Life in Athens

Σε βλέπω να κάνεις ό,τι γουστάρεις ανενόχλητος

Σε όλη την Κυψέλη τα τραπεζοκαθίσματα, σαν έρπης, εξαπλώνονται σε κάθε πεζοδρόμιο

Λένα Διβάνη
ΤΕΥΧΟΣ 921
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συγγραφέας Λένα Διβάνη γράφει για τα τραπεζοκαθίσματα στην Κυψέλη και τις αντιδράσεις από τους κατοίκους

Σε βλέπω να κάνεις ό,τι γουστάρεις ανενόχλητος στη γειτονιά μου. Σε όλη την Κυψέλη τα τραπεζοκαθίσματα, σαν έρπης, εξαπλώνονται σε κάθε πεζοδρόμιο. Στην αρχή εμφανίστηκαν 2-3 επί μετακορωναϊκής εποχής. Είπαμε «δεν βαριέσαι», όλοι φοβόμαστε μέσα, ας το καταπιούμε μέχρι να περάσει ο φόβος. Πέρασε ο φόβος, αλλά το τραπεζοκάθισμα κατσικώθηκε και πολλαπλασιάστηκε. Και επειδή ήθελε και το ντεκοράκι του, ξεφύτρωσαν γύρω του ζαρντινιέρες τσιμεντένιες και ξύλινα πλέγματα με πλαστικούς κισσούς. Γονιός με καρότσι αδύνατον να διαβεί. Ο ανάπηρος ούτε καν επιχειρεί ηρωική έξοδο.

Ελπίσαμε πολύ ότι θα βάλει τάξη ο νέος δήμαρχος. Προς το παρόν το μόνο που έβαλε είναι υποψηφιότητα για αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Περιμέναμε ο περιφερειάρχης να βάλει τάξη στην πλατεία Πρωτομαγιάς λ.χ. που μεταμορφώνεται σε πάρκινγκ το βράδυ, αλλά κι αυτός έβαλε το μαγιό και πήγε για μπάνιο μάλλον. Χτυπήσαμε και την πόρτα της τροχαίας, αλλά κι αυτή αναρμόδια δήλωσε.

Οπότε τι κάνουμε οι ορφανοί πολίτες αυτού του πολύπαθου άστεως; Ό,τι μπορούμε. Άλλος περνάει και βρίζει τους «υπεύθυνους» για να ξεδώσει, άλλος καταριέται την τύχη του που δεν είναι Δανός, άλλος κόβει το χέρι του που ψήφισε ό,τι ψήφισε κι άλλος κάνει αφίσες, τις κολλάει σε εισόδους πολυκατοικιών κι ελπίζει ότι θα φουντώσει η οργή, θα γίνει μαζικό κίνημα και θα απαιτήσουμε ενωμένοι τα δικαιώματά μας.

Κάθισα από περιέργεια σε μια είσοδο να δω αντιδράσεις. Πέντε άτομα πέρασαν μία ώρα που παραφυλούσα. Τα 4 δεν έριξαν ούτε μια ματιά, μπήκαν κατευθείαν μέσα. Το πέμπτο άτομο, ένα αγόρι καμιά εικοσαριά χρονών με τίσερτ από το τουρ της Μαντόνα, στάθηκε, διάβασε και μετά με κοίταξε.

«Τι λέει;» τον ρώτησα
«Τι να πει… Περιμένει να κατεβεί ο Σούπερμαν να βάλει τάξη στο Γκόθαμ Σίτι» μου λέει.
«Ο Σούπερμαν ε;»
«Ή ο Σπάιντερμαν γιατί θα πιάσει αράχνες περιμένοντας»,
συμπλήρωσε ο Μαντόνας και τρύπωσε κι αυτός στην πολυκατοικία. Γελούσε καθώς μου μιλούσε. Καμιά φορά, ξέρετε, γελάμε από απελπισία…