Life in Athens

Μια κρυφή λιακάδα στο κέντρο της πόλης

«Αναλογίζομαι πόσο αλλοπρόσαλλα όμορφη είναι αυτή η πόλη, πόσο αντιφατική, πόσο ικανή να τη λατρεύεις και να τη μισείς»

Στέφανος Δάνδολος
ΤΕΥΧΟΣ 906
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σκέψεις για την πόλη και τους ανθρώπους που γέννησε μια βόλτα στη Σόλωνος, από το φωτεινό άνοιγμα του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου ως τη Γενναδίου

Πρωινό Πέμπτης με συννεφιασμένο καιρό, και ψάχνεις να βρεις τον ήλιο. Πουθενά δεν υπάρχει χνάρι αχτίδας. Ούτε στην Πανεπιστημίου ούτε στη Σταδίου ούτε στα στενά κάθετα δρομάκια. Λες και με την παραμικρή καταχνιά η πόλη ανταριάζει, γίνεται ένα θαμπό τοπίο, σαν παλιά κακοφορμισμένη πολαρόιντ. Όταν όμως κατηφορίζεις τη Σόλωνος, σχεδόν πάντα συμβαίνει ένα μικρό θαύμα. Λίγο μετά τη Νομική, στο σημείο που ο δρόμος ανοίγει και από αριστερά δεν υπάρχουν κτιριακά εμπόδια, στο τμήμα όπου διαγράφεται το ευρύ πλάτωμα πίσω από το παλιό Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου, η συννεφιά εξανεμίζεται και μια ωραία λιακάδα ζεσταίνει τη γωνία των οδών, θαρρείς και είναι τεχνητή παρέμβαση που προκύπτει από κάποια μηχανική επεξεργασία. Ίσως ελάχιστοι το έχουν προσέξει, και ακόμα πιο ελάχιστοι το αποζητούν, πάντως είναι ένα απολαυστικό σημείο για να κοντοσταθείς: υπάρχουν οι υπαίθριοι πάγκοι με τα παλιά χρησιμοποιημένα βιβλία στην Ιπποκράτους, υπάρχουν δύο τρία παλιά θέατρα με ωραίες φωτογραφίες στις προσόψεις, υπάρχουν οι νεραντζιές και οι πορτοκαλιές που λούζονται στο φως.

Βγάζω το σημειωματάριό μου και γράφω: Ήλιος ανιχνεύθη στο σύνηθες ηλιόλουστο μέρος. Πόσο παράξενο: λίγο να ανοίξουνε τα κτίρια, λίγο να υποχωρήσουν οι τσιμεντένιες πλάκες με τις χιλιάδες κεραίες στις οροφές, και η Αθήνα γίνεται πάλι ένα αριστούργημα θαλπωρής, ακόμα και με καιρό συννεφιασμένο. Γίνεται μια πόλη ηλιόχρυσων ονείρων, ένας τόπος σμαλτωμένος από την ευεξία της καλοκαιρίας. Δεκαετίες πριν, ο Ψαθάς έγραφε σε ένα από κείνα τα χρονογραφήματά του «μας έπνιξε ο ασβέστης, που όρθωσε γιγάντια συρματοπλέγματα ανάμεσα σε εμάς και τον ήλιο» και είχε δίκιο, όσο κι αν πανηγύριζαν τότε όλοι για τα οφέλη της Αντιπαροχής. Σήμερα, που η πρωτεύουσα έχει βάλει μπρος για μια νέα οικοδομική έκρηξη, που το παλιό αναπλάθεται για να γίνει καινούργιο, που ξενοδοχεία και συνεδριακές μονάδες βρίσκονται στα σκαριά, που αναρίθμητα κομπρεσέρ δονούν τους κεντρικούς δρόμους, αυτό που απομένει είναι η μυρωδιά του τούβλου, κύματα από τσιμέντο, θάλασσες από πέτρα και ογκώδη, μελανιασμένα από τη μούχλα τείχη που μέσα τους κλείνουν ζωές οι οποίες γερνούν στη σκιά. Και όμως: σχεδόν πάντα, σε εκείνο το σημείο της Σόλωνος έχει ήλιο. Σαν να ανοίγει ένας θόλος και, εν απουσία «συρματοπλεγμάτων», φως ξεχύνεται από τις πέρα γειτονιές του Μακρυγιάννη και του Θησείου. Ιδέα για άρθρο στη Voice, σημειώνω. Ο ήλιος σε μια εποχή καταχνιάς. Και συνεχίζω τον δρόμο μου προς τα κάτω, πηγαίνοντας προς την Μπενάκη για να παραλάβω τα δοκίμια του καινούργιου βιβλίου, που πρέπει να διορθωθεί μέχρι το τέλος της επόμενης βδομάδας. 

