Life in Athens

Κι ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές

Κάθε δρόμος έχει τη δική του ιστορία και μερικοί είναι τόσο μαγικοί που η ιστορία τους περικλείει και τραγούδια

Στέφανος Δάνδολος
ΤΕΥΧΟΣ 917
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βόλτα στους δρόμους της Αθήνας: Οι δρόμοι, οι ιστορίες τους και τα τραγούδια

Υπάρχουν δρόμοι που στο μυαλό μου είναι συνυφασμένοι με μουσική. Που χάρη σε ένα τυχαίο τραγούδι στις ρωγμές του χρόνου, έμειναν για πάντα μέσα σε αυτό, έγιναν αυτό το τραγούδι. Να, για παράδειγμα: οδός Κόδρου στην Πλάκα, καλοκαίρι του ’77, περπατάω κρατώντας το χέρι της γιαγιάς μου και από κάπου ακούγεται μια μαγική μελωδία. Πιάνο, πνευστά, τρεις χορδές ακουστικής κιθάρας. Και η Φλέρυ Νταντωνάκη να στροβιλίζεται στ’ αστέρια – άπιαστη σαν όνειρο. Ποτέ ξανά μέχρι τότε εκείνος ο σκιερός, στενός δρόμος δεν μου είχε φανεί τόσο όμορφος. Ξάφνου όλα στροβιλίζονταν μαζί της χάρη σε αυτό το παλιό τρανζίστορ που ηχούσε από μια βεράντα, σε κάποια από τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες της μεταπολίτευσης.

Μισός αιώνας έχει περάσει και η Κόδρου έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου ως τόπος αφιερωμένος στη γιαγιά μου και σε εκείνες τις νότες. Κάθε φορά που τον διασχίζω θυμάμαι τη Φλέρυ, τη μούσα του Μάνου, και την ονειρική απόχρωση της φωνής της που μετέτρεψε μια φευγαλέα στιγμή σε αιωνιότητα.

Κι άλλοι δρόμοι υπάρχουν τέτοιοι. Πολλοί δρόμοι. Η οδός Κύπρου στην πλατεία Αμερικής, όπου ήταν το πρώτο μας σπίτι, απηχεί τη φωνή της μητέρας μου που μου τραγουδούσε το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», και τη φωνή του πατέρα μου, ο οποίος μου έλεγε το «Η σούστα πήγαινε μπροστά». Ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που περνάω από ’κει και κοιτάζω την φθαρμένη, γκρίζα πολυκατοικία όπου κατοικήσαμε μέχρι το 1973, γεμίζω ολόκληρος από ένα φεγγάρι και μια σούστα. Ήμουν τυχερός γιατί οι γονείς μου τραγουδούσαν υπέροχα, το νανούρισμα πάντα έπιανε – κοιμόμουν στο λεπτό ανεβασμένος σε σύννεφα μελωδικής ευτυχίας. Μια φορά είπα στον Μάνο Ελευθερίου, που είχε γράψει τη «Σούστα», ότι ένα μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας ήταν εκείνο το τραγούδι. Γέλασε και, αυτοσαρκαζόμενος όπως πάντα, απάντησε: «Καημένο μου παιδί». Μακάρι όμως και άλλα παιδιά να υπήρξαν τόσο «καημένα»...

