Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Το Κολωνάκι του χθες και του σήμερα
Κολωνάκι: Η ιστορία της περίφημης συνοικίας της Αθήνας
Ισως καμία άλλη περιοχή της Αθήνας δεν έχει υπάρξει τόσο επίζηλη και περιζήτητη, δεν έχει συζητηθεί, δεν είχε αγαπηθεί, δεν έχει γοητεύσει, δεν έχει παρεξηγηθεί, δεν έχει αλλοιωθεί, δεν έχει αλωθεί, δεν έχει απασχολήσει τόσο πολύ τους Αθηναίους αλλά και δεν έχει εμπνεύσει Ελληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες, όσο το Κολωνάκι.
Οι πιο παλιοί θυμούνται με νοσταλγία αυτή την όμορφη συνοικία, τότε που δεν ήταν ακόμη trendy, τότε που ήταν πιο αρχοντική και με ανθρώπους που διέθεταν χιούμορ, μία ευπρέπεια και ευγένεια που σήμερα σπανίζουν. Αναπολούν τα χρόνια που οι περισσότεροι γνωρίζονταν μεταξύ τους και συναντιόντουσαν στα γνωστά στέκια, με την ηχορύπανση, την κοσμοσυρροή, τον νεοπλουτισμό, την καταπάτηση του δημόσιου χώρου να είναι σχεδόν άγνωστες λέξεις και καταστάσεις και να μην αποτελούν λόγους μετακόμισης – όπως πολλοί αναγκάστηκαν να κάνουν.
Και όμως, παρ’ όλα αυτά, το Κολωνάκι «κρατάει» ακόμη. Εξακολουθεί να έχει φανατικούς κατοίκους αλλά και επισκέπτες. Αν και πολλά από τα παλιά γνωστά μαγαζιά έχουν κλείσει, το άνοιγμα ενός καινούργιου γίνεται αμέσως «είδηση» και η περιοχή, χωρίς να διατηρεί τη γοητεία που είχε παλιά, συνεχίζει να βρίσκεται ψηλά στη λίστα των προτιμήσεων των Αθηναίων.
Η συνοικία του Κολωνακίου εκτείνεται από τη λεωφόρο Πανεπιστημίου ανατολικά μέχρι το Μέγαρο Μουσικής, νότια ως τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, όπου συνορεύει με τη γειτονιά της Ρηγίλλης ή Ανακτόρων και τη συνοικία του Παγκρατίου και βορειοδυτικά μέχρι την οδό Σίνα και την Οίτης, όπου χωρίζεται από την ιστορική συνοικία της Νεάπολης.
Πάνω της, δεσπόζει ο λόφος του Λυκαβηττού, ορατός λόγω ύψους (277μ.) από κάθε σχεδόν σημείο της πόλης, με τη γειτονιά της Δεξαμενής στους ΝΑ πρόποδες να αποτελεί από παλιά ένα από τα πιο δημοφιλή μέρη της Αθήνας, με ωραία θέα προς την Ακρόπολη αλλά και τη θάλασσα. Στην κορφή του λόφου βρίσκεται το γραφικό εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη και στη ΝΔ πλευρά, ο μικρός ναός των Αγίων Ισιδώρων, κτισμένος κυριολεκτικά μέσα στους βράχους, και από εκεί η Αθήνα «πιάτο».
Τα χρόνια της τουρκοκρατίας οι νεαροί αγάδες των Αθηνών που επιδίδονταν στο τζιρίτι –ιππικός αγώνας ευγενών–, επέλεγαν την περιοχή της Δεξαμενής για τους αγώνες καθώς και την εκγύμνασή τους στην τοξοβολία.
Εκτός από τον γνωστό λόφο, υπάρχει και ο «μικρός Λυκαβηττός» ή «Σχιστή Πέτρα» η οποία ήταν μια μεγάλη έκταση (μέχρι εκεί που βρίσκεται σήμερα το Πανεπιστήμιο) που αγόρασε το 1831 από μια Τουρκάλα ο Στ. Κλεάνθης για να στήσει το λιθοτομείο του, από το υλικό του οποίου κτίστηκε η νεότερη Αθήνα.
Σήμερα δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τον ορμητικό χείμαρρο που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό και, διακλαδιζόμενος στα δύο, ακολουθούσε τις οδούς Δημοκρίτου και Λυκαβηττού, μέχρι να καταλήξει σε ρεματιά, τον Βοϊδοπνίχτη, στο ύψος της οδού Ακαδημίας.
Το 1870, ανακαλύφθηκε η Αδριάνειος δεξαμενή στην οποία κατέληγαν τα βρόχινα ύδατα από την Πάρνηθα και την Πεντέλη, μέσω μίας σήραγγας 25 χλμ., του Αδριάνειου Υδραγωγείου, το οποίο άρχισε να κατασκευάζεται από τον Αδριανό το 125 μ.Χ. Το επιστύλιο του Υδραγωγείου βρίσκεται, ανάμεσα σε άλλες αρχαιότητες, στον Εθνικό Κήπο.
Από το 1874, έχει καθιερωθεί η τελετή αγιασμού των υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων. Στη δεξαμενή αυτή οφείλει το όνομά της ολόκληρη η γειτονιά.
Στα χρόνια του Όθωνα η περιοχή του Κολωνακίου ήταν εξοχή με αμπελώνες και αγρούς και οι πρόποδες του Λυκαβηττού «τα κατσικάδικα», γεμάτοι στάνες και βοσκοτόπια για τους ποιμένες της πρωτεύουσας.
Το Κολωνάκι άρχισε να κτίζεται γύρω στο 1860 και τα πρώτα σπίτια ήταν λαϊκά, φτωχικά, μονώροφα ή διώροφα με αυλές με κοτέτσια και γαζίες και οι περισσότεροι δρόμοι ήταν καρόδρομοι. Και αυτό επιβεβαιώνουν και τα λόγια της κας Δέσποινας Φούτα, κόρης του Πέτρου Πουλίδη, του πρώτου Έλληνα φωτορεπόρτερ, μέσα από τις μοναδικές διηγήσεις της στο www.memoro.org: «Πολλά σπίτια της Πατριάρχου Ιωακείμ (τότε λεγόταν Κυνοσάργους) ήταν γεμάτα ωραίες αυλές και μέσα είχαν κοτέτσια. Σε πολλά απ’ αυτά έμεναν πλύστρες που έπλεναν τα ρούχα των φοιτητών που σπούδαζαν στην Παιδαγωγική Ακαδημία (το Μαράσλειο)».
Σήμερα, υπάρχουν ελάχιστα τέτοια σπίτια στις παρυφές του Λυκαβηττού, όπως π.χ. στη Μαρασλή 61 ή στη Δίστριας Δώρας 12 και 14.
Μετά το 1880 η δόμηση έγινε πιο πυκνή και η περιοχή άρχισε να κατοικείται από αυλικούς αλλά και εύπορους πολίτες οι οποίοι επιθυμούσαν να ζουν κοντά στα ανάκτορα, καθώς και στο εμπορικό κέντρο. Τότε άρχισε η ανοικοδόμηση πολυτελών μεγάρων και αρχοντικών κατοικιών, ειδικά στη Βασιλίσσης Σοφίας (παλιά Κηφισίας), σε σχέδια διάσημων αρχιτεκτόνων της εποχής και το Κολωνάκι αποκτά έναν αριστοκρατικό χαρακτήρα.
Αρχικά η συνοικία αναπτύχθηκε στους δρόμους γύρω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στην οδό Σκουφά, ενώ αυτή της Δεξαμενής, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, κατοικείτο από φτωχούς εργένηδες και εσωτερικούς μετανάστες. Τα καφενεδάκια όμως της πλατείας, το καφενεδάκι του μπαρμπά-Γιάννη, το «νηπιαγωγείο, μπαρ, γηροκομείο» όπως το είχε ορίσει ο Παπαδιαμάντης, αλλά και το απέναντι, η Τέρψη του κυρ-Σωτήρη, συγκέντρωναν κάτω από τις λεύκες τις ψηλές και ρωμαλέες λόγιους και λογοτέχνες, από τους σημαντικότερους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και ήταν για πολλά χρόνια από τα διάσημα φιλολογικά στέκια της Αθήνας.
Και όσο απίθανο μας φαίνεται σήμερα, στην ανατολική πλευρά της πλατείας τη δεκαετία του 1930 είχε διαμορφωθεί ένας χώρος σαν πισίνα όπου τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν και να τσαλαβουτάνε. Η πρώτη πολυκατοικία της Δεξαμενής κτίστηκε από τον Μαντζαβελάκη στο σημείο που βρισκόταν η ταβέρνα «Ο Παράδεισος». Την είχαν ονομάσει «Βαβέλ» ή «Καραβάν Σεράι», λόγω του ετερόκλητου πλήθους που έμενε εκεί. Στη θέση της κτίστηκε το 1974 το ξενοδοχείο Saint George Lycabettus.
Η κεντρική πλατεία του Κολωνακίου, που σήμερα έχει «εξαφανιστεί» λόγω των έργων του μετρό, διαμορφώθηκε το 1870 και αρχικά ονομαζόταν πλατεία «Βασιλίσσης Όλγας». Μετονομάστηκε σε πλατεία Κολωνακίου, όνομα που πήρε και ολόκληρη η περιοχή, όταν το 1938 μεταφέρθηκε εκεί ένα κολωνάκι που βρέθηκε στην περιοχή της Δεξαμενής και σύμφωνα με την παράδοση αποτελούσε ένα ορόσημο στο σημείο που οι Αθηναίοι, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, έθαβαν δύο δίδυμα μοσχάρια ή άλλα ζώα, προκειμένου να αποτρέψουν επιδημίες, συμφορές και θεομηνίες. Το 1907 κατασκευάστηκε το ουρητήριο και τον ίδιο χρόνο η πλατεία ηλεκτροφωτίστηκε.
