Life in Athens

Οι ψυχοκόρες και οι υπηρέτριες των Αθηνών

Από το κούρεµα και τη σεξουαλική κακοποίηση, µέχρι την προίκα και τη σκληρή δουλειά, µέσα από τις διηγήσεις της Άννας Φόνσου και της Ποθητής Χαντζαρούλα

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 864
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ψυχοκόρες και υπηρέτριες της Αθήνας στον 20ό αιώνα: Η ηθοποιός Άννα Φόνσου και η ιστορικός Ποθητή Χαντζαρούλα μιλούν στην Athens Voice.

Στα αθηναϊκά σπίτια περασµένων δεκαετιών σχεδόν πάντα υπήρχε ένα µικρό καµαράκι για την υπηρέτρια του σπιτιού. Τις αγαπήσαµε µέσα από τις αγωνίες, τα βάσανα, ακόµα και τις πλάκες τους στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηµατογράφου, η πραγµατικότητα όµως γι’ αυτές τις γυναίκες –ανήλικα κορίτσια πολλές φορές– ήταν διαφορετική. Κάποιες από τις ιστορίες τους θα γνωρίσουµε µέσα από τις διηγήσεις της ηθοποιού Άννας Φόνσου, τόσο από τους ρόλους της στο ελληνικό σινεµά όσο και από την προσωπική της εµπειρία, αφού και η µητέρα της ήταν υπηρέτρια, αλλά και της ιστορικού Ποθητής Χαντζαρούλα, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο πανεπιστήµιο Αιγαίου και συγγραφέα του βιβλίου «Σµιλεύοντας την υποταγή: Οι έµµισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο µισό του εικοστού αιώνα» (εκδ. Παπαζήσης, 2012).  

Η έµµισθη οικιακή εργασία καταγράφεται και στους προηγούµενους αιώνες, όµως αυτό που έχουµε εµείς στο µυαλό µας για τις υπηρέτριες, µέσα από τις παλιές ταινίες, είναι ένα φαινόµενο που έρχεται από το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα κι έπειτα, µε την αστικοποίηση και τη συγκρότηση της αστικής τάξης. Είναι η περίοδος που έχουµε και τη θηλυκοποίηση της οικιακής εργασίας, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που εργάζονταν ως οικιακοί βοηθοί ήταν γυναίκες, όπως σηµειώνει η Π. Χαντζαρούλα. Οι κοπέλες αυτές, ήδη από την εφηβεία τους, έρχονταν στις πόλεις από τα νησιά των Κυκλάδων και από την ηπειρωτική χώρα, αλλά δεν είναι σαφές ποιες ήταν περισσότερες: οι υπηρέτριες ή οι ψυχοκόρες. «Ψυχοκόρη» λέει η ιστορικός «µπορεί να είναι ένα κορίτσι ακόµη και 7 χρονών, οι γονείς της οποίας την παραδίδουν σε µια οικογένεια µε σκοπό να εργαστεί γι’ αυτήν. Η προοπτική ήταν στον χρόνο που θα συµφωνηθεί, για παράδειγµα σε 10 χρόνια, η εργοδότρια οικογένεια να δώσει ένα χρηµατικό ποσό στην ψυχοκόρη που εκλαµβανόταν ως “προίκα”, ενώ άλλες φορές δίνονταν χρήµατα στους γονείς της κάθε µήνα. Είχε, επίσης, την ευθύνη για τη συντήρησή της. Υπογράφονταν, µάλιστα, και συµβόλαια  αλλά όχι πάντα. Πολλές οικογένειες έδιωξαν τις ψυχοκόρες µε διάφορες προφάσεις, όπως ότι έκλεβαν, για να µην τους δώσουν το ποσό που είχε συµφωνηθεί. Κι ακόµα χειρότερα, άλλες ήταν υποδεέστερες ακόµα και στην ίδια τους την οικογένεια. Γιατί ο πατέρας αλλά και η µητέρα πολλές φορές, που αποφάσιζαν για όλα µε ποιον θα παντρευτούν, πότε θα παντρευτούν, πού θα δουλέψουν µπορεί να κρατούσαν την “προίκα” για τις ανάγκες της οικογένειας, να την έδιναν στη µεγαλύτερη κόρη για να παντρευτεί ή στον γιο που θα πήγαινε φαντάρος. Για τα ορφανά από τους διάφορους πολέµους, που εργάστηκαν ως ψυχοπαίδια, τα πράγµατα ήταν ακόµα πιο δύσκολα. Κάποιες από τις ορφανές ψυχοκόρες δεν έκαναν ποτέ δική τους οικογένεια και δεν έφυγαν ποτέ από το σπίτι όπου εργάζονταν. ∆ούλεψαν σκληρά για όλες τις γενιές της οικογένειας µέχρι τον θάνατό τους». 

