Life in Athens

To sleep or not to sleep? Οι ζεστές νύχτες του Αυγούστου στην Αθήνα

Ο αγώνας μου τις πολύ ζεστές καλοκαιρινές νύχτες της Αθήνας είναι να ανάψω ή να μην ανάψω το αιρκοντίσιον

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς κοιμάσαι τις ζεστές νύχτες του Αυγούστου, με κλιματισμό ή χωρίς

Ο τίτλος θα ήταν ιδανικά «του αιρκοντίσιον ή του νοτ αιρ κοντίσιον;» αλλά δεν διαβάζεται καλά, παρόλο που θέτει σωστά το θέμα: ο αγώνας μου τις πολύ ζεστές καλοκαιρινές νύχτες της Αθήνας είναι να ανάψω ή να μην ανάψω το αιρκοντίσιον και, κατά συνέπεια, να κοιμηθώ ή να μείνω ξύπνια; Και όχι δουλεύοντας ή χαβαλεδιάζοντας παρά στριφογυρνώντας σε ΚΑΥΤΑ σεντόνια και ΚΑΥΤΑ μαξιλάρια από τις 3 μέχρι τις 10 το πρωί…

Πάμε από την αρχή: τα τελευταία χρόνια για διάφορους λόγους βρίσκομαι στην Αθήνα κάθε Αύγουστο (φεύγω Ιούλιο, όταν μπορώ, ή/και Σεπτέμβριο). Δουλεύω στην κουζίνα, με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και ένα «φιδάκι» αναμμένο μόνιμα από το μεσημέρι και μετά που πλακώνουν τα αθηναϊκά κουνούπια, τα οποία σε ταράζουν με το φως της ημέρας, οπότε ξέρεις τι θα σου κάνουν τη νύχτα και κρατάς ταμπλέτες, αντι-κουνουπικά σπρέι και εντομοκτόνα αυτοκόλλητα στο κομοδίνο σου. Τέλος πάντων, γύρω στη 1 (τη νύχτα) κλείνω το λάπτοπ και αναστενάζω – επειδή την ξέρω τη δουλειά: θα περάσω άλλη μια νύχτα ανάβοντας και κλείνοντας ένα αιρκοντίσιον, θα σηκώνομαι για νερό, πιπί, κάτι να τσιμπήσω, ένα θόρυβο που (δεν) άκουσα, κάτι να διαβάσω, κάτι να σημειώσω που μου ήρθε ως καταπληκτική ιδέα και το πρωί δεν θα καταλαβαίνω περί τίνος πρόκειται. Μεγάλωσα χωρίς αιρκοντίσιον και δούλεψα δεκάωρα σε όλη τη διάρκεια των 80s μέσα σε γραφεία που με το ζόρι είχανε έναν ανεμιστήρα, κι αυτόν για να σπρώχνει τον καπνό των τσιγάρων μας εδώ κι εκεί. Η απουσία αιρκοντίσιον στα γραφεία σε ανάγκαζε να τρως καλοκαιρινά πράγματα, σαλάτες και σάντουιτς - με απορία έβλεπα στα 00s συναδέλφους να χλαπακιάζουν κοκκινιστά και χοιρινά λεμονάτα μέσα στα (παγωμένα) γραφεία μας. Τέλος πάντων, δεν συγχρονίστηκα ποτέ με το αιρκοντίσιον, ανατριχιάζω όταν με αρπάζει από τα μούτρα σε κλειστό χώρο, βιάζομαι να βγω στον αχνιστό εξωτερικό χώρο και να λιώσω σαν άνθρωπος που βρίσκεται καλοκαιριάτικα στην Αθήνα.

Έχω αιρκοντίσιον στις κρεβατοκάμαρες και τα παιδιά μου τα μπουμπουνίζουν, μπαίνω στα δωμάτιά τους με φούτερ όταν χρειάζεται να μαζέψω τα άπλυτα ρούχα τους από το ταβάνι. Στην κρεβατοκάμαρά μου το αιρκοντίσιον είναι ζήτημα να έχει δουλέψει δέκα μέρες, κι αυτό σπαστά: το ανάβω και το κλείνω, μισο-κοιμάμαι με το τηλεκοντρόλ στο κούτελο, το βάζω στους 27 βαθμούς, μετά στους 26, μετά στους 28, μετά στους 25… και το σόου κρατάει όλη νύχτα. Κάθε βράδυ πάω στο κρεβάτι μου με την ηλίθια ελπίδα ότι η θερμοκρασία θα πέσει λίγο τη νύχτα, εκεί κατά τις 4 τα χαράματα, και θα κοιμηθώ στρέιτ πέντε-έξι ωρίτσες μέχρι να συμβεί κάτι και να ξυπνήσω. Συγκεκριμένα, και επειδή στην Αθήνα οι οικοδομές δεν σταματάνε να οικοδομούνται τον Αύγουστο, στις 7.45 π.μ. ξεκινάει κάπου κοντά μας ένα μοναχικό κομπρεσέρ. Δειλά στην αρχή – αν έχω αναμμένο το αιρκοντίσιον, μπορεί το βουητό του να σκεπάσει το κομπρεσέρ. Μέχρι που έρχεται ένα δεύτερο κομπρεσέρ να κολλήσει στο πρώτο, με συνοδεία σφυριών, ξύλων που πέφτουν όλα μαζί από ψηλά και κάνουν ΤΡΑΚΑΤΡΑΚΑΤΡΑΚΑ, φωνών που αναρωτιούνται πολύ δυνατά γιατί πέφτουν όλα αυτά τα ξύλα, οδηγιών στη διαπασών προς εργαζόμενους, φορτηγών που έρχονται να φορτώσουν τα ξύλα που έπεσαν, άλλων φορτηγών που ψάχνουν για παρέα… και το βουητό του αιρκοντίσιον. Αν δεν το έχω κλείσει.

Συνήθως το κλείνω κατά τις 5 γιατί με τσαταλιάζει, στεγνώνει ο λαιμός μου, νομίζω ότι είμαι δώδεκα χρονών και την άρπαξαν πάλι οι αμυγδαλές μου. Σκεπάζομαι και ξεσκεπάζομαι, ιδρώνω και δεν ξε-ιδρώνω, πηγαίνω στην τουαλέτα και βρέχω τον σβέρκο μου γιατί διάβασα κάπου ότι έτσι πέφτει η θερμοκρασία του σώματος. Τσεκάρω οκτακόσιες φορές τι ώρα είναι. Αναρωτιέμαι αν είναι καλή ιδέα να αρχίσω να γράφω κάτι, οτιδήποτε, μιας και είμαι ξύπνια, ή να πλύνω κανένα πιάτο αθόρυβα, ή να μην κάνω τίποτα απολύτως με την ελπίδα ότι θα κοιμηθώ.

Τέλος πάντων, δεν κοιμάμαι. Κλείνω τις ηλεκτρονικές συσκευές επειδή και καλά το άσπρο φως κρατάει τον άνθρωπο σε εγρήγορση αλλά δεν είμαι καθόλου σε εγρήγορση, ποτέ, σαν άνθρωπος είμαι στο ρελαντί, ρετάρω, όλα γίνονται σε σλόου μόσιον και το χειρότερό μου είναι να βιάζομαι. Οπότε δεν μου φταίνε οι ηλεκτρονικές συσκευές.

Φταίει το αιρκοντίσιον: αν δεν υπήρχε, δεν θα έμπαινα σε δίλημμα, να το ανοίξω ή όχι… Από την άλλη, όταν η θερμοκρασία πάει στο ταβάνι, εκεί όπου μαζεύονται τα άπλυτα ρούχα των παιδιών της μέσης Ελληνίδας μάνας, το δροσερό φω αεράκι του αιρκοντίσιον είναι μια ανακούφιση, έστω και για λίγο.