Life in Athens

Καλοκαίρι στην πόλη. Κάποτε. Το αγάπησα όταν έπρεπε.

Ζούσα χωρίς νύχτα. Και, εννοείται, αναγκαστικά χωρίς τη δροσιά που φέρνουν οι κήποι. Το προτιμούσα όμως. Ποτέ δεν νύχτωνε. Υπήρχε παντού κόσμος και φώτα.

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 834
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στην πόλη.

Καλοκαίρι στην πόλη. Το αγάπησα νωρίς, ή το αγάπησα αργά, ή το αγάπησα όταν έπρεπε. Εκεί στην ηλικία των εικοσιβάλε όταν ήρθα στην Αθήνα από την επαρχία, μετά και τις σπουδές. Σπίτι μικρό στον Νέο Κόσμο. Γραφείο με θέα στο φωταγωγό στη Σκουφά. Πρωινά με τακούνια (ένεκα η δουλειά), φουστάνια θροΐζοντα και πεζοδρόμια ζεστά. Ανάσα με γεύση εξάτμισης και πρωινού καφέ. Συνωστισμός αυτονόητος σε λεωφορεία και τρόλεϊ χωρίς καμιά εσωτερική αντίσταση. Ύπαρξη χωρίς διαχωριστικά από τον κόσμο.

Αφηνόμουν στο κύμα του. Βλέμματα της νύχτας έσκαγαν στα πρωινά μου, όπως το κύμα στην ακτή. Ακινητοποιούσαν τις δικογραφίες στα χέρια μου, και έστελναν τη νομολογία να περιπλανηθεί σε μέρη που δεν ήταν του γούστου της. Απ’ το φωταγωγό έφταναν οι ξένες φωνές του κάτω ορόφου, έξω από την πόρτα μου βήματα συνεργατών, και από τη γραμματεία κουδουνίσματα του τηλεφώνου. Παράθυρα ανοιχτά μέχρι το μεσημέρι που έπιαναν δουλειά τα air condition. Στην πλάτη του γραφείου ο πεζόδρομος της Δελφών. Τραπεζάκια χωμένα κάτω από τα δέντρα, και νεοκλασικά σε ρόλο ξεναγού, για τη γενιά μας. Εκεί ξοδεύαμε τα πρώτα μας λεφτά. Σε ραντεβού που μας έσκιζαν στα δύο, είτε έρχονταν στην ώρα τους είτε καθυστερούσαν. Φτιάχναμε τη γεωγραφία της ζέστης, ή η ζέστη έφτιαχνε τη δική μας γεωγραφία. Η ζέστη ήταν η αυτονόητη συνθήκη μας. Κανείς δεν παραπονιόταν τότε για τη ζέστη, είτε γιατί ήμασταν πολύ νέοι και δεν μας ενοχλούσε, είτε γιατί ο πυρετός μας ήταν πολύ υψηλός και η ζέστη μπροστά του δεν φτουρούσε, είτε γιατί στην πραγματικότητα η ζέστη δεν ήταν τόσο βαριά.

Ζήσαμε όμως και καύσωνες, σε σπίτια χωρίς aircondition, εννοείται. Στο μικρό σπίτι του Ν. Κόσμου με ένα ψεκαστικό στο χέρι, σαν αυτά που είχαν οι νοικοκυρές για να ψεκάζουν τα ρούχα στο σιδέρωμα, ψεκαζόμουν μέσα στη νύχτα. Με τη ζέστη να τρυπώνει από τις γρίλιες μαζί με τα φώτα του δρόμου, που ποτέ δεν άφηναν τη νύχτα να μπει (όπως είχα συνηθίσει να μπαίνει η νύχτα στα σπίτια της παιδικής μου ηλικίας).

Ζούσα χωρίς νύχτα. Και, εννοείται, αναγκαστικά χωρίς τη δροσιά που φέρνουν οι κήποι. Το προτιμούσα όμως. Ποτέ δεν νύχτωνε. Υπήρχε παντού κόσμος και φώτα. Πλατείες, τραπεζάκια έξω, πλήθος χυμένο έξω από τα μαγαζιά, μουσικές χυμένες παντού. Άρπαζες όποια ήθελες από τ’ ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων. Τότε όλα τα αυτοκίνητα περνούσαν με τα παράθυρα ανοιχτά, οι αέρηδες αλώνιζαν τους επιβάτες. Επιπλέον βαδίζαμε άφοβα, η πόλη ήταν φιλική, οι πόθοι διανυκτέρευαν, όμως ήξεραν να περιμένουν. Περίμεναν κι αυτοί, όπως εμείς. Αποκλεισμένοι εκουσίως πολύ συχνά στα σπίτια μας, σέρναμε το μακρύ καλώδιο του τηλεφώνου από δωμάτιο σε δωμάτιο, από το μπάνιο στην κουζίνα, έτοιμοι να το αρπάξουμε στο πρώτο κουδούνισμα, που τελικά δεν ερχόταν. Τότε αν περίμενες τηλεφώνημα, δεν έβγαινες από το σπίτι. Έμενες μουλιασμένος στον ιδρώτα και την προσμονή, ακουμπώντας κάθε τόσο το αυτί στη συσκευή για να ελέγξεις την καλή της λειτουργία, όπως κάνουν οι γιατροί με το στηθοσκόπιο στα σώματα των ασθενών τους. Ήμασταν παιδιά της υπομονής. Υπομονετική όμως (αν θυμάμαι καλά) ήταν και η ζέστη. Δυνάμωνε σταδιακά και με σύνεση. Με αυξομειώσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κορυφωνόταν τα μεσημέρια, τότε που βαδίζαμε σύρριζα στις πολυκατοικίες για λίγη σκιά, ακούγοντας τους τοίχους να γουργουρίζουν στο ρυθμό της λειτουργίας των λίγων κλιματιστικών της πόλης.

Μια πόλη που αγαπούσαμε το κέντρο της, το εγκαταλείπαμε όμως το ίδιο πρόθυμα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Παραλιακή το όνομα της απόδρασης. Σημειωτόν για χιλιόμετρα. Το πρώτο μπάνιο μέσα στο όχημα. Το δεύτερο βουτιά σε χλιαρό νερό, με το αντηλιακό να γυαλίζει στην επιφάνεια σαν πετρελαιοκηλίδα. Μα δε μας ένοιαζε. Όταν είσαι νέος γίνεσαι αγοραίος. Ειδικά, άμα έρχεσαι από την επαρχία. Τότε το πανηγύρι σου είναι ο κόσμος. Ακόμα και στην πετρελαιοκηλίδα μέσα. Ο εστετισμός έρχεται όταν καταλαγιάσει η σκόνη. Όταν καταλαγιάσει η πείνα για τον κόσμο και όλα τα καινούργια του. Και τότε, στα καλοκαίρια της πόλης, αρχίζεις να ζεσταίνεσαι τρελά. Ανυπόφορα. Επειδή άλλοι είναι αυτοί που έχουν πάρει τη θέση σου στα όνειρα. Και στα τακούνια.