- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος (ΝΗ.Μ.Α.) - Μουσείο Μπενάκη: Η ιστορία και η τέχνη της μεταξουργίας
Η διάσωση της βιοτεχνίας και η νέα εποχή
Μουσείο Μπενάκη, Νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος (ΝΗ.Μ.Α.): Μια από τις παλαιότερες επιχειρήσεις στον χώρο της επεξεργασίας νημάτων και παραγωγής μεταξουργικών ειδών
«Μέντης - Αντωνόπουλος», δύο ιστορικές, οικογενειακές επιχειρήσεις με σημαντικό αποτύπωμα στον χώρο της νηματουργίας, γλίτωσαν τον αφανισμό που προκάλεσε η λαίλαπα της οικονομικής κρίσης, μετατράπηκαν σε χώρο πολιτισμού και από το 2012 συγκατοικούν στα Πετράλωνα, αποτελώντας Παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη και πρώτο επιχειρηματικό και διαδραστικό μουσείο της χώρας. Σκοπός του η διάσωση, προβολή και αξιοποίηση των παραδοσιακών τεχνικών της μεταξουργίας. Φέτος το Μουσείο Μπενάκη / Νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος (ΝΗ.Μ.Α.) γιορτάζει τα 10 του χρόνια λειτουργίας του.
«Σωτήρας» τους η εθνολόγος κα Βιργινία Ματσέλη, τότε προϊσταμένη στη Διεύθυνση Νεότερου Πολιτισμού του ΥΠΠΟΑ, η οποία παρατηρώντας, με θλίψη, την αγορά να βουλιάζει, τα μικρά μαγαζιά του λιανικού εμπορίου του κέντρου της πόλης, το ένα μετά το άλλο, να βάζουν λουκέτο και τα παραδοσιακά επαγγέλματα να εξαφανίζονται, αποφάσισε το 2011 την καταγραφή όλων αυτών, στη προσπάθειά της να διασώσει την ιστορική μνήμη τους.
Βλέποντας μία μέρα από το παράθυρο του γραφείου της κιβώτια γεμάτα από προϊόντα της νηματουργίας Μέντη (τρέσες, νήματα, κλωστές, κορδόνια, φούντες, σιρίτια κ.ά.), που περίμεναν τον γύφτο να τα μαζέψει και να τα πουλήσει στο παζάρι, επειδή η βιοτεχνία κατέβαζε, οριστικά, ρολά, ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της, όπως λέει χαρακτηριστικά.
Αλλά, ως γνωστό, στη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η σχέση της κας Ματσέλη με τη μεταξουργία άρχιζε πολλά χρόνια πριν, από τους προπαππούδες της οι οποίοι ήταν μεταξουργοί στην Προύσα της Μικράς Ασίας και έκαναν εξαγωγές μεταξωτών μέχρι και στη Μασσαλία. Με το ίδιο αντικείμενο ασχολήθηκε ο παππούς της αλλά και οι γονείς, με αποτέλεσμα η μεταξουργία να είναι στα γονίδιά της και στα παιδικά της βιώματα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Κίο (χωριό Μικρασιατών προσφύγων) της Αργολίδας και εκτός από τις ιστορίες που άκουγε για τα ξακουστά σ' όλο τον κόσμο μεταξωτά της Ιωνίας και της Προύσας, αυτή που την σημάδεψε περισσότερο και είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη της είναι η ιστορία της επιστάτισσας του σχολείου της Νέας Κίου, της κας Κατίνας.
Εκείνη η γυναίκα το μόνο που έσωσε όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο της, μετά την καταστροφή, ήταν κουκουλόσπορο που έβαλε μέσα σ' ένα σακουλάκι και το έκρυψε στον κόρφο της. Σημειωτέον ότι η Κίος ήταν μεγάλο κέντρο μεταξουργίας, πασίγνωστη για την άριστη ποιότητα του κουκουλόσπουρου που παρήγαγε.
