Life in Athens

BERLIN: Ιστορίες από το πιο διάσημο κλαμπ της Αθήνας

«Ο Τζίμης Πανούσης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που ερχόταν κάθε βράδυ, ο Σπυριδάκης, ο Πουλικάκος, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Βαρώτσος, ο Βέλτσος. Γίνονταν ουρές απ’ έξω ακόμα και τις Δευτέρες»

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 845
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Berlin: Ο Γιώργος Ποριάζης μας διηγείται την ιστορία του διάσημου Αθηναϊκού κλαμπ

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υδροπλάνο, το βιβλίο του Γιώργου Ποριάζη «Από την Αλεξάνδρεια στο BERLIN» στο οποίο διηγείται όλη του τη διαδρομή, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου γεννήθηκε, τη μετακόμιση με την οικογένειά του στην πατρίδα-Ελλάδα όταν ήταν 7 χρονών, τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στην Καλλιθέα, τις ιστορίες της αθηναϊκής ροκ κοινότητας, τα φοιτητικά χρόνια με φόντο τα Προπύλαια όπου είχε στηθεί ένα ολόκληρο εναλλακτικό στέκι, μέχρι το μεγάλο βήμα: να ανοίξει ένα ροκ κλαμπ στο Θησείο, το οποίο έγραψε τη δική του ιστορία στο κλάμπινγκ των 90ς. Του ζητήσαμε να μας πάρει μαζί του σε εκείνο το ταξίδι στο Berlin.
Σαν ελληνική ταινία
H Καλλιθέα το 1967 ήταν μια γειτονιά όπως αυτές που βλέπουμε στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Με αυλές και μονοκατοικίες («δίπλα μας έμενε ο Λαυρέντης Διανέλος»), με τη Θησέως χωματόδρομο και αλάνες όπου, γδέρνοντας γόνατα, έπαιζαν με μανία μπάλα, ξύλο, κρυφτό οι πιτσιρικάδες. Όταν το χτίσιμο της πρώτης πολυκατοικίας ήταν το γεγονός στην περιοχή που σιγά σιγά άρχιζε να τσιμεντώνεται. Μαζί να διαμορφώνει και τον ροκ έφηβο εαυτό του ο Γιώργος, με αφορμή μία κασέτα, το Absolutely Live των Doors, που του έδωσε ένας συμμαθητής του.
Η περιοχή εξελίσσεται, μαζί με τις πολυκατοικίες εμφανίζονται τα φροντιστήρια αγγλικών, τα δισκάδικα όπως το Woodstock όπου πήγαινε κάθε Κυριακή ο, επίσης κάτοικος Καλλιθέας, στη Δοϊράνης, νεαρός τότε Γιάννης Πετρίδης και έβαζε δίσκους για να ακούνε και να μαθαίνουνε οι πιτσιρικάδες. Ήταν η εποχή που τους δίσκους τους κυνηγούσες για να τους βρεις, με δισκάδικα που έφερναν εισαγωγές ή έκανες παραγγελίες. Με συγκροτήματα πρωτόλειου ροκ-ποπ, όπως οι Storms, που έπαιζαν σε συνοικιακούς κινηματογράφους τα Κυριακάτικα πρωινά.
Ο Γιώργος, στα 18 του, περνάει στη Νομική και αρχίζει να οργώνει την Αθήνα που ζούσε πλέον την ελευθερία της στη μετα-χουντική εποχή. Δουλειές του ποδαριού, σχολή, βραδινές έξοδοι, ζωγραφική, πυγμαχία στον Παναθηναϊκό, διακοπές στα νησιά της «άγονης γραμμής». Θυμάται την Ίο όπου κυκλοφορούσε και ο Λεωνίδας Χρηστάκης, μοναχικός και με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι, θεός τότε γιατί «όλοι αγοράζαμε μετά μανίας το “Ιδεοδρόμιο” που εξέδιδε» και το νησί, άδειο, με ένα κάμπινγκ μόνο στη στάση του λεωφορείου και δύο καφενεία, το ένα απέναντι από το άλλο, να βαράνε ροκιές από το πρωί, Hendrix, Deep Purple, Black Sabbath.
Η Αθήνα έβραζε το ’76-78. Ροκ, μακριά μαλλιά, αίσθηση ελευθερίας. Το Trip στη Λυσίου στην Πλάκα έπαιζε ροκ και αργότερα θα γινόταν το περίφημο Mad Club. Άλλα στέκια ήταν το Χρυσό Κλειδί, το Jazz Club του Μπαράκου στην πλατεία Ραγκαβή όπου άραζε όλη η (άφραγκη) Αθήνα και άκουγε τα τζαζ γκρουπ που έπαιζαν μέσα, «τον Ζώη, τον Λαμπίδη, τον Παπαδημητρίου». Ο Γιώργος απολάμβανε τη μουσική και έβλεπε τη «ράτσα» του να εξαπλώνεται. «Ήμασταν πολλοί πια» μου λέει και με βάζει στο νέο σκηνικό: τα Προπύλαια.
 

Στα σκαλάκια στα Προπύλαια με τον Άσιμο
«Περνώντας μια μέρα με την κοπέλα μου από τα Προπύλαια στην Πανεπιστημίου όπου υπήρχε το πανεπιστημιακό άσυλο και μαζεύονταν όλοι οι καλλιτεχνικοί outsiders, βλέπω τον Νικόλα τον Άσιμο να πουλάει τις κασέτες του, τον Ζυγομαλά να κάνει basking αραχτός στον ήλιο, τον ποιητή τον Αργύρη Μαρνέρο να πουλάει τα βιβλία του, δυο-τρεις που πουλάγανε σκουλαρίκια και τα λοιπά και λέω, εδώ είμαστε, αυτό κι ό,τι γίνει. Τέλη 70s, αρχές 80s. Ήταν η εποχή που υπήρχε πολύ η αίσθηση του happening. Πάμε να κάνουμε κατάσταση, να κάνουμε κάτι να συμβεί. Το θεατράκι του δρόμου, το συγκρότημα που θα παίξει μουσική εκεί επιτόπου. Μαζευόντουσαν διάφοροι εκεί, από κάθε μορφή τέχνης. Ζωγράφοι, συγγραφείς, άλλοι για την πλάκα τους με ποδήλατα, με κορίνες, ο κόσμος ανταποκρινόταν πολύ και έγινε γρήγορα στέκι. Κάθε 5-6 μέτρα ήταν και κάποιος άλλος, με το κασετόφωνό του να ακούει τη μουσική του. Εκεί μπορούσες να βγάλεις ένα μεροκάματο να ζήσεις, αξιοποιώντας δεξιότητες που μπορεί να είχες. Εγώ ζωγράφιζα, έκανα φιγούρες από κόμικς. Τη Μαφάλντα, σκίτσα του Quino, του Manara, του Reiser, ήταν η χρυσή εποχή των περιοδικών κόμικς με τη “Βαβέλ”, το “Παρά Πέντε”, το “Μαμούθ”, τέτοια. Καθόταν η φίλη μου μπροστά με τα περιοδικά, “τι θέλετε να σας φτιάξουμε”, κι εγώ τα έφτιαχνα με κηρομπογιές σε χαρτί σέλερ ή κανσόν και τα πούλαγα ένα κατοστάρικο το ένα – όσο έκανε το πιο φτηνό ζευγάρι σκουλαρίκια. Βγάζαμε ένα αξιοπρεπές μεροκάματο όποτε το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Αλλά δεν μας ενδιέφερε να πλουτίσουμε. Βγάζαμε ένα ποσό, ρε παιδί μου, και λέγαμε, πάμε ένα Βερολίνο, πάμε ένα Άμστερνταμ. Γνώρισα πολύ κόσμο εκεί, μεταξύ αυτών και τον Άσιμο. Μου έκανε την τιμή μάλιστα, να πουλάω εγώ τις κασέτες του εκεί, όταν είχε κουραστεί από την όλη ιστορία και ερχόταν μόνο για να παίξει μουσική. Μου είχε πει “Θα σου δώσω να πουλάς τις κασέτες μου, δεν είσαι έμπορας εσύ σαν τους άλλους”.

