- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
BERLIN: Ιστορίες από το πιο διάσημο κλαμπ της Αθήνας
«Ο Τζίμης Πανούσης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που ερχόταν κάθε βράδυ, ο Σπυριδάκης, ο Πουλικάκος, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Βαρώτσος, ο Βέλτσος. Γίνονταν ουρές απ’ έξω ακόμα και τις Δευτέρες»
Berlin: Ο Γιώργος Ποριάζης μας διηγείται την ιστορία του διάσημου Αθηναϊκού κλαμπ
Στα σκαλάκια στα Προπύλαια με τον Άσιμο
«Περνώντας μια μέρα με την κοπέλα μου από τα Προπύλαια στην Πανεπιστημίου όπου υπήρχε το πανεπιστημιακό άσυλο και μαζεύονταν όλοι οι καλλιτεχνικοί outsiders, βλέπω τον Νικόλα τον Άσιμο να πουλάει τις κασέτες του, τον Ζυγομαλά να κάνει basking αραχτός στον ήλιο, τον ποιητή τον Αργύρη Μαρνέρο να πουλάει τα βιβλία του, δυο-τρεις που πουλάγανε σκουλαρίκια και τα λοιπά και λέω, εδώ είμαστε, αυτό κι ό,τι γίνει. Τέλη 70s, αρχές 80s. Ήταν η εποχή που υπήρχε πολύ η αίσθηση του happening. Πάμε να κάνουμε κατάσταση, να κάνουμε κάτι να συμβεί. Το θεατράκι του δρόμου, το συγκρότημα που θα παίξει μουσική εκεί επιτόπου. Μαζευόντουσαν διάφοροι εκεί, από κάθε μορφή τέχνης. Ζωγράφοι, συγγραφείς, άλλοι για την πλάκα τους με ποδήλατα, με κορίνες, ο κόσμος ανταποκρινόταν πολύ και έγινε γρήγορα στέκι. Κάθε 5-6 μέτρα ήταν και κάποιος άλλος, με το κασετόφωνό του να ακούει τη μουσική του. Εκεί μπορούσες να βγάλεις ένα μεροκάματο να ζήσεις, αξιοποιώντας δεξιότητες που μπορεί να είχες. Εγώ ζωγράφιζα, έκανα φιγούρες από κόμικς. Τη Μαφάλντα, σκίτσα του Quino, του Manara, του Reiser, ήταν η χρυσή εποχή των περιοδικών κόμικς με τη “Βαβέλ”, το “Παρά Πέντε”, το “Μαμούθ”, τέτοια. Καθόταν η φίλη μου μπροστά με τα περιοδικά, “τι θέλετε να σας φτιάξουμε”, κι εγώ τα έφτιαχνα με κηρομπογιές σε χαρτί σέλερ ή κανσόν και τα πούλαγα ένα κατοστάρικο το ένα – όσο έκανε το πιο φτηνό ζευγάρι σκουλαρίκια. Βγάζαμε ένα αξιοπρεπές μεροκάματο όποτε το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Αλλά δεν μας ενδιέφερε να πλουτίσουμε. Βγάζαμε ένα ποσό, ρε παιδί μου, και λέγαμε, πάμε ένα Βερολίνο, πάμε ένα Άμστερνταμ. Γνώρισα πολύ κόσμο εκεί, μεταξύ αυτών και τον Άσιμο. Μου έκανε την τιμή μάλιστα, να πουλάω εγώ τις κασέτες του εκεί, όταν είχε κουραστεί από την όλη ιστορία και ερχόταν μόνο για να παίξει μουσική. Μου είχε πει “Θα σου δώσω να πουλάς τις κασέτες μου, δεν είσαι έμπορας εσύ σαν τους άλλους”.
Η φάση με τα Προπύλαια κράτησε πολύ, μια πενταετία σίγουρα. Τα χρόνια όμως τα ουσιαστικά, εκεί που υπήρχε ένας κώδικας αξιών και ήταν ένα εναλλακτικό ροκ στέκι, ήταν μόνο τα πρώτα. Ήμασταν 30-40 άνθρωποι κι όταν ερχόταν κάποιος που πήγαινε να βάλει άλλη ήθη, “εγώ είμαι ο πιο μάγκας” και να μας καπελώσει, αντί για 2-3 μέτρα να πιάνει 4 και 5, έφευγε, τον διώχναμε. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε η παρακμή από τους πολλούς, έπαψε να έχει την ταυτότητα που είχε στην αρχή το στέκι. Ερχόταν κάθε καρυδιάς καρύδι και πουλούσαν τάπερ, βιβλία μαγειρικής, ό,τι μπορείς να φανταστείς.
O καβγάς με τη Μελίνα
«Σε κάποια φάση, μάλλον ήταν άνοιξη του ’82, είχε βγει το Πασόκ και είχε στα Προπύλαια πολιτική συγκέντρωση μία γυναικεία ομάδα του Πασόκ, μάλλον οι ΕΓΕς. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, μόνο γυναίκες, με την ανάλογη μουσική υπόκρουση – Φαραντούρη, Δημητριάδη, Ξυλούρης, τέτοια. Στα Προπύλαια ερχόταν κι ένας γνωστός, ο Δομέτιος, τεράστιος τύπος, ψηλός, ογκώδης, μούσια και μαλλιά μέχρι τη μέση, αγαθός γίγαντας, πολύ γλυκό παιδί. Αυτός έπαιρνε κάτι αφισούλες με σχέδια μόνο και τις γέμιζε με χρώμα μόνος του και τις πουλούσε. Εκείνη την ημέρα είχε στήσει τις αφίσες του στα σκαλιά. Του λέμε “μάζευτα, έχει γεμίσει κόσμο, δεν θα μπορείς να πουλάς σε λίγο κι αφετέρου θα θυμώσουν αυτές και θα έχεις προβλήματα”. Ανένδοτος. “Εγώ γι’ αυτές δε μαζεύω τίποτα”. Κι έρχονταν όλο και περισσότερες. Έρχεται και μία με ύφος, “ποιανού είναι αυτά;” και αρχίζει να τα κλωτσάει και να σκίζονται. Σηκώνεται αυτός, “τι έκανες, μωρή;”, πέσαν επάνω του οι άλλες, “Αλήτη! Μάζεψέ τα!” και πάνω στον χαμό έρχεται η Μελίνα: “Τιιι έγινε εδώ;”. Και της λέει ο τύπος επί λέξει, “Άντε, ρε μπάτσε, που έρχεσαι με τα χέρια στη μέση και ‘τι έγινε εδώ’ επειδή είσαι η Μελίνα”. Αυτή να βγάζει καπνούς από τα αυτιά. “Εμένα είπες μπάτσο; Πώς λέγεστε, κύριε;” Και της λέει “Είδες που είσαι μπάτσος κι έχω δίκιο;” Έξαλλη αυτή. Εγώ έχω μπει στη μέση και κάνω τον διαιτητή, ήρθανε δύο περιπολικά, εγώ συνεχίζω να μιλάω μαζί της, έχει ηρεμήσει και γυρίζω και βλέπω ότι προσπαθούν να βάλουν τον Δομέτιο μέσα στο περιπολικό. Της λέω “Κοίτα εκεί”. Και τότε πραγματικά με συγκίνησε το ύφος της, βλέμμα-μαχαίρι, θύμωσε. Πάει και τους σταματάει, τον βγάζει έξω, ζητάει να του βγάλουν τις χειροπέδες και να του δώσουν τα χαρτιά του, και ζητάει να της γράψουν σε ένα χαρτί τα στοιχεία των αστυνομικών γιατί θα το παρακολουθούσε αυτή το θέμα. Κι έτσι έληξε το γεγονός».
Η Αθήνα τη νύχτα
Ο Γιώργος Ποριάζης ξεκίνησε τη «σχέση» του με τη νύχτα όχι ως πάρτι άνιμαλ αλλά ως φανατικός μουσικόφιλος και σε αυτό έπαιξε ρόλο φυσικά η (παντός είδους) δουλειά που έκανε στην περίφημη Σοφίτα του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη από το 1980 μέχρι την τελευταία μέρα που έκλεισε, το 1984, με τον πασίγνωστο νόμο της υπουργού Πολιτισμού Μελίνας και του Δημάρχου Αθηναίων Αντώνη Τρίτση για τα μαγαζιά της Πλάκας.
