Life in Athens

Αρχές Γενάρη στο κέντρο της πόλης

Πλέον το καινούργιο είναι εδώ, και για μια ακόμη φορά δεν είναι καινούργιο, είναι το ίδιο, απλώς τεχνητά αλλοιωμένο με την πρόσθεση μιας μονάδας στον αριθμό που το προσδιορίζει

Στέφανος Δάνδολος
ΤΕΥΧΟΣ 899
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βόλτα στην Αθήνα τις πρώτες μέρες του 2024 και μερικές σκέψεις για το παλιό και το καινούργιο.

Ανεβαίνω την Πανεπιστημίου με ένα σημειωματάριο στην τσέπη. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες η Αθήνα μοιάζει μελαγχολική. Κάτι η άπλα στους δρόμους, κάτι τα φωτάκια που σου θυμίζουν ότι οι γιορτές τέλειωσαν, πάντως η αύρα του Γενάρη πάει πακέτο με την αυγουστιάτικη νηνεμία. End of party. Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ξεκινάμε πάλι από την αρχή τη μέτρηση του έτους, μείον τόσες μέρες για Τσικνοπέμπτη, μείον τόσες μέρες για Καθαρά Δευτέρα, και πάει λέγοντας. Η μέρα της μαρμότας. Να μετράμε μέρες και μήνες, και με το μέτρημα να ξεχνάμε πόσο γρήγορα κυλάει ο χρόνος, πόσο εύκολα στερεύουν οι δεκαετίες, πόσο αστραπιαία ξοδεύονται οι ζωές μας. Χθες ήσουν είκοσι, σήμερα είσαι πενήντα, εξήντα, ογδόντα. Πότε ήταν 2015, πότε ήταν 2017, πότε ήταν 2020; Πότε ήταν 1983, και λίγο παραδίπλα από το Ιντεάλ υπήρχε το υπόγειο του Music Corner από το οποίο έβγαινες κρατώντας σφιχτά μια σακούλα με δίσκους: Police, Spandau Ballet, Styx. Το Music Corner υπάρχει ακόμα μεταφερμένο τριάντα μέτρα πιο κάτω, το Ιντεάλ όχι. Η ίδια η πόλη σου δείχνει ότι οι εποχές αλλάζουν, τα χρόνια περνούν, ελάχιστα μένουν ίδια.

Ναι, κάθε αρχή Γενάρη η Αθήνα μοιάζει μελαγχολική, ο θόρυβος των γιορτών έσβησε, οι βιτρίνες θυμίζουν μαυσωλεία, πουθενά ορδές ανθρώπων να κρατάνε σακούλες, πουθενά αυτή η αίσθηση προσμονής που δημιουργεί το καινούργιο. Πλέον το καινούργιο είναι εδώ, και για μια ακόμη φορά δεν είναι καινούργιο, είναι το ίδιο, απλώς τεχνητά αλλοιωμένο με την πρόσθεση μιας μονάδας στον αριθμό που το προσδιορίζει. Το 23 έγινε 24, that’s all. Στο μεταξύ, δύο πιτσιρίκια, γύρω στα είκοσι, χαζεύουν την έρημη είσοδο του Ιντεάλ με την πινακίδα που αναγγέλλει τη διακοπή της λειτουργίας του. Είναι πιασμένα χέρι χέρι, δεν ξέρω τι νιώθουν γι’ αυτό που βλέπουν, πάντως κοιτάζουν, και αυτό είναι κάτι παρήγορο. Να ανήκεις σε μια άλλη γενιά και να κοιτάζεις κάτι που μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν. Το κάνω κι εγώ συχνά, παρατηρώντας μέρη που κάποτε ήταν κάτι άλλο, ένδοξα βιβλιοπωλεία, ένδοξα καφενεία, ένδοξα ξενυχτάδικα. Περνάω απέναντι τον δρόμο, εκεί όπου οι πλάκες του πεζοδρομίου έχουν επιτέλους φτιαχτεί (η συμβολή της Πανεπιστημίου με την Μπενάκη ήταν επί μήνες ένα από τα πλέον απάνθρωπα περάσματα πεζών παγκοσμίως), στρίβω αριστερά, κατευθύνομαι προς τα πάνω. Ελάχιστοι διαβάτες για Πέμπτη πρωί στο κέντρο. Λίγα αυτοκίνητα σε σχέση με τις νορμάλ καθημερινές μεσοβδόμαδα. Αμυδρός θόρυβος. Ούτε κομπρεσέρια ούτε κόρνες ούτε μπινελίκια. Η ατμόσφαιρα υποτονική, όπως πάντα τις πρώτες μέρες του καινούργιου χρόνου. Ναι, αρκετός κόσμος δεν έχει γυρίσει από τις γιορταστικές εξορμήσεις, θα αξιοποιήσει και την αργία των Φώτων, και θα επανακάμψει βράδυ της Κυριακής. Η Αθήνα μοιάζει σιωπηρή, ευτυχώς όμως και ανθρώπινη. Κτίρια στο δεξί μου χέρι, στοές με μαγαζιά κλειστά, ένα γκράφιτι που λέει «Σε αγαπάω μωρό μου», ένα άλλο που κραυγάζει «Αδέλφια μας μετανάστες». Εύχομαι μέσα μου η αγάπη του πρώτου να αντέχει ακόμα, η κραυγή του δεύτερου να περικλείει όλα τα πονεμένα πλάσματα αυτού του κόσμου.