Όταν η Άννα Φόνσου υποδύθηκε τον «πειρασμό» 

Στην ταινία «Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι» (1966) του Αλέκου Σακελλάριου, µια γυναίκα εξαγριώνεται όταν βρίσκει τον σύζυγό της (Γιάννης Γκιωνάκης) να φλερτάρει µε την υπηρέτριά τους. Αφού απολύσει την κοπέλα, θα εγκαταλείψει τον άντρα της και θα πάει να µείνει στο σπίτι των γονιών της (Μαρίκα Κρεβατά και ∆ιονύσης Παπαγιαννόπουλος). Εκεί, όµως, θα έρθει να εργαστεί η πρώην υπηρέτριά της και ο πατέρας, ο αδερφός, ο γαµπρός της (Γιάννης Βογιατζής), αξιωµατικός του Πολεµικού Ναυτικού, αλλά και δύο ναύτες του, θα ερωτευτούν την υπηρέτρια και θα προκύψουν παρεξηγήσεις και ευτράπελα. Αυτή είναι η µοναδική, ίσως, ταινία που η υπηρέτρια είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Την υποδύθηκε η Άννα Φόνσου, µε την οποία συναντηθήκαµε στο Σπίτι του Ηθοποιού, στην οδό Παναθηναίων 5, στα Κάτω Πατήσια. Ευγενέστατη και πάντα περιποιηµένη. Όσο για το Σπίτι του Ηθοποιού, είναι σαν να µπαίνεις σε σκηνικό θεατρικής παράστασης, µε κοστούµια, βελούδινες πολυθρόνες, µεγάλους καθρέφτες. «Μου άρεσε ο ρόλος γιατί η κοπέλα είχε θάρρος και προσωπικότητα. Όταν την έδιωξαν από το ένα σπίτι δεν το έβαλε κάτω. Όταν ερωτεύτηκε κάποιον, δεν δίστασε να αφήσει τον προηγούµενο. Αρχικά είχα κάποιες ανησυχίες, γιατί είχα διαβάσει το σενάριο και σκεφτόµουν ότι η κοπέλα θα έπρεπε να είναι αρκετά προκλητική, αλλά ο Αλέκος Σακελλάριος µού εξήγησε ότι δεν ήθελε να βγάλει αυτό, αλλά µια κοπέλα που να είναι καπάτσα, να έχει τσαχπινιά, να προκαλεί µεν µε το βλέµµα και τις κινήσεις της, χωρίς όµως να το παρακάνει» λέει η Άννα Φόνσου. 