Η χρυσή δεκαετία των 80s βρίσκει τον Γιώργο Ποριάζη να δουλεύει ως DJ, μπάρμαν, τα πάντα, σε μαγαζιά της Αθήνας, να αποκτά γνώσεις για τον τρόπο λειτουργίας, τα κουμπιά και τα κλειδιά, τις μουσικές και τις φάτσες, αλλά παράλληλα να οργώνει την πόλη και σαν θαμώνας. Μουσική, βόλτες, αφραγκίες («πάντα κάτι γινόταν και βρίσκαμε φράγκα»), σεξ κάθε βράδυ. Στέκια του τότε ήταν «το Bright Shoe, το Memphis, το No Name, το Mad, τα μαγαζιά του Μελετόπουλου, αλλά κυρίως τα ροκ κλαμπ όπως η Problem που αργότερα έγινε Rebound κι έπαιζε πιο σκληρό ροκ με τον Παύλο τον Σιδηρόπουλο που ήταν μόνιμος εκεί».
Aπό την πρώτη στιγμή το αγκάλιασαν άνθρωποι με άποψη: εσύ με τον Γιώργο Πανόπουλο, τη Μανίνα Ζουμπουλάκη και την παρέα των δημοσιογράφων από τα περιοδικά, παραγωγοί ραδιοφώνου, οι αδελφοί Κατσιμίχα, η Μαρία η Cyber που έκανε εκεί κάποια πάρτι, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Τζίμης Πανούσης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που ερχόταν κάθε βράδυ, ο Σπυριδάκης, ο Πουλικάκος, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Βαρώτσος, ο Βέλτσος... Γίνονταν ουρές απ’ έξω ακόμα και τις Δευτέρες».
Το Πασόκ πάει Berlin
«Μια μέρα κυκλοφόρησε η “Απογευματινή” με κεντρικό τίτλο: “Οι βουλευτές του Πασόκ γράφουνε τα άρθρα τους στο Berlin”. Έμεινα. Κανένας από το Πασόκ δεν ερχόταν στο μαγαζί. Το άρθρο ήταν του στιλ “να ποιους ψηφίζετε”. Ο μόνος Πασοκτζής που ερχόταν ήταν ο Κουρής που είχε την “Αυριανή”, ο οποίος μόνο έμπαινε και έβγαινε. Κυκλοφορούσε πάντα μόνος του, με ένα παπί, χάλια ντυμένος και γύριζε στα πατσατζίδικα, στην Ομόνοια, παντού, και έκοβε κίνηση. Σαν να έψαχνε συνέχεια κάποιον. Στην αρχή του ρίχναμε πόρτα, δεν τον ξέραμε. Μετά τον αφήναμε αλλά έφευγε αμέσως. Την άλλη μέρα λοιπόν βγαίνει η “Αυριανή” με τεράστιο τίτλο: “Ναι, γράφουμε τα άρθρα μας στο Berlin”. Ανάθεμα κι αν ξέρανε τι είναι το Berlin. Το θέμα είναι ότι αυτό μεταφέρθηκε και στη Βουλή. Φυσικά, όπως καταλαβαίνεις, μετά έγινε χαμός. Αυτός ο πόλεμος αναμεταξύ τους έκανε το Berlin σημείο αναφοράς. Δίκοπο μαχαίρι. Ήρθαν πολλοί άσχετοι, εντελώς τουριστικά. Κατευθείαν ξήλωσα την ταμπέλα, να μη ξέρουν πού είναι το μαγαζί, και έβαλα μόνο μία σημαία του Βερολίνου στο μπαλκόνι, αυτή με το αρκουδάκι. Και έρχονταν οι κάτοικοι –τότε ήταν η πιο γεροντοκρατούμενη περιοχή της Αθήνας και με τη μεγαλύτερη ιδιοκατοίκηση– και με έβριζαν: Εδώ έγινε η μάχη του Θησείου κι εσύ βάζεις σημαία του Βερολίνου!;»