Life in Athens

Στο Galaxy πας για να βρεις κάτι δικό σου

Το είδος του μπαρ που δεν σε κερδίζει με κάποιο στημένο κόλπο ή κάποιο χάιπ, απλώς είναι εκεί και σε περιμένει να το ανακαλύψεις.

Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 950
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Bar Galaxy

Κλάμπινγκ Θα πας; #16: Στο Galaxy πας για να βρεις κάτι δικό σου

Τι κάνουμε όταν επιστρέφουν Ελλάδα οι ξενιτεμένοι φίλοι; Άλλοι ταβέρνες, άλλοι κλάμπινγκ, άλλοι εκδρομές. Εγώ κι ο κολλητός μου, ο Πάνος, έχουμε τη δική μας τελετουργία: πρώτα σπίτι-μπίρες-κασετόφωνο-Παν Παν, μετά ένα κλασικό αθηναϊκό μπαράκι. Γιατί μπορεί όσα μέρη επισκέπτεται στη νέα του χώρα να είναι πιο φθηνά από την Αθήνα, όπως λέει, κανένα όμως δεν έχει τη γεύση της.

Στις 11 το βράδυ της Κυριακής η κασέτα γυρίζει και ακούμε ξανά σε λούπα και τις τρεις «Φαντασμαγορίες» του Παν Παν μία προς μία. Μη ρωτήσετε γιατί ακούμε κασέτες το 2025, ο καλλιτέχνης αποφάσισε να κυκλοφορήσει τις δουλειές του σε κασέτα από την πρώτη καραντίνα κι έπειτα. Κι έδωσε σάουντρακ στα χρόνια του κόβιντ και στην Αθήνα σε μια περίοδο που δεν άναβε, στις τηλε-εξεταστικές και στους τηλε-έρωτες, στα πάρκα που έγιναν πρόσκαιρη τάση και στη μετακίνηση 6. Κι εμείς, όποτε βρισκόμαστε, ακούμε τις κασέτες και πίνουμε μπίρες. Δεν έχω καταλήξει ακόμα στο γιατί το κάνουμε αυτό στους εαυτούς μας. Μια σκέψη είναι ότι προσπαθούμε να αναβιώσουμε την ίδια συνθήκη και τα ίδια συναισθήματα με τότε, που ήμασταν ακόμα πρωτοετείς και δευτεροετείς. Η άλλη είναι ότι, αναβιώνοντας αυτά τα συναισθήματα, προσπαθούμε να τα υπερασπιστούμε. Μου κάνει καλύτερα αυτή η βερσιόν.

Μου δίνει την απάντηση ο Παν Παν στο «Ντεζά βου» με τα μαγευτικά συνθς του: «Και μουδιάζεις/ είν’ αυτό το ντεζά-βου/ είν’ αρχές καλοκαιριού/ {...} είν’ οι ένδοξες στιγμές/ πόζα και φαγούρα»

Στις 12 και κάτι, με τις μπίρες να έχουν ζεσταθεί ελαφρώς και τις κασέτες να έχουν γυρίσει ξανά από την αρχή, αποφασίζουμε πως το τελετουργικό πρώτο σκέλος ολοκληρώθηκε. Ο Πάνος ανακατεύει τα άδεια κουτάκια στο τραπέζι και χαζεύει το κασετόφωνο. «Λοιπόν, πού πάμε;» - «Στο Galaxy». Δεν το έχει ακουστά. Του εξηγώ ότι είναι από εκείνα τα μέρη που μοιάζουν να υπήρχαν πριν από σένα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν πολύ μετά. Το είδος του μπαρ που δεν σε κερδίζει με κάποιο στημένο κόλπο ή κάποιο χάιπ, απλώς είναι εκεί και σε περιμένει να το ανακαλύψεις. Κατεβαίνουμε Σταδίου με τα χέρια στις τσέπες. Η Αθήνα του Πάνου είναι διαφορετική από τη δική μου. Εγώ τη ζω κάθε μέρα, εκείνος σαν επισκέπτης στις παλιές του συνήθειες. Στα μάτια του η πόλη είναι μισο-οικεία και μισο-ξένη.

Στο Galaxy, βρίσκουμε μια θέση στον πάγκο. Έρχεται και ο Ίωνας. Ο μπάρμαν ρωτάει. Παραγγέλνουμε «τα προς το τζην» (τζιν τόνικ, δηλαδή). Από τα ηχεία ακούμε Motown, bossa-nova, soul, jazz, λες και βουτήξαμε σε σελίδα κόμικς του Κάρλος Σαμπάγιο και ήρθε η Άστρουντ Ζιλμπέρτο αυτοπροσώπως να μας τραγουδήσει για το πώς της έβαλαν στα μαλλιά ένα λουλούδι νάρκισσου. Δεν αλλάζει και πολύ η Αθήνα – ή μάλλον αλλάζει, αλλά, αν ξέρεις πού να κοιτάξεις, πάντα θα βρίσκεις κάτι δικό σου. Παραγγέλνουμε ένα δεύτερο, τσουγκρίζουμε, και για μια στιγμή ο Πάνος μοιάζει σαν να μην έφυγε ποτέ για τα εξωτερικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