«Η πλατεία, τη δεκαετία του ’20 ήταν ακόμη χωμάτινη και πανέμορφη και με τους φίλους μου παίζαμε εκεί μπάλα, με μία μπάλα φτιαγμένη από πανιά», θυμάται ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλώντας με τον συγγραφέα Μάκη Προβατά.
Το επίσημο όνομα της πλατείας είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας, ως ένδειξη τιμής προς τους Φιλικούς (Υψηλάντη, Σκουφά, Αναγνωστόπουλο, Σκουφά), προτομές των οποίων υπήρχαν εκεί μέχρι που απομακρύνθηκαν, μαζί με τα δένδρα που κόπηκαν, λόγω των έργων για τη Γραμμή 4 του μετρό «Άλσος Βεΐκου-Γουδή», που έχουν μεταμορφώσει την πλατεία σε εργοτάξιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το 1929, καθιερώνεται ο νόμος περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και οι πρώτες πολυκατοικίες με τις ωραίες εισόδους, τα ξύλινα ασανσέρ με εσωτερική πόρτα και καταφύγια, κάνουν την εμφάνισή τους στην Πατριάρχου Ιωακείμ και Σκουφά. Τα διαμερίσματα προσφέρουν όλες τις ανέσεις και διαθέτουν συνήθως και το «δωμάτιο υπηρεσίας» για το «υπηρετικόν προσωπικόν», όπως έλεγε η θρυλική Μαντάμ Σουσού!
Ο «καλός κόσμος» αρχίζει να συμβιώνει και να συνυπάρχει στους κοινόχρηστους χώρους με ανθρώπους διαφορετικής τάξης απ’ τη δική του μια και στους χαμηλούς ορόφους ή στα υπόγεια ζούσαν οι όχι τόσο εύποροι. Στις πολυκατοικίες που κτίζονται αργότερα, ο θυρωρός, επάγγελμα που χάνεται με τα χρόνια, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της. Πολλά δε υπόγεια πολυκατοικιών, ειδικά στους όχι κεντρικούς δρόμους, υπήρξαν καταφύγια για ερωτευμένα ζευγαράκια και κρυφά ραντεβουδάκια.
Πολύτιμες, τρυφερές αναμνήσεις που τη συνοδεύουν από τα παιδικά της χρόνια μοιράζεται μαζί μας η συμπαθέστατη κριτικός τέχνης κα Έφη Ανδρεάδη, γέννημα θρέμμα Κολωνακίου, με εξαιρετική μνήμη που θα ζήλευαν πολλοί. Μας περιγράφει με γλαφυρότητα εικόνες μιας άλλης, μακρινής εποχής, τότε που το Κολωνάκι ήταν μία αμιγώς αστική γειτονιά, χωρίς πολυτελή μαγαζιά, αλλά με πολλά γαλακτοπωλεία, λόγω των κοπαδιών του Λυκαβηττού.
Το πατρικό της ήταν το νεοκλασικό σπίτι επί των οδών Πλουτάρχου και Καρνεάδου (αρχικά οικία Σάρδη και σήμερα Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου). Λίγο μετά τη γέννησή της, μετακόμισαν απέναντι σ’ ένα υπέροχο τετραώροφο, ψηλοτάβανο σπίτι που έκτισε ο πατέρας της και με υλικά, έπιπλα και είδη διακόσμησης που έφερε από την Ευρώπη. Εκεί έζησαν όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια μέχρι τη δεκαετία του ’60, αλλά οι αλλαγές της ζωής, τα τεράστια έξοδα συντήρησης και η ασύμφορη ενοικίαση ή πώληση καταδίκασαν το σπίτι σε κατεδάφιση – γεγονός τραυματικό για όλους και ιδιαίτερα για τη μητέρα της.
«Στην Καρνεάδου ακούγαμε μόνο πουλιά γιατί στο πίσω μέρος των σπιτιών ήταν κήποι. Από τον δρόμο περνούσαν οι πλανόδιοι. Ο άνθρωπος που κτυπούσε τα στρώματα, ο λουλουδάς με τον γάιδαρο και τα καλάθια γεμάτα λουλούδια που ο κόσμος τον σταματούσε για να ψωνίσει, ο ψαράς που φορούσε ένα τεράστιο στρογγυλό καπέλο και έβαζε πάνω σ’ αυτό τα φρέσκα ψάρια που σου έφερνε στο σπίτι... Τώρα, τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει, μόνο αυτοκίνητα. Η δε οδός Τσακάλωφ, πριν πεζοδρομηθεί και ανοίξουν τα καφέ, ήταν ένας εμπορικός δρόμος, ενώ τώρα είναι έρεβος. Δεν μπορείς να περάσεις».
Αφήνοντας πίσω το παρόν, μας ταξιδεύει, μέσω των αναμνήσεών της, στο Κολωνάκι, όπως το θυμάται και το αγάπησε. «Στην Πατριάρχου Ιωακείμ ήταν ένας φούρνος που τον είχε μια πολύ όμορφη φουρνάρισσα, την οποία όλοι φωνάζαμε “μπέλλα φουρναρίνα”. Στην Ηροδότου, εκεί που σήμερα είναι η Τράπεζα Πειραιώς, υπήρχε ο πιο παλιός γαλατάς. Τον θυμάμαι να φέρνει τον πάγο, μια που τότε δεν είχαμε ηλεκτρικά ψυγεία. Μας έφερνε και το γάλα το οποίο το έβαζαν σε γυάλινα μπουκάλια. Εκεί ήλθε πρώτη φορά η ΕΒΓΑ και έφερε παγωτά, τα οποία έβγαιναν 25η Μαρτίου και τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό. Στη συμβολή Τσακάλωφ και Ηρακλείτου ήταν ένα πολύ ωραίο νεοκλασικό σπίτι με κήπο και ανήκε στην οικογένεια Βουρλούμη. Στη θέση του είναι μία πολυκατοικία. Η δε βόλτα στον Λυκαβηττό, ήταν ο αγαπημένος μας περίπατος».
Ακούγοντας και τις αφηγήσεις της κας Δέσποινας Φούτα, η οποία γεννήθηκε το 1924 στην οδό Σκουφά και αργότερα μετακόμισαν στην οδό Αριστίππου, κοντά στη Δεξαμενή, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι μιλάει για το Κολωνάκι: «Το Κολωνάκι ήταν ένα χωριό. Είχε πρόβατα. Ως παιδιά παίζαμε εκεί που είναι σήμερα ο Άγιος Διονύσιος, ο οποίος τότε ήταν παράγκα. Από τη Σκουφά περνούσε το τραμ, το οποίο κατέβαινε την Κανάρη, πήγαινε προς την Ομόνοια και επέστρεφε. Όλοι οι άνθρωποι γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Ο πατέρας μου, όταν περπατούσε στον δρόμο, δεν προλάβαινε να βγάζει το καπέλο του για να χαιρετίσει όλους όσους συναντούσε. Εκεί κοντά που είναι σήμερα το ξενοδοχείο Lycabettus, έπαιζε ο Καραγκιόζης του Μόλλα και μαζευόμαστε τα παιδιά για να τον δούμε, πληρώνοντας είσοδο 50 λεπτά. Κάθε απόγευμα την άνοιξη περνούσε ο... “τσάκα-τσούκας” που πουλούσε πασατέμπο και δύο φορές τη βδομάδα ο παγωτατζής και παίρναμε παγωτό με 1 δραχμή. Κάθε βράδυ ερχόταν ο άνθρωπος του δήμου, ανέβαινε σε μία σκάλα και άναβε τις λάμπες στον δρόμο και το πρωί ερχότανε πάλι και τις έσβηνε. Οι νοικοκυρές αγόραζαν από τους πλανόδιους ψάρια, λουλούδια και οι άντρες πήγαιναν στα μαγαζιά και παράγγελναν τα εδώδιμα τα οποία έφερνε μετά στο σπίτι το παιδί του μπακάλη».
Και ναι μεν το Κολωνάκι μπορεί να ήταν από τη δεκαετία του ’40 μια ακριβή περιοχή, τόπος κατοικίας και στέκι της πολιτικής και πνευματικής αριστοκρατίας της Αθήνας, αλλά πριν αρχίσουν τα πολυτελή εμπορικά καταστήματα, κομμωτήρια, ανθοπωλεία, εστιατόρια, οίκοι μόδας, πρακτορεία μοντέλων και υποκαταστήματα τραπεζών να ανοίγουν το ένα πίσω απ’ το άλλο, τα μαγαζιά που κυριαρχούσαν ήταν τα πιο «λαϊκά» – αυτά δηλαδή που θα συναντούσε κάποιος σε οποιαδήποτε γειτονιά της Αθήνας, όπως εδωδιμοπωλεία, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, γαλακτοπωλεία, κουρεία, φαρμακεία, χρωματοπωλεία, φούρνοι.
Πολλά απ' αυτά (όπως το Γαλακτοπωλείο του Γεωργούτσου και μετά το Ελληνικό –στη θέση που σήμερα είναι το Απολλώνιο–, το κρεοπωλείο του Πεντεδέκα, τα είδη οικιακής χρήσης του Μαράσογλου, το στιλβωτήριο του Σκρίκα, το καφεκοπτείο του Μισεγιάννη, το παντοπωλείο του Ρέτσα, το οπωροπωλείο Ιντεάλ, το ανθοπωλείο του Φερεντίνου, το αρωματοπωλείο του Βιδούρη), ήταν συγκεντρωμένα στη δεξιά πλευρά του πρώτου τετραγώνου της Πατρ. Ιωακείμ, όπου βρίσκονται οι Πολυκατοικίες Κωττάκη (Πατρ. Ιωακείμ 6 και 8), γνωστό και ως «Αβησσυνία».
