Life in Athens

POTIROPOULOS+PARTNERS: Η αρχιτεκτονική της «επόμενης μέρας» στην Αθήνα

Πώς ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Ποτηρόπουλος έχει συλλάβει την «αναγέννηση» της πρωτεύουσας
Φίλιππος Κόλλιας
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ POTIROPOULOS+PARTNERS, ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ «ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Η Αθήνα ζει μια «αναγέννηση» μέσα από την αναβίωση κτιρίων–ορόσημων και την δημιουργία νέων σύγχρονων. Τι πρέπει να προσεχθεί για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, που όλοι γνωρίζουμε;

Η πολεοδομική ενότητα της Αθήνας έχει δομή διάσπαρτης πόλης, ενώ χαρακτηρίζεται από περιορισμένους χώρους πρασίνου και μεγάλη πυκνότητα δόμησης. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 εκσυγχρόνισαν σε κάποιο βαθμό τον αστικό χώρο, κυρίως σε ότι αφορά το οδικό δίκτυο και τα μέσα σταθερής τροχιάς, ωστόσο η κρίση μετά το 2010 ανέστειλε την οικονομική δυναμική και κατ’ επέκταση όξυνε τα αστικά προβλήματα.

Αναρωτιέται κανείς αν είμαστε σε θέση σήμερα να συζητήσουμε για μια γενικότερη αντίληψη σχετικά με τις προτεραιότητες, την οργάνωση, την λειτουργία και την σύγχρονη αστική και αρχιτεκτονική εικόνα της Αθήνας για το μεσοπρόθεσμο και απώτερο μέλλον; Το τελικό ερώτημα έχει διατυπωθεί επανειλημμένα στο παρελθόν: Υπάρχει μια συνεκτική ιδέα, ένα μακροπρόθεσμης διάρκειας «όραμα» για την ελληνική πρωτεύουσα ως πολεοδομική αλλά και κοινωνική-οικονομική-πολιτισμική οντότητα;

Ποια θα ήταν μια πρώτη απάντηση; Ζητήματα, όπως η ανάπλαση του κέντρου της πόλης, η ανανέωση του κτιριακού αποθέματος και μαζί της αρχιτεκτονικής του εικόνας, επίσης η περαιτέρω ανάπτυξη των μέσων σταθερής τροχιάς και του οδικού δικτύου, ακόμη η διαχείριση του θαλάσσιου μετώπου, της λεγόμενης «Αθηναϊκής Ριβιέρας», και παράλληλα η δημιουργία του συγκροτήματος του Ελληνικού, καθώς και η σχέση του με το υπάρχον αστικό σύνολο της Αττικής, θα μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά το μέλλον της πόλης μας. Με την προϋπόθεση ότι όλες αυτές οι παρεμβάσεις δεν θα είναι αποσπασματικές, αλλά ενταγμένες σε έναν ενιαίο στρατηγικό σχεδιασμό για το λεκανοπέδιο.

Ποια είναι η αρχιτεκτονική της επόμενης ημέρας για την Αθήνα κατά τη γνώμη σας;

Η Αθήνα δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει ελκυστικούς πόλους-αστικούς πυκνωτές που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σταδιακά σε μια ευρύτερη αναμόρφωση και τελικά αναβάθμιση του αστικού και αρχιτεκτονικού της τοπίου. Αντίθετα, χρόνο με το χρόνο το κέντρο της αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο από κτίρια ιστορικής αξίας και συμβολικής προβολής. Μέχρι τώρα τουλάχιστον.

Η σημερινή ιδιαιτερότητα που βιώνουμε στον χώρο της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, συγκριτικά με πιο προηγμένες χώρες, σχετίζεται με μια βαθιά ριζωμένη «αμφιθυμία» ή «άγνοια» που συντηρείται στην ελληνική κοινωνία αναφορικά με την ουσία της αρχιτεκτονικής και βέβαια με το τι ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται ως νεωτερικότητα.

Τα αξιολογικά κριτήρια αμβλύνονται συνεχώς καθώς συνήθως προβάλλεται κάθε τι της μόδας, κοσμικό, και συχνά κιτς. Ανακυκλώνεται έτσι μια «κρατούσα άποψη» που έχει να κάνει με το ντόπιο «γούστο», το οποίο διαμορφώνει τελικά ότι βλέπουμε γύρω μας. Και που τελευταία «εμπλουτίζεται» με μια «έκρηξη» «φουτουριστικών» αρχιτεκτονικών projects, όπως τα αποκαλούν -προσπάθειες εντυπωσιασμού θα τις έλεγα εγώ- που παρακολουθούμε να κτίζονται. Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα την αρχιτεκτονική μας πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε το καινούργιο και καινοτόμο που να είναι χτισμένο, υπαρκτό. Που να μπορεί να προκαλέσει αληθινά ρήγματα στην στερεοτυπική εικόνα της ελληνικής πόλης. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες και δεν επαρκούν.