Βγάζω το σημειωματάριό μου από τη τσέπη. Είναι αστείο, αλλά από τότε που τελείωσα το καινούργιο βιβλίο, κανά δυο μήνες τώρα, μου έμεινε ενέχυρο το σημειωματάριο, σαν υποκατάστατο του εθισμού στη γραφή. Όσο έγραφα το βιβλίο έλεγα «δεν θέλω να ξαναγράψω ποτέ», τώρα κυκλοφορώ με αυτό το τετραδιάκι και σκαλίζω διάφορες ασήμαντες επικεφαλίδες. Όπως σήμερα το μεσημέρι, που κοντοστάθηκα στη γωνία της Πανεπιστημίου με την Κοραή, και έγραψα: «Πέμπτη 4 Ιανουαρίου. Η Αθήνα μοιάζει μελαγχολική». Το πρωί είχα πάει τον γιο μου στο Basket camp, τον φίλησα, τον είδα να κάνει μερικά σουτ, έπειτα μπήκα στο αυτοκίνητο και, ακούγοντας μια λίστα με τραγούδια του Jim Steinman στο Spotify, σκεφτόμουνα πόσο γρήγορα κυλούν τα χρόνια. Ο Πάνος θα γίνει φέτος έντεκα, εγώ πενήντα τεσσάρων. Πώς έγινε αυτό; Πώς είναι δυνατόν ο μπαμπάς μου να είναι στα ογδόντα; Οι ώρες κυλούν αργά, τα χρόνια φεύγουν σαν φύσημα.

Κατέβηκα την Κοραή, έπιασα τη Σταδίου, είδα σπίτια από χαρτόνια εντός των οποίων ζουν οι πραγματικοί ήρωες της εποχής μας, οι άστεγοι της Αθήνας. Ευτυχώς ο καιρός είναι καλός, η λιακάδα θυμίζει άνοιξη, δεν θα κρυώνουν πολύ. Παρατήρησα αυτά τα χάρτινα σπίτια, με τα υποτυπώδη ντουβάρια που τρεμοπαίζουν στον αέρα, είδα ανθρώπους να σαλεύουν μέσα από τις κουβέρτες τους, κατόπιν προχώρησα προς το Αττικόν, που αναδύεται πεισματικά σαν ακόμα ένα απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Κι εδώ απέξω είχαν σταματήσει δύο νεαροί, και κοιτούσαν. Πιθανότατα δεν το πρόλαβαν, ήταν πολύ μικροί όταν αυτό λειτουργούσε, εντούτοις έσκυβαν και προσπαθούσαν να δουν από τις χαραμάδες του φράχτη που περικλείει τα χαλάσματα. Ο ένας κρατούσε μια σακούλα του Ιανού, ξέκλεψα μια ματιά και διέκρινα μέσα «Τους Νετανιάχου», τον υπέροχο εξάψαλμο του Τζόσου Κοέν στην οικογένεια του πρωθυπουργού του Ισραήλ, ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που πήρε πέρυσι το Πούλιτζερ. Δεν ξέρω τι με συγκίνησε περισσότερο. Ότι αυτό το λεβεντόπαιδο, που ούτε είκοσι δύο δεν ήταν, επεξεργαζόταν έναν τάφο του παρελθόντος, όπως το Αττικόν; Ή ότι είχε αγοράσει υψηλή λογοτεχνία, και μάλιστα πολυτονική, όπως το συνηθίζουν οι εκδόσεις Γκούτενμπεργκ; Έβγαλα πάλι το σημειωματάριο και έγραψα: «Δύο χαμογελαστά αγόρια κοιτούν το Αττικόν. Σακούλα με Νετανιάχου. Πέμπτη σαν να είναι πρωί Κυριακής. Life begins at forty». Ναι, πότε ήταν 1981. Οι γονείς μου είχαν μόλις χωρίσει. Ο πατέρας μου με είχε φέρει στο Αττικόν να δω μια παιδική παράσταση, ή μπορεί και να ήταν παιδική ταινία, δεν θυμάμαι ακριβώς. Και να, στο χέρι του είδα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα το καινούργιο μπρελόκ που είχε αγοράσει, στην ασημένια πλάκα του οποίου ήταν σκαλισμένη η φράση Life begins at forty. Είχε μόλις γίνει σαράντα ετών, και το μπρελόκ τού υπενθύμιζε ότι, παρά τις όποιες δυσκολίες και την αβεβαιότητα και τις στεναχώριες ενός διαζυγίου, «η ζωή ξεκινάει στα σαράντα». Πώς είναι δυνατόν σήμερα να έχει φορτώσει άλλα τόσα χρόνια στην πλάτη του; Πότε συνέβη αυτό; Και πώς γίνεται εγώ να τον βλέπω ακόμα σαραντάρη; Γεροδεμένο; Όμορφο; Και ασύλληπτα δυνατό, όπως τον έβλεπα τότε; Άρχισα να κατεβαίνω, πέρασα την Παλιά Βουλή, είδα κι άλλες παλιές πολυκατοικίες, κτίρια που φέρουν το σμάλτο χρόνου στις γκρίζες επιφάνειές τους.