«Πολλές πρωταγωνίστριες του ελληνικού κινηµατογράφου έχουν υποδυθεί τον ρόλο της υπηρέτριας. Η Σαπφώ Νοταρά, η Κατερίνα Γώγου, η Μάρθα Βούρτση, αλλά η ∆έσποινα Στυλιανοπούλου ήταν η κορυφαία και πάντα οι ρόλοι της ήταν µεγάλοι», αναφέρει η Ά. Φόνσου, η οποία τελείωσε εσωτερική το Γαλλικό Σχολείο της Τήνου ως άπορη, ανάµεσα σε πλούσια παιδιά. Ήταν η γιαγιά τής καθαρίστρια στο σχολείο και είχε το δικαίωµα να βάλει την εγγονή της. Υπηρέτρια ήταν η µητέρα της Άννας Φόνσου, η Ασηµίνα. «Ήταν µια καταπληκτική και αξιοπρεπής γυναίκα, η οποία δούλεψε σε µεγάλα σπίτια που της φέρθηκαν σαν παιδί τους. Η µαµά ήταν από την Άνδρο, του γένους Γληνού, αλλά συνέβη ένα τροµερό δυστύχηµα, κάηκε το σπίτι της οικογένειάς της, και σκοτώθηκαν οι δύο γονείς και τα έξι από τα δέκα παιδιά. Τα τέσσερα παιδιά που επέζησαν πήγαν σε σπίτια  η µητέρα µου στο σπίτι του Γουλανδρή, που την έστειλαν και σχολείο. Θυµάµαι µια φορά που ήµουν στο σπίτι τους µε τη µητέρα µου, στην κουζίνα, όταν ήρθε η κυρία του σπιτιού και είπε κάτι στη µητέρα µου για το φαγητό. Η Ασηµίνα µου της απάντησε: “Eσείς στα πλοία σας κι εγώ στο κρεµµύδι!” Να σου πω και για την Ειρήνη, η οποία έµεινε κοντά µου και µε βοηθούσε 40 χρόνια. Όταν πρωτοήρθε ήταν µαζεµένη και µου µιλούσε στον πληθυντικό. “Για να είµαστε εντάξει δεν θα µε λες κυρία Άννα, σκέτο Άννα, θα µαγειρεύεις ό,τι θες, θα βγαίνεις όποτε θες, θα είµαστε φίλες, αλλιώς δεν θέλω να είµαστε µαζί” της είπα. Ήταν µια πολύ δυνατή γυναίκα» θυµάται. Αποχαιρετώντας την, τής έρχεται στο µυαλό ένας ακόµη ρόλος. Είχε παίξει τη Σολάνς στις «∆ούλες» του Ζαν Ζενέ. Στο έργο παίζουν δύο υπηρέτριες, η Σολάνς και η Κλαίρη, καθώς και η Κυρία. Αυτή δεν έχει όνοµα –το όνοµά της είναι Κυρία– και όταν λείπει, η Σολάνς και η Κλαίρη βάζουν τα ρούχα της και την υποδύονται πότε η µία και πότε η άλλη. Τέτοιες σκηνές, όπου οι υπηρέτριες έβαζαν τα ρούχα των κυριών τους και προσπαθούσαν να τις µιµηθούν, υπάρχουν πολλές και στον ελληνικό κινηµατογράφο. «Αλλά πάντα υπάρχει ένα σηµείο διάκρισης, δεν µπορούν ποτέ να τους µοιάσουν στ’ αλήθεια. Υπογραµµίζεται µε αυτόν τον τρόπο ο ταξικός διαχωρισµός» λέει η Π. Χαντζαρούλα. «Τυπικό παράδειγµα» προσθέτει «η ∆έσποινα Στυλιανοπούλου που όταν υποδύεται την κυρία του σπιτιού, η γλώσσα της την προδίδει – στην ταινία µε τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαµιχαήλ, που η Βουγιουκλάκη παίρνει τη θέση του υπηρετικού προσωπικού».  

Η νοµοθεσία από το 1912 απαγορεύει την παιδική εργασία, αλλά όχι και την οικιακή παιδική εργασία, θεωρώντας ότι το παιδί ήταν υπό τη σκέπη και την προστασία κάποιας οικογένειας. Βέβαια, η οικογένεια µπορεί να είχε την ευθύνη της συντήρησής τους, αλλά το φαγητό µπορεί να ήταν διαφορετικό, λιγότερο ή και καθόλου. Την περίοδο του Μεσοπολέµου εµφανίστηκαν και τα µεσιτικά γραφεία, τα οποία οι φεµινίστριες της εποχής, µε πρωτοπόρο τη Μαρία Σβώλου, κατήγγειλαν ότι ουσιαστικά ήταν ένα προκάλυµµα πορνείας και διεκδίκησαν τα γραφεία να λειτουργούν από γυναίκες µορφωµένες και του κινήµατος.  

Οι υπηρέτριες έρχονταν κυρίως από τα νησιά των Κυκλάδων σε ηλικία 14-15 ετών. Αρχικά δούλευαν σε κάποιο µικροαστικό σπίτι µε την προοπτική αργότερα να πάνε σε κάποιο καλύτερο, µε περισσότερα χρήµατα για να µαζέψουν την «προίκα» τους. Τι ήταν η προίκα; Τα χρήµατα για να αγοράσουν τα έπιπλα και να στήσουν ένα νοικοκυριό είτε στην πόλη είτε πίσω στους τόπους τους. Ήταν σε καλύτερη µοίρα από τις ψυχοκόρες γιατί συνήθως τις συνόδευαν οι µητέρες τους, ενώ και στην πόλη είχαν ένα δίχτυ ασφαλείας, από ανθρώπους της κοινότητάς τους, ένα αποκούµπι εάν τις έδιωχναν.  

Κούρεμα, ξύλο και σεξουαλική κακοποίηση  

Στις αρχές του 20ού αιώνα ο διευθυντής της ασφάλειας, Αριστοτέλης Κουτσουµάρης, έγραφε σε άρθρα του για τα παιδιά που τριγυρνάνε µόνα στους δρόµους, χτυπηµένα και ξυπόλητα. Πολλά από αυτά τα παιδιά ήτανε ψυχοπαίδια. «Ειδικά στα µικρά παιδιά η άσκηση βίας ήταν πολύ συχνή. Τιµωρίες, κούρεµα, ξύλο, αλλά και σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση από τους εργοδότες τους και από τα αγόρια της οικογένειας» λέει η Π. Χαντζαρούλα. Στο βιβλίο της έχει πάρει 32 συνεντεύξεις από υπηρέτριες και ψυχοκόρες. Μια από αυτές, που είχε έρθει προσφυγάκι και ορφανή από τη Μικρά Ασία µε την αδερφή της, της διηγήθηκε ότι η αδερφή της πήδηξε από το µπαλκόνι του σπιτιού όπου εργαζόταν και σκοτώθηκε, για να γλιτώσει από τον βιασµό. «Σε κάθε περίπτωση» λέει η ιστορικός «ακόµα κι αν δεν υπήρχαν σεξουαλική κακοποίηση και βία, όλη αυτή η διαδικασία του να υπάρχει ένα υποκείµενο στην υπηρεσία της οικογένειας, 24 ώρες την ηµέρα, µε τον απόλυτο έλεγχο  του πότε θα βγει και πότε θα µπει, πώς θα στέκεται και να έχει τα µάτια χαµηλά, εµπεριέχει µορφές βίας».  

Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της Σπυριδούλας, που συντάραξε την ελληνική κοινωνία. Η Σπυριδούλα εργαζόταν ως ψυχοκόρη στην οικογένεια του Γιώργου και της Αντιγόνης Βεϊζαδέ, προκειµένου να βοηθάει την Αντιγόνη στις δουλειές του σπιτιού και στο µεγάλωµα του µωρού της. Όπως αποκαλύφθηκε, το  ζευγάρι κακοποιούσε συστηµατικά το κορίτσι. Το αποκορύφωµα ήταν όταν ο Γιώργος κατηγόρησε τη Σπυριδούλα ότι του έκλεψε ένα χαρτονόµισµα 50 δολαρίων. Για τιµωρία, την έγδυσαν και τη σιδέρωσαν σε όλο της το σώµα. Την άλλη µέρα οι εφηµερίδες έγραφαν ότι είχε εγκαύµατα στο 65% του σώµατός της. Ήταν Αύγουστος του 1955 και η Σπυριδούλα ήταν 14 χρονών.  

Πενήντα χρόνια πριν από το σιδέρωµα της Σπυριδούλας, ο σπουδαίος δηµοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης έγραφε: «Πρέπει να γίνη κοινωνικό ζήτηµα. Είναι κόσµος ολόκληρος αυτός των υπηρετριών. Κόσµος ο οποίος πάσχει και όστις αναξιοπαθεί... Να ζήσωσιν... χωρίς να τυραννώνται, χωρίς να κακοπληρώνονται, χωρίς να βασανίζονται, χωρίς να δέρωνται, χωρίς να θυσιάζονται, χωρίς να ατιµάζονται, χωρίς να εκπορνεύονται».  

Όταν οι γυναίκες βγήκαν από τα σπίτια για να κάνουν άλλες δουλειές 

Η Π. Χαντζαρούλα λέει ότι το να είχε µια οικογένεια υπηρεσία ήταν ένα status symbol, αλλά αυτό αφορούσε κυρίως τη µεγαλοαστική τάξη. Σε τέτοιες οικογένειες δεν εργαζόταν µία µόνο υπηρέτρια, αλλά περισσότερες, µε τη µαγείρισσα να είναι πρώτη στην ιεραρχία. Η εργασία σε µια µεγαλοαστική οικογένεια, βέβαια, δεν σήµαινε αυτοµάτως και καλύτερες συνθήκες, γιατί οι δουλειές ήταν πιο σύνθετες: το φαγητό θα έπρεπε να είναι τέλειο, τα ρούχα κολλαριστά, όλα να είναι στην εντέλεια. Σε κάθε περίπτωση το φαινόµενο άρχισε να φθίνει από τη δεκαετία του 1970 µε πρωτοβουλία των ίδιων των γυναικών, οι οποίες προτιµούσαν να δουλέψουν σε ένα εργοστάσιο από το να είναι εσωτερικές σε ένα σπίτι. Κι όταν ήρθε η µεγάλη έξοδος των γυναικών στην εργασία το 1980 –ως υπάλληλοι, σε καταστήµατα, σε εργοστάσια– το φαινόµενο εξαφανίστηκε. Ρωτάω την Π. Χαντζαρούλα εάν υπάρχουν οµοιότητες µε το σήµερα. «Βέβαια, πολλές. Ειδικά οι γυναίκες από τις Φιλιππίνες βρίσκονταν σε πολύ δυσµενή θέση, γιατί έρχονταν µε διακρατικές συµφωνίες µέσω γραφείων σε συγκεκριµένες οικογένειες που κρατούσαν τα διαβατήριά τους. Σε παγκόσµιο επίπεδο οι γυναίκες από τις Φιλιππίνες ήρθαν αντιµέτωπες µε µεγάλη βία και πολλές από αυτές εξαφανίστηκαν. Σε δυσµενή θέση βρίσκονται πολλές φορές και οι γυναίκες από τις ανατολικές χώρες. Πολύ συχνά δεν έχουν κανένα ρεπό ή δεν έχουν καν δικό τους σπίτι και είναι επιφορτισµένες µε την ολοκληρωτική φροντίδα ενός ηλικιωµένου ανθρώπου 24 ώρες το 24ωρο. Πολλές από αυτές τις γυναίκες είναι και µεγάλες σε ηλικία και προκύπτει το οξύµωρο φαινόµενο µια µεγάλη γυναίκα να φροντίζει µια άλλη µεγάλη γυναίκα».  

Να δείτε 

«Το προξενιό της Άννας» (1972), του Παντελή Βούλγαρη. Κέρδισε 5 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και άλλα 3 στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Στο σενάριο η Άννα (Άννα Βαγενά), µία υπηρέτρια σε ένα αστικό αθηναϊκό σπίτι για 10 ολόκληρα χρόνια, συµφωνεί να βγει ραντεβού µε έναν νεαρό άντρα που της προξενεύουν τα αφεντικά της. Η οικογένεια, προκειµένου να την εκµεταλλεύεται, της προσφέρει υποσχέσεις και δώρα, αλλά και την ελπίδα της αποκατάστασής της, δίνοντάς της τον σύζυγο που της επιλέγει. Η οικογενειακή καθηµερινότητα µε τις παραδοσιακές αστικές συνήθειες και οι προσωπικές αντιπαραθέσεις της οικογένειας µε άλλους συγγενείς, αντικατοπτρίζουν την απληστία τους, τον εγωκεντρισµό τους και τη χειραγώγησή τους προς αυτή, ώστε να τους περιποιείται και συνάµα να τη δεσµεύουν σε έναν κοινωνικό χώρο που όµως δεν νοείται ως ισότιµο µέλος, µε αποτέλεσµα η ανεξαρτησία της και η χειραφέτησή της να αναβάλλονται. Ο χαρακτήρας της ηρωίδας φέρει όλα τα στοιχεία της επαρχιώτικης γυναικείας φυσιογνωµίας που υποτάσσεται, δεσµεύεται µε τον λόγο του και ακολουθεί πιστά της παραδόσεις τής επαρχιώτικης αντίληψης για την οικογένεια, τα πρότυπά της και τη δέσµευσή της για το καλό της.  

«Οι τεµπέληδες της εύφορης κοιλάδας» (1978), του Νίκου Παναγιωτόπουλου, µε τους Όλγα Καρλάτου, Βασίλη ∆ιαµαντόπουλο, ∆ηµήτρη Πουλικάκο, Νικήτα Τσακίρογλου και Γιώργο ∆ιαλεγµένο. Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και δεύτερο βραβείο στα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Σικάγου. Στο σενάριο, ένας πατέρας και οι τρεις γιοι του κληρονοµούν ένα αρχοντικό σπίτι µαζί µε την υπηρέτρια. Αποµακρύνονται από τα εγκόσµια για τα επόµενα επτά χρόνια και ενεργοποιούνται µόνο για να φάνε και να έρθουν σε ερωτική επαφή µαζί της. Ο µόνος που αντιδρά είναι ο µικρότερος γιος, και αυτός όµως δεν φαίνεται να έχει τη δύναµη να ξεφύγει από αυτήν την κατάσταση.