Μέσα σε όλα αυτά μας απασχολεί -γενικότερα, δεν στέκομαι μόνο στην αρχιτεκτονική που παράγεται στην Ελλάδα- το πως θα εξελιχθεί το δίπολο, ανάμεσα στην προηγμένη τεχνολογία, που ανοίγει νέους δρόμους στον χώρο της αρχιτεκτονικής, και στην ανάγκη μας, προκειμένου η ζωή μας να γίνει πιο ανθρώπινη, να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχετυπικές πλευρές του σχεδιασμού που πλέον έχουμε σχεδόν ξεχάσει, όπως είναι η σχέση μας με την φύση. Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα δύο αυτά «άκρα» μοιάζει να συγκρούονται, όμως θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να συνυπάρξουν. Αν χαθεί η ισορροπία αυτή, διακυβεύονται πολλά. Όπως και αν έχει, πάντως, η διατύπωση τεκμηριωμένων αξιολογικών εκτιμήσεων για την προοπτική της αρχιτεκτονικής, και αντίστοιχα της Αθήνας, του μέλλοντος, δεν είναι κάτι εύκολο.

Οι ελληνικές πόλεις έχουν μια μεγάλη ιστορία και κληρονομιά. Πώς μπορεί η σύγχρονη αρχιτεκτονική να τις κάνει καλύτερες;

Ο εγχώριος δημόσιος νομοθέτης και εργοδότης θα έπρεπε να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των αρχιτεκτονικών ιδεών, όπως συμβαίνει σε άλλα κράτη, εντούτοις η ελληνική πολιτεία αγνοεί επιδεικτικά την χρησιμότητα τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής αρχιτεκτονικής.

Αξίζει εδώ να αναφερθώ σε δυο ενδεικτικά παραδείγματα:

Ήδη από τον 12ο αιώνα, οι Ιταλοί είχαν θεσπίσει αυστηρούς κανόνες για τον έλεγχο της οικοδομικής δραστηριότητας. Πολύ αργότερα, γύρω στο 2000, η ιταλική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα ένα φιλόδοξο σχέδιο νόμου με τίτλο «Νόμος-Πλαίσιο για την Αρχιτεκτονική Ποιότητα», που διαπραγματευόταν θεσμικά την πολιτισμική σημασία της αρχιτεκτονικής και την σχέση της με την κοινωνία και το περιβάλλον. Μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, που δυστυχώς έμεινε στα χαρτιά, προέβλεπε μαθήματα στα σχολεία σχετικά με την περιβαλλοντική, πολεοδομική και αρχιτεκτονική κουλτούρα, την αναγνώριση εκ μέρους της πολιτείας της ιδιαίτερης αξίας ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου, την βράβευση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών που προωθούν την πραγματοποίηση σημαντικών αρχιτεκτονημάτων, κ.α.

Στο δεύτερο παράδειγμα, η σύγχρονη σκανδιναβική αρχιτεκτονική, χωρίς να υιοθετεί έναν «φολκλόρ» μανιερισμό, καταφέρνει να συμπεριλάβει στο λεξιλόγιό της το τοπικό ιδίωμα με έναν εκσυγχρονιστικό τρόπο. Αρνείται να ταυτιστεί με τις επιταγές της διεθνούς μόδας, με ότι αυτή θεωρεί must και επιχειρεί να επιβάλει, ενώ τοποθετείται κριτικά απέναντι στον μοντερνιστικό ελιτισμό. Σε ένα πλαίσιο ανανεωτικής τυπολογικής και μορφολογικής γλώσσας διεκδικεί τη δική της πολιτισμική αυτονομία και ταυτότητα. Όλα αυτά, πάντοτε, σε μια αντίληψη ευελιξίας και ρεαλισμού, αλλά και πρωτότυπης χρήσης των παραδοσιακών υλικών και κατασκευαστικών μεθόδων, αρμονικά συνδυασμένων με τις αντίστοιχες σύγχρονες.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η αρχιτεκτονική σε άλλες χώρες αποτελεί όχημα ευημερίας και κοινωνικής και πολιτισμικής χειραφέτησης. Που αντιστέκεται στην μόδα, στην ομοιογενοποίηση και στην άγονη επανάληψη, ενώ ταυτόχρονα απορροφά και αξιοποιεί τις νεωτερικές τάσεις. Στην επιτυχία αυτή δεν συμβάλλει μόνον η ποιοτική κουλτούρα των κοινωνιών τους, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως ο θεσμός των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, που αποτελεί τρέχουσα πραγματικότητα, τα υψηλού επιπέδου πανεπιστήμιά τους, τα μουσεία τους, και αντίστοιχα οι εκδηλώσεις αρχιτεκτονικής, ο αρχιτεκτονικός τύπος που διατηρεί άριστο επίπεδο, και κυρίως η συλλογική ταύτιση αντιλήψεων ως προς τους κανόνες διαχείρισης του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, τόσο του χτισμένου όσο και του φυσικού.