Όλη η πόλη έμοιαζε διαφορετική το 1981, όχι μόνο οι άνθρωποι. Υπήρχαν τα δισκάδικα, οι κινηματογράφοι, τα θέατρα, η Πανελλήνια Αγορά, το Μινιόν, ο Κατράτζος, κάθε οικοδομικό τετράγωνο έκρυβε συγκινήσεις που σήμερα έχουν καλυφθεί από την επιβεβλημένη ομοιομορφία της εποχής. Όλα με μέτρο, όλα προσεχτικά, όλα αφιερωμένα στο αποδεκτό, και εν τέλει μια απέραντη μονοτονία που δεν διαταράσσεται. Συν την ανεπαίσθητη θλίψη των ημερών. «Και η Σταδίου ψιλοέρημη», γράφω στο σημειωματάριο. «Μέχρι και να παρκάρεις μπορείς σε κάθετες παρόδους». Παίρνω τη Σοφοκλέους. Άλλο ένα γκράφιτι. «Αγάπα με αν τολμάς». Μέσα μου εύχομαι εκατομμύρια να τολμούν. Ξαναβγαίνω στα κεντρικά πεζοδρόμια, περιφέρομαι μπροστά σε καταστήματα που έχουν βάλει λουκέτο. Λίγο πιο πάνω βγάζω το κινητό και τραβάω μια φωτογραφία έτσι ώστε να τη στείλω μαζί με το κομμάτι – βλέπεις, με τα smart phones γίναμε φωτογράφοι κι εμείς. Είναι Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024, η Αθήνα μοιάζει μελαγχολική, τα σινεμά παίζουν την καινούργια ταινία του Λάνθιμου, πιτσιρικάδες χαζεύουν τις ταφόπλακες του παρελθόντος. Κι όμως όλα μοιάζουν με κάθε άλλη Πέμπτη που θυμάμαι, κι ας αγγίζουμε πια τα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κι ας προσθέσαμε έναν ακόμα αριθμό στην καμπουρίτσα μας. Ίσως είναι το Μέσα που αντιστέκεται. Και θα αντιστέκεται πάντα. Διότι η ψυχή δεν γερνάει ποτέ. Τέλος πάντων. Μόλις συμπληρώνω τα δέκα χιλιάδες βήματα της ημέρας, βάζω το σημειωματάριο στην τσέπη και τερματίζω. Σήμερα η Αθήνα είναι μια υποτονική πόλη, πολύ σύντομα θα γίνει και πάλι η πόλη που ξέρουμε. Είπαμε. Η μέρα της μαρμότας. Όλα είναι κύκλος. Απλώς αλλάζει ένα ψηφίο στο τέλος του αριθμού. Καλή χρονιά, με υγεία και αρμονία σε όλους.

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός