Life in Athens

Decadance: Ιστορίες από το θρυλικό μπαρ στον λόφο του Στρέφη

Με αφορμή την αγγελία για την πώληση του κτιρίου θυμόμαστε την ιστορία του αγαπημένου μπαρ στην πρώτη του περίοδο

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 904
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Decadance στον λόφο του Στρέφη: Αναμνήσεις από το ιστορικό μπαρ της Αθήνας - Από την πρώτη περίοδο μέχρι το 2004 και την αγγελία πώλησης

Όταν το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφόρησε τον δίσκο του «Ρεζέρβα», φαινόταν στο εξώφυλλο (σε μια φωτογραφία του Κώστα Γουδή) να κάθεται χαλαρός και πότης σε ένα ροδακινί-κοκκινωπό μπαρ με μαρμάρινα τραπεζάκια, δίπλα σε ένα πιάνο, σαν υπαρξιστής από τα 20s. Ήταν η εποχή που η Αθήνα γνώριζε «τα μπαράκια», μια ολόκληρη κουλτούρα που δεν την είχε πριν. Η πόλη ζούσε το τέλος των μπουάτ, των ρεμπετάδικων και των αντάρτικων της μεταπολίτευσης. Ένα νέο εστέτ κοινό αναζητούσε τα στέκια του και άρχιζε να δημιουργεί τις νέες γειτονιές.

Το ροδακινί μπαρ όπου φωτογραφήθηκε ο Σαββόπουλος ήταν το Decadence, το talk of the town εκείνη την εποχή, στη συμβολή των οδών Βουλγαροκτόνου & Πουλχερίας, στην απότομη ανηφόρα που οδηγεί στον Λόφο του Στρέφη. Ένα «κρυφό», αναπάντεχο μέρος για να ανοίξει ένα μπαρ που, όμως, έγινε η γλυκιά φωλιά ενός κόσμου που ζούσε ανάμεσα στο θέατρο και την ποίηση, στα βιβλία και στο σινεμά, ανάμεσα στα νέα κινήματα και τις παλιές, νοσταλγικές μουσικές.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος φωτογραφημένος στο Decadence για το εξώφυλλο του δίσκου του «Ρεζέρβα».

Decadence: Η πρώτη περίοδος, μέχρι το ’85 - Ο Γιάννης Ζαφειρόπουλος, η παρέα καλλιτεχνών, τα δωμάτια, τα ραντεβού, η μουσική, τα συνδικαλιστικά και τα πολιτικά

«Η Ντεκαντάνς». Έτσι αποκαλεί τρυφερά, ακόμα και σήμερα, το μαγαζί η ηθοποιός και πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μαρία Κανελλοπούλου, μία εκ των τεσσάρων αρχικά ιδιοκτητών του ιστορικού μπαρ. Με αφορμή την αγγελία σε μεσιτικά site για την πώληση του κτιρίου έναντι 348 χιλιάδων ευρώ, ξαναθυμηθήκαμε μαζί της την ιστορία του αγαπημένου μπαρ στην πρώτη του περίοδο.

Ένα όμορφο νεοκλασικό κτίριο κτισμένο σε ένα δύσκολο, ανισόπεδο σημείο της Νεάπολης που ανήκε αρχικά στη σύζυγο του πρώην αντιβασιλέα της χούντας, Ζωιτάκη. Με όμορφα μάρμαρα και μωσαϊκά πατώματα, δύο ορόφους, έναν μεγάλο διάδρομο, τρία δωμάτια και μία ταράτσα. Ο πρώτος ιδιοκτήτης, Γιάννης Ζαφειρόπουλος, το είχε μερικούς μόνο μήνες. Με τη μεσολάβηση του Γιώργου Ζωγράφου (γιου του σκηνογράφου Τάσου Ζωγράφου), το μπαρ πέρασε στα χέρια μιας αγαπημένης παρέας καλλιεχνών. «Έστελναν εμένα να διαπραγματεύομαι με την κυρία Ζωιτάκη, που ήταν με ταγιέρ και τη βλεφαρίδα κάγκελο, επειδή με συμπαθούσε. Μου έλεγε “Δεν ξέρω τι θα κάνετε εκεί μέσα, αλλά τουλάχιστον είστε πολύ κομψή”» λέει η Μαρία.