Η σχεδιαστική φιλοσοφία της Potiropoulos+Partners αποτελείται από μια καινοτόμα αρχιτεκτονική, βασισμένη στη δημιουργικότητα, στην έρευνα και στον σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος. Ποια η σημασία της αειφορικής αρχιτεκτονικής και πώς μπορεί αυτή να συμβάλλει στη βιώσιμη ανάπτυξη;

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο μαθηματικός John von Neumann είχε μιλήσει για διαρκώς επιταχυνόμενη πρόοδο της τεχνολογίας και για αλλαγές στη λειτουργία του ανθρώπινου βίου. Αλλαγές, που δίνουν την εντύπωση ότι προσεγγίζεται μια «ουσιώδης μοναδικότητα» στην ιστορία της ανθρώπινης φυλής, πέραν της οποίας οι ανθρώπινες υποθέσεις, όπως τις ξέρουμε, δεν θα υφίστανται. «Τεχνολογική μοναδικότητα» -technological singularity- κατά τον Neumann, ονομάζεται η εμφάνιση μιας υπερευφυΐας με τεχνολογικά μέσα, της οποίας οι δυνατότητες θα είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητές από τον άνθρωπο. Η εμφάνιση μιας τέτοιας «τεχνολογικής μοναδικότητας» αντιμετωπίζεται ως ένας διανοητικός ορίζοντας γεγονότων, πέραν του οποίου οι εξελίξεις δεν μπορούν να προβλεφθούν.

Είναι εύκολο, νομίζω, να κάνουμε τις ανάλογες προβολές και στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Ενόψει των εξελίξεων αυτών, το κρίσιμο θέμα που θα έπρεπε να απασχολεί είναι το να τεθεί ως πρωταρχικό αίτημα-ερώτημα η προοπτική της σχέσης της αρχιτεκτονικής με τον πολιτισμό, την κοινωνία και την φύση, υπό τη συγκεκριμένη όμως οπτική. Δηλαδή, τόσο ως προς το πως μπορούμε να κάνουμε αρχιτεκτονική στην εποχή μας, για την εποχή μας, και με τα μέσα της εποχής μας, όσο όμως και ως προς την επανεξέταση ζωτικής σημασίας ζητημάτων που σχετίζονται με αρχετυπικές ανθρώπινες ανάγκες -βλέπε «επιστροφή στη φύση»- και επαγωγικά με την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.

Η Αθήνα αλλάζει. Πώς θα επηρεάσει την Αττική η αστική ανάπλαση μέσα από τις μεγάλες επενδύσεις;

Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα…

Η ιστορικότητα των κέντρων τους και κατά συνέπεια η δυνατότητα ανάκλησης της μνήμης είναι αυτά που συνήθως μας γοητεύουν στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το ότι η πόλη, δηλαδή, έχει κάτι να μας διηγηθεί, αφενός μέσα από την πολεοδομική της δομή και αφετέρου μέσω των κτιρίων της, προσφέροντας στον επισκέπτη ένα μοναδικό ταξίδι στο χρόνο. Η έννοια του ιστορικού κέντρου αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα κάθε βιώσιμου πολεοδομικού σχηματισμού για λόγους θεσμικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς.

