- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια μέρα στην Αθήνα με καύσωνα
Μια ημέρα με εξωτερικές εργασίες στην καψαλισμένη Αθήνα ισούται με πολλές μέρες κάπου αλλού. Μπορεί μέχρι και στον Καναδά.
Μπορεί η Αθήνα να «λιώνει» από τον καύσωνα αλλά η ζωή συνεχίζεται και είναι ωραία.
Φεύγω από το σπίτι μου στις 12, ντάλα μεσημέρι, αλλά την ώρα που κατάφερα να ξυπνήσω τον μικρότερο γιο μου για να κάνει εξετάσεις αίματος. Ψάχνουμε για σκιές στην Κηφισίας, στην οποία δεν υπάρχει τι-πο-τα, κάτι αραιά δεντράκια εδώ κι εκεί – ευτυχώς έχω ένα γελοίο καπέλο και το φοράω προς φρικτή φρίκη του γιου (δεν το πιστεύει ότι κυκλοφορεί με ένα τέτοιο «νούμερο»!) Κανα-δυο μπαλκόνια ρίχνουν μικρές ανακουφιστικές σκιές. Όταν μπαίνουμε στο ιατρο-εξεταστικό κέντρο, το αιρκοντίσιον με αρπάζει από τα μούτρα σα κατραπακιά, έτσι όπως είμαι παπί στον ιδρώτα, ίσα που προλαβαίνω να ρίξω ένα επίσης γελοίο φουλάρι στον λαιμό μου, μη τυχόν πάθω αμυγδαλές καλοκαιριάτικα.
Η θερμοκρασία στο σάιτ καιρού είναι 37 βαθμοί αλλά τους αισθάνομαι σα 500. Η άσφαλτος ζεματάει κάτω από τα πόδια μας και ακτινοβολεί σα φούρνος μικροκυμάτων, όπου να 'ναι θα λιώσω… αν και έχω δρόμο ακόμα. Στη στάση του λεωφορείου ο γιος μου φεύγει με ένα φρέντο στο χέρι κι εγώ βλέπω με απελπισία ότι τα λεωφορεία, όλα όσα με βολεύουν, θα έρθουν σε 25 με 45 λεπτά. Μπαίνω σε ένα που δεν με βολεύει αλλά που είναι μισοάδειο, κάθομαι σε θέση έστω για 4 στάσεις. Προτείνω σε έναν ηλικιωμένο κύριο να του δώσω την ωραία μου θέση κι αρχίζει να με βρίζει («Σκάσε, σκάσε, δε θέλω να καθίσω, ουστ από κει ηλίθια!») Όταν κατεβαίνω, μια άλλη κυρία ακούει ακόμα χειρότερα όταν πάει να του δώσει τη θέση της.
Μένουν άλλες 7 στάσεις, που τις «κόβω» με το πόδι.
Στον ήλιο. Στη Βασιλίσσης Σοφίας, στην οποία οι σκιές είναι ακόμα αραιότερες από ό,τι ήταν στην Κηφισίας. Περνάω στα στενά κάθετα και παράλληλα στην λεωφόρο: υπάρχουν «τσέπες» σκιάς ανάμεσα στις πολυκατοικίες, μικρές τσέπες, ίσα που χωράνε μισό πέδιλο. Στη Μιχαλακοπούλου τα λεωφορεία εξακολουθούν να ανακοινώνουν ότι θα περάσουν σε 25’, μερικά σε 35’, μερικά καθόλου.
«Μα πού είναι όλα αυτά τα λεωφορεία;» αναρωτιέται μια μπαφιασμένη κυρία σε κάποια από τις πολλές στάσεις που προσπερνάω. Ο κόσμος προσπαθεί να στριμωχτεί στη σκιά του στεγάστρου, όπου υπάρχει. Και δεν τα καταφέρνει.
Φτάνω στον προορισμό μου μετά από τρία τέταρτα της ώρας περπάτημα, πάρα πολύ ιδρωμένη, το γελοίο καπέλο ναι μεν προφυλάσσει τη μύτη μου από εγκαύματα, με κάνει δε να ιδρώνω ακόμα περισσότερο. Καθόμαστε έξω, στο καφενείο «Του Λουκά» στο Παγκράτι, όπου συνεχίζουμε να ιδρώνουμε αλλά τουλάχιστον είμαστε τρεις, δεν ιδρώνω σόλο αρκούδα, κάτι είναι κι αυτό. Δυο ώρες αργότερα περπατάω ως τον σταθμό του μετρό, το οποίο είναι σχετικά δροσερό, αν και τίγκα. «Πού είναι, για, που άδειασε η Αθήνα; Όλους εδώ τους βλέπω!» διαμαρτύρεται άλλη κυρία, στρυμωγμένη πάνω σε πλήθος μέσα στο βαγόνι. Μια άλλη κυρία προσπαθεί να βρει κάτι μέσα στην τεράστια τσάντα της, αγκωνιάζοντας τους γύρω-γύρω που έχουμε δει όλα όσα έχει μέσα στη ρημάδα την τσάντα της εκτός από αυτό που ρημαδο-ψάχνει, και δεν το βρίσκει. Ανά πέντε λεπτά χτυπάει το κινητό της, που το απαντάει φωνάζοντας «ΕΛΛΛΛΑ!» και το κλείνει γιατί δεν έχει σήμα, το άτομο που την καλεί δεν ακούει, ούτε αυτή το ακούει, πράγμα που ακούμε όλοι εμείς οι αγκωνιασμένοι και μη.
Στο τέρμα των λεωφορείων, όπου βγαίνω από το μετρό, σαν από θαύμα με περιμένει ένα λεωφορείο της επιλογής μου! Μιράκολο. Μπαίνω μέσα, στρογγυλοκάθομαι. Περνάνε δέκα λεπτά. Περνάνε 15 λεπτά. Το λεωφορείο κάνει γουρ-γουρ-γουρ αλλά δεν ξεκινάει, στην εφαρμογή συγκοινωνιών λέει ότι θα ξεκινήσει σε 19 λεπτά. Πετάγομαι έξω να πάρω ταξί, γιατί είναι 17:20, το επισκεπτήριο αρχίζει σε 10 λεπτά, δεν έχω περιθώρια να κωλοβαρέσω κι άλλο μέσα στο ακούνητο, γουργουριστό λεωφορείο.
Ο ταξιτζής μού λέει ότι θέλει να πάει στον Καναδά, όπου έχει ψοφόκρυο, οι μπεκάτσες παγώνουν στον αέρα και πέφτουν στο κεφάλι σου κατεψυγμένες, και «οι δουλειές πληρώνονται χρυσάφι». Δεν ξέρω πού τη βρίσκω την όρεξη, του λέω ότι και στον Καναδά δεν πολύ-έχει πια δουλειές με λεφτά, πόσο μάλλον με χρυσάφι. 235.000 Καναδοί είναι άστεγοι, 35.000 άτομα κοιμούνται στον δρόμο, αλλά ο οδηγός επιμένει, οπότε αποσύρω τα επιχειρήματά μου περί Καναδά, ας πάει, στο φινάλε, να βρει την τύχη του.
Γυρνάω σπίτι μου κατά τις 8 το βράδυ, με μετρό και λεωφορείο… λάθος, το τελευταίο λεωφορείο, σα κερασάκι στην τούρτα, ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ντιπ καθόλου. Ανεβαίνω με το πόδι, κι ενώ έχει πέσει ο ήλιος, ενώ σέρνεται ένα χλιαρό αεράκι ανάμεσα στα πεζοδρόμια, εξακολουθώ να ιδρώνω. Στο Τορόντο η θερμοκρασία είναι 14 βαθμοί, στην Αθήνα 34.
Αλλά μια ελαφριά δροσούλα κατεβαίνει από τα Τουρκοβούνια, και ενώ ήτανε σα να ξελαρυγγιζότανε η ημέρα, σα να ούρλιαζε (μάλλον επειδή καιγότανε ο πισινός της), τώρα είναι χαλαρή επιτέλους, οι ρυθμοί πέφτουν, η ατμόσφαιρα… είναι ωραία, βραδινή, ήρεμη. Και με λιγότερο κόσμο ξαφνικά που, αν δεν έφυγε (ο κόσμος), τότε μάλλον άραξε σε αυλές και βεράντες, σε μπαλκονάκια, σε καφέ και μπαρ με παγωμένες μπίρες και ανεμιστήρες.
Και αυτά είναι τα ωραιότερα στοιχεία της καλοκαιρινής Αθήνας.