Σκουπίδια και έρωτας, απελπισία και όνειρο, παιδεµός και ευδαιµονία. Ο καθένας και το βουνό του, και όλοι να αναζητούν τον ήλιο, σαν λύτρωση. Και πώς αλλιώς;

Ο ήλιος φυσικά χάνεται όσο πλησιάζω στο ύψος της Χαριλάου Τρικούπη, η μουντάδα επιστρέφει, κοιτάζω το πνίξιμο του ασβέστη για το οποίο έγραφε ο Ψαθάς, και αναλογίζομαι πόσο αλλοπρόσαλλα όμορφη είναι αυτή η πόλη, πόσο αντιφατική, πόσο ικανή να τη λατρεύεις και να τη μισείς. Στη μία γωνιά λιακάδα, στην επόμενη τοπίο ανταριασμένο, αλλού ανθρώπινη, αλλού εξοντωτική. Επί της Γενναδίου, κοντά στον Κέδρο, δύο οδηγοί πιάνονται στα χέρια, τριάντα μέτρα πιο κάτω δύο πιτσιρίκια αγκαλιάζονται. Σκουπίδια και έρωτας, απελπισία και όνειρο, παιδεμός και ευδαιμονία. Ο καθένας και το βουνό του, και όλοι να αναζητούν τον ήλιο, σαν λύτρωση. Και πώς αλλιώς; Σε μια χώρα με τέτοια επιρρέπεια στην κατάθλιψη και με τέτοια διάθεση για διχασμό και εμφύλια πάθη, ο ήλιος είναι ένα είδος ευεξίας. Μπορεί να μας σηκώσει τόσο εύκολα όσο μια βροχή μπορεί να μας ρίξει. Παντού συμβαίνει στον κόσμο, αλλά με εμάς είναι ακόμα πιο έντονο. Η λιακάδα μοιάζει με ξαστεριά, μας εξακοντίζει (τουλάχιστον προσωρινά) σε μια έκσταση χωρίς προηγούμενο. Και αντίστοιχα, η βαρυχειμωνιά λειτουργεί ως πρόσθετο πλήγμα στα δεινά μας, με αποτέλεσμα λίγες σταγόνες βροχής  να προκαλούν έκτακτα δελτία ακραίων καιρικών φαινομένων, αφορμές για να κλειδαμπαρωθούμε στα σπίτια μας. Κι έτσι κυλούν οι χειμώνες μας, και ο καθένας ψάχνει μάταια για τον δικό του ήλιο, είτε στον ουρανό είτε στη ζωή. Δεν βοηθάει και η επικαιρότητα, που καθημερινά πιστοποιεί το ότι διανύουμε μια παρατεταμένη εποχή καταχνιάς. 

Είναι ένα πρωινό Πέμπτης με συννεφιασμένο καιρό και, σκρολάροντας στο κινητό, διαβάζεις ειδήσεις και νιώθεις αηδία. Μια κοπέλα βρέθηκε νεκρή στο ψυγείο της. Ένας 27χρονος εξανάγκασε τη 19χρονη φίλη του να πάρει φάρμακα για να αποβάλει. Ο Τζο Μπάιντεν αποκάλεσε «crazy son of a bitch» τον Πούτιν. Άλλοι κακοποιούν παιδιά, άλλοι βασανίζουν ζώα, μαθητές Γυμνασίου στήνουν συμπλοκές με μαχαίρια, ένας γιος αποκεφαλίζει τον πατέρα του. Γεγονότα που στα βραδινά δελτία της τηλεόρασης εκτρέπονται σε κατασκότεινες εφιαλτικές σκηνές, που μπροστά τους το σύμπαν του τρομαχτικού σινεμά μοιάζει εντελώς παιδαριώδες και αφελές. Από τις επτά το απόγευμα μέχρι τις εννιά το βράδυ δεν υπάρχει ήλιος ούτε σαν σκέψη για όσους έχουν ανοιχτές τις οθόνες τους και κρέμονται από τα βαρύγδουπα λόγια των εκφραστών του καθημερινού σκότους. Υπάρχει μόνο το άγχος της επιβίωσης, ο πανικός για το αν η επόμενη μέρα θα μας βρει ζωντανούς και αρτιμελείς, μια έξτρα δόση εθνικής κατάθλιψης. Σκέφτομαι τους ηλικιωμένους που δεν έχουν άλλη επαφή με τον κόσμο πλην της τηλεόρασης και φαντάζομαι πόσο τρομοκρατημένοι θα πρέπει να νιώθουν από αυτό το ασύλληπτο gothic σκηνικό με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι. Τα δικαιώματα κάποιων συνανθρώπων μας γίνονται ακολασία, έρχεται πόλεμος με τους Τούρκους, δολοφόνοι και βιαστές τριγυρνούν ανάμεσά μας έτοιμοι να μας κάνουν κακό. Θρήνος. Οδυρμός. Έκπτωση παντού. Ήλιος πουθενά. Μόνο σκοτάδι και ερείπια και στάχτες που αιωρούνται. Να γιατί βλέπεις ανθρώπους νικημένους στον δρόμο, ανθρώπους που έχουν καταβληθεί από τη θλίψη και περπατούν με γυρτούς κουρασμένους ώμους. Ύστερα όμως βλέπεις έναν άστεγο να διαβάζει Ντοστογιέφσκι στο παγκάκι μπροστά από τον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Βλέπεις εκείνο τον νεαρό ζευγάρι που αγκαλιάστηκε πριν, να περπατάει ζωηρά τώρα προς τη στάση του λεωφορείου και να γελάει σαν να μην υπάρχει αύριο. Βλέπεις μια σοβαρή μεσήλικη κυρία να κατηφορίζει την Ακαδημίας και αίφνης να κοντοστέκεται μπροστά σε έναν πλανόδιο κιθαρίστα κλείνοντας τα μάτια της στο άκουσμα του τραγουδιού του. Βλέπεις νέους που μοχθούν ασταμάτητα, πάνω σε μηχανάκια, πάνω σε καρότσες φορτηγών, πάνω σε φθαρμένα δερμάτινα παπούτσια, τριαντάρηδες και σαραντάρηδες των οποίων τα πρόσωπα έχουν μια σύνεση, μια ανθρωπιά, μια στωικότητα που φλερτάρει με τη χαμογελαστή υπομονή του καθημερινού αγώνα. Βλέπεις έναν μουσικό που κουβαλάει στην πλάτη τη θήκη με το βιολοντσέλο του και στέκεται στη βιτρίνα του Reload μελετώντας με μια θαυμαστή ζωτικότητα τις καινούργιες κυκλοφορίες δίσκων. Βλέπεις παππούδες που συνοδεύουν τα εγγόνια τους και μοιάζουν και οι ίδιοι παιδιά, βλέπεις γιαγιάδες που βηματίζουν με δυσκολία αλλά μπορούν άνετα να αντέξουν το βάρος ενός οκτάχρονου εγγονιού που αδημονεί να φωλιάσει στην αγκαλιά τους. Κοινώς, βλέπεις κόσμο που δεν σκέφτεται ούτε ότι θα πεθάνει αύριο, ούτε ότι θα χάσει το σύμπαν στο οποίο ζει. Κόσμο που δεν έχει σκοπό να βλάψει κανέναν, κόσμο που απλώς δαμάζει όσο καλύτερα μπορεί την κάθε μέρα του. Και συνειδητοποιείς ότι για αυτόν τον κόσμο, ο ήλιος βρίσκεται πάντα στη θέση του και απλώς είναι ορατός ή δεν είναι ανάλογα με τα ωραία σύννεφα που τον περιβάλλουν. Γιατί κι εκείνα έχουν την ομορφιά τους.

Παραλαμβάνω τα δοκίμια του βιβλίου προς διόρθωση και πιάνω την ανηφόρα του γυρισμού κοιτάζοντας τους τσιμεντένιους τοίχους που μέχρι το 1977 ήταν ακόμη διάστικτοι από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών (το βιβλίο εκτυλίσσεται στα Δεκεμβριανά και έτσι δεν μπορώ να αποφύγω τέτοιες αναγωγές, αλλά το ότι υπήρχαν ακόμα ίχνη από σφαίρες το 1977 είναι ένα άλλο κομμάτι για τη Voice, μελλοντικό). Ανεβαίνω τη Σόλωνος. Μπροστά μου ένας ηλικιωμένος περπατάει κι αυτός προς την κρυφή επικράτεια της λιακάδας, εκεί στο άνοιγμα του δρόμου όπου δεν υπάρχουν ψηλά κτίρια. Καθώς πλησιάζει οι δρασκελιές του γίνονται ολοένα πιο γρήγορες, λες και είναι 1950 και τον περιμένει μια αλάνα γεμάτη φίλους. Τελικά φτάνει πριν από μένα και σταματάει, στρέφοντας το βλέμμα του ψηλά. Ναι. Υπάρχουν κι άλλοι που γνωρίζουν τη γωνιά όπου συμβαίνει το μικρό αυτό θαύμα. Είκοσι μέτρα μήκος και τριάντα μέτρα πλάτος που λούζονται στο φως. Η παραμυθένια αλληγορία μιας πόλης απάνθρωπα πραγματικής. Μα έτσι είναι: Μπορεί όλα να μοιάζουν σκοτεινά, αλλά πάντα υπάρχει ένας ήλιος κρυμμένος που μπορεί να μας αποζημιώσει. Το ζήτημα είναι να τον βρούμε.  

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου «Τα αηδόνια της σιωπής» θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός