Life in Athens

Η ευτυχία να περπατάς καλοκαίρι στην πόλη: Από τη Βασιλίσσης Σοφίας στον Εθνικό Κήπο

Ντάλα Ιούνιο με 30άρι, υποσχέσεις δροσιάς και κρυμμένους κήπους

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 876
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από τη Βασιλίσσης Σοφίας στον Εθνικό Κήπο: Η προσωπική διαδρομή του Γιάννη Νένε

Η Αθήνα είναι σκληρή τα καλοκαίρια. Ο ήλιος τηγανίζει και ξεραίνει κάθε φρέσκο πρωινό ξύπνημα, μέχρι το μεσημέρι έχει κορώσει τους Αθηναίους στους δρόμους, που ψάχνουν σκιές και στοές να κρυφτούν και να πάρουν ανάσα. Άνθρωπος του φθινοπώρου, αποφασίζω να κάνω μια παλιά αγαπημένη διαδρομή: από το σπίτι με τα πόδια στον Εθνικό Κήπο, ντάλα Ιούνιο με 30άρι.

Ξεκίνημα για πρωινό καφέ στη σκιά κάτω από τις μουριές της πλατείας Μαβίλη με σταγονίδια από το φλύαρο σιντριβάνι της να ίπτανται ενθαρρυντικά στον αέρα. Το πεζοδρόμιο μπροστά από την Αμερικάνικη Πρεσβεία είναι η πρώτη ιδέα για το ψήσιμο που θα ακολουθήσει, κατάλευκο, εκτυφλωτικό, σαν να σε ανακρίνουν οι κάμερες από πάνω. Και να η πρώτη διέξοδος δεξιά, το café του Μεγάρου Μουσικής, με λίγες διακριτικές παρουσίες, ωραία καβάτζα να θυμάσαι, με ευεργετική ησυχία. Και ξαφνικά, πάνω στο λευκό πεζοδρόμιο μια ολόκληρη διμοιρία λευκοντυμένων ναυτικών δοκίμων, με στολές, σπαθάκια, πηλήκια, σαν ασπρόρουχα σε ταράτσα, σαν να ζωντάνεψε η Αλίκη στο ναυτικό. Πονέσανε τα μάτια μου.

Αμέσως μετά, οι πλαγιές του πάρκου Ελευθερίας. Να ρολάρουν πάνω τους παιδιά και σκυλιά, είναι ένα φυσικό λούνα παρκ το γκαζόν του οποίου, ευτυχώς, ακόμα αντέχει.

Η Βασιλίσσης Σοφίας έχει μεγάλες, ανοιχτές αγκάλες για όσους τη διαβαίνουν, με υποσχέσεις δροσιάς, κρυμμένους κήπους, όπως αυτός του ΝΙΜΤΣ και της Βρετανικής Πρεσβείας, δρόμους δεξιά που οδηγούν προς τις δροσιές του Λυκαβηττού, τη Μονής Πετράκη και τη Γενναδίου.

Στο σκονισμένο άλσος του Ευαγγελισμού πάντα σκέφτομαι ότι εκεί, εδώ ακριβώς, τώρα βρίσκονταν οι πρώτες μπιραρίες της μετα-Οθωνικής Αθήνας να ξεδιψούν οι «Βαυαροί χωροφυλάκοι» και τα μονόκλ της περιοχής. Η προτομή της Κουίν Όλγας επιβλέπει όσους ξαποσταίνουν, κυρίως συγγενείς ασθενών από τον όπισθεν-Ευαγγελισμό.

Η κατάβαση συνεχίζεται, Βυζαντινό Μουσείο, καθόλου δελεαστικό καταφύγιο για ζέστη ομολογώ. Η παραγνωρισμένη πλατεία Ρηγίλλης, Ηρώδου Αττικού, τα πρώτα λεφούσια από τουρίστες και η πρώτη πλάγια είσοδος του Εθνικού Κήπου με το περίπτερο με τις ζαρωμένες από τη ζέστη καρτ ποστάλ.

Είχα πολύ καιρό να μπω στον Εθνικό Κήπο, τον αγαπάω γιατί είναι πραγματικό καταφύγιο, μία στέγη περιπλανώμενων ανθρώπων, ένα safe place ανέκαθεν. Η πρώτη εικόνα, το κιονόκρανο και η πεσμένη μαρμάρινη κολώνα, πιθανότατα του 19ου αιώνα, δίπλα στη λίμνη με τα χρυσόψαρα, μέσα στην πράσινη όαση των 154 στρεμμάτων, με τα 6,5 χιλιάδες δέντρα, 114 διαφορετικών ειδών.

Αριστερά στο βάθος ακούγονται οι φωνές του λοχία, από το στρατόπεδο των Ευζώνων και τα κράπατα-κρούπατα από τα τσαρούχια με τα καρφιά. Ακόμα και αυτός ο «θόρυβος» όμως, απορροφάται από τη μαλακή πυκνότητα των δέντρων, όπως και η βουή της πόλης. Η κίνηση γίνεται 33 στροφών, χαμηλώνει και ακούς τους τριγμούς από το σάουντρακ του δάσους. Όλα έρχονται σε φυσιολογικές διαστάσεις. Οι γυναικείες ομιλίες ακούγονται πιο κρυστάλλινες στο πράσινο φόντο. Ακούς τα φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα, τα κρικ των χαλικιών, τους κρωγμούς και τις τρίλιες ανάμεσα από τα φυλλώματα. Ακόμα και τα περιστέρια δεν είναι ενοχλητικά.

Ούτε οι τουρίστες είναι ενοχλητικοί, αλλά κατά κάποιον τρόπο είναι. Μοιάζουν μεταξύ τους όλες οι φυλές σαν να έχουν περάσει ομογενοποίηση στο αεροδρόμιο: το ίδιο attire, τα ίδια καπέλα-κουβάδες, το ίδιο βλέμμα «τι είναι εδώ;», όχι ακριβώς χαρούμενοι, κάπως απορημένοι. Διαβάζουν τα γκρίκλις στις ξύλινες ταμπέλες, κατηφορίζουν τις αλέες, αλλά βρίσκουν αρκετά αδιέξοδα.

Αυτή την εποχή στον Κήπο, όπως πληροφορεί η σχετική ταμπέλα, υλοποιούνται έργασίες για ένα μεγάλο έργο αποκατάστασης για το οποίο εκλήθησαν να συνδράμουν και εξειδικευμένοι Iταλοί γεωπόνοι. Η ρυμοτομία –αυτή που θυμόμουν από παλιά– έχει αλλάξει. Χάνομαι κι εγώ στα αδιέξοδα και στις περιφράξεις, αλλά όντως φαίνεται να δίνεται μεγάλη προσοχή στον Κήπο. Υπάρχει διάχυτη η εικόνα της φροντίδας. Τον Κήπο που αγαπούσα τον θυμόμουν πιο ακούρευτο, πιο πυκνό. Τώρα έχει πέσει ψαλίδι, δημιουργήθηκαν διαφάνειες και περάσματα. Τρισδιάστατα φόντα, σαν εικόνα μέσα σε εικόνα, ήλιος δίπλα σε σκιά, άγριες κατακόκκινες τριανταφυλλιές με το κάθετο φως να κάνει το χρώμα τους να ξεχειλίζει.

Και ξαφνικά, πεταλούδες.

Και όχι μόνο. Στην επόμενη λίμνη μία ολόκληρη αποικία από νεροχελώνες, σκούρες και γυαλιστερές είναι αραγμένες στα βράχια. Ο Κήπος φιλοξενεί ακόμα σκίουρους, κουνέλια, παπαγάλους, τσαλαπετεινούς, βατράχια, κρι-κρι, παγόνια – παλιά θυμάμαι και μαϊμουδάκια. Οι βασίλισσες του Κήπου όμως είναι οι πάπιες, σαν καπνισμένες κάθονται σε κατάσταση ζεν, δεν αναζητούν τίποτα αυτή την καλοκαιρινή μέρα, είναι καλοταϊσμένες, είναι πολύχρωμες, είναι περήφανες. Διάβαζα ότι η μασκότ του Κήπου είναι η μοσχόπαπια Γιώργης, αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποια είναι.

Στην όμορφη, σκιερή αλέα του Καφενείου (Cappuccino freddo 5,60 €), οι χωριάτικες με φέτα γνωρίζουν δόξες, ενώ απέναντι παραμονεύει απειλητική η αντηλιά του Μαξίμου. Από μέσα της ξεπροβάλλουν δυο γιαγιάδες Κολωνακιώτισες με μαλλί μοβ στο χρώμα του κρόκου.

Στον Κήπο περιδιαβαίνουν ξέμπαρκοι μπάτσοι με undercover συναδέλφους τους. Το τρίκυκλο των κηπουρών σαν περιπολικό. Πιτσιρικάδες που ψάχνουν wifi. Ζευγαράκια. Και ζευγαράκια από την Κύπρο (τα καταλαβαίνεις γιατί είναι φορτωμένοι με τσάντες Attica).

Ορδές από τουρίστες με ποδήλατα, ολόλευκοι, αθώοι και πολιτισμένοι, έτοιμοι για υπερχρέωση. Άκουσα τουλάχιστον δύο να μιλούν για τα κουνούπια. Και παραπάνω από 3 να σχολιάζουν τον ωραίο καιρό – το τελευταίο μας όπλο.

Είδα μια παλιά, ξεχασμένη εικόνα: άνθρωπο σε παγκάκι να διαβάζει εφημερίδα.

Μια ευτυχισμένη μαμά στο γκαζόν του ξέφωτου να ζει τις ωραιότερες στιγμές της ζωής της, αγκαλιά με ένα αφράτο μωρό.

Εικόνες σαν ιστορίες που κυκλοφορούν ανάμεσα στον λαβύρινθο του Κήπου. Το δροσερό καταφύγιο που μέσα στη δική του «ακατέργαστη» ποιότητα, έχει φιλοξενήσει Αθηναίους και ξένους που γαληνεύει η ανάσα και το βλέμμα τους από την κόλαση του κέντρου.

Επιστροφή με Uber. Οι φίλοι ταρίφες της λεωφόρου Αμαλίας, αν δεν είσαι ξένος, δεν σε παίρνουν.