- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Flânerie: Ευθεία ή αριστερά;
Όταν η περιπλάνηση στην Αθήνα οδηγεί σε απροσδόκητα μονοπάτια. Και εσωτερικά.
Ένας περίπατος χωρίς σχεδιασμό είναι ό,τι πρέπει για να ξανασυστηθείς με την Αθήνα και να ανοίξεις ένα διάλογο μαζί της. Ίσως και με τον ίδιο τον εαυτό σου.
Ευθεία ή αριστερά; Μήπως έχεις ξεμακρύνει πολύ; Μικρές, αθώες ερωτήσεις που κάνεις στον εαυτό σου την ώρα που περιπλανιέσαι στους δρόμους αυτής της πόλης. Δεν έχεις συγκεκριμένο προορισμό, απλώς περπατάς και αφήνεσαι στην απόλαυση της βόλτας. Οι Γάλλοι το αποκαλούν flânerie. Ένα «κίνημα» που μεσουρανούσε τον 19o αιώνα, τότε που κάποιοι αστοί περιδιάβαιναν τα βουλεβάρτα με μόνο σκοπό να παρατηρήσουν, να καταγράψουν τις νέες τάσεις της πόλης, ενδεχομένως και να μεταφέρουν σε άλλους τις εμπειρίες τους. Αργόσχολοι; Και τι πειράζει;
Σαν γνήσιος flâneur κι εσύ, περπατάς, παρατηρείς και σχολιάζεις σε έναν εσωτερικό διάλογο, και κάθε τόσο απαντάς σε αυτές τις μικρές, αθώες ερωτήσεις. Ευθεία ή αριστερά; Θα ανέβεις τα σκαλοπάτια ή συνεχίζεις στην κατηφορίτσα; Ένας περίπατος χωρίς σχεδιασμό είναι ό,τι πρέπει για να ξανασυστηθείτε με την Αθήνα. Αχαρτογράφητα –για σένα– στενά κρύβουν «θησαυρούς». Όπως αυτό το αρχοντικό, βγαλμένο από τα παραμύθια. Σαν κάστρο, μόνο πιο φιλικό. Ποιοι να είναι αυτοί που αποφάσισαν να το βάψουν σε χρώμα ώχρας, ανάμεσα στις πολυκατοικίες των Ιλισίων, και πώς τόλμησαν να διαλέξουν αυτό το μoβ για τους κίονες που περιβάλλουν τα τοξοτά παράθυρα; Τι είδους άνθρωποι είναι και γιατί σου «κλείνουν το μάτι» τοποθετώντας μια παιδική κούκλα του ’50 στο πρεβάζι να χαζεύει τους περαστικούς;
O Μπαλζάκ έχει περιγράψει τη flânerie ως «γαστρονομία του ματιού». Και μπορεί το «ζεστό» κάστρο να είναι σαν μύδια αχνιστά, αλλά το γλαστράκι πάνω σε εκείνο το σκαλοπάτι που είδες όταν ξεκίνησες να κατηφορίζεις από τα Εξάρχεια είχε σίγουρα τη γεύση μιας ανάλαφρης μους κρέμας τυριού με φρούτα του δάσους. «Δεν τρώμε πρώτα το γλυκό», λέει η φωνή που θέλει να διορθώσει την κατεύθυνση που έχεις πάρει γιατί ανησυχεί ότι δεν θα σταματήσεις μέχρι να βρεις θάλασσα. «Γιατί τι φοβάσαι; Την επιθυμία;», απαντάς και αποφασίζεις να φύγεις από την περιοχή που ένα ποτάμι θάφτηκε από τόνους τσιμέντου. «Sous les pavés, la plage!»
Άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς της εποχής του Μπαλζάκ έχουν απορρίψει τον ισχυρισμό των φουριόζων, ότι οι flâneur είναι τεμπέληδες που απλώς περιφέρονται χωρίς νόημα στην πόλη. Είναι ένας τρόπος κατανόησης του πλούσιου αστικού τοπίου, εξηγούν. Απλά χρειάζεται να διαθέσεις χρόνο και να ανοίξεις τα μάτια σου. Και το μυαλό σου. Να ανοίξεις έναν διάλογο με την πόλη, και με τον εαυτό σου, απαντώντας σε αυτές τις μικρές, –όχι τόσο– αθώες, ερωτήσεις. Θα κοιτάξεις μέσα από το σπασμένο τζάμι αυτής της εξώπορτας; Κι αν ναι, τι σε καθιστά αυτό; Απλά περίεργη ή κάποια που ρισκάρει; «Πόσο;», «Τι είναι αυτό που θέλεις, τελοσπάντων;»
Ιδανικά, αν δεν είσαι ο τύπος που θα τριγυρνούσε μόνος στα στενά, τις λεωφόρους, τις στοές, τις πλατείες, τα πάρκα της Αθήνας, θα ήθελες να κάνεις flânerie μαζί με κάποιον. Εσύ θα βάλεις τον όρο να περιπλανηθείτε σε μια περιοχή που είναι και στους δύο (σχετικά) άγνωστη και ο άλλος θα προτείνει να το επαναλάβετε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αυτής της πόλης. Με παρέα, ο διάλογος διεξάγεται σε περισσότερα επίπεδα, η παρατήρηση εμπλουτίζεται και η εμπειρία έχει γεύση σορμπέ φράουλα.
Να ξέρεις ότι τότε θα είσαι ο τύπος που καμπυλώνει τα όρια, καθώς ο κλασικός ορισμός των Γάλλων για τον flâneur περιλαμβάνει την έννοια πως εκείνος βρίσκεται μέσα στο πλήθος για να το παρατηρήσει. Την ίδια ώρα που θέλει να χαθεί μέσα του, διατηρεί την ατομικότητά του για να καταγράψει τις «φυλές» της πόλης. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του αστικού τοπίου – τη διαμορφώνουν και καθορίζονται από αυτήν. Σαν τα παιδιά που κάνουν πατίνια στην Κουμουνδούρου, εκείνα που στέλνουν vibes στο Σύνταγμα, όσους ξαπλώνουν στο λοφάκι του Πάρκου Ελευθερίας ή κυκλοφορούν με ποδήλατο σε πείσμα όλων των υπολοίπων.
Στο κέντρο της Αθήνας, το μεσημέρι του Σαββάτου, κυκλοφορούν οι παρέες. Δυο τρεις κυρίες μαζί που θα κάτσουν για έναν καφέ, να πουν από κοντά τα νέα της εβδομάδας, να «χαϊδέψουν» η μία την καρδιά της άλλης και να κοιταχτούν στα μάτια για να ανανεώσουν τον όρκο ότι η μοναξιά δεν θα νικήσει. «Όταν μεγαλώσω, κι εγώ έτσι θέλω να είμαι». «Κι εγώ. Έτσι θα είμαι».
Το μεσημέρι του Σαββάτου, στο κέντρο της Αθήνας βγαίνουν βόλτα οι οικογένειες. Κυρίως μαμάδες και μπαμπάδες με μωρά σε καροτσάκια. Βγαίνουν να φάνε έξω. Να ξεσκάσουν, να αλλάξουν παραστάσεις, να βρεθούν ανάμεσα σε κόσμο. Τα μωρά στα καρότσια είναι βολικά αν δεν πεινούν και το μόνο που χρειάζεται είναι καλή προετοιμασία της εξόδου. Αν πεινάς, να κάτσεις κι εσύ σε ένα από αυτά τα εστιατόρια για ράμεν, να ζεσταθεί ολόκληρο το είναι σου. Θα τρως, θα κοιτάς διακριτικά –ή λιγότερο διακριτικά– τους άλλους να κοιτάζονται καθώς τρώνε, να μιλούν μεταξύ τους σαν να μην υπάρχουν άλλοι σε αυτόν τον πλανήτη, σαν να έχει παγώσει ο χωροχρόνος. Ή έτσι μοιάζουν. Ή έτσι νομίζεις ότι μοιάζουν.
Σε μια από τις ιστορίες του, που τιτλοφορείται «The man of the crowd», ο Έντγκαρ Άλαν Πόε μάς δίνει τη δική του εκδοχή για τον flâneur. Ένας ανώνυμος αφηγητής που κάθεται σε ένα καφέ και παρατηρεί τον κόσμο που πάει κι έρχεται, που κάθεται και φεύγει, και φιλοσοφεί για τη μοναξιά μέσα στο πλήθος. Ο flâneur του Πόε φυσικά είναι σκοτεινός και weirdo και γι’ αυτό μετατρέπεται σε stalker ενός ηλικιωμένου. Ο ηλικιωμένος μπροστά και ο flâneur-stalker στο κατόπι γυρίζουν όλο το Λονδίνο επί ώρες ατελείωτες, χωρίς να συμβεί κάτι. Τελικά (spoiler-alert) o ψυχικά εξουθενωμένος αφηγητής προσπαθεί να κάνει τον ηλικιωμένο να τον δει. Στέκεται ακριβώς μπροστά του. Τίποτα. Ο άλλος συνεχίζει τον δρόμο του χωρίς να ρίξει ούτε βλέμμα. Ο flâneur καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ηλικιωμένος είναι εγκληματική ιδιοφυία…
Δεν ξέρω τι συμπεράσματα θα βγάλεις εσύ για τα κορίτσια και τα αγόρια που κυκλοφορούν στην πόλη Σάββατο απομεσήμερο, αλλά σίγουρα δείχνουν ερωτευμένα. Με τη ζωή, μεταξύ τους. Δεν θα ήθελες να κρυφακούσεις τι λένε; Να κρυφοκοιτάξεις; Να πάρεις μια παρέα στο κατόπι; Πού πάνε; «ΕΣΥ πού πας;», «Οι σχέσεις δεν είναι γραμμικές».
Δεν οδηγούν όλοι οι δρόμοι στον Εθνικό Κήπο, αλλά ας πούμε ότι η δύση του ηλίου, εκεί γύρω στις 6, σε βρίσκει να χαζεύεις το τραμ στην Αμαλίας και τους επιβάτες του μετρό, που αναδύονται στην επιφάνεια μετά από ένα υπόγειο ταξίδι, φωτισμένο τεχνητά. Αν είχες φτάσει στη θάλασσα θα απολάμβανες ένα αληθινό ηλιοβασίλεμα. Στο σημείο που βρίσκεσαι έχεις μπροστά σου μια πορτοκαλί γυάλινη επιφάνεια από το απέναντι κτίριο. Εκεί που ο ήλιος επιτρέπει να αντικατοπτριστεί κάτι από τη μαγεία του. Το πορτοκαλί είναι το χρώμα της αισιοδοξίας. Το αισθάνεσαι; «Νομίζω όχι και φοβάμαι». «Κι αν έχει γενναία ψυχή;»
Η περιδιάβαση στην Αθήνα είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις αν θέλεις να τη γνωρίσεις πραγματικά. Αν δεν θέλεις να ζεις σαν σε παράλληλα σύμπαντα. Αν βρίσκεις ότι είναι γοητευτική, αλλά δεν ξέρεις από πόσες πλευρές πηγάζει αυτό. Αν ψάχνεις να τη «μετρήσεις» και να δεις γιατί τη διάλεξες για πόλη σου. Αν σε ενδιαφέρουν τα μυστικά της και τα τραύματά της, όσο η ζωντάνια της τα πρωινά. Δεν έχεις παρά να βγεις εκεί έξω και να πας να τη συναντήσεις. Κι όπου σε βγάλει. Γιατί flânerie είναι το ταξίδι, όχι ο προορισμός.