«Με τον Γιώργο ήμασταν πάρα πολύ φίλοι και στον ίδιο σύλλογο Δραματικών Σχολών - Σχολών Χορού & Κινηματογράφου, εγώ ως Κνίτισσα κι εκείνος ως Ρηγάς. Είχαμε όλοι πολύ αγαπησιάρικη σχέση, γνωριζόμασταν από τα συνδικαλιστικά και τα πολιτικά. Οι πρώτοι τέσσερις ήμασταν εγώ, ο Γιώργος, η Καίτη η κοπέλα του και ο Λεωνίδας ο Παπαδάκης με τον οποίο γνωριζόμουνα από το Λαϊκό Πειραματικό που πήγαινα εγώ ως ηθοποιός κι εκείνος πήγαινε στο Θεωρητικό Τμήμα. Έτσι ήμασταν όλοι φίλοι, μία παρέα. Και λέμε “Ρε παιδιά, δεν κάνουμε ένα μπαρ;” Ο Νίκος ο Δημητράς ήρθε αργότερα στην ομάδα, στην αρχή ήταν θαμώνας. Ήταν σαν αδερφός μου, πολύ αγαπημένος μας άνθρωπος. Ήταν πολύ οδυνηρό όταν χάθηκε από τη ζωή. Μαζί με τον Λεωνίδα ήταν από τα πρώτα θύματα του AIDS».

Υπήρχε από την πρώτη στιγμή πολλή αγάπη στο μαγαζί. Γι’ αυτό και όταν προέκυψαν οι πρώτες απώλειες της λαίλαπας του AIDS, μικροί ακόμα, ανίδεοι, πονούσαμε άτσαλα για τους φίλους που χάναμε. Και μαζευόμασταν όλο και πιο πυκνά «στην Decadence» για παρηγοριά. Η Μαρία που ήταν στο μπαρ το λέει: έβλεπε γύρω της να ξετυλίγονται ιστορίες, παλιές που άνοιγαν ξανά σαν ένα μπουκάλι βότκα ή καινούργιες που τις πυροδοτούσε ένα φλεγόμενο σφηνάκι Β-52. Τα ρευστά του χώρου βοηθούσαν να κυκλοφορεί η αγάπη, να ρέει ανάμεσα στα art deco δωμάτια και (ο υπογράφων έχει κρατήσει τσίλιες γι’ αυτό) να συμβαίνει ακόμα και σεξ στο υπόγειο, στην κουζίνα. H «Μαρία της Decadence», της έμεινε σαν τίτλος. Ακόμα και αργότερα όταν έγινε «η Τασία του “Καφέ της Χαράς”», ο κόσμος στον δρόμο για την Decadence τη θυμάται. «Έκανες φίλους εκεί» λέει.

Ο Νίκος Λακόπουλος και η μηχανή προβολής του 1920

Αργότερα έμειναν τρεις οι συνεταίροι «σαν αδέρφια»: Μαρία, Νίκος, Λεωνίδας.

Τα δωμάτια είχαν το καθένα το ξεχωριστό του ύφος. Οι θαμώνες τα διάλεγαν, άλλο για κοινωνικότητες και άλλο για πριβέ συζητήσεις. Άλλο για διάβασμα και άλλο για να πιεις απόψε. Τα ποτά καθαρά, αυτό έπαιξε ρόλο στην καλή φήμη του μαγαζιού. Η μουσική καταπληκτική και συναισθηματική, γλυκιά, ανάμεσα στη Nina Simone και την Billie Holiday, τον Χατζηδάκι και τον Satie, ανάμεσα στο πάρτι και την τζαζ, νωχέλεια και γάργαρα γέλια. Η Μαρία θυμάται ότι «από μία ώρα και μετά που αραίωνε ο κόσμος κι έμεναν μόνο οι πολύ φίλοι, οι ξενύχτηδες, ήταν πολύ ωραία. Έβαζα και κανένα λαϊκό στη ζούλα. Εγώ έβαλα στην Decadence την Πίτσα Παπαδοπούλου. Έβαζα το “Γκρέμισ’ τα γκρέμισ’ τα όλα πια” και με κοιτούσαν και μου λέγανε “Έλα, ρε Μαρία”».