Ο κουλουλόσπορος παρέμεινε ζωντανός και με τον ερχομό της στην Νέα Κίο η κα Κατίνα, με επιμονή και υπομονή, έφτιαξε ένα κουκουλόσπιτο μέσα στο σχολείο όπου εργαζόταν, μαθαίνοντας στα παιδιά να ακούνε τη μουσική των μεταξοσκωλήκων. Αυτός ήταν, όπως έλεγε, ο τρόπος για να τους διηγείται αργότερα την ιστορία και τη ζωή των παππούδων της στη Μικρά Ασία.
Έτσι και η τότε μαθήτρια του δημοτικού, η κα Ματσέλη, είχε ένα ερέθισμα παραπάνω και θυμάται τον εαυτό της παιδί να 'χει ένα κουτάκι με κουκούλια μεταξοσκώληκα και να ψάχνει να βρει φύλλα να τους ταΐσει. Με τα χρόνια στην περιοχή δημιουργήθηκε το πρώτο εργοστάσιο μεταξουργίας. Εκεί δούλεψε κόσμος, ανάμεσά τους και η μητέρα της. Αλλά το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε μέσα στον πόλεμο από τους Γερμανούς και δεν άνοιξε ποτέ πια.
Μεγαλώνοντας και έχοντας πια ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, μετά από παρότρυνση της κα Ι. Παπαντωνίου, Προέδρου του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος και του Συλλόγου Απανταχού Κιωτών, αποφάσισε να κάνει κάτι για τη γενέτειρά της, τη Νέα Κίο. Ξεκίνησε ένα μεγάλο οδοιπορικό σε όλη την Ελλάδα, όπου είχαν εγκατασταθεί άνθρωποι της Κίου, και συγκέντρωσε υλικό με ενθυμήματα και προσφορές των Κιωτών από τα λιγοστά αντικείμενα που είχαν πάρει φεύγοντας βιαστικά από την πατρίδα τους για ένα μικρό μουσείο. Το μουσείο εγκαινιάστηκε το 1982 από τον τελευταίο δήμαρχο της Κίου, τον κο Αναστάσιο Πινάτση, πατέρα της Σύλβιας Ακρίτα.
Και εδώ επιστρέφουμε στο 2011, στα χρόνια της κρίσης και της εποχής που η κλωστοϋφαντουργία υποβαθμίζεται, οι Κινέζοι έχουν μπει δυναμικά στην αγορά συντείνοντας καθοριστικά στην εξαφάνιση των χειροποίητων προϊόντων.
Η κα Ματσέλη παρακάλεσε τον κο Σπύρο Μέντη να της δώσει λίγο χρόνο πριν τα βγάλει όλο το εμπόρευμα στον δρόμο. Αν και η Μεγάλη Βδομάδα είναι η βδομάδα των παθών του Χριστού, τα πάθη της βιοτεχνίας φαίνεται ότι άρχιζαν να τελειώνουν. Μεγάλη Πέμπτη είχε ένα ραντεβού με μία φίλη της, η οποία μόλις άκουσε την ιστορία με το κλείσιμο της συγκεκριμένης βιοτεχνίας αναστατώθηκε τόσο που αποφάσισε να αναλάβει τη χορηγία για την αρχιτεκτονική αποκατάσταση του τελευταίου χώρου λειτουργίας της βιοτεχνίας, στην οδό Πολυφήμου, τη συντήρηση των παλιών μηχανημάτων με στόχο την επαναλειτουργία τους, ενώ η κα Ματσέλη, ως ειδικός, θα έπρεπε να φροντίσει για τα υπόλοιπα.
Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι όλο αυτό θα έπρεπε να γίνει ένα μουσείο που θα προσαρτηθεί σε ένα άλλο μουσείο της χώρας. Η μεγάλη της αγάπη για το Μουσείο Μπενάκη την οδήγησε να χτυπήσει την πόρτα του αείμνηστου Αγγέλου Δεληβορριά, ενός ανθρώπου με όραμα και μεγάλη προσφορά στον πολιτισμό, προκειμένου να ζητήσει την συνδρομή του.
Αν και οι εποχές ήταν δύσκολες, η ανταπόκρισή του ήταν άμεση και ουσιαστική. Οι όροι που τέθηκαν ήταν το μουσείο να είναι ένα ζωντανός, πολυπρόσωπος χώρος που θα διατηρούσε μεν τον μουσειακό του χαρακτήρα, αλλά θα συνέχιζε παράλληλα να παράγει, εξασφαλίζοντας τα έξοδά του με στόχο να διατηρηθεί η παλιά τεχνογνωσία της ταινιοπλεκτικής (passementerie) για τις επόμενες γενιές.
Κατόπιν της ευγενικής προσφοράς των Σπύρου και Μαρίνας Μέντη, το σύνολο των αποθηκευμένων εμπορευμάτων και όλος ο εξοπλισμός της νηματουργίας ΜΕΝΤΗ, δωρίζονται στο Μουσείο με τη γνωστή «Δωρεά Μέντη».
Ανάμεσά τους ιστορικά προϊόντα της εταιρείας που σήμερα φυλάσσονται μέσα σε προθήκες, αλλά και σπάνιες μηχανές όπως μία «καρουλίστρα» γαλλικής κατασκευής του 1915, με ιταλικό κινητήρα, ειδική για την επεξεργασία ωμής μεταξωτής κλωστής. Η μηχανή αγοράστηκε από Έλληνα της Μικράς Ασίας και χρησιμοποιήθηκε στην Προύσα, υφαντουργικό κέντρο.
«Μόλις μπήκα στο κτίριο, μ' έπιασε η ψυχή μου» ομολογεί η κα Ματσέλη, ενθυμούμενη εκείνες τις πρώτες δύσκολες μέρες. Καμία μηχανή δεν λειτουργούσε, δεν υπήρχε ούτε βαφείο, ούτε παράθυρα. Κι όμως μέσα σε οκτώ μήνες έγινε το θαύμα και το στοίχημα να μείνει ζωντανή η τέχνη της μεταξουργίας κερδήθηκε. Το κτίριο ανακατασκευάστηκε. Με έναν παλιό μηχανικό, τον κο Τσοβίλη, «τον μάγο των μηχανών», όπως τον αποκαλεί, όλες οι μηχανές ήχησαν και πάλι, στην αυλή φυτεύτηκε συμβολικά μία μουριά, ένα σημαντικό δέντρο για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή μεταξιού.
Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2012, αφού προηγουμένως είχαν επαναπροσληφθεί οι υπάλληλοι, η κα Βιργινία Ματσέλη συνταξιοδοτήθηκε από το Υπουργείο για να αναλάβει την φροντίδα του «παιδιού» της, το ΝΗ.Μ.Α (Νηματουργία Μέντη - Αντωνόπουλου, με το «Α» να παραπέμπει στη δωρεά της οικογένειας Αντωνόπουλου, που εκτίθεται σε παρακείμενο κτίριο).
Η σχέση της οικογένειας Αντωνόπουλου με τη νηματουργία
Το 1863 ένας μεταξουργός από τα Ριζά της Τρίπολης, ο Βασίλειος Σβωλόπουλος, ξεκίνησε τη μικρή του επιχείρηση σε μία παράγκα στην γωνία Ερμού και Καλαμιώτου. Η εταιρεία πήγαινε πολύ καλά, αγοράστηκαν νέα μηχανήματα και η παράγκα κατεδαφίστηκε για να γίνει ένα νέο κτίριο. Ο ιδρυτής, άκληρος ων, υιοθέτησε τον γιο της αδελφής του, Χρ. Κουτρουμπή, ορίζοντάς τον διάδοχο της βιομηχανίας, η οποία το 1933 έγινε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Βόμβυξ Ι.Π. Σβωλόπουλος και Π. Κουτρουμπής» (τα παιδιά των πρωτοπόρων). Το 1950 τη γενική διεύθυνση ανέλαβε ο γιος του Χρ. Κουτρουμπή, Κυριάκος, και αργότερα τα ηνία πήρε ο γαμπρός του, Αντωνόπουλος.