Απέναντι, το μαγαζί επίπλων Αφοί Αετόπουλοι, το γαλακτοπωλείο Μίχα, το ζαχαροπλαστείο Παπασπύρου. Γύρω από τη Σκουφά και την Κανάρη, τα παντοπωλεία Ερμή, το παντοπωλείο του Λάμπρο, Το Πάνθεο, το χρωματοπωλείο του Αγγελόπουλου, του Γιαννούκου (Κανάρη 23 και Μηλιώνη) το οπωροπωλείο-κρεοπωλείο του Καβουλάκου, του Παναγιώτη Κηρύκου, το ιχθυοπωλείο Ευαγγελίστρα, ο φούρνος του Γκέκα, εξυπηρετούσαν κι αυτά τους πιο απαιτητικούς πελάτες καθώς και τις ανάγκες των ξενοδοχείων και της βασιλικής αυλής, όπως βλέπουμε σε διαφήμιση εποχής.
«Από το Select» (Κανάρη 26, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κατάστημα Γερμανός) «ψώνιζε από το 1973 όλο το Κολωνάκι», μας είπε ο πρώην ιδιοκτήτης, κος Χατζητριανταφύλλου. «Όταν απελευθερώθηκε το ενοικιοστάσιο αναγκαστήκαμε να κλείσουμε. Εκεί που πληρώναμε ενοίκιο 150.000 δρχ. ξαφνικά μας ζητούσαν 1.000.000 δρχ.».
Τα χρόνια της Κατοχής σημάδεψαν για πάντα τα μικρά τότε παιδιά: «Οι Γερμανοί, ανέβαιναν για σκοπιά στον Λυκαβηττό και περνούσαν μπροστά από το σπίτι μας. Εμείς, τα παιδιά, τρέμαμε από τον φόβο μας. Είχαμε τα παράθυρα κλειστά, φοβόμασταν. Η Κατοχή έφερε μεγάλη δυστυχία. Πέθαινε ο κόσμος στον δρόμο από την πείνα... Πουλούσαν ό,τι είχαν για να πάρουν λίγο ψωμί» θυμάται η κα Φούτα.
«Τα φοβερά εκείνα χρόνια δύσκολα θα ξεχαστούν», επιβεβαιώνει συγκινημένη η κα Ανδρεάδη. «Έβλεπες στον δρόμο καρότσια που τα έσερναν άνθρωποι, γεμάτα νεκρούς».
Μία σιδερένια καφέ πόρτα κρατητηρίου και ένα γλυπτό του Θανάση Απάρτη που συμβολίζει τον Έλληνα αγωνιστή, αποτελούν ένα μικρό μνημείο που θυμίζει στους παλιούς αλλά μαθαίνει και στους νεότερους τη φρίκη του πολέμου και τα βασανιστήρια που πέρασαν όσοι φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στο κολαστήριο της Γκεστάπο, της οδού Μέρλιν 6.
Δίπλα στην πλατεία Κολωνακίου, μία νησίδα με δύο δέντρα και έναν φανοστάτη, της οποίας το σχήμα έμοιαζε με λεκάνη «μπιντέ», ήταν η αφορμή για να δοθεί για μερικά χρόνια στη συνοικία αυτό το τοπωνύμιο. Εκεί τα δύο ζαχαροπλαστεία που βρίσκονταν τότε το ένα απέναντι απ’ το άλλο, Λυκόβρυση και Ελληνικό, είχαν τοποθετήσει λίγα τραπεζοκαθίσματα όπου κάθε βράδυ συγκεντρώνονταν οι νέοι, πολιτικοί και καλλιτέχνες και κυρίως οι ξενύχτηδες της περιοχής. Ο «μπιντές» ξηλώθηκε γύρω στο 1960 όταν οι μπουλντόζες ανέλαβαν δουλειά για το νέο πρόσωπο της περιοχής. Η Λυκόβρυση παρέμεινε στη θέση της και δίπλα της άνοιξε το Kolonaki Top's, το καφέ του Στεργίου, το ζαχαροπλαστείο Παπασπύρου (το σημερινό Perro's Cafe), καταλαμβάνοντας με τα τραπεζοκαθίσματά τους το μεγαλύτερο μέρος του πεζοδρομίου.
Και από τη μικρή πλατεία που τραγουδούσε ο Κ. Χατζής το 1972 προχωράμε προς το «Πάμε πλατεία;;» του Παπακαλιάτη, που έγινε αγαπημένη ατάκα της νεολαίας.
Τη δεκαετία του ’80 απαραίτητος σταθμός μετά τη νυχτερινή έξοδο και σημείο για να δεις και να σε δούνε ήταν το Εverest ή το τοστάδικο Ο Μήτσος, της οδού Τσακάλωφ – εκεί ατραξιόν ήταν ο Γιάννης ο οποίος έπαιρνε τις παραγγελίες και μπορούσε να φτιάξει με απίστευτα γρήγορες, έως αστείες, κινήσεις 3-4 σάντουιτς συγχρόνως χωρίς να ξεχάσει ούτε ένα υλικό, ενώ έκανε και τον λογαριασμό. Η καθημερινή κοσμοσυρροή προκαλούσε μεγάλη ενόχληση στους ενοίκους των πολυκατοικιών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να βάλουν σιδερένιες πόρτες μπροστά στις εισόδους για να αποτρέψουν την κατάληψη των σκαλιών.
Μεγάλος ευεργέτης της περιοχής Κολωνακίου είναι η Μονή Πετράκη, η οποία παραχώρησε ένα σημαντικό μέρος από την ακίνητη περιουσία της ώστε να κτιστούν κοινωφελή ιδρύματα και σχολές, όπως το Πτωχοκομείο στην οδό Πλουτάρχου, ο Ευαγγελισμός, οι Αρχαιολογικές Σχολές, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Μαράσλειο κ.ά.
Η οδός Σκουφά, ένας από τους κεντρικότερους δρόμους του Κολωνακίου, είναι γεμάτη ενδιαφέροντα κτίρια και πολυκατοικίες – δείγματα αρχιτεκτονικών αριστουργημάτων της περιόδου του μεσοπολέμου και υπογραφές γνωστών αρχιτεκτόνων.
Μερικά απ’ αυτά είναι το πανέμορφο εκλεκτικιστικό κτίριο του 1920, με τα έρκερ, στη γωνία Σκουφά 2 και Πλ. Κολωνακίου. Ακριβώς απέναντι (Σκουφά 1) βρίσκεται, σε εξαιρετική κατάσταση ένα κτίριο του 1922. Φωτογραφίες της εποχής δείχνουν μια αντλία βενζίνης κοντά στο ισόγειο του κτιρίου (λέγεται ότι ήταν του Κορακιανίτη). Πριν αρκετά χρόνια εκεί ήταν ο Αεράκης και οι πιο παλιοί θυμούνται στο ίδιο σημείο το ψιλικατζίδικο του Δελέζιου.
Ακριβώς δίπλα (Σκουφά 3), ένα μεσοπολεμικό κτίριο –όπου στεγαζόταν μέχρι πριν λίγους μήνες το κατάστημα Public– κτίστηκε το 1930 από έναν φούρναρη από τη Σύμη, τον Μιχάλη Τζανετόπουλο, ο οποίος είχε και εμπόριο κάρβουνου. Στο υπόγειο του κτιρίου, ήταν για αρκετά χρόνια το εστιατόριο Minuit, γνωστό δημοσιογραφικό στέκι, το οποίο έκλεινε συνήθως με την ανατολή του ηλίου.
Σ’ ένα μεσοπολεμικό κτίριο της οδού Σκουφά 45, φυλάσσεται το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο στις συλλογές του περιλαμβάνει σημαντικά τεκμήρια και αρχεία πανεπιστημιακών σχολών, ιδρυμάτων και φορέων που ανήκουν στο πανεπιστήμιο καθώς και προσωπικά αρχεία πανεπιστημιακών καθηγητών. Σ’ ένα από τα βιβλία με τα μητρώα των φοιτητών του Καποδιστριακού, στο νούμερο 716, φαίνεται η υπογραφή του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Αξιόλογες μεσοπολεμικές πολυκατοικίες κτίζονται και σώζονται ακόμη στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ, Αναγνωστοπούλου, Κανάρη, Λουκιανού, Φωκυλίδου. Το κάθε σπίτι έχει και τη δική του ιστορία, όπως αυτό που βρίσκεται στον αριθμό 4 της οδού Φωκυλίδου, της οποίας οι φουντωτές νεραντζιές που την άνοιξη μοσχοβολάνε, στάθηκαν πιο τυχερές από εκείνες της οδού Κανάρη που ξεριζώθηκαν μετά από εντολή πρώην δημάρχου. Πρόκειται για μία τεράστια ιδιόρρυθμη κατοικία που κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Δ. Φωτιάδη και διαφέρει εντελώς από τα γύρω κτίρια καθώς θυμίζει αιγιοπελαγίτικο νησί, περιτριγυρισμένη από ψηλούς κάτασπρους τοίχους, πνιγμένη στο πράσινο και εξαιρετική θέα προς την Ακρόπολη.
Στη ροδακινί πολυκατοικία της οδού Φωκυλίδου 2 κατοικούσε ο γλύπτης Γιάννης Παππάς καθώς και ο ζωγράφος Βλάσης Κανιάρης, όπου διατηρούσε εκεί το εργαστήριό του.