Τα ραντεβού δίνονταν και κλείνονταν με αβεβαιότητα, δεν υπήρχαν κινητά και οι ουρές στο κόκκινο τηλέφωνο του διαδρόμου τεράστιες, μέχρι να δεις αν «θα έρθει». Δίπλα στο τηλέφωνο, η Πουλχερία: το κοριτσάκι με το περιστέρι στο χέρι, άγαλμα αντίγραφο από το Αρχαιολογικό Μουσείο που πήγαμε να το αγοράσουμε παρέα, ο Λεωνίδας και ο υπογράφων, με μαύρα γυαλιά και μαύρα δερμάτινα μπουφάν σαν να κάναμε τη ληστεία του αιώνα. Και το κουβαλήσαμε μέσα σε bubble wrap από το Μουσείο μέχρι την οδό Πουλχερίας, φυσικά.

Ο Γιάννης Αγγελάκας έξω από το κλαμπ «Decadance» για χάρη του «Χαμένος τα παίρνει όλα»

Η πολυσυλλεκτική Decadence αγκάλιαζε όλα τα είδη μουσικής και ανθρώπων. Υπήρχε κουλτούρα: Κωστής Παπαγιώργης, Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, Μισέλ Δημόπουλος, Μαρία Λαϊνά, Χρήστος Βακαλόπουλος, Διαγόρας Χρονόπουλος, Γιώργος Ζιάκας, Νίκος Νικολαΐδης, Φρίντα Λιάππα, Χρήστος Αγγελάκος, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Γιάννης Λάτσιος που έκανε και τον μπάρμαν ενίοτε, όλο το «Αμφί» και το ΑΚΟΕ μετά τις συνελεύσεις, πολλοί έτρωγαν στον Βρούτο, απέναντι, και έρχονταν στο μπαρ να πιουν ποτό. Όταν γίνονταν οι πρόβες της «Πορνογραφίας» του Χατζηδάκι, μετά, έπαιρνε ο Μπιμπίλας σηκωτή τη Σαπφώ Νοταρά και έρχονταν στο μαγαζί. Μαζί και ο Άρης Δαβαράκης που είχε γράψει το κεντρικό κείμενο εκείνης της παράστασης όπου έπαιζε και τραγουδούσε η Μαρία «Χαμένοι στο διάστημα, χαμένοι και στον χρόνο».

Η Μαρία θυμάται τον Κωστή Παπαγιώργη να της λέει συμβολικά «σου χρωστάω επτά ποτά» και εκείνη να του απαντάει «δεν μου χρωστάς τίποτα, Κωστή. Γράφεις τόσο ωραία πράγματα που δεν πειράζει». Η Decadence ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας που μας προίκισε με σχέσεις, γνώση, εμπειρία, αγάπη, αποδοχή, με καταπληκτικές συζητήσεις για το σινεμά, με βιβλία που δεν ήξερες και τα έμαθες. Πόσοι δεν έρχονταν στο μαγαζί και κάθονταν σε μία γωνία και διάβαζαν. Η Μαρία θυμάται τον Γιώργο Καραχάλιο από το ΑΚΟΕ που της έφερε στο μπαρ την πρώτη έκδοση της «Αρχαίας σκουριάς» της Μάρως Δούκα.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης ως Dj

Δεν ήταν ένα απλό μπαρ. «Ήταν έκφραση ζωής και σχολείο» λέει. «Όλα τα παιδιά που δούλεψαν εκεί ήταν καλλιτέχνες – από τη Σχολή Καλών Τεχνών, ηθοποιοί, μουσικοί, συγγραφείς. Εσύ, Γιάννη, που έπαιζες μουσική, ακόμα και η Ελένη η Ψυχούλη πέρασε από εκεί, άνθρωποι ξεχωριστοί».

