- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Καλοκαίρι στο Παγκράτι. Ήταν καλοκαίρι που έβραζε
Το πεζοδρόμιο ζεματάει. Οι ανεμιστήρες γυρνούν δυνατά. Οι μηχανές κορνάρουν. Στο γυράδικο ετοιμάζουν ντελίβερι. Αύγουστος.
Το καλοκαίρι στο Παγκράτι μέσα από τα μάτια μιας ηρωίδας της πόλης
Η ηρωίδα μας είναι εκείνο το καλοκαίρι στο Παγκράτι. Ήταν καλοκαίρι που έβραζε. Εκεί ζούσε ο έρωτας. Άνοιγε την πόρτα και έβλεπε μπετά τριγύρω, και μια πόρτα δίπλα –δεν ήταν γείτονας–, μια ήταν ανοιχτή, μια κλειστή. Έβγαζε σε ένα αίθριο, γιατί μπαλκόνι δεν ήταν. Κλείδωσε και κατηφόρισε την οδό Χ. Είδε πρώτα το μαγαζί με τα παγωτά. Είχε παγωτά σε πολλές γεύσεις, τις πιο παράξενες. Αλμυρή καραμέλα, βανίλια Μαδαγασκάρης, άγρια φράουλα. «Από φυτικά υλικά - gluten free - vegan friendly - cruelty free». Η παγωτατζού ήταν από τα πιο δυστυχισμένα άτομα που είχε δει. Πάνω από το κεφάλι της ανέμιζαν σημαιάκια, κομμένα τριγωνάκια, μινιμάλ. Δεν ήθελε να είναι εκεί. Τη φανταζόταν να πίνει κοκτέιλ σε μια απόμερη παραλία με δυο σειρές χαλασμένες μπλε ξαπλώστρες σε κάποιο νησί, ίσως στις μικρές Κυκλάδες, με Σουηδούς τουρίστες να κάνουν τόπλες ενώ τα παιδιά τους, δίπλα, έλυναν σταυρόλεξα. Ήσυχα, νωχελικά σχεδόν. Κάπου εκεί θα ήταν η παγωτατζού. Ή ίσως στο μπαρ, πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα. Θα έπινε μοχίτο, κοιτώντας τη θάλασσα, καπνίζοντας στριφτό τσιγάρο, με ένα υποβόσκoν χαμόγελο. Παγωτό αλμυρή καραμέλα.
Στρίβει, προχωράει. Πάει στο σούπερ μάρκετ. Ξέρει τι θέλει να πάρει. Έτοιμο γεύμα. Στο σπίτι δεν έχουν φούρνο. Ή μάλλον έχουν. Αλλά δεν ξέρει τι είναι χειρότερο. Να ξαναζεσταίνεις το φαΐ σου ή να χρησιμοποιείς το φουρνάκι ενός υπογείου ενώ έξω έχει 33 βαθμούς; Στο σούπερ μάρκετ θα βρει τα έτοιμα μαγειρευτά. Ίσως σαλάτα με κινόα, ίσως ριζότο με γαρίδα. Μπα, πολύ ακριβό. Ήθελε και 25 λεπτά ζέσταμα. Υπόγειο. Φουρνάκι. Όχι, θα πάρει τους ντολμάδες, θα τους φάει κρύους. Θα πάνε για πίτσα το βράδυ. Φοβόταν τα συντηρητικά του έτοιμου φαγητού. Ο σεφ τα προτείνει ως «ολόφρεσκα, σπιτικά μαγειρεμένα, καταναλώστε εντός 3-4 ημερών». Θα πάρει την κινόα. Θα φάνε πίτσα το βράδυ. Σίγουρα και αλκοόλ. Το αλκοόλ έχει συντηρητικά.
«Θα με πας για πίτσα το βράδυ;» «Πίτσα; Θα δούμε.» [...] Παίρνει την κινόα.
Το πεζοδρόμιο ζεματάει. Οι ανεμιστήρες γυρνούν δυνατά. Οι μηχανές κορνάρουν. Στο γυράδικο ετοιμάζουν ντελίβερι. Αύγουστος. Ο δρόμος έχει νερά. «Όχι, Μ, δεν είναι νερά. Κοίτα καλύτερα, γαμώτο. Περιστέρι πατημένο είναι». «Όχι, είναι νερά. Πώς δεν εξατμίζονται με τόση ζέστη; Δεν τα βλέπει κανείς να τα μαζέψει;»
Προχωράει στον κατήφορο, είναι γλιστερός. Φοράει κάτι πεδιλάκια, καλοκαιρινά, δερμάτινα. Προσέχει.
Βράδυ. Στον δρόμο της παγωτατζούς. Η σερβιτόρα είναι ηθοποιός, νέα, γύρω στα 35. «Κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη πριν κάποια χρόνια. Η πόλη δεν έχει μέλλον για τους ηθοποιούς». Βέβαια, δεν ήταν ηθοποιός τότε, σερβιτόρα ήταν. «Εδώ είμαι καλά, κάνω παραστάσεις, είμαι σε ένα θίασο, θα παίξουμε αρχαία τραγωδία». Τους μιλούσε λες και δεν ήταν εκεί. Έχει κάποιο κόμπλεξ, σίγουρα. Κάπνιζε τσιγάρο, χέρι σε ορθή γωνία, ανέμιζε τον καρπό στον αέρα. Μικρός στην πόλη, μεγάλος στο χωριό. Τους κοιτούσε υποτιμητικά. «Δε θα πάω διακοπές φέτος, θα πάμε Πελοπόννησο για αρχαία τραγωδία». Μιλούσε σε αυτούς, αλλά κοιτούσε το ζευγάρι δίπλα τους. Εκείνοι θα πήγαιναν Σέριφο.
Η πίτσα ήταν ιταλική, με λεπτή ζύμη. «Έχει και εκδοχή με τσίλι. Αυτή να πάρουμε». «Δεν μου αρέσουν τα καυτερά, στο έχω πει, το ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν τα καυτερά». «Ναι αλλά κοίτα πόσα υλικά έχει μέσα, και τσίλι». «Θα ιδρώσουμε, θα καούμε, καίει ο τόπος». Απογοήτευση. Ουφ. «Διάλεξε εσύ». «Θα έλεγα τη μαργαρίτα ή τη μοτσαρέλα». «Μπορείτε να βάλετε τσίλι;» Απογοήτευση.
Θέλουν ένα τραπέζι. «Θα πιείτε κάτι;» «Ναι, ένα μπουκάλι κρασί». «Έχω πολλά, ρίξτε μια ματιά στον κατάλογο. Θα έρθει και η σερβιτόρα». Το τραπέζι είναι σε έδαφος επικλινές. Πίσω μια σκάλα, βγάζει σε έναν πράσινο κήπο. Έτσι είναι όλη η Αθήνα; Ένας κατήφορος; Μια κλίση; Και πού καταλήγει;
Αύριο πάνε Αίγινα. ( Ή μεθαύριο;) Δεν ήθελε να είναι εκεί. Τι κάνει εκεί; Υποχώρηση, υποχώρηση, υποχώρηση. Κάτι κοιτάει στο κινητό. Εκείνη κοιτάει στη βιτρίνα του δίπλα μαγαζιού. «Nailfie: ημιμόνιμο, gel, shellac, πεντικιούρ, μανικιούρ, βαφή φρυδιών, αποτρίχωση πάσης περιοχής». Να έρθει να φτιάξει το σπασμένο νύχι της. Την επόμενη φορά.
«Νύσταξα. Φεύγουμε;» ●