Το ταξίδι της Ελένης Ψυχούλη και των μαλλιών της
Το ταξίδι της Ελένης Ψυχούλη και των μαλλιών της
Life in Athens

Το μαλλί μου, το δράμα μου και το κούρεμα που δεν ξεχνιέται

Από την κόμμωση της απελπισίας στο κούρεμα της χαράς
Ελένη Ψυχούλη
Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ταξίδι της Ελένης Ψυχούλη και των μαλλιών της: Από τη μέδουσα στον... Νικόλα Κούρο

Ο κομμωτής μπορεί να μην είναι ψυχαναλυτής, κολλητή φιλενάδα ούτε και εραστής σου. Είναι, ίσως κάτι πιο σημαντικό από όλα αυτά. Η πρόσοψή σου στην κοινωνία.

Μια ζωή είχα μακριά μαλλιά σαν της Μέδουσας, της Γενοβέφας, της Ιουλιέτας και του Σαμψών. Με τον οποίο ταυτιζόμουν περισσότερο από τις προαναφερόμενες ηρωίδες, καθώς πάντα πίστευα ακράδαντα πως τα μαλλιά είναι η δύναμή μου, το κύρος, η επιβολή, η σπονδυλική στήλη της αδιαμφισβήτητης προσωπικότητάς μου. Με κάθε πόντο μου μάκραιναν, εγώ ψήλωνα. Όσο μπόι μου λείπει, το έπαιρνα σε μαλλί. Σε έναν κυματιστό χείμαρρο, εγγύηση θηλυκότητας, σέξινες και όλα αυτά που ποθούμε εμείς οι γυναίκες.

Πίσω από όλα αυτά τα ψυχολογικά, είχα και ένα απόλυτα πρακτικό κίνητρο: η μαμά μου, της οποίας τη συμβουλή δεν είχα ακολουθήσει για κανένα άλλο θέμα της ζωής μου, είχε καταφέρει να με πείσει πως το μακρύ μαλλί είναι βολικό, δεν χρειάζεται πολλά-πολλά, λούζεσαι και έξω από την πόρτα.

Στην πραγματικότητα, η όποια μακριά χαίτη, είναι κάτι χειρότερο από κινέζικο βασανιστήριο, ένας σταυρός που σήκωνα σε όλη μου τη ζωή, χωρίς να ξέρω ότι υπάρχει η ελπίδα που λέγεται ψαλίδι: το μακρύ μαλλί θέλει στέκες, κοκκαλάκια, μπαντάνες, να’σαι όλη την ώρα με μια πρέσα στο χέρι να το ισιώνεις αν δεν θες να βλέπεις το κομμωτήριο περισσότερο από το σπίτι σου, θέλει μπάτζετ να πετάξεις δέκα πρέσες μέχρι να βρεις τη θαυματουργή, το λούσιμο είναι ένας Γολγοθάς που πρέπει σαφώς να οριστεί στην ατζέντα σου διότι το «λούζομαι και έξω από την πόρτα» δεν υφίσταται ούτε ως υποψία και όταν αρχίσουν οι άσπρες τρίχες στο κούτελο θέλει βάψιμο άπαξ εβδομαδιαίως, κάτι το οποίο ισοδυναμεί με μαρτύριο.

Κάπως έτσι και φτάνοντας στο Αμήν, ως τολμηρός Κριός πήρα την απόφαση να το κόψω σε μισό κλάσμα του δευτερολέπτου, όταν συνειδητοποίησα πως είχα μεταμορφωθεί σε δουλικό της χαίτης μου. Και τότε άρχισε ο εφιάλτης στο δρόμο με τις τρίχες. Καθώς η αυτοεξυπηρέτηση είναι το μότο μου, ουδέποτε είχα προσωπικό κομμωτή. Ο οποίος κομμωτής είναι για μένα το ό,τι χειρότερο. Από δαύτον, χίλιες φορές προτιμώ την επίσκεψη στον οδοντίατρο και χωρίς αναισθητική και εκατομμύρια φορές το τσεκ απ στο γυναικολόγο με τα πόδια ανοιχτά.

Πού να πάω να το κόψω με επιτυχία οέο; Μετά από εκτενές ρεπορτάζ, κατέληξα στην Θεσσαλονίκη, αφού πρώτα πέρασα από πολλές επισκέψεις σε τοπικούς μετρ της πρωτεύουσας. Στην ερώτηση «πώς το θέλετε;» απαντούσα «α λα γκαρσόν».