Κάθε δρόμος έχει τη δική του ιστορία και μερικοί είναι τόσο μαγικοί που η ιστορία τους περικλείει και τραγούδια. Το 1985, στη διάρκεια ενός εφηβικού πάρτι, το πρώτο μου φιλί μεταμόρφωσε την Αγίου Νικολάου στη Γλυφάδα σε αιώνια πατρίδα του Ντέιβιντ Μπόουι, γιατί ένας δίσκος δικός του έπαιζε στο πικ απ. Το 1996, τη μέρα που κρατάω για πρώτη φορά το πρώτο μου βιβλίο στα χέρια, κάποιος κατεβαίνει την Πανεπιστημίου ακούγοντας δυνατά στο αυτοκίνητό του το «Κλεμμένο ποδήλατο» των Στέρεο Νόβα και αυτομάτως η γωνία με την Μπενάκη, εκεί όπου υπήρχαν τότε οι εκδόσεις Δελφίνι, γίνεται διά παντός ένας τόπος αφιερωμένος στα ποδήλατα της νιότης. Είναι ασύλληπτο. Δεν θυμάσαι τι έφαγες χθες, αλλά θυμάσαι τι άκουσες σε έναν συγκεκριμένο δρόμο μια σημαδιακή μέρα. Φυσικά ευθύνονται και τα τραγούδια, όπως και οι συγκυρίες. Τι πιο μαγικό από το να ακούς Μάνο Χατζιδάκι από τη μητέρα σου και Δήμο Μούτση από τον πατέρα σου; Τι πιο ασύλληπτα υπερβατικό από το να ακούς τη Φλέρυ, την φεγγαρική αηδόνα, κρατώντας το χέρι της γιαγιάς σου σε έναν ωραίο δρόμο της Πλάκας. Τι πιο όμορφο από τον Ντέιβιντ Μπόουι για έναν δεκαπεντάχρονο που φιλάει ένα κορίτσι για πρώτη φορά; Και τι πιο ασύλληπτα γοητευτικό να νιώθεις συγγραφέας, να κρατάς σφιχτά στα χέρια το πρώτο σου μυθιστορηματάκι και να χάνεσαι για δυο στιγμές στο συγκλονιστικό, αέρινο σύμπαν του Κωνσταντίνου Βήτα και του Μιχάλη Δέλτα; Οι νότες εισχωρούν μέσα σου και ναι, απηχούν τη στιγμή, στην ουσία όμως ακινητοποιούν τον χρόνο, αποκρυσταλλώνουν εκείνη τη ρωγμή από το παρελθόν, την καθιστούν αιώνια. Και φυσικά σε κρατούν σφιχταγκαλιασμένο με τα πρόσωπα που λάτρεψες. Ο μπαμπάς μου να τραγουδάει «Κι ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές» και εγώ να τον ρωτάω «Γιατί ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές, μπαμπά;», και πενήντα χρόνια αργότερα να συνειδητοποιώ ότι οι φωτιές εκείνες είναι ένας κοινός μας τόπος, η αγάπη που μας συνδέει, η ζωή μας, οι στιγμές που έγιναν αναμνήσεις.

Προχθές είχα πάρει τον δικό μου γιο στο κέντρο της Αθήνας και κατηφορίζαμε την οδό Μαυροκορδάτου, έναν πανέμορφο μικρό πεζόδρομο ανάμεσα στην Ακαδημίας και την Μπενάκη. Υπάρχουν τα βιβλιοπωλεία, ένα δύο καφέ που θυμίζουν μπιστρό, ο υπέροχος Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, τον οποίο ο κύριος Αριστείδης στα «Αηδόνια της σιωπής» αντικρίζει ανάμεσα στα χαλάσματα των Δεκεμβριανών ξεκινώντας το μοιραίο ταξίδι του για τη δική του Ιθάκη. Υπάρχει κι ένα μικρό καφάο που, συμπτωματικά, απεικονίζει δύο αηδόνια και ο Πάνος μού το δείχνει: «κοίτα, μπαμπά, δύο πουλιά ζωγραφισμένα». Τον Δεκέμβρη του ’44, αυτό το κομμάτι της πόλης ανήκε στην κυβερνητική πλευρά και οι Ελασίτες προσπαθούσαν να το προσεγγίσουν με εφόδους από τα στενά – το αναφέρω αυτό γιατί βρίσκομαι ακόμα υπό την επήρεια του βιβλίου. Είναι όμως Μάης του 2024, η μέρα είναι ειρηνική, ζεστή, αμυδρά ηλιοφωτισμένη. Όλα μοιάζουν ειρηνικά, αν εξαιρέσεις ένα τραγούδι που ξαφνικά υπεισέρχεται στο ιδιωτικό μας σύμπαν μπροστά στο καφάο με τα αηδόνια. Στ’ αυτιά μου ηχεί κακόφωνο, πρωτόγονο, σχεδόν βίαιο. Ένα συνονθύλευμα από αγριότητα και θυμό, με μπάσα που βομβαρδίζουν το εσωτερικό ενός Smart με φιμέ τζάμια, το οποίο έχει σταθμεύσει παράνομα επί της Ακαδημίας μπροστά από τρεις άστεγους που έχουν χαμηλώσει το βλέμμα κουρασμένοι. «Ποτέ δεν κάνω κράτει, σκοτώνω τον πελάτη, σκύλες και λεφτά, ραπάρω με όλα αυτά», μουγγρίζει μια υπόκωφη φωνή. Αναρωτιέμαι με τρόμο: άραγε θα εντυπωθεί διά παντός αυτός ο trap καταιγισμός στη μνήμη του γιου μου, αν υποθέσω ότι αυτή τη βόλτα θα τη θυμάται το 2074; Ή θα υπερισχύσουν στη μελλοντική μνήμη του τα άλλα τραγούδια που ακούει αυτή την εποχή, τραγούδια που του αρέσουν και αρέσουν και σε μένα, Stellar, Poor Man’s Poison, Taylor Swift, Yeat, ακόμα και μελωδίες από τον προηγούμενο αιώνα, Queen, Beatles και λοιπά; Δεν ελπίζω και πολύ σε θραύσματα από «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», αλλά θα ήθελα να θυμάται κάτι πιο καλαίσθητο από τα σκουπίδια της πνιγηρής αστυγραφίας με τα οποία ο κόσμος σήμερα μπουκώνει τους πιτσιρικάδες. Θα ήθελα να θυμάται το «Scarborough fair» των Simon and Garfunkel που έμαθε φέτος να παίζει στο πιάνο, το «Yellow Submarine» που τραγουδούσε μικρότερος, το «Δελφίνι δελφινάκι» που θα χορέψει στην καλοκαιρινή γιορτή του σχολείου.

Street art στο καφάο στον πεζόδρομο της οδού Μαυροκορδάτου © Αγγελική Μπιρμπίλη

Στεκόμαστε, λοιπόν, στην οδό Μαυροκορδάτου και κοιτάζουμε το καφάο που αναβιώνει δυο πανέμορφα αηδόνια, όπως του βιβλίου μου. Γύρω μας τραπεζάκια, βιτρίνες, πλακόστρωτο, είμαι τρισευτυχισμένος που βολτάρουμε παρέα και ξάφνου εκείνος ο ηχητικός καταιγισμός από το Smart με τα φιμέ τζάμια με κάνει να νιώθω ότι ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές – αληθινές φωτιές, μίσος, τρόμος, αηδία για τη ζωή. Και θέλω να του κλείσω τα αυτιά, μα δεν το κάνω γιατί ξέρω ότι όλα θα τα βρει μπροστά του και μόνος του πρέπει να μάθει πότε θα κλείνει τα αυτιά του και πότε όχι. Και την επόμενη στιγμή ένας άστεγος μας χαμογελάει και τον καλημερίζουμε. Ένα λεπτό αργότερα το Smart φεύγει με λάστιχα που στριγγλίζουν και τότε ο Πάνος με κοιτάει και λέει: «Ουφ, δεν τον άντεχα άλλο αυτόν το θόρυβο». Και όλα γίνονται ξανά ένας κόσμος χωρίς φωνές που σκοτώνουν, χωρίς φωνές για σκύλες και λεφτά. Μένει μόνο το χαμόγελο ενός γιου πλάι στο χαμόγελο ενός πατέρα. Και μια πόλη που μου θυμίζει όλους εκείνους τους δρόμους όπου οι φωτιές ήταν συναισθήματα. Γιατί αυτό είναι και η μουσική. Ένας τρόπος να θυμάσαι και να αγαπάς.

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου, «Τα αηδόνια της σιωπής, μια ιστορία για τα Δεκεμβριανά», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.