Η φάση με τα Προπύλαια κράτησε πολύ, μια πενταετία σίγουρα. Τα χρόνια όμως τα ουσιαστικά, εκεί που υπήρχε ένας κώδικας αξιών και ήταν ένα εναλλακτικό ροκ στέκι, ήταν μόνο τα πρώτα. Ήμασταν 30-40 άνθρωποι κι όταν ερχόταν κάποιος που πήγαινε να βάλει άλλη ήθη, “εγώ είμαι ο πιο μάγκας” και να μας καπελώσει, αντί για 2-3 μέτρα να πιάνει 4 και 5, έφευγε, τον διώχναμε. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε η παρακμή από τους πολλούς, έπαψε να έχει την ταυτότητα που είχε στην αρχή το στέκι. Ερχόταν κάθε καρυδιάς καρύδι και πουλούσαν τάπερ, βιβλία μαγειρικής, ό,τι μπορείς να φανταστείς.

O καβγάς με τη Μελίνα
«Σε κάποια φάση, μάλλον ήταν άνοιξη του ’82, είχε βγει το Πασόκ και είχε στα Προπύλαια πολιτική συγκέντρωση μία γυναικεία ομάδα του Πασόκ, μάλλον οι ΕΓΕς. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, μόνο γυναίκες, με την ανάλογη μουσική υπόκρουση – Φαραντούρη, Δημητριάδη, Ξυλούρης, τέτοια. Στα Προπύλαια ερχόταν κι ένας γνωστός, ο Δομέτιος, τεράστιος τύπος, ψηλός, ογκώδης, μούσια και μαλλιά μέχρι τη μέση, αγαθός γίγαντας, πολύ γλυκό παιδί. Αυτός έπαιρνε κάτι αφισούλες με σχέδια μόνο και τις γέμιζε με χρώμα μόνος του και τις πουλούσε. Εκείνη την ημέρα είχε στήσει τις αφίσες του στα σκαλιά. Του λέμε “μάζευτα, έχει γεμίσει κόσμο, δεν θα μπορείς να πουλάς σε λίγο κι αφετέρου θα θυμώσουν αυτές και θα έχεις προβλήματα”. Ανένδοτος. “Εγώ γι’ αυτές δε μαζεύω τίποτα”. Κι έρχονταν όλο και περισσότερες. Έρχεται και μία με ύφος, “ποιανού είναι αυτά;” και αρχίζει να τα κλωτσάει και να σκίζονται. Σηκώνεται αυτός, “τι έκανες, μωρή;”, πέσαν επάνω του οι άλλες, “Αλήτη! Μάζεψέ τα!” και πάνω στον χαμό έρχεται η Μελίνα: “Τιιι έγινε εδώ;”. Και της λέει ο τύπος επί λέξει, “Άντε, ρε μπάτσε, που έρχεσαι με τα χέρια στη μέση και ‘τι έγινε εδώ’ επειδή είσαι η Μελίνα”. Αυτή να βγάζει καπνούς από τα αυτιά. “Εμένα είπες μπάτσο; Πώς λέγεστε, κύριε;” Και της λέει “Είδες που είσαι μπάτσος κι έχω δίκιο;” Έξαλλη αυτή. Εγώ έχω μπει στη μέση και κάνω τον διαιτητή, ήρθανε δύο περιπολικά, εγώ συνεχίζω να μιλάω μαζί της, έχει ηρεμήσει και γυρίζω και βλέπω ότι προσπαθούν να βάλουν τον Δομέτιο μέσα στο περιπολικό. Της λέω “Κοίτα εκεί”. Και τότε πραγματικά με συγκίνησε το ύφος της, βλέμμα-μαχαίρι, θύμωσε. Πάει και τους σταματάει, τον βγάζει έξω, ζητάει να του βγάλουν τις χειροπέδες και να του δώσουν τα χαρτιά του, και ζητάει να της γράψουν σε ένα χαρτί τα στοιχεία των αστυνομικών γιατί θα το παρακολουθούσε αυτή το θέμα. Κι έτσι έληξε το γεγονός».