Αυτή η μικρή πρόταση, όταν ξεστομίζεται από κάποια που διαθέτει μισό χιλιόμετρο μαλλί, προκαλεί υστερικό αλαλαγμό στους κομμωτές. Όλοι με άφηναν στα κρύα του λουτρού για να σχηματίσουν πηγαδάκια στα μετόπισθεν, με τους καθρέφτες να προδίδουν τον πανικό τους.

Πίσω από τα μυστικοπαθή ψψψψ, τους έβλεπα να με αντιμετωπίζουν σαν τρελή για το Δρομοκαϊτειο, κανένας δεν αναλάμβανε την ευθύνη του εγχειρήματος. Διότι οι κομμωτές, που δεν διαθέτουν και κανένα μεταπτυχιακό ντοκτορά στην γενικότερη κουλτούρα τους, πιστεύουν φανατικά στα κλισέ: «δεν το κόβεις με τη μία, χραπ, ένα τέτοιο μαλλί» «αυτή που σου το ζητάει έχει ψυχολογικά θέματα, είναι σχιζοφρενής, διπολική και αν το κάνεις μετά θα σε τρέχει στα δικαστήρια», «αυτή θέλει ψυχίατρο και όχι κομμωτή, ποιος ξέρει τί της έλαχε, την άφησε ο γκόμενος, την απέλυσαν, την κεράτωσε ο άντρας της, μπήκε ξαφνικά στην εμμηνόπαυση, της λάσκαρε η βίδα, πρόσεξε κρατάει στην τσάντα της πιστόλι».

Τελικά ένας γενναίος Μακεδόνας ανέλαβε την κουρά, αφού πρώτα μου πιπίλισε τον εγκέφαλο για τις παρενέργειες.

Μπορεί να νοιώσεις πως σου κόπηκε το χέρι ή το πόδι, αστάθεια, μελαγχολία, μαυρίλα, καντίφλα, απελπισία, μπορεί και να το μετανοιώσεις.

Το μόνο που δεν έλαβε υπόψη ήταν το αγύριστο γυναικείο κεφάλι όταν πάρει μια απόφαση. Και φυσικά, δεν απεδείχθη και τόσο γενναίος, αφού δεν ακολούθησε τον α λα γκαρσόν πόθο μου και με ξεπέταξε με ένα καρέ. Συμπέρασμα, αν νομίζεις πως από το μακρύ θα διανύσεις έτσι εύκολα τη διαδρομή ως το ιδανικό κοντό, γελάστηκες οικτρά! Σε δεύτερη φάση έρχεται ο μαραθώνιος της ιδανικής κουπ, μαζί και η περιπέτεια του ντεκαπάζ.

Το παλιό μαλλί ήταν μαύρο, το καινούριο το ήθελα κάτασπρο. Χιονάτο ασημί για την ακρίβεια αλλά πριν φτάσουμε στο ασήμι είχαμε να λύσουμε το ζήτημα του χιονάτου. Τρία χρόνια της ζωής μου από το κεφάλι μου πέρασαν χιλιάδες λίτρα ασετόν και ξεβαφτικά, βόμβες μολότωφ και ναπάλμ, μερικοί τόνοι περισσότεροι χημικών από όσους ισοπέδωσαν τη Χιροσίμα, πενήντα εξειδικευμένοι χρωματουργοί και άλλοι τόσοι εξπέρ του ψαλιδιού και εγώ συνέχιζα να μεταμορφώνομαι από καψαλισμένη αλεπού, σε κίτρινο σκίουρο και από κογιότ σε τάπυρο και λεμούριο της ζάχαρης. Στους καθρέφτες αναζητούσα την εικόνα μου και εισέπραττα απλόχερα την απελπισία.

Στο δρόμο εμμονικά το μάτι μου έπεφτε σε όλες τις τυχερές με τα απαστράπτοντα σαν ολόλευκα κρίνα μαλλιά, ενώ το δικό μου είχε κατσικωθεί στην πιο αηδιαστική κιτρινίλα. Άρχισα να πιστεύω στις κατάρες, να μπαίνω συλλήβδην σε όποιο κομμωτήριο έβλεπα μπροστά μου και να στήνομαι ώρες ανελέητες στο περίμενε των φαρμάκων, τίποτα!

Όλοι δε, έχουν ένα χούι: μόλις πρώτοι αντικρύσουν το αποτρόπαιο κίτρινο αρχίζουν να ξεφωνίζουν πανηγυρικά επιφωνήματα ενθουσιασμού για να σου κόψουν το βήχα, μη τους ζητήσεις και τα ρέστα: «παρφέ!», «ιντεάλ!», «δεν υπάρχει!», «γκραν σουξέ», «συγκλό!».