Λίγο πιο κάτω, στην οδό Ξενοκράτους 44, ήταν το σπίτι και το εργαστήριο του ζωγράφου Παναγιώτη Τέτση. Η λαϊκή αγορά, κάθε Παρασκευή στον δρόμο έξω από το σπίτι του, αποτέλεσε την έμπνευση για τη δική του «Λαϊκή Αγορά» (1979 - 1982), έναν τεραστίων διαστάσεων πίνακα (2,50 x 50 μ.), όπου αποτυπώνεται πιστά και υπέροχα μια καθημερινότητα την οποία ο ίδιος λάτρευε. Περπατώντας στην οδό Ξενοκράτους σού δημιουργείται ακόμη και σήμερα έντονα η αίσθηση της γειτονιάς.
Όπως η οδός Σκουφά, έτσι και η οδός Σόλωνος αλλά και η οδός Αναγνωστοπούλου (μέχρι τα σκαλάκια) αποτελούν μία νοητή γέφυρα μεταξύ Κολωνακίου, Νεάπολης και Εξαρχείων. Ο διαχωρισμός αυτός των συνοικιών είναι αρκετά εμφανής, ειδικά στην οδό Σόλωνος, στην αρχή της οποίας βρίσκεται ένα υπέροχο νεοκλασικό όπου έμεινε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ερνέστος Τσίλλερ, καθώς επίσης και μερικά όμορφα διώροφα και τριώροφα κτίρια που δίνουν το στίγμα μιας άλλης εποχής και τώρα εκεί στεγάζονται εμπορικά καταστήματα ή γραφεία.
Εδώ αξίζει να γίνει μία αναφορά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Au Delicieux (Κανάρη 17 και Σόλωνος) που άνοιξαν το 1921 δύο Γάλλοι σεφ, οι Carvalo και Cretan. Εκεί, οι Κολωνακιώτες και όχι μόνο, ξετρελαμένοι από το καταπληκτικό «καρέ» σοκολάτας μάθανε να τρώνε και κις λορέν. «Πήγαινα με τον πατέρα μου να πάρουμε γλυκά και νόμιζα ότι έμπαινα σ’ έναν μυθικό κόσμο. Ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω τα μικρά δισκάκια που μας σέρβιραν διάφορα γλυκίσματα, όπως τις καραμελωμένες βιολέτες...» θυμάται η κα Ανδρεάδη.
Κατηφορίζοντας, η όψη της Σόλωνος αλλάζει. Βιβλιοπωλεία, εκδοτικοί οίκοι, η Νομική Σχολή καθώς και τα Πολιτιστικά-Μορφωτικά Ινστιτούτα (Ινστιτούτο Γκαίτε, το Γαλλικό Ινστιτούτο, η Ελληνοαμερικανική Ένωση), παίρνουν τη σκυτάλη από την κατανάλωση και τη δίνουν στην εκπαίδευση και στην προώθηση της μελέτης ξένων γλωσσών. Ακόμη και τα διαχρονικά στέκια, όπως το Café Rue de Marseille ή ο Ιπποπόταμος έχουν εντελώς διαφορετικό ύφος απ’ αυτά που βρίσκονται πιο κοντά στην πλατεία Κολωνακίου.
Η λαμπερή και γεμάτη κοσμηματοπωλεία και γνωστούς οίκους μόδας οδός Βουκουρεστίου, ήταν ο πρώτος πεζόδρομος που έγινε στην Αθήνα, το 1978. Αλλά δεν είχε από παλιά ούτε το ίδιο όνομα αλλά ούτε τη σημερινή αίγλη. Πριν χαραχθεί ο δρόμος, την ονόμαζαν και «Χεζοπόταμο», από τον ομώνυμο χείμαρρο που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό και κατέληγε σε ρέμα του Βοϊδοπνίχτη στην οδό Σταδίου. Με λίγη φαντασία και έχοντας υπόψη την τότε έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το πού οφειλόταν αυτή η όχι και τόσο κολακευτική ονομασία. Μέχρι το 1913 λεγόταν οδός «Αγχεσμού» και η υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου ήταν η αφορμή για το σημερινό της όνομα. Το 1946 και για μερικά χρόνια, το τμήμα της μεταξύ των οδών Σταδίου και Ακαδημίας μετονομάστηκε σε «Γιαν Σματς».
Στο Κολωνάκι βρίσκονται μερικά ιστορικά σχολεία της Αθήνας, δημόσια και ιδιωτικά που κτίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και μερικά που δεν υπάρχουν πια.
Το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Σκουφά 43 και Λυκαβηττού), ιδρύθηκε το 1929 και στεγάστηκε στο νεότευκτο διδακτήριο Σωκράτης, που είχε αποπερατωθεί εκείνη τη χρονιά, προορισμένο για τη στέγαση δύο τετραταξίων γυμνασίων. Τα χρόνια της Κατοχής το σχολείο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι, κατά την αποχώρησή τους, προσπάθησαν να το ανατινάξουν – ευτυχώς το κτίριο γλύτωσε χάρη στην άμεση επέμβαση των περιοίκων και της πυροσβεστικής. Ανάμεσα στους διάσημους απόφοιτους του Πειραματικού ήταν τρεις μετέπειτα πρωθυπουργοί (Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Σημίτης και Κώστας Καραμανλής) καθώς και γνωστοί πολιτικοί, καλλιτέχνες και επιχειρηματίες.
Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία της κας Δέσποινας Φούτα για την περίοδο που είχαν επιτάξει το σχολείο οι Γερμανοί: «Βγαίνανε από τα παράθυρα και κρεμούσαν ένα σχοινί όπου στο κάτω μέρος είχαν δεμένο ένα κομμάτι ψωμί. Μόλις πήγαιναν τα παιδάκια να το πιάσουν, τραβούσαν το σχοινί προς τα πάνω και τα καημένα τα παιδάκια κλαίγανε».
Το Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης (Μαρασλή 4) συνιστά ένα από τα αρχιτεκτονικά στολίδια του Κολωνακίου. Το νεοκλασικό κτίριο ανεγέρθη το 1905 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Δ. Καλλία, σε χώρο που παραχωρήθηκε από τη Μονή Πετράκη, μετά από πρωτοβουλία του Διδασκαλικού Συλλόγου Ελλάδος και σημαντική χρηματοδότηση του ομογενούς Γρηγορίου Μαρασλή. Από το 1933 ως το 1989 λειτούργησε ως «Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία».
Στον ίδιο χώρο και δίπλα στο Μαράσλειο (Μαρασλή 6 και Σουηδίας), το 1929 οικοδομήθηκε ένα κτίριο, βάσει των σχεδίων του Ν. Μητσάκη, στο οποίο στεγάστηκε το Γυμνάσιο Θηλέων «Αριστοτέλης» και σήμερα εκεί λειτουργεί το 26ο Ενιαίο Λύκειο Αθηνών. Απέναντι από το σχολείο υπήρχε για πολλά χρόνια το ψιλικατζίδικο Χαρά, αγαπημένο μαγαζί μαθητών και μαθητριών.
Το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων, μετά από αρκετές μετακομίσεις και πριν την οριστική του εγκατάσταση το 1950 στους Αμπελοκήπους (Π. Κυριακού και Ελ. Βενιζέλου), είχε στεγαστεί σ’ ένα παλαιό οίκημα της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ (εκεί που σήμερα βρίσκεται το εστιατόριο Zurbaran).
To 7o Δημοτικό Σχολείο λειτουργούσε από το 1920 στην οδό Αλωπεκής, μεταξύ των οδών Πλουτάρχου και Μαρασλή. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταφέρθηκε στον χώρο του Μαρασλείου. Αργότερα από 7ο έγινε 15ο και το 2015 μετακόμισε σε σχολικό συγκρότημα των Αμπελοκήπων.
Πολλά παιδιά των αστικών οικογενειών πήγαιναν στο Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου - Δ.Β. Ελευθεριάδη (έτος ιδρύσεως 1938), επί της Βασ. Σοφίας 23, στο σημείο όπου βρισκότανε πριν η Οικία Συριώτη Εμπειρίκου και έως το 1938 η Σχολή Μακρή.
Άλλο ένα ιδιωτικό σχολείο στην περιοχή του Κολωνακίου ήταν η Ελληνογαλλική Σχολή Μεταξά, η οποία ανήκε στον πατέρα της γνωστής Θείας Λένας (Λένα Μεταξά-Κροντηρά) και είχε στεγαστεί το 1910 στο Μέγαρο Ειρήνης Στουρνάρη - Μέρλιν (Βασ. Σοφίας 11). Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1962 και σήμερα εκεί βρίσκεται το Μέγαρο Αρβανίτη.
Στο Κολωνάκι βρίσκονται το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Γενναδίου 20) καθώς επίσης δύο σημαντικές ξένες σχολές που στεγάζονται σε κτίρια που οικοδομήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα: η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή και η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών – η προσφορά τους στις αρχαιολογικές μελέτες, έρευνες και ανασκαφές στην Αθήνα αλλά και σε διάφορα μέρη της Ελλάδος είναι τεράστια. Και οι δύο διαθέτουν αξιολογότατες βιβλιοθήκες και συγκεκριμένα στην Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών αποφάσισε το 1922 ο Ι. Γεννάδιος να δωρίσει την τεράστια βιβλιοθήκη του με μόνο όρο αυτή να στεγαστεί χωριστά. Το κτίριο της Γενναδίου Βιβλιοθήκης (Σουηδίας 61), μίας από τις σημαντικότερες της χώρας, αποτελεί δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και σχεδιάστηκε από τους Aμερικανούς αρχιτέκτονες Tζoν Βαν Πελτ και Στιούαρτ Τόμσον. Εγκαινιάστηκε στις 23 Απριλίου του 1926 από τον Ι. Γεννάδιο και τη σύζυγό του.
Tο Βρετανικό Συμβούλιο (πλ. Φιλικής Εταιρείας 17) προσφέρει με την παρουσία αλλά και τις δραστηριότητές του έναν σημαντικό πόλο έλξης για τους γλωσσομαθείς και φιλότεχνους του Κολωνακίου αλλά και ολόκληρης της πόλης.