Η Αθήνα τη νύχτα
Ο Γιώργος Ποριάζης ξεκίνησε τη «σχέση» του με τη νύχτα όχι ως πάρτι άνιμαλ αλλά ως φανατικός μουσικόφιλος και σε αυτό έπαιξε ρόλο φυσικά η (παντός είδους) δουλειά που έκανε στην περίφημη Σοφίτα του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη από το 1980 μέχρι την τελευταία μέρα που έκλεισε, το 1984, με τον πασίγνωστο νόμο της υπουργού Πολιτισμού Μελίνας και του Δημάρχου Αθηναίων Αντώνη Τρίτση για τα μαγαζιά της Πλάκας.

Η χρυσή δεκαετία των 80s βρίσκει τον Γιώργο Ποριάζη να δουλεύει ως DJ, μπάρμαν, τα πάντα, σε μαγαζιά της Αθήνας, να αποκτά γνώσεις για τον τρόπο λειτουργίας, τα κουμπιά και τα κλειδιά, τις μουσικές και τις φάτσες, αλλά παράλληλα να οργώνει την πόλη και σαν θαμώνας. Μουσική, βόλτες, αφραγκίες («πάντα κάτι γινόταν και βρίσκαμε φράγκα»), σεξ κάθε βράδυ. Στέκια του τότε ήταν «το Bright Shoe, το Memphis, το No Name, το Mad, τα μαγαζιά του Μελετόπουλου, αλλά κυρίως τα ροκ κλαμπ όπως η Problem που αργότερα έγινε Rebound κι έπαιζε πιο σκληρό ροκ με τον Παύλο τον Σιδηρόπουλο που ήταν μόνιμος εκεί».

«Θα είμαστε στο Berlin»
«Και έρχεται κάποια στιγμή και λες, τι θα κάνω με τη ζωή μου;» λέει ο Γιώργος. «Εγώ είχα δύο επιλογές: ή οικονομολόγος λόγω Νομικής με αξιοπρεπή μισθό ή κάτι που να γουστάρω πραγματικά. Κι αποφασίζω να κάνω ένα κλαμπάκι, μικρό και πιο φιλικό, μια λέσχη στην ουσία που είναι και η πραγματική ερμηνεία της λέξης “club”. Ένα στέκι για ανθρώπους που έχουν το ίδιο γούστο στη μουσική. Η αίσθηση της “συνωμοσίας” της λέσχης. Το Θησείο τότε δεν ήταν ακόμα στέκι. Υπήρχε μόνο ο Ρίζος το καφενείο, το Glamorous και ο πρώτος Κούκος που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ήτανε χωμένος στα στενά. Η πρώτη ανάγκη ήταν να πουλήσουμε μουσική που μας αρέσει σε ένα μέρος που θα υπάρχει άποψη και καθαριότητα». Ο χώρος ήταν ένα παλιό ερειπωμένο νεοκλασικό σπίτι του 1897. Το πήρα και το ξαναέχτισα κυριολεκτικά μόνος μου, ρίχνοντας απίστευτη δουλειά, κουβαλώντας μπετά, σοβατίζοντας, τα πάντα. Το όνομα ήρθε ξαφνικά, δεν είχα στο μυαλό μου το Βερολίνο του Lou Reed και του Bowie, ας πούμε. Απλώς μια μέρα έβλεπα στο βίντεο την ταινία “After Hours” του Σκορτσέζε όπου είναι στη Νέα Υόρκη ένας τύπος που τον κυνηγάνε και πάει να βρει δύο κοπέλες που ξέρει, για να τον βοηθήσουν. Φθάνοντας στο σπίτι τους βλέπει κολλημένο ένα χαρτί που έγραφε “Θα είμαστε στο Berlin”. Ένα κλαμπ της Νέας Υόρκης. Και αυτό ήταν. Βρήκα όνομα».
Τριάντα χιλιάδες μπίλιες
«Στο μαγαζί έβαλα σίδερο, γυαλί, τσιμέντο, συρματόπλεγμα, ασημένιο, μαύρο και λίγο κόκκινο. Βιομηχανική αισθητική και διακοσμητικά στοιχεία που άλλαζαν κάθε χρόνο: ο αστροναύτης, ο σούπερμαν, Ινδία κλπ. Οι μπίλιες ή γκαζές που ήταν το πιο χαρακτηριστικό του μαγαζιού, ήταν μόνιμα εκεί. Εκείνα τα χρόνια έπαιζαν πολύ τα υαλότουβλα με φως dimmer από πίσω. Τυχαία, είχα βρει στο Μοναστηράκι έναν τύπο και μου πούλησε 500 μπίλιες γιατί μου άρεσαν από παιδί. Πήγα στο μαγαζί όταν το έφτιαχνα ακόμα, τις άπλωσα επάνω στα υαλότουβλα και έκαναν καταπληκτικό εφέ με το φως. Πάω λοιπόν και μαζεύω από τα μαγαζιά της Αθήνας όσες μπίλιες βρήκα. Τριάντα χιλιάδες μπίλιες! Τις έχω ακόμα, μέσα σε τεράστιες λεκάνες στο πατάρι μου. Τις είχα βάλει ανάμεσα σε δυάρι, παχύ τζάμι, παντού σε όλο μαγαζί. Μπαρ, κολόνες, όπου υπήρχε κρύσταλλο υπήρχαν μπίλιες».  
 
Οι μουσικές και οι κάτοικοι
«Στο μαγαζί παίζαμε τρεις: εγώ, ο Δημήτρης Χαρίτος και ο Πλούταρχος Βασιλάκης, αργότερα ήρθε και ο Μηλάτος. Άκουγες ό,τι καινούργιο, αγγλικό ροκ κυρίως, έβγαινε. Ακομπλεξάριστα. Buzzcocks, Residents, Hüsker Dü, αλλά όχι ντε και καλά –αυτή η παθογένεια της γενιάς μας– να παίξω ό,τι πιο άγνωστο βγαίνει. Από τη νύχτα, είχα πια πείρα. Έχοντας δουλέψει δέκα χρόνια σε κάθε είδους μαγαζί ήξερα πια τον τρόπο. Είχα μάθει ότι την προστασία τη βάζεις στα έξοδα του μαγαζιού, όπως έχεις το ντιτζέι και τον μπάρμαν. Εγώ, λόγω της πυγμαχίας, είχα την τύχη να έχω τις άκρες και να έχω γίνει κολλητός φίλος με ανθρώπους που ήταν η δουλειά τους. Καλά παιδιά, απλώς αυτό ήταν η δουλειά τους. Το Berlin, επειδή ήταν πάνω στην πλατεία δεν το ήθελαν οι κάτοικοι. Ήταν το πρώτο μαγαζί που έβγαλε τραπέζια έξω, 100 καρέκλες κάτω από την Ακρόπολη. Από τη δεύτερη χρονιά αρχίσαμε να πηγαίνουμε πολύ καλά. Ήταν red or dead μέρος.
Aπό την πρώτη στιγμή το αγκάλιασαν άνθρωποι με άποψη: εσύ με τον Γιώργο Πανόπουλο, τη Μανίνα Ζουμπουλάκη και την παρέα των δημοσιογράφων από τα περιοδικά, παραγωγοί ραδιοφώνου, οι αδελφοί Κατσιμίχα, η Μαρία η Cyber που έκανε εκεί κάποια πάρτι, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Τζίμης Πανούσης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος που ερχόταν κάθε βράδυ, ο Σπυριδάκης, ο Πουλικάκος, η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Βαρώτσος, ο Βέλτσος...  Γίνονταν ουρές απ’ έξω ακόμα και τις Δευτέρες».