Στο μεταξύ, ο δρόμος προς το χιονάτο ασημί, μου σύστησε εκ των έσω τη συμπαθή συντεχνία των κομμωτών: συνάντησα τον γκέι wanna be που επειδή με έχει δει στην τηλεόραση θεωρεί υποχρέωσή του να μου απαριθμήσει όλους τους διάσημους που πέρασαν από τη χτένα του μαζί με όλα τους τα κουσούρια, εκείνον που θεωρεί τη Βίσση κολλητή επειδή πήγε να της ζητήσει αυτόγραφο στο Χοτέλ Ερμού, αυτόν που σε ανακρίνει δίχως οίκτο για να του πεις αν έχει κυτταρίτιδα η Ελένη (Μενεγάκη), αν πάχυνε η Παπαρίζου και αν έκανε λίφτινγκ η Καβογιάννη με τη δικαιολογία εσύ γράφεις στα περιοδικά και ξέρεις, εκείνον που σε μουρλαίνει στην πολυλογία για τα ερωτοψυχολογικά του και τον μανιακό των πλαστικών που προσπαθεί να εκμαιεύσει πόσα μπότοξ έχουν περάσει από τη μούρη σου και, αλήθεια, ποιος είναι ο πιο καλός στο υαλουρονικό;

Όσο για το κόψιμο που ονειρεύευσαι, εδώ ισχύει, αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα. Όποιος δεν σε ξέρει και του ζητήσεις κάτι λίγο πιο μοντέρνο από την κουπ λάχανο με ρόλει της γιαγιάς σου, θα σε βγάλει ακριβώς σαν τη γιαγιά σου. Κυριάκι ολκής με γόβα του Σκλιά. Στην αναζήτηση ενός κεφαλιού που να ’ναι δικό μου και να με εκπροσωπεί, έχω περάσει από όλες τις ψυχολογίες: τη ντροπή (να βγω στο δρόμο), την κατάθλιψη, την τρέλα με το ψαλίδι του κεντήματος στο χέρι να κάνω ό,τι μπορώ να διορθώσω τα κακώς κείμενα.

Μέχρι που μια νύχτα, έτυχε να δω το επεισόδιο «Κομμωτήρια» από τη μαγική σειρά του αείμνηστου Νίκου Τριανταφυλλίδη. Και κει, έγινε μέσα μου το θαύμα. Eκεί είδα έναν κομμωτή, που επιτέλους μιλούσε για «γεωμετρία». Αν θέλεις να ξέρεις, αυτή είναι η λέξη κλειδί για ένα ιδανικό κεφάλι. Μια γεωμετρία για κάθε κεφάλι. Και έτσι βρέθηκα ευθύς στην καρέκλα του Νικόλα Κούρο, στο Lemon Poppy Seed του Ψυρρή. Και δεν νομίζω να ξανασηκωθώ εύκολα από τη συγκεκριμένη καρέκλα. Με την «καλημέρα» νοιώθεις πως όλα εδώ λειτουργούν διαφορετικά.

Εγώ, ας πούμε, ένοιωσα σαν περιπλανόμενος γάτος που ξαναβρήκε το σπίτι του μετά από πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια, το παλιό μου σπίτι, ένα σπίτι καρδιάς που ξεχάστηκε πίσω στη χρυσή μου εποχή, των εικοσικάτι, τότε που άκουγα με πάθος Sisters of Mercy, Bauhaus, Joy Division και όλο το dark, death wave των 90’s και της Rebound, που φώτιζε με τη λαμπερή σκοτεινιά του την τότε ζωή μας. Ε, όλα αυτά τα ακούς εδώ, σε ντεσιμπέλ Rebound, που μεταμορφώνουν την αναμονή της ντεκαπάζ σε κλαμπ έξοδο, με μιλημένο τον dj να παίζει μόνο ό,τι θες εσύ.

Ηθικό δίδαγμα: άμα το κομμωτήριο παίζει Μέντα FM και συ ακούς Tσαϊκόφσκι, θυμήσου ότι ξέχασες μια δουλειά και φύγε αμέσως. Αυτό ισχύει και για τους γκόμενους αλλά δεν είναι της παρούσης.

Ο χώρος ένα βιομηχανικό τίποτα-πες το και κενό-που κυρίως στολίζεται από τη μουσική. Εδώ κανείς δεν θα σε αποκαλέσει «χρυσή μου», «κουκλίτσα μου», «αγάπη» και όλα αυτά τα δήθεν οικεία που αποσκοπούν στην επανάληψη της επίσκεψης. Ούτε ο Νικόλας ούτε η Έλενα θα έρθουν να σε ζαλίσουν με μάταιες φλυαρίες. Για την ακρίβεια, κανείς εδώ δεν αγαπά πολύ τις κουβέντες πέρα από τις απαραίτητες οδηγίες. Ο Νικόλας δεν έχει καμμιά περιέργεια για την προσωπική σου ζωή ούτε για αυτό το άνευ ουσίας small talk που τόσο αγαπούν τα κομμωτήρια.

Και να τον ρωτήσεις κάτι, θα σου απαντήσει λακωνικά, ενίοτε και ετεροχρονισμένα. Και αυτό δημιουργεί έναν προσωπικό χρόνο σαν παρένθεση, που τον κάνεις ό,τι γουστάρεις, εγώ λύνω σταυρόλεξα, οργανώνω τις δουλειές μου, σκέφτομαι κείμενα, ξεαγχώνομαι, ηρεμώ, παίρνω και κανέναν υπνάκο στα δύσκολα. Τί το ξεχωριστό κάνει αυτό το παιδί; Τα βασικά, που όμως σπανίζουν: σε παρατηρεί, καταλαβαίνει σε ποια κατηγορία ανήκεις, περίπου πώς σκέφτεσαι και πώς κινείσαι. Μετά, παρατηρεί το κεφάλι σου: τις φύτρες και τις κακοτοπιές του, την ποιότητα του μαλλιού σου, πώς κινείται και πώς κάθεται.

Το θέμα του δεν είναι να σε κάνει όπως είναι αυτός αλλά να μαντέψει το όλο στυλ σου και να βελτιώσει την εικόνα σου. Μπορεί να του ζητήσεις κάτι εκκεντρικό και να πάρεις τη σωστή απάντηση: εκκεντρικό μπορεί να είναι και κάτι κλασικό που σου πηγαίνει πολύ. Η διαδικασία εδώ, δεν μοιάζει με όποια έζησες ως τώρα. Το κούρεμα, ο Νικόλας το αντιλαμβάνεται σαν ένα γλυπτό, έναν πίνακα ζωγραφικής, μια work in progress με πολλές φάσεις: πρώτα θα σε κουρέψει λίγο, μετά θα σου κάνει την λευκότερη και από το λευκό ντεκαπάζ, μετά θα σε ξανακουρέψει λίγο, μετά θα σου κάνει κάποιες αδιόρατες ανταύγειες που θα τονίσουν το φως, το χρώμα, τις γραμμές της κουπ, μετά θα σε ξανακουρέψει.

Κοντά του έμαθα πως ένα φλατ, κάτασπρο μαλλί είναι σαν πίνακας χωρίς φωτοσκίαση. Αυτές οι λίγες νότες από κάποιο γκρίζο, ασημί που θα έρθουν να σπάσουν το λευκό δημιουργούν όγκο, βάθος, σαν πινελιές που τονίζουν τελικά, αυτό που είσαι, αυτό που θα ήθελες να ήσουν. Ποτέ μου δεν είχα αντιληφθεί ότι μια απειροελάχιστη γκρίζα νότα πάνω στο λευκό δημιουργεί ένα αποτέλεσμα τόσο φυσικό, σαν να γεννήθηκες μαζί του.

Φεύγοντας, παίρνεις ένα μαλλί που δεν χρειάζεται στάιλινγκ, ένα αποτέλεσμα φυσικό και όσο αφύσικο χρειάζεται για να σε κάνει ξεχωριστή, ένα μαλλί που απλώς το λούζεις, περνάς τα δάχτυλα, του δίνεις το σχήμα που ταιριάζει στο μουντ της ημέρας και ξενοιάζεις. Μέχρι την επόμενη επίσκεψη. Όπου θα σου κάνει κάτι άλλο, ποτέ το ίδιο, σαν να σου δίνει κάθε φορά και έναν άλλο ρόλο, που τον είχες μέσα σου αλλά δεν τον είχες παίξει ακόμα, σαν να σου ανοίγει κάθε φορά και ένα άλλο παράθυρο ελευθερίας. Με τους κομμωτές, όπως και με τις σχέσεις, ισχύει τελικά το ίδιο: είναι καλά, όταν δεν χρειάζεται να εξηγείς τον εαυτό σου.

Lemon Poppy Seed
Πρωτογένους 6, Ψυρρή, 210 323 8270 - 207
Ι. Δροσοπούλου 90, Κυψέλη, 216 002 4335

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα