Life in Athens

Η Αθήνα τη νύχτα, καλοκαιρινές συναντήσεις υπό το φως της μαγείας

Περιπλάνηση στην πόλη που μυρίζει ερωτισμό, γιασεμί και ζωή αλλιώς

Ηλένα Κρητικού
ΤΕΥΧΟΣ 876
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βόλτα στην καλοκαιρινή Αθήνα - Συναντήσεις υπό το φως της μαγείας της νύχτας

Μερικούς ανθρώπους δεν μπορείς να τους συναντήσεις στο φως της μέρας. Ταράζονται να μιλήσουν οι καρδιές, όταν ο ήλιος τις έχει ντύσει με ένα outfit κοινωνικής σύμβασης και την ελπίδα για αξεσουάρ. Χρειάζεται γλύκα, απαλότητα και λίγη μαγεία. Και η νυχτερινή Αθήνα είναι σαν σκηνικό ταινίας.

Μιας ταινίας με πλοκή τις ιστορίες που λένε καθώς κατεβαίνουν την Πατησίων ένα μαύρο πρόβατο της δυναστείας των Αψβούργων και μια παραστρατημένη απόγονος έκπτωτης κοντέσας. «Μη χαίρεσαι, δεν θα ενώσουμε τους οίκους μας». «Μου κάνει εντύπωση και μόνο που το λες».

Η νυχτερινή Αθήνα είναι ερωτική. Κι αυτός ο αέρας σε συνοδεύει είτε κοντοσταθείς έξω από τη Βιβλιοθήκη –σε αυτές τις σκάλες από άλλη εποχή κι άλλη πόλη– να  χαμογελάσεις με ένα μήνυμα ανάλαφρα ποιητικό, είτε σουλατσάρεις στην Πλάκα για ένα χάδι της ομορφιάς με άρωμα γιασεμιού, για να ανασύρεις τη λαχτάρα για την ανεμελιά σε τόνο κυκλαδίτικων νησιών.

Το φως σε κάποια στενά δρομάκια της Αθήνας είναι ένα πορτοκαλί με περισσότερο κίτρινο από ό,τι θα ήθελε. Και το παγκάκι κάτω από τον φανοστάτη περίμενε να έχει ζήσει περισσότερα σμιξίματα από ό,τι αποσύρσεις, αλλά είναι μερικές λέξεις σαν τις νότες που καρφώνουν τα πλήκτρα. Δυστυχώς, η θεά του έρωτα δεν είναι ρομαντική. Και δεν συγχωρεί. «Πέφταν τ’ άστρα μέσ’ στη λασπουργιά· Μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι».

Η φουρτούνα στο μυαλό μπορεί να κοπάσει μπροστά στους ήχους του σαξόφωνου ενός αυτοσχέδιου Κολτρέιν και στο βλέμμα ενός βασανισμένου πλάνητα που απορεί με την κακία των ανθρώπων. Η κακία είναι βαρβαρότητα και η βαρβαρότητα είναι έλλειψη πολιτισμού. «Πού δεν έχει βάρβαρους; Στην Κέρκυρα;» «Στην Κέρκυρα είναι πολύ όμορφα. Εκεί αγαπούν τη μουσική». «Στην Κέρκυρα να πάω τότε». 

Είναι εκεί το υγρό στοιχείο της πλατείας Συντάγματος για να σου θυμίσει, ίσως, τη ρευστότητα των πραγμάτων. Μόρια. Άλλοτε πιο σφιχταγκαλιασμένα, άλλοτε σε συνδέσεις που καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο. «Θα μου δώσεις λίγο χώρο;» «Όχι(;)» «Χρόνο;» «Χρόνο, ναι».

Μερικοί άνθρωποι κινούνται σε άλλους ρυθμούς από τους δικούς σου και είναι προκλητική δοκιμασία ο συντονισμός. Άλλοι τρέχουν σπριντ και άλλοι βρίσκονται στην καμπύλη τροχιά του εκκρεμούς. Θα μπορούσε να σχηματιστεί ένα τόξο, ξέρεις, θα έλειπε μόνο το βέλος να δείξει την κατεύθυνση.

Ίσως είναι προς εκείνα τα παιδιά, στην άλλη πλευρά της αποβάθρας. Σκαστά φιλιά, με τόση θεατρικότητα που ακούγονται στην αντίπερα «όχθη». Γέλια που προκαλούν άλλα γέλια, μια ηχηρή συνωμοσία για το νόημα της ζωής.

Αλλού, οι καταφάσεις έχουν τόνο παράδοσης και οι αρνήσεις διαλέγουν τον δρόμο της τρυφερότητας. Υπάρχει ένας ήχος, των βλεμμάτων που δεν μιλούν αλλά λένε, των ερωτήσεων που δεν αρθρώνονται αλλά αιωρούνται, εκεί ακριβώς. «Θα σ’ αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι». «Θα μ’ αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά».

Στο μπαράκι της Ζωοδόχου Πηγής, γύρω από το ίδιο τραπέζι όλες οι δεκαετίες, οι αδυναμίες, οι εκπλήξεις, τα αγγίγματα, τα μυστικά, τα δάκρυα, τα γέλια, ψυχανάλυση με ποτάκι και Μπρεχτ στην έδρα του Τσέχοφ. Τι άλλο να ζητήσεις; Ένα σφηνάκι για το «σβήσιμο». Αυτού του «επεισοδίου», σε αυτή την τοποθεσία. «Την άλλη Παρασκευή πάλι».

Άλλοι οδηγούν προς τα νότια. Βάζουν τους όρους τους. Τη μουσική τους, τους συνταξιδιώτες τους, την ταχύτητά τους, ακόμη κι αν διαπραγματεύονται τον προορισμό, θέλουν να φτάσουν στη θάλασσα. Αλλά προστατευμένοι, ενώ το μόνο που χρειάζονται είναι να πιστέψουν στη μαγεία. Η Γλυφάδα είναι μια αρχή. Αρκεί μια μικρή υπέρβαση: γυμνά πόδια στην αμμουδιά. Άμμος από άμμο έχει διαφορά. Το νερό θα τραβήξει σαν μαγνήτης. Και λίγο λίγο φουντώνει η επιθυμία για ζωή.

Εκείνοι που χρειάζονται πυξίδα γιατί η έλλειψη προσανατολισμού τούς ζαλίζει, σαν τη ναυτία, και οι χάρτες είναι το φετίχ τους μια και προσφέρουν ready made θέαση σε όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, θα αφεθούν αν τους κρατήσεις από το χέρι για να περιπλανηθείτε μαζί. Όπου κι αν είναι αυτό. Αρκεί να έχει φεγγαράδα. Paroles et paroles et paroles…

Η Αθήνα τη νύχτα δεν χρειάζεται βιολιά για να είναι πλανεύτρα.

Αρκεί να συναντηθούν πλάσματα ίσως αταίριαστα και γοητευτικά τόσο που να κάνουν τις καρδιές να πονάνε και να χορεύουν ταυτόχρονα. Κι έτσι χορεύοντας και φτιάχνοντας ιστορίες για καλοκαίρια και χειμώνες, με όνειρα για ταξίδια και αναμνήσεις από έρωτες προδομένους και γέλια γάργαρα, να διασχίσουν την πόλη με τις φωτεινές επιγραφές, τα αφώτιστα σφαλιστά παράθυρα, τα ανοιχτά σε όλες τις εκδοχές τρίστρατα, για να προσπαθήσουν να απαντήσουν τα γιατί και τα πώς και να περιπλανηθούν ώρες, όλη νύχτα. Γιατί είναι μερικοί άνθρωποι που δεν χωρίζουν μέχρι να ξημερώσει στην Αθήνα.