- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βόλτα στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών του Ελαιώνα, Κυριακή ξημερώματα
Το παζάρι του Ελαιώνα αξίζει να μελετηθεί, κάποια στιγμή από αμιγώς ανθρωπολογική σκοπιά
Παζάρι Σωματείου Ρακοσυλλεκτών: Μια άκρως περιπετειώδης βόλτα, που χτυπά σαν ανήσυχη καρδιά μέσα στις αλλοπρόσαλλες πραμάτειες του μεγάλου παζαριού του Ελαιώνα
Χιλιάδες συμπολίτες μας τρώνε από τα σκουπίδια- όχι κατ’ ανάγκην κυριολεκτικά. Ψάχνοντας, όμως, στα σκουπίδια ανακαλύπτουν θησαυρούς ή παλιατζούρες ή χρήσιμα αντικείμενα τα οποία πωλούν στο μεγάλο παζάρι των ρακοσυλλεκτών του Ελαιώνα κάθε Κυριακή από τις 4 τα ξημερώματα ως τις 3 το μεσημέρι. Βγάζουν μεροκάματο και επιβιώνουν αυτοί, αυτές και οι οικογένειές τους. Συγχρόνως, βοηθούν χιλιάδες αθηναϊκά νοικοκυριά και επιχειρήσεις να ανανεώνονται (και όχι μόνο) με τον πλέον οικονομικό τρόπο, για να μην πούμε σχεδόν τζάμπα. Επιπλέον, όλο αυτό αποτελεί μια ιδιότυπη ανακύκλωση ειδών που δεν αχρηστεύονται, παρά αποκτούν νέα ζωή και υπόσταση. Όποιος δεν έχει βαδίσει ανάμεσα στα φορτωμένα με ό,τι μπορεί να φανταστεί σεντόνια και πάγκους του Ελαιώνα, δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται και δεν θα καταλάβει κιόλας, όσα ρεπορτάζ ή κείμενα σχετικά κι αν διαβάσει.
Σωματείο Ρακοσυλλεκτών Ερμής: Πριν την βόλτα, λίγη ιστορία
Το 1992 μία ομάδα Ελλήνων Μουσουλμάνων της Θράκης, ήταν δεν ήταν πενήντα άτομα, αποτέλεσε τον πρώτο «Σύλλογο Ρακοσυλλεκτών» της Αθήνας, με παρουσία στην ιστορική αγορά του Σχιστού και στα στενά του Ψυρρή των 90s. Το 1999 δημιουργήθηκε το μη κερδοσκοπικό «Σωματείο Ρακοσυλλεκτών Ερμής», με χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη. Από το 2004 ως το 2011 «Ο Ερμής» διαμόρφωνε το κυριακάτικο παζάρι στο Γκάζι, στην Κορεάτικη Αγορά απέναντι από την Τεχνόπολη, μέχρι που οι εμπορικοί σύλλογοι της γειτονιάς το οδήγησαν με νόμιμα μέσα σε παύση. Ουσιαστικά, πρόκειται περί παρεμπορίου: ξεχάστε POS και αποδείξεις.
Από τον Μάη ως τον Αύγουστο του 2011, το παζάρι δεν είχε βάση κι έδρα, ήταν στον αέρα, μέχρι που ο νεαρός πρόεδρος του «Ερμή», ο Καμπέρ Βαχτέτ, οργάνωσε παρεμβάσεις στις δημοτικές αρχές και το παζάρι ρακοσυλλεκτών βρέθηκε (υποτίθεται προσωρινά) στην Ιερά Οδό, μετά το εργοστάσιο της ΕΒΓΑ. Αυτή η σχεδόν αχαρτογράφητη, γκραν γκινιόλ αλάνα που εμπεδώνεται πλήρως στις οδούς Πολυκάρπου και Αγίας Άννης αποτελούσε μια άτυπη χωματερή του Δήμου Αθηναίων, για τις περιόδους απεργίας των σκουπιδιάρικων. Τα μέλη του Συλλόγου καθάρισαν και οργάνωσαν υποτυπωδώς τον χώρο για να μπορούν να στήνουν τις πραμάτειες τους και να συνεχίσουν να ζουν από την πώληση των αντικειμένων που βρίσκουν στα σκουπίδια ή στις άκρες των πεζοδρομίων.