Το Πασόκ πάει Berlin
«Μια μέρα κυκλοφόρησε η “Απογευματινή” με κεντρικό τίτλο: “Οι βουλευτές του Πασόκ γράφουνε τα άρθρα τους στο Berlin”. Έμεινα. Κανένας από το Πασόκ δεν ερχόταν στο μαγαζί. Το άρθρο ήταν του στιλ “να ποιους ψηφίζετε”. Ο μόνος Πασοκτζής που ερχόταν ήταν ο Κουρής που είχε την “Αυριανή”, ο οποίος μόνο έμπαινε και έβγαινε. Κυκλοφορούσε πάντα μόνος του, με ένα παπί, χάλια ντυμένος και γύριζε στα πατσατζίδικα, στην Ομόνοια, παντού, και έκοβε κίνηση. Σαν να έψαχνε συνέχεια κάποιον. Στην αρχή του ρίχναμε πόρτα, δεν τον ξέραμε. Μετά τον αφήναμε αλλά έφευγε αμέσως. Την άλλη μέρα λοιπόν βγαίνει η “Αυριανή” με τεράστιο τίτλο: “Ναι, γράφουμε τα άρθρα μας στο Berlin”. Ανάθεμα κι αν ξέρανε τι είναι το Berlin. Το θέμα είναι ότι αυτό μεταφέρθηκε και στη Βουλή. Φυσικά, όπως καταλαβαίνεις, μετά έγινε χαμός. Αυτός ο πόλεμος αναμεταξύ τους έκανε το Berlin σημείο αναφοράς. Δίκοπο μαχαίρι. Ήρθαν πολλοί άσχετοι, εντελώς τουριστικά. Κατευθείαν ξήλωσα την ταμπέλα, να μη ξέρουν πού είναι το μαγαζί, και έβαλα μόνο μία σημαία του Βερολίνου στο μπαλκόνι, αυτή με το αρκουδάκι. Και έρχονταν οι κάτοικοι –τότε ήταν η πιο γεροντοκρατούμενη περιοχή της Αθήνας και με τη μεγαλύτερη ιδιοκατοίκηση– και με έβριζαν: Εδώ έγινε η μάχη του Θησείου κι εσύ βάζεις σημαία του Βερολίνου!;»