Η Μαρία θυμάται ότι «ανάμεσα στους θαμώνες υπήρχε μία μερίδα αναρχικών φίλων μου που ήταν πολύ σπουδαία παιδιά, αλλά υπήρχε και μία μερίδα που έρχονταν, έπιναν ποτά και έφευγαν χωρίς να πληρώσουν. Αλλά τέλος πάντων, λέγαμε ας μην ανοίξουμε μέτωπα τώρα. Θυμάμαι μια φορά ήρθε μία τεράστια ομάδα αναρχικών, έπιασαν 3-4 τραπέζια, ερχόταν ο κόσμος, τους έβλεπε κι έφευγε, ενώ για εμάς ήταν το μεροκάματό μας αυτό. Οι αναρχικοί έφυγαν χωρίς να πληρώσουν, 15-20 άτομα, είχαμε ένα έλλειμμα τρομερό με κάτι τέτοια. Μια άλλη φορά είχε μπει κάποιος και άναψε ένα τσιγαριλίκι και του είπαν τα παιδιά «Ξέρεις, είναι δημόσιος χώρος. Έχουμε άδεια και είμαστε υπεύθυνοι σύμφωνα με τον νόμο. Δηλαδή, κρίμα δεν είναι να μας κλείσουνε;» Τα πράγματα δεν ήταν τόσο χαλαρά, όπως τώρα.

»Η Decadence της πρώτης περιόδου κράτησε μέχρι το ’85. Τότε το μπαρ πουλήθηκε. Μετά ήρθε το τέλος των παιδιών, του Λεωνίδα και του Νίκου, το οποίο θα είναι για πάντα μια ανοιχτή πληγή μέσα μου. Να φανταστείς ακόμα όταν περνάω από τη Βουλγαροκτόνου στρέφω το κεφάλι μου αλλού. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ακόμα το τόσο πρόωρο και άδικο τέλος αυτών των δύο παιδιών – ειδικά τώρα που οι άνθρωποι με AIDS παίρνουν πια αγωγή, υπάρχουν φάρμακα και λοιπά, δεν είναι τόσο εξοβελισμένοι κοινωνικά. Να έχεις ζήσει τόσο κοντά τον αγώνα τους για τα δικαιώματα και να βλέπεις τώρα να γίνεται όλη αυτή η συζήτηση για την τεκνοθεσία και τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών... σε πιάνει ένα αίσθημα αδικίας, λες γιατί ρε γαμώτο. Ήταν αδέρφια μου ο Λεωνίδας και ο Νίκος, με προστάτευαν. Αυτή η 5ετία συνέπεσε και με τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου και έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα».

Η Decadance στα χέρια του Νίκου Λακόπουλου - Εκδηλώσεις, προβολές, μουσική

Ο επόμενος άνθρωπος που πήρε στα χέρια του το κτίριο του Decadence ήταν ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Νίκος Λακόπουλος, γνωστός από την πρώτη ζωντανή νεανική εκπομπή στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, το ιστορικό «Εδώ Ράδιο Συννεφούλα», απ’ όπου ξεκίνησε και ο πρωτόβγαλτος τότε Σταύρος Θεοδωράκης. Ο Νίκος λέει ότι παίρνοντας το μαγαζί στα χέρια του με μια παρέα φίλων είχε σαν βασική ιδέα να κάνει έναν ραδιοφωνικό σταθμό «με χώρο και εικόνα».

«Τελικά άλλαξε ο νόμος, έπρεπε να υπάρχουν πολλά κεφάλαια κι έτσι καταλήξαμε να κάνουμε το WC FM, ένα ραδιόφωνο που εξέπεμπε μόνο από τις τουαλέτες για ένα διάστημα. Είχαμε πάρει τον χώρο για να γίνει ραδιοφωνικός σταθμός με κόσμο μέσα, κάτι παραπάνω από μπαρ δηλαδή. Να αναζητήσουμε την έννοια του πελάτη για να δώσουμε στο μπαρ περισσότερες λειτουργίες. Για το ραδιόφωνο είχαμε έναν μικροπομπό, 200 Watt, και όποτε κάναμε μερικές δοκιμές χτυπούσαν οι σειρήνες των αυτοκινήτων έξω, οπότε το σταματήσαμε.

»Τον χώρο τον ήξερα από πριν, πήγαινα στο παλιό Decadence. Όταν μάθαμε ότι πωλείται, ήμασταν μια μεγάλη ομάδα και αποφασίσαμε να το πάρουμε. Τελικά δεν λειτούργησε αυτό, μία ομάδα να “τρέχει” έναν χώρο. Υπήρξαν αποχωρήσεις, ήταν ένα δράμα».

