- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ένα διήγημα γραμμένο στον ασβέστη
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αγαπούσαν, που αγαπούν, που θα αγαπούν, και το δείχνουν με ένα διήγημα τριών λέξεων γραμμένο σε μια σελίδα από ασβέστη
Γκράφιτι αγάπης στους δρόμους της πόλης. Η αντίθεση με τη street art μίσους, τη βία κατά των γυναικών και το woke culture
Πάει, το έσβησαν κι αυτό. Ήταν γραμμένο με μικρά κόκκινα γράμματα, και έλεγε: «Μάρθα σε αγαπούσα». Ίσα που φαινόταν, εκεί, χαμηλά, στον γκριζωπό τοίχο της Ιπποκράτους, λίγο πριν πιάσεις τη Σόλωνος, αλλά εγώ κάθε φορά που περνούσα το γύρευα επίμονα με το βλέμμα μου και στεκόμουν να το χαζέψω. Το ότι ήταν γραμμένο στην ακρούλα απέπνεε στα μάτια μου μια συστολή, την ντροπαλοσύνη κάποιου που δεν άντεξε και θέλησε να εκβάλλει τη γραπτή κραυγή του σε έναν τοίχο που κανείς δεν πρόσεχε. Στο κεφάλι σου φτιάχνεις ιστορίες από το τίποτα, και στο δικό μου κεφάλι οι τρεις λέξεις έχτιζαν την ιστορία κάποιου Γιώργου, Γιάννη, Αλέξη που δεν μπορούσε να ξεχάσει τη Μάρθα που αγάπησε. Τον σκεφτόμουνα ως τύπο ευαίσθητο και ευγενικό, όχι σαν κάποιον που θα έδερνε μια Μάρθα επειδή δεν τον αγαπούσε εξίσου, αλλά σαν κάποιον που είχε συνθηκολογήσει αξιοπρεπώς με τη μοναξιά του και βρήκε σε κείνον τον τοίχο μια μικρή ρωγμή για να εκβάλλει τις λέξεις που τον πόναγαν.
Χίλιες φορές ένα παλικαράκι που λερώνει τους τοίχους με λέξεις τρεμάμενες, από την αδυσώπητη, αρρωστημένη αρσενική ιδιοσυγκρασία που μολύνει με αίμα την εποχή μας. Άντρες που ξυλοκοπούν γυναίκες, άντρες που δολοφονούν γυναίκες, άντρες που κακοποιούν ψυχικά γυναίκες, και στον αντίποδα τρεις λέξεις μερικούς μόνο πόντους πάνω από το οδόστρωμα, τρεις λέξεις χαραγμένες σιωπηρά στον ασβέστη. «Μάρθα σε αγαπούσα». Όχι, δεν είναι καθόλου ωραίο να γράφεις πάνω σε έναν τοίχο που δεν σου ανήκει, μα από την άλλη, σε κάτι τέτοιες φρασούλες ανιχνεύεις την ψυχή των ανθρώπων στους οποίους θέλεις να πιστεύεις. Ανθρώπους που αγαπούν άλλους ανθρώπους και το πολύ πολύ να πληγώσουν έναν τοίχο. Ανθρώπους που αντί να διατυπώνουν φαρμακερά λογύδρια στα social πιάνουν έναν χοντρό μαρκαδόρο και αφήνουν το αποτύπωμα της καρδιάς τους σε ένα σημείο που μόνο ένας πειραγμένος λάτρης ιστοριών θα διέκρινε. Τέλος πάντων, το έσβησαν, δεν είναι πια εκεί. Στη θέση του δεσπόζει μια αχνή μελανιά από το σφουγγάρι που κατάπιε την κραυγή.
Κι όμως, γύρω από αυτή τη μελανιά, παραμένουν αλώβητα άλλα συνθήματα, που το θέμα τους δεν είναι μια Μάρθα που αγαπήθηκε, αλλά το μίσος των καιρών. Μπινελίκια για το ποδόσφαιρο, μπινελίκια για την αναρχία και το κράτος δολοφόνο, μπινελίκια για τους μεν και τους δε, μπινελίκια γενικώς. Σχεδόν κάθε πρόσοψη κατά μήκος αυτού του τριγώνου στο δυτικό όριο των Εξαρχείων είναι τίγκα στα μπινελίκια, καθώς και σε ζωγραφιές που δεν μοιάζουν καθόλου με ζωγραφιές – αποτελούν σουρεαλιστικές εκδοχές της αστικής βίας που συναντάς πλέον στις πόλεις του 21ου αιώνα. Κοινός παρονομαστής μια μανιασμένη φρενίτιδα. Άλλος τα έχει με τους Πακιστανούς, άλλος με τις γυναίκες, άλλος με την κυβέρνηση. Ναι, ο κόσμος φλερτάρει με την παράνοια και επιστρατεύει (ή επινοεί) διάφορες δικαιολογίες για να εξιστορήσει την διαρκή εκτροπή του προς τα άκρα, είναι η καθημερινή ακρίβεια, είναι η απειλή των άλλων, είναι η μπόχα που τυλίγει τον δημόσιο βίο και λόγο, είναι, είναι, είναι, είναι… Μα, μεταξύ μας, είναι αυτά ή κάποιο από αυτά, ή είναι μονάχα η ψυχή που κουβαλάμε μέσα μας; Διότι υπάρχουν ψυχές που θέλουν να τσακίσουν άλλες ψυχές με πρόσχημα τον θυμό τους, υπάρχουν όμως και εκείνες οι ψυχές που, όσο θυμωμένες ή πληγωμένες ή ολότελα τσακισμένες κι αν είναι, βρίσκουν απάγκιο στη σιωπή, διανύουν την κάθε μέρα τους χωρίς να ποτίζουν με μίσος την οικουμένη, πορεύονται με αξιοπρέπεια και ενσυναίσθηση γεμίζοντας τη μοναξιά τους με βιβλία και μουσικές και ταινίες και βλέμμα στοργικό. Άντε να γράψουν τρεις λέξεις σε έναν τοίχο, οι οποίες θα σβηστούν από το σφουγγάρι του μεγάλου κόσμου. Που σβήστηκαν. Ενώ τα άλλα γκράφιτι τριγύρω, οι κορώνες του μίσους, είναι εκεί και πολιορκούν την προσοχή μας.
Κοιτάζοντας τον καθαρισμένο τοίχο, έπιασα τον εαυτό μου να συναισθάνεται τη διάψευση που μπορεί να νιώθει περνώντας από κει ο Γιώργος, Γιάννης ή Αλέξης που εξομολογήθηκε σε κείνο το κομμάτι του τσιμέντου την αγάπη του για μια Μάρθα του παρελθόντος. Μπορεί να λέει μέσα του: «Ούτε οι λέξεις μένουν ζωντανές». Να κουνάει το κεφάλι του πικραμένος. Να σκέφτεται ότι ακόμα και η κραυγή εξανεμίζεται στο άπειρο του θορύβου. Η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με την street art του μίσους, κάτι τέτοιες φράσεις απηχούν ένα άλλο είδος λογοτεχνίας, κάτι σαν διηγήματα των τριών λέξεων, από τα οποία μπορείς να αποκρυσταλλώσεις εποποιίες χιλιάδων σελίδων. Φέρνεις στον νου σου δύο ανθρώπους που έζησαν μια στιγμή ευτυχίας, η οποία δεν καρποφόρησε σε έναν μακρύ ευτυχή βίο, η οποία δεν κατέληξε στο νεκροταφείο ή σε κάποιο αστυνομικό τμήμα ή στο δικαστήριο, αλλά στο γονάτισμα ενός τύπου σε μια ακρούλα της Ιπποκράτους και στο τέντωμα ενός χεριού με τον μαρκαδόρο ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι ένα στιγμιότυπο που κάλλιστα θα μπορούσε να γεννήσει μια τρυφερή νουβέλα, και έρχεται να αντιπαρατεθεί στον ζόφο των όσων ζούμε.
Άλλοι βρίζουν τον Καραγάτση, άλλοι βρίζουν όσους βρίζουν τον Καραγάτση, άλλοι βρίζουν τους υπουργούς, άλλοι την αντιπολίτευση, άλλοι εξαπολύουν γροθιές και βιτριόλι, τραγωδίες μένουν ατιμώρητες, οι trappers ραπάρουν για όπλα και ναρκωτικά, ο μάτσο ανδρισμός βασιλεύει, παιδιά κακοποιούνται, ΚΑΙ ΕΝΑΣ μέσα σε όλη αυτή την καταχνιά σκύβει ηττημένος στη γωνία του δρόμου και γράφει με χέρι τρεμάμενο «Μάρθα σε αγαπούσα». Αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αγαπούσαν, που αγαπούν, που θα αγαπούν, και το δείχνουν με ένα διήγημα τριών λέξεων γραμμένο σε μια σελίδα από ασβέστη.
Τέλος πάντων, το καλό είναι ότι το έσβησαν, ο τοίχος είναι πια καθαρός, δεν προδίδει καμία ρωγμή, κανένα εσώτερο χνάρι. Είναι μια άγραφη επιφάνεια, ελαφρώς μουτζουρωμένη από το πέρασμα του σφουγγαριού, και δεν ενοχλεί στο ελάχιστο τα μανιασμένα συνθήματα τριγύρω, που όλα τους απηχούν τη μεγάλη χίμαιρα των καιρών. Τρεις λέξεις ήταν και χάθηκαν με μια ευκολία που δεν θυμίζει καθόλου τη δυσκολία με την οποία προφανώς γράφτηκαν. Σημασία έχει ότι χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, δεν είναι πια εκεί, έμεινε μόνο ο καθαρός τοίχος, που χάσκει βουβός, έστω κι αν κρύβει ανάσες πνιγηρές που έγιναν ένα με το κρύο τσιμέντο. Μάρθα, όποια κι αν είσαι, όπου κι αν είσαι, αυτός που σε αγάπησε έγραψε για σένα τρεις λέξεις σε έναν γκριζωπό τοίχο της Ιπποκράτους. Δεν υπάρχουν πια. Υπάρχουν όμως αυτοί που τις είδαν, τις διάβασαν και τις θυμούνται.