Οι περίφημες Σχολές Δοξιάδη, καθώς και το αρχιτεκτονικό γραφείο Κωνσταντίνου Δοξιάδη (1913-1975), στεγάστηκαν στο εμβληματικό μεταπολεμικό κτίριο που οικοδομήθηκε το 1958 από τον πρωτοπόρο αρχιτέκτονα, στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου 24. Στο αίθριο που δημιουργούσαν οι τέσσερεις πτέρυγες υπήρχε ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό του Γιάννη Τσαρούχη. Το έργο αυτό βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Μπενάκη. Το κτίριο, το οποίο αποτέλεσε για χρόνια «σύμβολο» του Κολωνακίου, πέρασε διάφορες περιπέτειες μέχρι να μπει σε μία νέα εποχή, να μετονομαστεί σε Οne Athens και οι χώροι του να μετατραπούν σε 26 πολυτελείς κατοικίες.
Στην οδό Καψάλη 4, βρίσκεται το Θεολογίτειον, το οποίο συνδέεται με ένα ερωτικό σκάνδαλο της εποχής! Το κτίριο οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα για κατοικία του Αθηναίου πλούσιου εμπόρου Δημητρίου Θεολογίτη, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να την πολυχαρεί. Φημολογείται ότι μια μέρα, γυρνώντας στο σπίτι του νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα, έπιασε τη γυναίκα του αγκαλιά με τον στρατηγό Κονδύλη. Μετά από αυτό έφυγε από το σπίτι και αργότερα το πρόσφερε στην Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων. Στα χρόνια της γερμανο-ιταλικής κατοχής, το κτίριο επιτάχτηκε από τους Ιταλούς ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στους χώρους του στεγάστηκε η Περιηγητική Λέσχη.
Όπως σε κάθε συνοικία, έτσι και στο Κολωνάκι, η εκκλησία είναι σε κεντρικό σημείο. Ο εντυπωσιακός νεομπαρόκ ρυθμού ιερός ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πολιούχου της Αθήνας, δεσπόζει στη Σκουφά, μεταξύ των οδών Λυκαβηττού και Δημοκρίτου. Ο ναός θεμελιώθηκε το 1923 και κτίστηκε στη θέση μίας εκκλησούλας του 1886 που βρισκότανε σε εκείνο το σημείο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα και βυζαντινολόγου Αναστάσιου Ορλάνδου και η αγιογράφηση έγινε από τον ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου.
Στο ένα πλάι της εκκλησίας βρίσκεται το καφέ Φίλιον, πρώην Dolce για τους παλιούς, το οποίο άνοιξε τη δεκαετία του 1960 σαν συνοικιακό καφενείο και γρήγορα έγινε αγαπημένο στέκι των διανοούμενων της αστικής τάξης. «Πήγαινα εκεί από το 1960, όταν ήμουν είκοσι χρονών. Ήμουν σ' έναν χώρο που πραγματικά με ενέπνεε και ένας τέτοιος χώρος δουλεύει υπόγεια μέσα. Άλλωστε εκεί νιώθω σαν το σπίτι μου», εξομολογείται στον Μάκη Προβατά η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, σε μία συνέντευξη, λίγους μόλις μήνες πριν πεθάνει.
Στο άλλο πλάι της εκκλησίας, η οδός Δημοκρίτου, ένας δρόμος που ξεκινά από την οδό Ακαδημίας και καταλήγει στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ενώ θεωρείται πολύ ήσυχος και χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, διέθετε από νωρίς γνωστά στέκια για διασκέδαση και ψυχαγωγία αλλά και διαχρονικά σημεία πολιτιστικού και γαστρονομικού ενδιαφέροντος.
Η γνωστή τραγουδίστρια με την ιδιότυπη φωνή Μαίρη Λω (το πραγματικό της όνομα είναι Μαρία Μαντωνανάκη) τραγουδούσε τα βράδια στο κέντρο Eρμιτάζ, στην οδό Δημοκρίτου 4, και την συνόδευε στο πιάνο ο Ρώσος σύζυγός της, ο μουσικοσυνθέτης Νίκι Γιάκοβλεφ, ιδιοκτήτης του γνωστού καφέ-ζαχαροπλαστείου Πέτρογραδ στη Σταδίου 29.
Στον αριθμό 6 βρίσκεται από τον Μάρτιο του 1963 το ζαχαροπλαστείο Desire, το οποίο έγινε γνωστό για τη σπεσιαλιτέ του, τη διάσημη Saint Honore. Μπαίνοντας κάποιος εκεί αισθάνεται ότι τρυπώνει σ' έναν κλασάτο χώρο με άρωμα μιας άλλης εποχής, με τις σταθερά υπέροχες γεύσεις να φέρνουν γλυκές αναμνήσεις.
Στην οδό Δημοκρίτου 12 άνοιξε το 1993 το Kiku, το πρώτο ιαπωνικό εστιατόριο της Αθήνας το οποίο έφερε το σούσι στη ζωή μας, και ακολούθησε το Freud Oriental στην Ξενοκράτους.
Σε κτίριο του αριθμού 14 στεγάζεται από το 1932 το Λύκειο των Ελληνίδων το οποίο ίδρυσε στις 19 Φεβρουαρίου του 1911 η Καλλιρόη Παρρέν (1859-1940), πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος και εκδότρια από το 1887 της γυναικείας εφημερίδας «Η εφημερίδα των Κυριών».
Στον αριθμό 7 βρίσκεται από το 1988 το Μουσείο της Ελληνικής Ενδυμασίας, το οποίο φιλοξενεί τη συλλογή του Λυκείου των Ελληνίδων με 2.000 παραδοσιακές φορεσιές απ’ όλη την Ελλάδα.
Στο Κολωνάκι υπάρχουν επίσης μερικά από τα πιο σημαντικά μουσεία της χώρας όπως το Μουσείο Μπενάκη, ο παλαιότερος ιδιωτικός μουσειακός οργανισμός στην Ελλάδα, και Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο Μέγαρο Σταθάτου. Στο Μουσείο Μπενάκη περιήλθε μετά από δωρεά του καλλιτέχνη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα το ιδιόκτητο κτίριο του 1932, σε σχέδια του Κ. Κιτσίκη της οδού Κριεζώτου 3, για να στεγαστεί η Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.
Πριν μερικά χρόνια, σ’ ένα πανέμορφο κτίριο της οδού Πινδάρου 6, πρώην κατοικία της βασίλισσας Ασπασίας Μάνου, συζύγου του Αλεξάνδρου Α΄, άνοιξε το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Κώστας Κοτσανάς.
Στην πρώην οικία Θ. Ρέντη, εκλεκτικιστικό κτίριο του 1920 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Β. Τσαγρή, στεγάζεται το Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β & Μ. Θεοχαράκη το οποίο εκτός από πολιτιστικές εκδηλώσεις φιλοξενεί αξιόλογες εκθέσεις σημαντικών εκπροσώπων του 20ού και 21ου αιώνα.
Στις αίθουσες του Πολεμικού Μουσείου και μέσα από τις πλούσιες συλλογές, τα αρχεία και τα εκθέματα, παρουσιάζεται η πολεμική ιστορία της Ελλάδας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Η πρώην κατοικία της Sophie de Marbois-Lebrun, μιας ιδιόρρυθμης Γαλλίδας φιλελληνίδας, γνωστής ως Δούκισσα της Πλακεντίας, παραχωρήθηκε μετά τον θάνατό της στο ελληνικό δημόσιο και από το 1930 εγκαταστάθηκε και εξακολουθεί να στεγάζεται εκεί το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο, με σημαντικά εκθέματα από την πρωτοχριστιανική περίοδο έως τη μεταβυζαντινή εποχή (4ος - 19ος αι.).
Το Κολωνάκι υπήρξε τόπος προτίμησης για την εγκατάσταση ξένων πρεσβειών αρκετές εκ των οποίων φιλοξενούνται σε μερικά από τα εμβληματικά, υπέροχα νεοκλασικά που γλίτωσαν τη δαγκάνα της μπουλντόζας, όπως η Αιγυπτιακή Πρεσβεία (πρώην οικία Νικολάου Ψύχα), η Γαλλική Πρεσβεία (Μέγαρο Μέρλιν ή Douai) και η Ιταλική Πρεσβεία (πρώην οικία Στέφανου Ψύχα). Η Βρετανική Πρεσβεία στεγάστηκε, μέχρι να μεταφερθεί σε σύγχρονο κτίριο της οδού Πλουτάρχου 1, στο υπέροχο, ιστορικό κτίριο στη Λουκιανού 1, πρώην οικία Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο οικοδομήθηκε το 1928 σε σχέδια του Αντώνη Μεταξά. Σήμερα στο κτίριο αυτό με τους καταπληκτικούς χώρους, την εκλεπτυσμένη επίπλωση, τα σπάνια έργα τέχνης και τον εξωτικό κήπο, κατοικεί ο εκάστοτε πρέσβης.
Η πρεσβεία της Βραζιλίας πριν μεταφερθεί στη σημερινή της θέση, στον 2ο όροφο κτιρίου επί της οδού Βασ. Σοφίας 23, στεγαζόταν στην εμβληματική έπαυλη Ηλία Ηλιάσκου (πλ. Λυκαβηττού 2), μία από τις μεγαλύτερες μεγαλοαστικές κατοικίες του κέντρου την οποία κάθε άνοιξη στολίζει μια υπέροχη μενεξελιά γλυσίνα.