Club Decadence, η ιστορία ενός έθνους

Η θέση του Decdence συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο. Ένα σημείο «εντός» αλλά και τόσο κρυφό, κάτι σαν κρησφύγετο, δύσκολο να το βρεις. Χανόσουν στα στενά, τα αδιέξοδα και τις ανηφόρες. Με τους νέους ιδιοκτήτες, το μαγαζί άλλαξε πρόσωπο. Ήταν η εποχή που βασίλευε το ραδιόφωνο, κινούσε τον κόσμο, έβγαζε επιτυχίες, έπαιζε όμορφα και δυνατά γιατί κυκλοφορούσαν και υπέροχες μουσικές. Η Αθήνα είχε ανοίξει διάπλατα τη ροκ καρδιά της. Από διανοούμενους και ποιητές, τώρα η Πουλχερία στην είσοδο –το άγαλμα– υποδεχόταν ροκ κόσμο και όχι μόνο.

«Είχε έρθει ακόμα και ο Κακαουνάκης τότε, για να διασταυρώσει αν ερχόταν στο μαγαζί ο Γιωτόπουλος της 17 Νοέμβρη, αλλά εγώ δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό. Ούτε για την “ξανθιά” ήξερα», λέει γελώντας ο Νίκος.

«Στην αρχή είχαμε ένα μικρό κοινό, μπαίναμε μέσα βασικά. Υπήρχε εκείνο το στοιχείο της προσφοράς, ήταν όλοι φίλοι, κεράσματα κ.λπ. Στην αρχή πολλοί φίλοι δουλεύανε έτσι, τζάμπα, όπως κι εμείς. Αλλά αυτό είχε σαν οικονομικό αποτέλεσμα τη χρεωκοπία».

«ΙΣΩΣ το πιο όμορφο ραδιόφωνο δεν γεννήθηκε ακόμα...»

«Εμείς δώσαμε στο μαγαζί μια άλλη λειτουργία με εκθέσεις, με πολύ σημαντικές βραδιές ποίησης με τον Μίλτο Σαχτούρη, με την Κική Δημουλά που τότε ήταν κάπως άγνωστη… Ουσιαστικά αμφισβητήσαμε τη σχέση του πελάτη, δημιουργήσαμε έναν χώρο πολύ οικείο, άσχετα από το οικονομικό αποτέλεσμα. Ίσως αυτό τελικά να βοήθησε ώστε να γίνει κάποια εκτίναξη κάποια στιγμή, για κάποια χρόνια. Υπολογίζω ότι έχουν περάσει ένα εκατομμύριο άνθρωποι από εκεί εκείνη την εποχή. Ευγένιος Αρανίτσης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Πέτρος Τατσόπουλος, οι αδερφοί Κατσιμίχα ερχόντουσαν κάθε μέρα, ο Αντώνης Καφετζόπουλος – μια φορά έγινε μια φασαρία μάλιστα, κάποιος του επιτέθηκε. Έχασε τη γραβάτα του ο Καφετζόπουλος και του λέει “Μήπως είδες τη γραβάτα μου;” και του απαντάει ο άλλος “Άντε και γ@μήσου που παίζεις σε μαλακίες στο Μέγκα Τσάνελ” και ξαφνικά έγινε σύρραξη όπως βλέπεις στις ταινίες, το κοινό χωρίστηκε στα δύο.

»Υπήρχε μία αριστερίστικη πλευρά στο κοινό, ήταν πιο alternative, ήταν ένας χώρος αμφισβήτησης και δεν δέχονταν το σταρ σίστεμ και τις τηλεπερσόνες.

Η φήμη του μαγαζιού διογκώθηκε με τις εκδηλώσεις, τις προβολές και τα λοιπά που έκαναν ταυτόχρονα με τη μουσική. «Ήταν εκεί ο Χρήστος ο Δασκαλόπουλος που έπαιζε την ανεξάρτητη σκηνή και ο Θωμάς ο Μαχαίρας που έπαιζε κυρίως τη σκηνή του Μάντσεστερ και δημιουργήθηκε ένα στίγμα που ερχόντουσαν απ’ όλη την Αττική για να το ακούσουν – από Λουτράκι, από Μαρκόπουλο… Ήταν πολύ διαχωρισμένες οι μουσικές προτιμήσεις τότε. Ας πούμε, εκείνη την εποχή δεν μπορούσαμε να παίζουμε παλιά κομμάτια, υπήρχε μία “ιδεολογική τρομοκρατία” (γέλια). Δεν μπορούσαμε να παίξουμε 60s, ας πούμε, ήταν και ένα σλόγκαν μας αυτό: Η Επόμενη Φάση. Παίζαμε “τα επόμενα”. Και μαζευόντουσαν και πάρα πολλοί ντιτζέις για να ακούσουνε τον Δασκαλόπουλο ο οποίος έπαιζε κάθε φορά άλλα, ήταν από τα πιο πληροφορημένα άτομα.

Και ο Nick Cave στο Decadence

»Ο Nick Cave είχε έρθει 4-5 φορές στο μαγαζί, άλλες τόσες και οι Tindersticks, οι Deus ήταν ανάμεσα στους θαμώνες, έπαιξαν και μουσική ως ντιτζέις. Ο ένας από αυτούς μάλιστα έγινε για λίγο μπάρμαν. Γενικά είχαν εκπλαγεί που υπήρχε ένα τέτοιο μαγαζί στην Ελλάδα. Αν δεν κάνω λάθος, ο μπασίστας ήταν ερωτευμένος με μία μπαρ γούμαν και είχε χάσει την πτήση του, κάτι τέτοιο. Από το νέο Decadence είχαν περάσει οι Αλτσχάιμερ Μπιτ του Γιάννη Αγγελάκα με funk, soul, dub και reggae ρυθμούς. Από τα πλατό πέρασαν και οι Άγαμοι Θύτες, ο Θοδωρής Αθερίδης και ο έτερος θύτης Ιεροκλής Μιχαηλίδης (στο Πρωτάθλημα Σκακιού του Decadence), οι Saint Etienne, ο Andy Smith, ο Blaine Reninger, ο Steve Wynn και τόσοι άλλοι».

Όταν ξεκίνησαν είχαν τραπεζοκαθίσματα. «Μετά τα πετάξαμε και βάλαμε βαρέλια, το σπάσαμε το καθιερωμένο. Στον χώρο υπήρχαν διάφορα αντικείμενα: μια μηχανή τυπογραφείου, μια μηχανή προβολής του 1920. Αυτό που έγραψε ήταν το οπωροπωλείο που το βάλαμε στον διάδρομο και είχε φρούτα και λαχανικά – όποιος ήθελε έπαιρνε, δεν τα πουλούσαμε. Κάποια στιγμή καθόταν εκεί ο Βακαλόπουλος και έκανε τον οπωροπώλη (γέλια). Μετά κάναμε το κομμωτήριο που ήταν και μέρος της διακόσμησης αλλά λειτουργούσε κιόλας. Στο υπόγειο ήταν το σινέ Decadence, κι αυτό μια καινοτομία. Δείχναμε παλιές κλασικές ταινίες. Όταν κάναμε ένα αφιέρωμα στον Νικολαΐδη είχε έρθει και ο ίδιος να δει τη “Γλυκιά συμμορία” και ενθουσιάστηκε».

Στην ταράτσα είχαν ένα τηλεσκόπιο, «γι’ αυτό και λέγαμε στο ραδιοφωνικό σποτ “Το μόνο κλαμπ απ’ όπου μπορείς να δεις τα αστέρια”. Μετά άρχισε να χτίζεται μια πολυκατοικία και στο τέλος χάθηκε η θέα. Αλλά το σποτ έμεινε, είχε διπλό νόημα. Το περίφημο Πεταλωτήριο Decadence θα μεταφερθεί εκεί για να δικαιολογήσει το διαφημιστικό σποτ “Club Decadence - Το μόνο κλαμπ που μπορείς να πας με το άλογό σου”. Είχαμε κάνει και το χάπενιγκ της βροχής, όπου Αύγουστο μήνα έβρεχε μόνο στο Decadence, αλλά ο υδραυλικός δεν έκανε καλή δουλειά και όσοι βρεχόντουσαν για να μπουν νόμιζαν ότι στάζει η ταράτσα. Με τους πρώτους πελάτες να το σφουγγαρίζουν. Άλλη μεγάλη καινοτομία ήταν το έντυπο που βγάζαμε, το “Decadence Times”. Κανένα μπαρ δεν είχε κανονική εφημερίδα. Πρέπει να βγάλαμε 20 τεύχη. Κάναμε θέματα “Ήρθε η άνοιξη” και τέτοια. Είχαμε βγάλει και το χαρτονόμισμα του Decadence το οποίο δεν ήταν πλάκα, είχε λειτουργικότητα σαν κανονικό νόμισμα».

«Decadence Time»: Η πρώτη εφημερίδα δωματίου

»Είχαμε κάνει και την ανακήρυξη του DE σε ανεξάρτητο κράτος δωματίου με το σύνθημα “έξω η ΔΕΗ από τα εδάφη μας” και λοιπά. Είχαμε σκεφτεί και κόμμα Decadence με προεκλογική συγκέντρωση με κλόουν, αλλά δεν έγινε ποτέ. Έμεινε όμως το σύνθημα: Σύνταξη στα 20! Το πανό “Μην κοιμάστε στις επάλξεις”, στίχος του Αντρέ Μπρετόν και του Πολ Ελιάρ από την Άμωμο Σύλληψη το είχα χρησιμοποιήσει στο «Αλφαβητάρι του στρατιώτη» (σ.σ. ένα βιβλίο που είχε γράψει με χιούμορ το 2008 ο Νίκος Λακόπουλος με χρήσιμες πληροφορίες και ιδέες για τη θητεία, για τα δικαιώματα του στρατιώτη, για όλη τη σημερινή νομοθεσία, τι ισχύει για τις άδειες, τη μειωμένη θητεία, τις ποινές και τα τυπικά του στρατού).

»Με την αστυνομία περάσαμε δύσκολα χρόνια, πήγαιναν συνέχεια να μας κλείσουν. Στην αρχή που δεν είχαμε άδεια και περιμέναμε να την πάρουμε, μας είχαν δηλώσει “Δεν θα σας τη δώσουμε”. Τότε έδινε τις άδειες η αστυνομία και όχι ο δήμος. Υπήρχαν κάποια μπλεξίματα. Για άλλους λόγους, εγώ είχα μηνύσει τον αρχηγό της αστυνομίας και με είχανε σταμπάρει με ένα τεράστιο φάκελο όπως έχω διαπιστώσει – ότι έχω τρομοκρατική οργάνωση και χρησιμοποιώ το Decadence ως βιτρίνα για να στρατολογώ μέλη. Κάποια στιγμή πρέπει να ήταν εκεί έξω από το μαγαζί τρία περιπολικά, έντεκα αστυνομικοί, με συλλάβανε και λοιπά».

Το τέλος της Decadance το 2004 και η αγγελία πώλησης του θρυλικού μπαρ

Το φινάλε του μαγαζιού ήρθε κάπου μετά το 2004, «όταν άλλαξε το τοπίο, ενώ είχαμε και εσωτερικά προβλήματα. Τότε μπήκαμε σε μία πορεία με δικαστικές ιστορίες τέλος πάντων, ενώ είχε πέσει ξαφνικά και η κίνηση από εκεί που είχαμε 600 άτομα τα Σαββατόβραδα. Υπήρξε μία γενικότερη κρίση στο κλάμπινγκ, κλείσανε όλα τα σχετικά μπαρ. Εμείς αντισταθήκαμε αλλά κάποια στιγμή βρεθήκαμε να χρωστάμε πολλά ενοίκια… Πριν από 4-5 χρόνια έγινε άλλη μια προσπάθεια, το ξανανοίξαμε το μαγαζί αλλά δεν τα βρήκαμε με τους συνεταίρους και το διαλύσαμε. Αλλά τι να κάνουμε. Άλλωστε το γράφαμε και στην εφημερίδα μας: “E, δεν θα σκάσουμε κιόλας”».

Ο Νίκος Λακόπουλος παρέμεινε θαμώνας των Εξαρχείων. Μπορεί να τον δει κανείς στο Booze ή στον Ένοικο. Όσο για την αγγελία της πώλησης, μάθαμε ότι ήδη έχουν ενδιαφερθεί δύο συνεργάτες με εμπειρία στα καλά μπαρ κι έτσι ίσως ξαναβρεθούμε να ανηφορίζουμε την οδό Βουλγαροκτόνου αναζητώντας την παλιά Decadence.