Ώρα 05:30 - Στάσης Μετρό Ελαιώνα
Μια συμπλοκή με την αστυνομία «σπάει» ένα μικρό κομβόι πωλητών. Τριγύρω, μουδιασμένοι άνθρωποι με τις σακούλες και την αρίδα τους περιμένουν όσο χρειαστεί μέχρι να απλώσουν το εμπόρευμά τους. Μέχρι τις 06:00, οι πρώτοι τολμηροί βγάζουν σεντόνια και παρατάσσουν τα είδη που πωλούν: μακαρόνια, σάλτσες, κοσμήματα, παλιατζούρες κάθε λογής, καλλυντικά, κρέμες ευσεβών brands-αγόρασα με ένα ευρώ μια αντηλιακή ενυδατική κρέμα της Apivita και μαζί μια μάσκα προσώπου της Caudalie, βάζα, μαχαιροπίρουνα, σακίδια, ακόμα κι ένα καροτσάκι για δίδυμα. Ένας Γεωργιανός ευγενής κύριος περνάει στο χέρι μου δύο δαχτυλίδια που μου ορκίζεται ότι δεν μαυρίζουν.
Κατορθώνει να μου πάρει πέντε ευρώ και για τα δύο-ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος που συνάντησα στο παζάρι, ο οποίος είχε τα αρχετυπικά στοιχεία του πωλητή που κολακεύει, επικοινωνεί με τον υποψήφιο αγοραστή και παινεύει το εμπόρευμά του. Οι αγουροξυπνημένοι ή από σερί ξενύχτι πρώτοι αγοραστές είναι σκυθρωποί, δύσπιστοι και κόβουν δεκάδες βόλτες γύρω από τους ίδιους και τους ίδιους μικρούς «πάγκους» -σεντόνια καταγής. Λίγα πράγματα αγοράζονται το άγριο χάραμα, είναι Οκτώβρης καιρός, μοιάζει με νύχτα η μέρα ακόμα.
Οι πωλητές δεν δέχονται ακόμα σκληρά παζάρια, γιατί αν αρχίσουν να κόβουν από τώρα, τι θα κάνουν στις έντεκα και στις δώδεκα το πρωί; Δεν μας ποζάρει κανείς, δυσπιστούν απέναντι στο δημοσιογραφιλίκι μας, δεν γουστάρουν να τους βγάλουμε στην φόρα, γιατί είναι παράνομοι. Εγκληματίες όχι, αλλά έκνομοι ναι. Βλέπω μισογεμάτες συσκευασίες δημητριακών, καφέ και ζυμαρικών. Μισά σπαγγέτι, μισός νες, είκοσι και τριάντα λεπτά του ευρώ. Κάποιος θα τα έχει προφανώς ανάγκη. Σε αυτό το κουρελιάρικο, ενδεές μάρκετ, οι ανάγκες συναντώνται μεταξύ τους χωρίς ιδιαίτερες αβρότητες και υποκριτικές καλημέρες κι ευχαριστίες. Περιεργάζομαι, ρωτάω πόσο, αν με ενδιαφέρει το παίρνω, το πληρώνω, αποσύρομαι, τόσο απλά και ξερά. Οι φωνές είναι κοφτές, τα μούτρα ταλαιπωρημένα, η φτώχεια υπερήφανη, συνωμοτική σχεδόν στην συναναστροφή της.
Ώρα 07:00 - Στα κεντρικά του παζαριού Ρακοσυλλεκτών
Μίνι μποτιλιάρισμα στην Αγίας Άννης, αμάξια παντού, το παρκάρισμα φαντάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Αλλά, αν έχει κανείς σκοπό να φορτώσει πράμα (πλυντήρια, τουαλέτα, φωτιστικά, έπιπλα, χαλιά) πώς θα το κουβαλήσει με το μετρό; Έχει φωτίσει η μέρα και μια οικογένεια Ρομά έχει ανάψει φωτιά σε έναν σκουριασμένο τενεκέ. Πλησιάζω να ζεσταθώ, νιώθω ευπρόσδεκτη, αν κρίνω από τα χαμόγελα. Λίγο πιο κει, ένας τύπος διαλαλεί ένα ποδήλατο στο οποίο έχει εφαρμόσει κινητήρα, οδηγώντας το και πατώντας την κόρνα του. Διακόσια ευρώ, λέει. Ένας άλλος από τον πάγκο του λέει «αν το δώσει για ένα πενηντάρικο, θα ’ναι τυχερός».
Πίσω από το μελλοντικό στάδιο του Παναθηναϊκού, που όταν υλοποιηθεί θα αποδιώξει για ακόμα μία φορά το ταλαίπωρο παζάρι, υπάρχει πολύ χώμα, χωματόλοφοι διάσπαρτοι σκουπιδαριό, κομμάτια πλαστικού, βίδες, ρόδες, λάστιχα. Κανονική χωματερή. Τα παπούτσια μου αλλάζουν χρώμα. Εκεί, γύρω από τους χωματένιους λοφίσκους, μεγάλα σεντόνια και πάγκοι ξεχειλίζουν από σαβούρα και από ελάχιστους θησαυρούς που ορισμένοι έμπειροι θαμώνες εξετάζουν με μεγεθυντικούς φακούς σαν ντεντέκτιβ. Ο κύριος Μ., συνταξιούχος καθηγητής στο Φυσικό, ελέγχει κάτι πορσελάνινα σερβίτσια. «Έχω χιλιάδες σερβίτσια σπίτι. Συλλέγω, ξέρετε. Από όλον τον κόσμο». (Σερ-βίτσια, σκέφτομαι και γελάω μόνη μου).
Για να γυρίσεις όλο το παζάρι και να πεις ότι έχεις δει και λίγο προσεκτικά τον κάθε πάγκο, θες γύρω στις 4 ώρες, οι οποίες αυξάνονται αν υπολογίσεις και μια μικρή στάση για καφέ, ρόφημα ίσως και κανά καλαμάκι-ψωμάκι από την σχάρα της γυναίκας του προέδρου των Ρακοσυλλεκτών, του Καμπέρ Βαχτέτ, που έχει, καθώς φαίνεται, και ρόλο ειρηνοποιού εκεί πέρα. Μόλις σταθήκαμε λιγάκι να ξεκουράσουμε τις μέσες μας με τον φωτογράφο Πέτρο Νικόλτσο στις πλαστικές καρέκλες, ακούσαμε φωνές. Ένας που πουλούσε μπακίρια και κοσμήματα κατηγόρησε έναν πιτσιρικά ότι έκλεψε ένα δαχτυλίδι.
«Πρόεδρε, Πρόεδρε!». Ο κύριος Βαχτέτ πλησίασε τον μικρό (όλοι Ρομά οι συμμετέχοντες στην ιστορία μας) και του είπε να επιστρέψει το δαχτυλίδι και να μην το ξανακάνει. Το παιδί ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες ότι δεν έκλεψε. Ίσως να έλεγε αλήθεια ή, πάλι, να είχε προλάβει να δώσει το δαχτυλίδι στον πατέρα, τον θείο ή τον μεγαλύτερο αδερφό του για να το πουλήσουν στον δικό τους πάγκο. Όπως μας είπε και ο κύριος Χρήστος, ένας από τους ελάχιστους Έλληνες πωλητές του Ελαιώνα-ο οποίος μάς έκανε τράκα τσιγάρο και ισχυρίστηκε πως κάπνιζε ενώπιόν μας μετά από 20 χρόνια!- είθισται να αγοράζουν πράγματα ο ένας από τον άλλον οι ρακοσυλλέκτες-πωλητές, για να τα πουλήσουν μετά και πάλι.
Προφανώς, εικάζω, και να κλέβουν. Γενικώς, στο παζάρι οι άνθρωποι προχωράνε με τις τσάντες κρεμασμένες στο στήθος τους ή σφιχτά κρατημένες στα πλευρά τους. Έχουν το νου τους. Εννοείται πως ευνοούνται διάφορες μορφές παραβατικότητας-από σπρώξιμο ναρκωτικών, μέχρι «ψώνισμα» και από μικροκλοπές μέχρι συμπλοκές με αποτέλεσμα σωματικές βλάβες. Αυτά μού τα ανέφεραν άνθρωποι που συχνάζουν χρόνια στον Ελαιώνα για να με προειδοποιήσουν, όταν τους είπα ότι θα πάω για ρεπορτάζ-προσωπικά, δεν εντόπισα ιδίοις όμμασι κάτι συγκεκριμένο. Από την άλλη, είδα να πωλείται αυτόματο πυροβόλο με 280 ευρώ, φόρα παρτίδα. Ποιος ξέρει τι άλλο μπορούσες να πάρεις από εκείνον τον συγκεκριμένο πάγκο με τις στολές φαντάρων, τα όπλα και τα φυσίγγια;
Ο Κρίστοφ Μπύχελ θα έχανε κυριολεκτικά τα μυαλά του, με την θέα του ετερόκλητου των εμπορευμάτων: απέναντι από τις καραμπίνες, δίσκοι της Αρλέτας και λίγο πιο κει γερμανικά χάρντκορ πορνοπεριοδικά και μασίφ αντίκες. Κι αν πεις πως προχωράς κι άλλο, αυθεντικά Levis τζιν στα πέντε ευρώ, μαρκάτα σπορτέξ ολοκαίνουργια και κοσμήματα που σε κάποιο Κυκλαδονήσι θα μοσχοπουλιόνταν στα είκοσι και τα τριάντα ευρώ.
Ποια Μπιεννάλε και ποια Στέγη; Εδώ, γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες ενός ολοζώντανου, συνεχώς μεταβαλλόμενου, κινητού και κινούμενου installation με χρώματα, υφές και ήχο-ρίχνω κι εγώ ένα τσιφτετέλι μπροστά από έναν πάγκο με πικ απ που παίζει τούρκικα και τσιγγάνικα.
Αναρωτιέμαι φωναχτά αν ο Κουστουρίτσα έχει επισκεφθεί ποτέ τον Ελαιώνα και, επίσης, πώς θα λένε την επόμενη ταινία του όταν συμβεί και έρθει να ψωνίσει το κατιτίς του στο παζάρι. Γιατί ταινία αποκλείεται να μην κάνει αν δει αυτό που βλέπουμε εμείς.
Ώρα 10:30 - Ηρωική έξοδος πριν την έφοδο των Φασαίων
Οι μιλένιαλς σκάνε στο παζάρι τις Κυριακές και εξοπλίζουν τα ινσταγκραμικά σπίτια τους με φτηνά λαμπατέρ, βελέντζες και κάδρα με πέντε και δέκα ευρώ-για να τους φτάσει μετά για μπραντς στην Αιόλου και του Ψυρρή. Σε κάποιους πάγκους, άλλωστε, ρωτάνε οι πωλητές «πόσα δίνεις;» και το παζάρι γίνεται και έτσι, αντίστροφα. Τα καλά πράγματα εξανεμίζονται νωρίς και δεν λειτουργεί εδώ η ιδέα του να ξαναπεράσεις από κάποιον πάγκο. Παλιά βιβλία, σπάνιες εκδόσεις, μυθιστορήματα δεκαετίας από διαπρεπείς Έλληνες συγγραφείς μοσχοπουλιούνται για ένα και δύο ευρώ, πιο φθηνά από ό, τι και στους πάγκους των περιπτέρων.
Μια κυρία καλοντυμένη κουβαλά μια νάυλον τσάντα γεμάτη βιβλία. Ίσως δεν έχει δυνατότητα να επισκεφθεί ένα βιβλιοπωλείο και να δώσει πενήντα ευρώ για τα διαβάσματα του μήνα ή του χειμώνα της. Επίσης, ρούχα κάθε είδους, από μαγιώ μέχρι βαριά παλτό, φεύγουν σαν ζεστό ψωμάκι-οι τουρίστες επισκέπτες του γιουσουρούμ ξέρουν τα spots και σπεύδουν με τις μεγάλες υφασμάτινες τσάντες τους, τις οποίες ξεχειλίζουν.
Τέλος, έργα τέχνης-πίνακες, γλυπτά, αγαλματίδια- έχουν τους δικούς τους φανατικούς. Ένας ηλικιωμένος κύριος με μαύρο κοστούμι περιεργάζεται κάτι χρυσά κάδρα με περίσσεια προσοχή. Τον φαντάστηκα στο νεοκλασικό του στο Παγκράτι, στο τεράστιο σαλόνι του με τους βελούδινους καναπέδες, να πίνει το απογευματινό του τσάι καμαρώνοντας το απόκτημά του από το παζάρι που θα φιγουράρει στους καλεσμένους του κάποια στιγμή. Με τα χρήματα που θα έδωσε για να το αποκτήσει, μια οικογένεια θα κάνει, απόψε, γιορτή σε ένα τσαντίρι ή ένα χαμόσπιτο.
Η οικονομία κάνει παράξενους κύκλους, αν και ο Ελαιώνας αξίζει να μελετηθεί, κάποια στιγμή, και από αμιγώς ανθρωπολογική σκοπιά. Είναι, βέβαια, και έργο τέχνης-ίσως μια φωτογραφία που δεν πρόλαβε να φυλακίσει στο χρόνο ο ασπρόμαυρος Αρά Γκιουλέρ. Σίγουρα πάντως, και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό, ο Ελαιώνας, αυτή η άκρια της Αθήνας η παντελώς ξεχασμένη κι όμως αλαλάζουσα και ζωντανή, απαρτίζεται από ανθρώπους που ζουν στην ίδια πόλη με εμάς. Μαζί τους μάλλον μάς ενώνουν πολλά περισσότερα από ένα μπακίρι που πωλείται τρία ευρώ πάνω σε ένα λασπωμένο σεντόνι.
Αλλά αυτό δεν επιτρέπει κανένα παζάρι να το εξερευνήσουμε σε βάθος. Ξεπαρκάρουμε με τα μικρά μας λάφυρα και υποσχόμαστε να ξανάρθουμε, μεθυσμένοι από την ομορφιά του τίποτα, από την ένδεια που ορθώνει ανάστημα και επιβιώνει δημιουργώντας δικούς της θεσμούς. Σε λίγο, θα πίνουμε τον δεύτερο καφέ της ημέρας, διαφορετικοί άνθρωποι από αυτούς που ήμασταν τα ξημερώματα.