θυμάται: «Όταν ήμουν πολύ μικρός, ερχόταν εδώ ο Γούναρης. Έπιαναν, λοιπόν, τη χαβάγια και τις κιθάρες και έφτανε το ξημέρωμα». Σήμερα, άνθρωποι καθημερινοί αλλά και γνωστοί από κάθε χώρο αποτελούν τους φίλους του μαγαζιού.
Τελευταίος σταθμός η Κυδαθηναίων. Κατεβαίνω τρία σκαλοπατάκια και μπαίνω σε ένα φωτεινό και ευχάριστο χώρο. Μια αρχαία κολόνα στο κέντρο μού τραβά την προσοχή. Βρίσκομαι στα «Μπακαλιαράκια», την υπόγεια ταβέρνα του Δαμίγου, την «αρχαιότερη» όλων, «από το 1865» γράφει η ταμπέλα. Ψάχνω τον ιδιοκτήτη για να μάθω την ιστορία του μαγαζιού όμως… «εγώ ξέρω λίγα, είμαι γαμπρός της οικογένειας. Κάτσε να σου φωνάξω τον κυρ-Θωμά, είναι σερβιτόρος από τα 16 του εδω μέσα» θα μου πει ο κ. Βασίλης Παπαγιάννης. «Εδώ μέσα έγραψε ο Βάρναλης το ποίημα “Μες στην υπόγεια ταβέρνα” και το μελοποίησε μετά ο Θοδωράκης» μου λέει ο κυρ-Θωμάς κερνώντας κρασί. «Το ’γραψε πάνω σε μια χαρτοπετσέτα, εδώ δίπλα στην κολόνα. Το ’δωσε στον Κατράκη, που καθόταν πίσω του λέγοντάς του: “Δημοσίευσέ το”». Εννοούσε το ποίημα «Οι μοιραίοι». Το κρασί... νέκταρ, από δικά τους αμπέλια, και οι ιστορίες ακατέργαστα διαμάντα – που δυστυχώς, για να σας τις μεταφέρω, χρειάζομαι ώρες σαν αυτές που πέρασα εκεί μέσα. Σε αυτούς τους χώρους, τους φορτισμένους συναισθηματικά, που κατάφεραν να επιβιώσουν από τις κακουχίες του περασμένου αιώνα. Στο μέλλον τι θα γίνει, αναρωτιέμαι, θα καταφέρουν να επιζήσουν από την «γκλαμουριά» του Νεοέλληνα;