Ο κατάλογος των πρεσβειών που έχουν την έδρα τους στο Κολωνάκι είναι μακρύς και λέγεται ότι στην ύπαρξη των τόσων πρεσβειών οφείλει το όνομά του ο μοναδικός χειμερινός κινηματογράφος της συνοικίας, το Embassy, που άνοιξε το 1962, στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ και έκλεισε το 2021.
Το Κολωνάκι, λόγω της προνομιούχου θέσης του και γειτνίασης με το Κοινοβούλιο, υπήρξε προσφιλής τόπος κατοικίας πολιτικών, αλλά και... μερικών εστεμμένων.
Στη συμβολή των οδών Ακαδημίας 22 και Δημοκρίτου ήταν το ανάκτορο του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος και της Δανίας και της συζύγου του, Μαρίας Βοναπάρτη, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1962 και στην οδό Πινδάρου 6, σε ένα κτίριο με εμφανείς τις επιρροές της art nouveau, η οικία της βασίλισσας Ασπασίας Μάνου, συζύγου του Αλεξάνδρου Α'.
Εκτός από τους λογοτέχνες, πολιτικούς, επιχειρηματίες και δικηγόρους και πολλοί γιατροί διάλεξαν το Κολωνάκι για τα γραφεία και τα ιδιωτικά τους ιατρεία σε σημείο που, όπως γράφει η συγγραφέας Μαρία Μήτσορα, η οδός Καρνεάδου να θεωρείται ο δρόμος των γιατρών, η σημερινή Harley Street.
Τα δύο μεγάλα νοσοκομεία, Ευαγγελισμός και ΝΙΜΤΣ, που βρίσκονται από το 1881 και 1941, αντίστοιχα στην περιοχή, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην απόφαση των γιατρών να φτιάξουν εκεί τα ιατρεία τους.
Στο Κολωνάκι λειτουργούσε από το 1955 και για αρκετά χρόνια μια από τις πρώτες και πιο γνωστές ιδιωτικές κλινικές της Αθήνας, η Παναγιά, του ακτινολόγου Χρονόπουλου.
Βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα το ξενοδοχείο Periscope, στην οδό Χάρητος 22. H σύζυγος του κου Χρονόπουλου, κ. Α. Χρονοπούλου το γένος Γιαννακάκη, Καψωράχη-Κοκκίνη, της έδωσε το όνομα Παναγία και με αφορμή αυτό ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου ζωγράφισε μία εικόνα της Παναγίας, νωπογραφία fresco, μεγάλων διαστάσεων που βρισκότανε στον χώρο υποδοχής των ασθενών.
Μέσα από την αφήγηση της κόρης του ιατρού Β. Χρονόπουλου, της εθνολόγου κας Λίλας ντε Τσάβες, μαθαίνουμε για την επιτυχημένη λειτουργία και μεγάλη προσφορά της κλινικής η οποία, όπως θυμούνται οι παλιοί γείτονες της Χάρητος, έδωσε μια άλλη διάσταση και αξία στη γειτονιά και στον συγκεκριμένο δρόμο: «Η Κλινική Παναγία, εκτός τις μοντέρνες για την εποχή εγκαταστάσεις, τον άρτιο εξοπλισμό και τη θαυμάσια επίπλωση, υπήρξε πρότυπο και από επιστημονικής πλευράς. Συνεργάστηκε με μία πλειάδα κορυφαίων ιατρών της εποχής, όπως τον χειρουργό Κωνσταντίνο Τούντα, μετέπειτα καθηγητή και πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος είχε το γραφείο του και χειρουργούσε κατ' αποκλειστικότητα στην Παναγιά. Οι δε πρώτες επεμβάσεις αισθητικής στην Ελλάδα, έγιναν εκεί από τον πρώτο πλαστικό χειρουργό, τον Κ. Μωράτη, που είχε χειρουργήσει μεταξύ πολλών και τη μύτη της ηθοποιού Πάρης Λεβέντη. Για τις δε νοσοκόμες της κλινικής νοικιάζαμε τον χώρο που σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο Φανουράκης (συμβολή Λουκιανού και Πατρ. Ιωακείμ)».
Σε μία τριπλοκατοικία της οδού Χάρητος 8, είχε το γραφείο του ο πολιτικός μηχανικός Χρύσανθος Κιρπότιν, ένας από τους πιο γνωστούς στην Ελλάδα για τις στατικές του μελέτες. «Ο Τσόκλης είχε στεγαστεί για ένα διάστημα στο γραφείο του πατέρα μου και είχε εργαστήριο εκεί», θυμάται η κα Λιούμπα Κιρπότιν, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μία ωραία bauhus πολυκατοικία στη Χάριτος 27.
Το Κολωνάκι στις δεκαετίες ’70, ’80, ’90 υπήρξε συνώνυμο της διασκέδασης, με θρυλικά πάρτι και ατελείωτα γλέντια σε διάφορα στέκια να γράφουν ιστορία. Αλλά εποχή έχουν αφήσει και διάφορες περσόνες όπως ο Βόγλης, ένας εκκεντρικός γόνος πλούσιας οικογένειας, ο οποίος έμενε σ’ ένα νεοκλασικό αρχοντικό στη Βασ. Σοφίας 35 και είχε τη συνήθεια να κυκλοφορεί σαν κουρελής και πολλές φορές μοίραζε λίρες στον κόσμο. Η οικογένειά του φρόντισε να τον κλείσει στο Δρομοκαΐτειο προκειμένου να διασώσει την περιουσία.
Η είσοδος της εκρηκτικής Ματούλας πάνω σ' ένα άλογο, στα εγκαίνια του american-style bistro & steak-house, Stage Coach (Λουκιανού 6) το μετέπειτα αγαπημένο Rock’n’Roll του Ισίδωρου Οδυσσέως και αργότερα αδελφών Πιτσιλή, είχε αφήσει άφωνους όχι μόνο τους θαμώνες αλλά και τους περαστικούς και ήταν θέμα συζήτησης για πολλές μέρες, καθώς επίσης και η γνωριμία της με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, ο οποίος τη συνάντησε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Οι ληστές» («Le Casse», 1971) και την είχε ερωτευτεί.
Mια άλλη γνωστή μορφή του Κολωνακίου ήταν ο αεικίνητος σερβιτόρος Μπάμπης, η «ατραξιόν» του καφενείου Βυζάντιο, το οποίο βρισκότανε στη θέση που καταλαμβάνει σήμερα το κατάστημα της Nespresso. Ο Μπάμπης είχε δώσει πρωτότυπες ονομασίες στα γλυκά του καφενείου, ανάλογα με το ποιος τα παράγγελνε, και δεν δίσταζε να κάνει χιούμορ ακόμη και με τον Γ. Παπανδρέου για τον... «ανέκδοτο», όπως έλεγε, αγώνα του. Το Βυζάντιο γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν άρχιζαν να παρακμάζουν καφενεία-φιλολογικά στέκια κοντά στην Ομόνοια και ο κόσμος άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω. Στέκι καθηγητών, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων, πολιτικών συνδέεται με την πολιτισμική και κοινωνική ζωή της Αθήνας. Εκτός των Χατζηδάκι, Γκάτσο, Ακριθάκη, Εμπειρίκο κ.ά., τακτικότατος θαμώνας, ο συγγραφέας Γιάννης Μαρής, το τραπέζι του οποίου ήταν το επίκεντρο των πελατών και το Βυζάντιο αναφέρεται αρκετά συχνά στα μυθιστορήματά του.
Άλλο ιστορικό καφενείο της περιοχής ήταν ο Μπόκολας με τους λαχταριστούς λουκουμάδες – παππούς του γνωστού σκηνοθέτη Σωτήρη Γκορίτσα. Αρχικά βρισκότανε στην οδό Κανάρη 24. «Είχε κάτι μικρά μαρμάρινα τραπέζια» θυμάται η κα Ανδρεάδη, «όλα τα παιδιά τον λατρεύαμε, ήταν το αγαπημένο μας μέρος και μετά το σινεμά πηγαίναμε εκεί για να φάμε λουκουμάδες». Και το σινεμά που αναφέρει δεν ήταν ένα από τα γνωστά, όπως το Embassy, ή οι θερινοί Δεξαμενή και Αθηναία, αλλά το υπαίθριο σινεμά Κολωνάκι, ή σινέ Κολό όπως το έλεγαν για να γελάνε οι νεαροί, στη γωνία Καρνεάδου και Ηροδότου.
Αργότερα και μέχρι το κλείσιμό του, ο Μπόκολας λειτούργησε στην οδό Τσακάλωφ 1 (στη θέση που είναι σήμερα το Cafe da Capo του Στάθη και της Όλγας Χριστοδουλοπούλου και πριν το παπουτσάδικο Πανταζής), αλλά εξακολουθούσε να είναι το αγαπημένο στέκι πολλών. «Αν οι βαθμοί του ελέγχου μας ήταν καλοί, πηγαίναμε με τη μητέρα μας στον Μπόκολα για να μας κεράσει λουκουμάδες» θυμάται η κα Λιούμπα Κιρπότιν.
Σε καφενείο της Τσακάλωφ, πήρε το 1963 σάρκα και οστά η ιδέα του Νάνου Βαλαωρίτη για την έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού. Μαζί με τους Δημήτρη Πουλικάκο, Πητ Κουτρουμπούση, Εύα Μυλωνά και μερικούς άλλους, σχεδίασαν τα πρώτα βήματα του Πάλι, το οποίο όταν κυκλοφόρησε θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή του.
Στα Νούφαρα (πλ. Κολωνακίου και Κανάρη 26) έδιναν τα ραντεβού τους οι κοσμικοί της εποχής των δεκαετιών 1970-1980, αλλά και οι ήρωες μυθιστορημάτων, όπως διαβάζουμε στην «Ανεξαρτησία» του Χρίστου Παπαδημητρίου.
To πιο κλασάτο απ’ όλα, το Ελληνικό, βρισκότανε αρχικά (1946) στο ισόγειο ενός διώροφου κτίσματος, απέναντι από τον μπιντέ, στη θέση που σήμερα είναι το Απολλώνιο. Στον πάνω όροφο έμενε η υψίφωνος Α. Τριάντη.
Αργότερα, μεταφέρθηκε στην πλατεία, στη θέση που βρίσκεται σήμερα το κατάστημα της iStrom (πλ. Φιλικής Εταιρείας 19). Υπήρξε αγαπημένο στέκι επώνυμων και... ανώνυμων, με τραπεζάκια και στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκεί, οι Αθηναίοι γεύονταν μεταξύ άλλων το νοστιμότατο κοτόπουλο μιλανέζε, αλλά και εκεί μπήκε για πρώτη φορά στις αστικές τους συνήθειες το ice-cream soda, σερβιρισμένο από τα γκαρσόνια που πάντα φορούσαν παπιγιόν.
Ακόμη όμως και τότε που άρχισε ν’ αποκτά τον πιο αριστοκρατικό χαρακτήρα, το Κολωνάκι προσήλκυε ταυτόχρονα και ανθρώπους αντισυμβατικούς, αλλά και γνωστές φυσιογνωμίες από τον χώρο των γραμμάτων και τεχνών.
Οι Μπίτνικς του Κολωνακίου, μία ομάδα μποέμ, αντισυμβατικών νεαρών της δεκαετίας του ’60, με ανήσυχο και ανυπότακτο πνεύμα (Πουλικάκος, Κουτρουμπούσης, Ακριθάκης, Μακρής κ.ά.), είχαν την «έδρα» τους στο καφέ Βυζάντιο. «Φλώρους», «βουτυρόπαιδα», «σνομπ» αποκαλούσαν συχνά τη δεκαετία του ’80 αυτούς που έμεναν στο Κολωνάκι ή σύχναζαν στα in μέρη της περιοχής, ντυμένοι συνήθως με επώνυμα ρούχα και το ανάλογο... ύφος.
Η θρυλική Γαβριέλλα Ουσάκοβα (1916-1991), η πιο διάσημη ιερόδουλος της Αθήνας, όχι μόνο για τα κάλλη της ή τον... τηλεφωνητή της, αλλά και για τη μόρφωση και το μεγάλο φιλανθρωπικό και αντιστασιακό της έργο, στα χρόνια της Κατοχής, άρχισε την «καριέρα» της σ’ ένα υπόγειο της οδού Ζαλοκώστα 5.
Σ’ ένα αντίστοιχο ημι-υπόγειο της οδού Αλωπεκής 14, διαδραματίζεται η «πικάντικη» σκηνή που περιγράφει στον Μάκη Προβατά ο Σωτήρης Γκορίτσας, όταν αυτός και ο φίλος του αποτολμούν στα 13 τους την πρώτη τους επίσκεψη στο «σπίτι», αφού είχαν καταφέρει με κόπο να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες 70 δραχμές και να προμηθευτούν, με μεγάλη αμηχανία από το περίπτερο, τα ανάλογα προφυλακτικά.
Tο Koλωνάκι είναι μία ζωντανή συνοικία και, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, αλλάζει, μεταμορφώνεται, εξελίσσεται. Η εξέλιξη αυτή δεν έχει πάντα θετικό πρόσημο και, όπως πολλοί από τους παλιούς κατοίκους και επισκέπτες ισχυρίζονται, το Κολωνάκι του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με αυτό του παρελθόντος.
Εμπορικά μαγαζιά, πολυτελείς boutique (Armandos Moustaki, Aslanis, Βilly Bo, Carouzos, Chez Florette, Danos, Escada, Galia, Gavalas, Jade, Mal Jones, Monblumhen, Renata, Ricci, Salon Sklia, Sarella, Serendipit, Shoe, Sofos, Kιάρα, Λυχνάρι, Ρίζα, 1001 πλαστικά κ.ά.), βιβλιοπωλεία (Ποταμός, Ρόμβος, Σελάνα, Libro), δισκοπωλεία (Blow up, Pop Eleven), μερικά εκ των οποίων δημιουργούσαν ουρές στην εποχή τους, έχουν κλείσει, αλλά, δεν έχουν αντικατασταθεί από κάτι αντίστοιχο.
Εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφετέριες, μπαράκια και ταβέρνες, ορόσημα κάποιος εποχής (Βεγγέρα, Βλαδίμηρος, Γάστρα, Γεροφοίνικας, Γιατρός της Πείνας, Δημόκριτος, Δώδεκα Απόστολοι, Καρόλου Ντηλ, Κιούπια, Κορφού, Κοτόπουλα Βαλσαμάκης, Μαντείο, Μήτσος (ή toast time), Νούφαρα, Παπασπύρου, Πρυτανείο, Ροδιά, Ρούγα, το Απέναντι, 4 εποχές, Actuelle, Da Walter και Al Convento, Αl Milanese, Aleko's Bar, Alexander, Altamira, Bara, Bajazzo, Berlin, Casa di Pasta, Central, Ciao, Ciro's Pommodoro, Dirty Pizza, Entre Nous, Fayum, Frame, Food Company, Godiva, Jackson Hall, Irene's, Lalu, Laudrette, Maritsa's, Picollo, Pit, Pizza Portofino, Prunier, Sale & Pepe, Square, Snob, Stage Coach, The Place, Wild Rose, 18, Λούκυ και μερικά ακόμη πολύ πιο παλιά όπως εστιατόριο Δουκουμέ, καφενείο Ελλάς, τα παιδιά του Πειραιά, ταβέρνα Νοικοκυράκη, το στέκι του Σοφιού κ.ά.), ντισκοτέκ και ελληνάδικα (14, Bora Bora, Deppy's Mayar, Figaro, Make-up, La Notte, Papagayo, Paramount, Romeo, Sea Satin, 9X9 ή Εννιάρια κ.ά.) έκλεισαν τον κύκλο τους και μπήκαν στο χρονοντούλαπο των αναμνήσεων όσων τα έζησαν, και τα θυμούνται.
Σταθερές, διαχρονικές αξίες παραμένουν τα εστιατόρια Abreuvoir, Καφενείο, Το Όμορφο, Ράτκα, Φιλίππου, 17, καφέ Φίλιον, τα μπαράκια 56, Jazz n' Jazz, το καφεκοπτείο του Μισεγιάννη, τα ζαχαροπλαστεία Desir, Ελληνικό, αλλά και ο Στέλιος Παρλιάρος που από το 1982 μας γλυκαίνει με τις Γλυκές Αλχημείες του. Μερικά απ’ αυτά τα έχουν ήδη εκατοστήσει, άλλα κοντεύουν και άλλα έχουν ήδη διανύσει πολλές δεκαετίες πετυχημένης παρουσίας.
Το εστιατόριο του Φιλίππου, ένα από τα πιο παλιά εστιατόρια της Αθήνας. Άνοιξε το 1923 από τον Κώστα Φιλίππου, στην οδό Ξενοκράτους 19. Η άριστη ποιότητα της αυθεντικής ελληνικής κουζίνας με τα «μαμαδίστικα φαγητά» εξακολουθεί να συγκεντρώνει καθημερινά πολιτικούς, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, διάσημους και μη. Πριν μερικούς μήνες, ο εγγονός και ιδιοκτήτης του εστιατορίου πέθανε σε ηλικία 56 ετών.
«Ο Μόραλης έτρωγε και δεχόταν εδώ τους φίλους του, το χρησιμοποιούσε σαν δεύτερο σπίτι του, ήτανε η “τραπεζαρία του”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε...», θυμάται η γκαλερίστα κα Πέγκυ Ζουμπουλάκη συνομιλώντας με τον Μάκη Προβατά.
Το Όμορφο, ήταν ένα καφενείο που άνοιξε το 1936 ένας Ηπειρώτης από την Κόνιτσα, στο ανατολικό τέρμα της οδού Ξενοκράτους, στο σημείο που βρίσκεται από το 1965 το γαλλικό εστιατόριο με την εξαιρετική κουζίνα Abreuvoir.
Η πλατεία μπροστά από το καφενείο ήταν γεμάτη δένδρα και λουλούδια και πρόσφερε υπέροχη θέα προς τη θάλασσα. Εκεί μαζευόντουσαν μαμάδες με τα παιδάκια τους αλλά και κόσμος από κάθε κοινωνική-οικονομική τάξη. Πριν από τον πόλεμο, ο ιδιοκτήτης είχε δημιουργήσει έναν χώρο-γραφείο ποδοσφαιρικών ομάδων. Αυτός ο χώρος, κατά τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιήθηκε σαν τόπος συγκέντρωσης των αντιστασιακών, μέχρι το 1943, που οι Γερμανοί συνέλαβαν τον ιδιοκτήτη.
Το 1964 Το Όμορφο μεταφέρθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα, στην οδό Ξενοκράτους 50, και είναι ένα από τα αγαπημένα στέκια της γειτονιάς, με σταθερή και πιστή πελατεία.
«Πελάτες που ο πατέρας μου θυμάται από μικρά παιδάκια έρχονται τώρα εδώ με τα παιδιά τους και με τους περισσότερους έχουμε προσωπική σχέση», μας λέει ο γιος του ιδιοκτήτη, Αποστόλης, ο οποίος συνεχίζει με τον ίδιο σεβασμό την παράδοση του εστιατορίου. «Η επιτυχία του εστιατορίου στηρίζεται σε κάτι που λείπει, στην απλότητα και την πολύ καλή ποιότητα».
