Life in Athens

Τι σεισμούς αντέχουν τα κτίρια της Αθήνας;

Γιατί τα κτίρια της Τουρκίας κατέρρευσαν; Τι θα γινόταν σε σεισμό ανάλογης έντασης στην Ελλάδα; Ρωτήσαμε τον Μιχάλη Φραγκιαδάκη, διευθυντή Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ

Κατερίνα Καμπόσου
ΤΕΥΧΟΣ 859
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σεισμός στην Αθήνα: Ο Μιχάλης Φραγκιαδάκης, διευθυντής Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ, εξηγεί πόσα ρίχτερ αντέχουν τα κτήρια της πρωτεύουσας.

Πάνω από 24.000 κτίρια κατέρρευσαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα παρασύροντας μαζί τους χιλιάδες ζωές στην Τουρκία και τη Συρία. Την ίδια ώρα που o αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τους 30.000, με ανθρώπους να ανασύρονται από τα συντρίμμια ακόμα και 170 ώρες μετά τον σεισμό, αυξάνονται τα εντάλματα σύλληψης από τις τουρκικές αρχές –στα 100 μέχρι στιγμής– για εργολάβους, αρχιτέκτονες και μηχανικούς που συνδέονται με ορισμένα από τα δεκάδες χιλιάδες κτίρια που καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τους σεισμούς των 7,8 και 7,6 βαθμών Ρίχτερ.

© Άγγελος Μπαράι

Τα καινούργια κτίσματα με τις σύγχρονες μεθόδους κατασκευής θα έπρεπε θεωρητικά να μπορούν να αντέξουν περισσότερο και ο αντισεισμικός σχεδιασμός να διασφαλίζει τη σχετική αντοχή τους. Γιατί όμως τα κτίρια της Τουρκίας μετατράπηκαν σε σωρούς από μπάζα, ανάμεσά τους και πολυκατοικίες ενός έτους; Και τι θα γινόταν σε έναν υποτιθέμενο μελλοντικό σεισμό ανάλογης έντασης στην Ελλάδα; Ο διευθυντής Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ, αναπληρωτής καθηγητής Μιχάλης Φραγκιαδάκης απαντά σε μερικά βασικά ερωτήματα που άφησε πίσω της η βιβλική καταστροφή στη γείτονα χώρα, πέρα από το πένθος και την αγανάκτηση.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, όπως ο covid πλήττει πρώτα τις πιο ευάλωτες ομάδες, έτσι και ο σεισμός θα χτυπήσει τα ευάλωτα κτίρια, αυτά με κακοτεχνίες, εκεί που υπήρχαν λάθη, κακά υλικά και με ελλιπή αντισεισμικό σχεδιασμό, αλλά και όχι μόνο.

«Είναι αναμενόμενο ένας τόσο ισχυρός σεισμός να οδηγήσει σε σοβαρές καταρρεύσεις. Τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα έχουν σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς, ωστόσο και στις δύο χώρες υπάρχουν κτίρια –όπως τα παλιά– που δεν συμμορφώνονται με αυτούς. Κάθε κατάρρευση αποτελεί και μια ξεχωριστή περίπτωση, για παράδειγμα συχνά βλέπουμε έπειτα από έναν σεισμό ένα κτίριο να έχει ισοπεδωθεί και το ακριβώς διπλανό του να στέκει άθικτο, χρειάζεται έρευνα για να εντοπίσουμε τα ακριβή στοιχεία που οδήγησαν στην κατάρρευση. Από τον τρόπο που καταρρέει ένα κτίσμα, που βλέπουμε για παράδειγμα σε κάποιο βίντεο, μπορούμε να κάνουμε μόνο κάποιες εικασίες. Είδαμε κτίρια να ανατρέπονται, αυτά ενδεχομένως να μην είχαν θεμελιωθεί σωστά. Σε περιπτώσεις με πυλωτή, δηλαδή μαλακό όροφο, που στους ανώτερους ορόφους υπάρχει τοιχοποιία και κάτω τζάμι ή γκαράζ, είναι πιο ευάλωτα κτίρια και η αστοχία θα εμφανιστεί στο ισόγειο. Aπό τα χαλάσματα επίσης μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα και για την ποιότητα των υλικών με τα οποία ένα κτίριο έχει κατασκευαστεί».

Κάθε επιπλέον βαθμός της κλίμακας Ρίχτερ συνεπάγεται σεισμούς με εξαιρετικά μεγαλύτερη ένταση, που όμως στην Ελλάδα έχουν πολύ περιορισμένες πιθανότητες να συμβούν. «Υπάρχουν διάφοροι γεωλογικοί λόγοι για τους οποίους συμβαίνουν σεισμοί, με βασικότερο τη διάρρηξη κάποιου ρήγματος. Ρήγματα ανάλογα με της Βόρειας και Aνατολικής Ανατολίας δεν υπάρχουν στη χώρα μας, άρα είναι δύσκολο να δούμε αντίστοιχες εικόνες. Επίσης, παίζει ρόλο η τοπογραφία και η γεωμορφολογία καθώς το έδαφος επηρεάζει την ένταση ενός σεισμού και μπορεί να  μεγεθύνει την ισχύ του, τροποποιώντας τα σεισμικά κύματα που καταπονούν τα κτίρια όπως σε περιπτώσεις που έχουμε μαλακά εδάφη».

Πόσο αντέχουν τα κτίρια της Αθήνας και σε τι κατάσταση είναι σήμερα οι γερασμένες πολυκατοικίες της πρωτεύουσας; Η τρωτότητα των κατασκευών διαφέρει ανάλογα με το πότε κατασκευάστηκε ένα κτίριο, σε γενικές γραμμές όμως τα σύγχρονα κτίρια έχουν σχεδιαστεί αντισεισμικά, θα τονίσει ο κ. Φραγκιαδάκης.

«Αντί για την κλίμακα Ρίχτερ που χρησιμοποιούν οι σεισμολόγοι, οι μηχανικοί χρησιμοποιούμε τον όρο επιταχύνσεις, και στην Αθήνα τα καινούργια κτίρια σχεδιάζονται με επιτάχυνση 0,16g, που προσεγγιστικά σημαίνει ότι θεωρούμε πως το κτίριο μπορεί να δεχτεί σαν οριζόντια δύναμη το 16% του βάρους του. Οι κατασκευές που έχουν χτιστεί πριν τη δεκαετία του ’70 και που αποτελούν μεγάλο ποσοστό του δομικού πλούτου, υπολογίζουμε άνω του 60%, συχνά έχουν διατηρηθεί σωστά και δεν παρουσιάζουν προβλήματα, αν και δεν πληρούν τις σύγχρονες αντισεισμικές απαιτήσεις. Άρα, το πρόβλημα επικεντρώνεται στις παλαιότερες κατασκευές, αλλά και σε κρίσιμες υποδομές όπως νοσοκομεία, σχολεία, γέφυρες κ.λπ. Στις περιπτώσεις κτιρίων που δεν είναι σε καλή κατάσταση, είναι δύσκολο να παρθούν αποφάσεις για κοστοβόρες επεμβάσεις που θα προκαλέσουν όχληση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπειτα υπάρχει και το κομμάτι της αυθαίρετης δόμησης, καθώς εντοπίζονται ολόκληρες γειτονιές, θα λέγαμε, με αυθαίρετα και πιθανότατα χωρίς στατική μελέτη. Ανάμεσα στις επικίνδυνες κατασκευές, και τα «κίτρινα κτίρια» της Αττικής από τον σεισμό του ’99, που σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα, είκοσι τρία χρόνια μετά.

Mετά από κάθε μεγάλο σεισμό, όπως εκείνος στην Αθήνα του ’99 ή ενδεικτικά στην Κεφαλονιά το 1953, στη Θεσσαλονίκη το 1978 ή στην Καλαμάτα το 1986, η πολιτεία έκανε βελτιώσεις στους κανονισμούς για να φτάσουμε στον σημερινό, σύμφωνα με τον οποίο σχεδιάζονται οι κατασκευές. Το 2000 είναι χρονολογία ορόσημο, η οποία έφερε τον νέο αντισεισμικό σχεδιασμό που οδηγεί σε κατασκευές που παρέχουν σημαντική ασφάλεια».

© Άγγελος Μπαράι

Οι αντισεισμικοί κανονισμοί και οι κανονισμοί που αφορούν στα δομικά υλικά είναι το όπλο της Ελλάδας προκειμένου να αποφύγουμε εικόνες κατάρρευσης κτιρίων. Ένα άλλο μέτρο είναι οι προσεισμικοί έλεγχοι, που αποτελούν δράσεις του Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας σε συνεργασία με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. «Οι Προσεισμικοί έλεγχοι αφορούν σε ελέγχους από κλιμάκια μηχανικών που εξετάζουν μακροσκοπικά, την τρωτότητα μίας κατασκευής. Οι έλεγχοι αυτοί παρότι δεν είναι ακριβείς, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και αποτελούν χρήσιμο εργαλείο. Λόγω όμως του μεγάλου αριθμού των κατασκευών, αφορούν κυρίως σε δημόσια και κοινωφελούς χρήσης κτίρια» σημειώνει ο καθηγητής.