Τη νύχτα που χάθηκε ο Dylan
«Από το μαγαζί πέρασαν πολλά ονόματα από αυτούς που έρχονταν για συναυλίες στην Αθήνα. Ο Johnny Thunders, οι Stranglers, οι Ramones, Godfathers, Massive Attack, Eric Burdon. Ian McCulloch, πολλοί. Κάπου το ’93 με παίρνει τηλέφωνο ο promoter των μεγάλων συναυλιών, ο Νίκος Σαχπασίδης, και μου λέει “Έχε το νου σου, θα έρθει από εκεί ο Dylan”. ΠΟΙΟΣ;; Επειδή έχω διαβάσει τα πάντα για τον Dylan, ξέρω ήδη ότι θα έρθει μόνος του, ότι δεν θα έρθει με λίμο και μαντεύοντας τον τρόπο σκέψης του ξέρω ότι θα είναι στριμμένος (εκεί έπεσα έξω, δεν ήταν). Βγαίνω στην πόρτα και στήνομαι γιατί φοβάμαι μη γίνει κανένα λάθος και τον διώξουν. Κι όμως δεν τον κατάλαβα όταν ήρθε, πολύ ήρεμα πλησιάζει και λέει “Sorry, is this a club?” λέω “Ναι”, λέει “Thank you” και πάει να φύγει. Τρέχω εγώ, “Μπομπ, περίμενε λίγο!”. Σταματάει με ένα χαμόγελο, του λέω “Θέλεις να πιούμε ένα ποτό εδώ, έτσι όπως στεκόμαστε;”  Έτσι φερόμουν σε όσους γνωστούς έρχονταν, ποτέ δεν βγαίναμε φωτογραφίες, ποτέ δεν τους έβαζα να υπογράφουν δίσκους, έτσι κι αυτός, πολύ φιλικός, λέει “ναι”. Ζητάει να πιει Τζακ, τα φέρνει ο πορτιέρης, αρχίζουμε να μιλάμε γενικά, λέει ότι βρίσκει οκέι την Αθήνα, ρωτάει πώς είναι να έχεις ροκ κλαμπ, να μιλάς με τόσο κόσμο κάθε βράδυ, γιατί εγώ, λέει, δεν τους μιλάω, τους τραγουδάω. Γελάμε, μετά του λέω να ρίξει μια ματιά στο μαγαζί, πίνουμε άλλο ένα ποτό μέσα, νομίζω ότι το έκανε σαν φιλική χειρονομία. Πίνουμε άλλο ένα λοιπόν, με χαιρετάει και φεύγει. Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ. Μετά από λίγο με παίρνει ο Σαχπασίδης ρωτώντας αν πέρασε ο Dylan. Πέρασε κι έφυγε. Και πού πήγε; Πού να ξέρω εγώ πού πήγε ο Dylan! Μου λέει “Πήγε στης Ζιώγα;”, εννοούσε την Ελένη τη Ζιώγα που είχε τότε το Party. Παίρνει κι εκεί τηλέφωνο. Δεν είχε πάει ο Dylan. Αρχίζει να ψάχνει τον Dylan ο οποίος δεν είχε πάει ούτε στη Μεγάλη Βρετάνια όπου έμενε. Φρικάρανε γιατί του είχανε δώσει μόνο αυτά τα δύο σημεία για να πάει. Τελικά, όπως μάθαμε την επόμενη μέρα, το έγραψαν και οι εφημερίδες, ο Dylan κυκλοφορούσε στην Αθήνα όλο το βράδυ και κοιμήθηκε σε ένα παγκάκι! Τον βρήκανε το πρωί, τους είπε ότι του την πέσανε και κάτι μπάτσοι και τους έλεγε “I’m Bob Dylan”. Όπως διάβαζα πρόσφατα, έκανε τα ίδια και στη Νέα Υόρκη».
Auf Wiedersehen Berlin
«Και σιγά σιγά η εποχή αλλάζει… Μετά από 15 χρόνια, βαρέθηκα. Με τρία μαγαζιά (το cafe που είχε ανοίξει με τα τραπεζάκια έξω, το μικρό μπαρ και το κλαμπ), αυτό που αγάπησα εγώ ήταν “λέσχη”. Το κλαμπ. Δεν ήταν ένα mainstream μαγαζί. Αλλά η νύχτα είναι αδυσώπητη και σκληρή. Τέλη 2001 το Berlin έκλεισε. Μανία μου ήταν η μουσική την οποία είχα παρατήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ξαναέπιασα λοιπόν 14ωρα ολόκληρα μελέτης μουσικής, θεωρία, πλήκτρα, τα πάντα – κι από τότε διδάσκω, πλήκτρα και θεωρία και έχω ανοίξει ένα στούντιο ηχογραφήσεων στο Ψυχικό».