Το Καφενείο στεγάζεται από το 1987 στο ισόγειο ενός κτιρίου 400 ετών, το οποίο στολίζει μια υπέροχη βουκαμβίλια. Το νοικοκυρεμένο αλλά αριστοκρατικό εσωτερικό του, με την ακριβή ξύλινη επένδυση, τα μαρμάρινα τραπεζάκια με τα άσπρα τραπεζομάντιλα και τους τοίχους γεμάτους φωτογραφίες και αφιερώματα επώνυμων Ελλήνων και ξένων πελατών παραπέμπει σε μια άλλη εποχή, χωρίς όμως τίποτα να θεωρείται παλιομοδίτικο. Η αμιγώς ελληνική κουζίνα με τη σταθερή άριστη ποιότητα έχει κερδίσει χρόνια τώρα την εμπιστοσύνη των πελατών.
Από το 1914 οι κάτοικοι του Κολωνακίου προμηθεύονταν τον καφέ τους από το καφεκοπτείο του Μισεγιάννη στην οδό Σκουφά 3. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Γ. Μισεγιάννης μαθαίνει τους Αθηναίους να πίνουν γαλλικό και αμερικάνικο καφέ, τροφοδοτώντας παράλληλα και τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία και καφενεία της Αθήνας. Το 1929 η οικογενειακή επιχείρηση μεταφέρθηκε στην Πατρ. Ιωακείμ και από τον Φεβρουάριο του 1972 συνεχίζει την πετυχημένη του πορεία με την εκλεκτή πελατεία του στην οδό Λεβέντη 7.
Το Κολωνάκι υπήρξε έμπνευση και για συγγραφείς όπως για τον Δ. Ψαθά και την περίφημη, φαντασιόπληκτη «Μαντάμ Σουσού» και το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Γιάννη Μαρή, ένα από τα πρώτα και αξεπέραστα αστυνομικά ελληνικά μυθιστορήματα. Μέσα από την πλοκή του σκιαγραφείται ολόκληρη η γειτονιά, αλλά και οι συνήθεις της εποχής.
Και μπορεί το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» να ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που έγινε ταινία, αλλά υπήρξαν φορές που οι δρόμοι της συνοικίας βάφτηκαν με αίμα. Οι δολοφονίες από την 17η Νοέμβρη του εκδότη Νίκου Μομφεράτου (1985), του επιχειρηματία Δημήτρη Αγγελόπουλου (1986), του βουλευτή Παύλου Μπακογιάννη (1989), του Διοικητή της ΕΤΕ Μ. Βρανόπουλου (1994), είχαν συγκλονίσει την κατά τ’ άλλα ασφαλή συνοικία.
Ομοίως, η δίκη για την αθωότητα ή καταδίκη του Α. Νάσιουτζικ ο οποίος κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Α. Διαμαντόπουλου απασχόλησε για χρόνια τη δικαιοσύνη αλλά και τους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας.
Το ομώνυμο τραγούδι της ταινίας «Λαός και Κολωνάκι» έγινε μεγάλη επιτυχία του Μ. Χιώτη και της Μαίρης Λίντα, και στους στίχους του «Κολωνάκι Τζιτζιφιές» του Μάρκου Βαμβακάρη, αν και τονίζεται η διαφορά των τάξεων, παραμένει κοινή η επιθυμία για τη... μαγική την πενιά. Ο δε Βαγγέλης, «Ένας σκύλος στο Κολωνάκι», του Φοίβου Δεληβοριά σκιαγραφεί με χιούμορ τη σύγχρονη γειτονιά και το όμορφο τραγούδι «Μια βραδιά στο Λούκι» που ερμήνευσε ο Πάνος Κατσιμίχας είναι αφιερωμένο σ’ ένα κορίτσι που συνάντησε και αγάπησε ο αδελφός του, ο Χάρης, στο γνωστό στέκι της Χάρητος, το Λούκι.
Το Κολωνάκι δεν μπορείς να το φανταστείς χωρίς τις γκαλερί. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, γκαλερί κάνουν την εμφάνισή τους εισάγοντας τη σύγχρονη τέχνη στη ζωή των Αθηναίων. Στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, στο Τρίτο Μάτι, στον Δεσμό, στην Έκφραση, στις Νέες Μορφές, στην γκαλερί του Κρεωνίδη, στην 7, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, στον Χώρο Τέχνης 24 νέοι καλλιτέχνες κάνουν τα πρώτα τους βήματα αλλά και καταξιωμένοι προκαλούν με τις εκθέσεις τους μεγάλο συνωστισμό.
Μερικές απ’ αυτές έχουν κλείσει, άλλες συνεχίζουν και καινούργιες έχουν ανοίξει (Gallery Genesis - Xάρητος 35, Gallery Citronne - Πατρ. Ιωακείμ 19, Gallery Skoufa - Σκουφά 4, Εvripides art Gallery - Hρακλείτου 10, η Alma Gallery - Υψηλάντου 24 κ.ά.), τοποθετώντας το Κολωνάκι σε περίοπτη θέση στον εικαστικό χάρτη της πόλης και τις προτιμήσεις του φιλότεχνου κοινού. Ομοίως, μικρά παλαιοπωλεία στη Σόλωνος και στη Δημοκρίτου, όπως και μαγαζιά με μεγάλη ιστορία στον χώρο των αντικών (π.χ. Γρυπάρης, Κουγιανός, Μαρτίνος, Ρόδιος) προσφέρουν έναν μαγικό κόσμο στους συλλέκτες.
Πολλά μπορούν να γραφτούν ακόμη γι’ αυτή την ιδιαίτερη συνοικία η οποία για πολλά χρόνια υπήρξε το συνώνυμο της μεγαλοαστικής Αθήνας. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Στον δρόμο κυκλοφορεί ετερόκλητος κόσμος και δεν συναντάς τόσο συχνά τις ηλικιωμένες, καλοκτενισμένες, αριστοκρατικές κυρίες, σήμα κατατεθέν της περιοχής, αλλά και μιας άλλης εποχής. Τώρα, το «όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη, λαός και Κολωνάκι» που λέει το τραγουδάκι, είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ.
Όμως, παρά την κοινωνική παρακμή, την οικονομική κρίση που έπληξε αυτή τη μικρή, ιδιαίτερη πόλη μέσα στην πόλη της Αθήνας, την αλλαγή κουλτούρας και τρόπου διασκέδασης, ποτέ δεν θα σβηστεί η αίγλη που συνοδεύει το όνομα Κολωνάκι με ό,τι αυτό συνεπάγεται!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια, ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ", Αθήνα, 2013.
- Δρίτσα Μαργαρίτα, ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ ΚΑΙ ΔΕΞΑΜΕΝΗ. Ανθρώπινες Ροές. Εκδόσεις Φερενίκη, Αθήνα, 2004.
- Καιροφύλλας Γιάννης, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ, Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα, 1995
- Καιροφύλλας Γιάννης, Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα, 2008
- Καιροφύλλας Γιάννης, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2014
- Μαρής Γιάννης, Εγκλημα στο Κολωνάκι, Εκδόσεις ΑΤΛΑΝΤΙΣ, Αθήνα, 2011.
- Μισεγιάννης Γιώργος, ΚΑΦΕΚΟΠΤΕΙΟ ΜΙΣΕΓΙΑΝΝΗ 1914-2014. 100 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, Αθήνα, 2014.
- Ουσάκοβα Γαβριέλλα. Η ΖΩΗ ΜΟΥ. "Εγινα ιερδόδουλος διότι εγεννήθην έτσι...". Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1981
- Παπακώστας Γιάννης, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ", Αθήνα, 1988.
- Παπασπήλιος Κώστας, ΟΙ ΩΡΑΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, Εκδόσεις ΙΡΙΣ - Α.Σ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ, Αθήνα, 2008.
- Παππάς Α. Αναστασίου, ΚΟΛΩΝΑΚΙ-ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ. Ενας σύντομος ιστορικός περίπατος στο παρελθόν. Εκδόσεις Συλλόγου των Αθηναίων, Αθήνα, 1991.
- Προβατάς Μάκης, 21 ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ μιλούν για την ΑΘΗΝΑ, Εκδόσεις Athens Voice Books, Αθήνα, 2019.
- Σκουζές Δημήτριος, Η ΑΘΗΝΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ. Ομορφιές που χάθηκαν, Αθήνα, 1964.
- Σκουμπουρδή Αρτεμις, ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΗΑΣ ΑΘΗΝΑΣ, Εκδόσεις ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ, Αθήνα, 2001.
- Χατζηφωτίου Ζάχος, "ΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΑΛΩΣΗ", Εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη, Αθήνα, 2003
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- wikipedia - Κολωνάκι
- Το παιχνίδι των Τούρκων αγάδων και ο Άγιος Δημήτριος ο Τζηρίτης
- Δέσποινα Φούτα
- Ππολυκατοικία Μαντζαβελάκη
- Πειραματικό Σχολείο
- Facebook - Kolonaki
- Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου
- Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
- Μηχανή του χρόνου
- Facebook - Η Αθήνα μέσα στον χρόνο
- Το ανάκτορο του πρίγκιπος Γεωργίου στην Αθήνα
- Facebook - Κολωνάκι, Φωτογραφίες παρελθόντος
- Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών
Προσωπικές συνεντεύξεις από:
- Κα Ε. Ανδρεάδη, κριτικός τέχνης
- Κα Λίλα τσε Τσάβες-Χρονοπούλου, Πρόεδρος Η&Μ,Ηeritage & Museums, Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά και Μουσεία.
- Κα Λιούμπα Κιρπότιν
- Κο Απόστολο Γεροδήμο ,ιδιοκτήτη του εστιατορίου "Το Ομορφο".
- Κο Γ. Μισεγιάννη, ιδιοκτήτη του καφεκοπτείου "Γ. Μιεγιάννης".
- Απομαγνητοφώνηση συνεντεύξεων της κας Δέσποινας Φούτα από memoro.org
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της