Η κα Ματσέλη κατέγραφε τη συλλογή τους στον χώρο τους, στην οδό Σπύρου Πάτση και αργότερα μεταφέρθηκε όλη εδώ και ανάμεσά τους δύο πολύ σπάνιοι αργαλειοί ζακάρ, οι οποίοι αγοράστηκαν από τον Χρ. Κουτρουμπή, στο Παρίσι. Και πού να φανταζόταν ο Γάλλος υφαντής & έμπορος Joseph Maria Jacquard όταν το 1804 εφηύρε τον πρώτο προγραμματιζόμενο αργαλειό, ότι η γνωστή μαθηματικός και κόρη του Λόρδου Βύρωνα, Άντα Λάβλεϊς, θα μελετούσε το σύστημα ζακάρ και εκεί θα στηριζότανε η ΙΒΜ για να κάνει τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Η Νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος (ΝΗ.Μ.Α.) είναι η μοναδική βιοτεχνία στην Ελλάδα που λειτουργεί ως επιχειρηματικό μουσείο, συνεχίζοντας να παράγει προϊόντα μεταξουργίας (passementerie), χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μεθόδους. Συνεργάζεται με μουσεία του εξωτερικού (της Λυών) καθώς επίσης και με εγχώριους αλλά και ξένους οίκους μόδας όπως του DIOR, Dolce & Gabana, Loubitin.
Το ΝΗ.Μ.Α. μετά από επίσκεψη της art director του οίκου Dior, Maria Grazia Chiuri, στους χώρους του Μουσείου, ανέλαβε την παραγωγή του στριφτού χειροποίητου κορδονιού για το γείσο της παραδοσιακής ναυτικής τραγιάσκας της συλλογής του, Cruise 2022, επίδειξη που πραγματοποιήθηκε τον Ιουνίου του 2021 στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ο χώρος εκτός από τις γαϊτομηχανές, τους αργαλειούς, τις κορδονιέρες και καρουλίστρες, φιλοξενεί εκπαιδευτικές και εκθεσιακές δράσεις αποτελώντας ένα ζωντανό κύτταρο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Βιοτεχνία επεξεργασίας νημάτων και μεταξιού ΜΕΝΤΗΣ: Λίγα λόγια για την ιστορία της
Η μεταξουργία είναι μία τέχνη αρχαία που άνθισε στα τέλη του 18ου - αρχές 19ου αιώνα στην ελληνική επικράτεια, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, και αργότερα ευεργετήθηκε με την τεχνογνωσία των Μικρασιατικών προσφύγων.
Η βιοτεχνική και εμπορική επιχείρηση ΜΕΝΤΗΣ, η παλαιότερη εν λειτουργία της χώρας μας στον κλάδο της νηματουργίας, ιδρύθηκε το 1867 στο Ναύπλιο, από τον καζάζη (μεταξουργό) Σπύρο Γ. Μέντη.
Σύντομα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εξελίχθηκε στη σημαντικότερη βιοτεχνία ειδών passementerie στην Ελλάδα.
Πελάτες της μεταξύ άλλων τα Ανάκτορα, το Προεδρικό Μέγαρο και η Προεδρική Φρουρά (Εύζωνες), η Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, τα Λύκεια των Ελληνίδων, οίκοι μόδας (Τσοπανέλης, Τσούχλου, Τσεκλένης και ο Marc Bohan του οίκου Dior στο Παρίσι) καθώς και ο ελληνικός στρατός. Προϊόντα της βιοτεχνίας υπάρχουν στα περισσότερα ελληνικά σπίτι, σε ενδυματολογικά και λαογραφικά μουσεία, σε βεστιάρια θεατρικών οργανισμών και χορευτικών συλλόγων.
Το πρώτο κατάστημα άνοιξε στην οδό Μητροπόλεως, ενώ το πρώτο εργαστήριο, που περιλαμβάνει νηματουργείο, μεταξουργείο, υφαντήριο και βαφείο στην οδό Κηρυκείου, στο Μοναστηράκι.
Tη δεκαετία του 1880 το κατάστημα μεταφέρεται στη πλατεία Καπνικαρέας (Ερμού 53 & Καπνικαρέας) όπου εργάζεται όλη η οικογένεια (ο ιδρυτής & τα τέσσερα παιδιά του: Γεώργιος, Δημήτριος, Αναστασία & Όθων), ενώ παράλληλα διατηρείται κουκουλόσπιτο για την παραγωγή της πρώτης ύλης στην περιοχή του Μετς.
Τα χρόνια εκείνα, όπως λέει η κα Ματσέλη, το κέντρο των μεταξουργών ήταν στην πλατεία Καπνικαρέας. Ο διαβάτης του τότε, περνώντας από εκεί, έβλεπε τα μεγάλα καζάνια που μέσα έβαφαν τα νήματα, τα οποία μετά έπλεναν στην πηγή της Καλλιρρόης (εκβολές Ιλισού) και ύστερα τα τέντωναν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μικρότερος γιος της οικογένειας, ο Όθων, ανοίγει νέο παράρτημα στην οδό Ευαγγελιστρίας 29.
Τη δεκαετία του 1970 το κατάστημα της Καπνικαρέας μεταφέρεται διαγωνίως απέναντι, στο κτίριο της στοάς Κονιάρη-Μελά (Ερμού 54) και λίγο αργότερο κλείνει το εργαστήριο στην οδό Κηρυκείου και ανοίγει ένα καινούργιο στην Καλλιθέα το οποίο, με αυτοματοποιημένες πλέον διαδικασίες παραγωγής, εξυπηρετεί τις ανάγκες εκείνου της Καπνικαρέας. Το κατάστημα στης Ευαγγελιστρίας διαθέτει δική του μονάδα παραγωγής που εγκαινιάζεται στους πάνω ορόφους του καταστήματος.
Η δεκαετία του 1970 θεωρείται η χρυσή εποχή για τη βιοτεχνία η οποία επεκτείνεται και σε άλλες γειτονιές (Παγκράτι, Πειραιάς) αλλά και στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ακόμη και ο Σάχης της Περσίας είχε ζητήσει, το 1970, να εφοδιαστεί με 3.000 φούντες και χιλιόμετρα χρυσών κορδονιών για τον εορτασμό των 2500 χρόνων της Περσέπολης.
Το κατάστημα της Θεσσαλονίκης έκλεισε μετά από πέντε χρόνια και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 το κατάστημα της Καπνικαρέας αλλά και η βιοτεχνία της Καλλιθέας είχαν την ίδια τύχη, αφήνοντας το κατάστημα της Ευαγγελιστρίας ως το μοναδικό σημείο παραγωγής και πώλησης των κλώστινων τεχνουργημάτων Μέντη.
Οι μετακομίσεις της επιχείρησης συνεχίζονται και στη δεκαετία του 2000. Το 2005 το κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Ρόμβης 18, όπου παρέμεινε μέχρι το οριστικό κλείσιμο της, λόγω αδυναμίας να ανταπεξέλθει στην κρίση και στον ανταγωνισμό των εισαγόμενων προϊόντων, ενώ η βιοτεχνία εγκαθίσταται στο ακίνητο της οδού Πολυφήμου 6, στα Πετράλωνα.
Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται η ιστορία της βιοτεχνίας ΜΕΝΤΗ η οποία τώρα διανύει μία καινούργια και λίαν ενδιαφέρουσα εποχή.