Στον αντίποδα όλων αυτών το πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας είναι ακριβώς ότι στερείται ταυτότητας, καθώς αναπτύχθηκε χωρίς ισχυρό ιστορικό πυρήνα. Η ελληνική πρωτεύουσα δεν είναι σε θέση να μας ταξιδέψει στο παρελθόν της, εδώ η ιστορική μνήμη είναι αδύναμη, σχεδόν κάθε απτό ίχνος της έχει, ή κινδυνεύει να χαθεί. Το πρόβλημα βέβαια είναι παλιό. Ήδη στην πρώτη περίοδο της πόλης μας μετά το 1833 κατεδαφίστηκαν εκατοντάδες υστεροβυζαντινές εκκλησίες, μοναδικό αποτύπωμα της μετακλασικής ιστορικής μνήμης. Τα λίγα αξιόλογα δημόσια κτίρια που ανεγέρθηκαν -όπως η Βουλή, τα Ανάκτορα, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο- δεν στάθηκαν ικανά να συγκροτήσουν ένα αναγνωρίσιμο και συνεκτικό αστικό κέντρο.

Πολύ αργότερα, στην μεταπολεμική Αθήνα, το κύριο βάρος της οικοδόμησης αφέθηκε στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία και στην αυθαίρετη στέγαση, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το σύστημα της αντιπαροχής γιγαντώθηκε, ενώ ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε σε μικρής κλίμακας έργα ή σε διορθωτικές παρεμβάσεις. Με μαζικό τρόπο, νεοκλασικά και παραδοσιακά κτίρια θυσιάστηκαν στο βωμό της οικοπεδοποίησης. Το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας μετά τη δεκαετία του ’70 πολύ λίγο θυμίζει πλέον την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ο δε σημερινός χαοτικός αστικός σχηματισμός των περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη «μετάπολη» που καμία σχέση δεν έχει με τις υπόλοιπες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα προβλήματα της Αθήνας, και κάθε ελληνικής πόλης, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από τις μεγάλες ή μικρότερες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά και με πρωτοβουλίες του κράτους, και βέβαια αλλαγή της συλλογικής νοοτροπίας και κουλτούρας, όπως στα παραδείγματα της Ιταλίας και των σκανδιναβικών χωρών που ανέφερα πριν.

Το λεγόμενο Project X, δηλαδή η σύνθετη ανάπτυξη -Ερευνητικό, Εκπαιδευτικό, Συνεδριακό και Αθλητικό Κέντρο- της ΕΛΠΕΝ στο Επιχειρηματικό Πάρκο των Σπάτων, που σχεδίασε το γραφείο σας, είναι πρωτοποριακή και μοναδική για την χώρα μας. Τι σας απασχόλησε κατά τον σχεδιασμό της, με ποιο τρόπο θεωρείτε ότι υπερβαίνει την συνήθη αρχιτεκτονική προσέγγιση;

Το νέο συγκρότημα της ELPEN, που είναι υπό κατασκευή, δίνει την ευκαιρία να εξεταστούν σχέσεις που εισάγονται στον σχεδιασμό από άλλες, πιο «ελαστικές» μορφές οργάνωσης. Τα μέρη πλέκονται μεταξύ τους, αφού έχει προηγηθεί μια διαδικασία ιεράρχησης σύμφωνα με τις λειτουργίες που εξυπηρετούν. Στην αρχιτεκτονική «ιδέα» τα επί μέρους συνδυάζονται με τρόπο ώστε οι δημιουργούμενες συνδέσεις να μπορούν να χαρακτηριστούν ευέλικτες.

Στην ίδια λογική εντάσσεται και η μίξη των χρήσεων, αφενός των ενοτήτων του Ερευνητικού και Εκπαιδευτικού, που είθισται να συνυπάρχουν, αφετέρου του Συνεδριακού, και ειδικότερα του Αθλητικού, που εισάγουν μια διαφορετική αντίληψη ως προς την προγραμματική ποικιλία. Ώστε να δημιουργηθεί μια εγκατάσταση σύγχρονη και λειτουργικά σύμμεικτη, όπου οι άνθρωποι θα εργάζονται, θα οργανώνουν εκδηλώσεις, θα αθλούνται και θα περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Η χωρική εμπειρία θα ολοκληρώνεται μέσα από την διαδραστική σχέση που θα αναπτύσσουν οι χρήστες με τις εγκαταστάσεις του συγκροτήματος, αλλά και μεταξύ τους, είτε κατά την εργασία τους, είτε παρακολουθώντας πολιτιστικά δρώμενα ή έναν αγώνα ποδοσφαίρου, ή ακόμη πίνοντας απλά ένα φλιτζάνι καφέ.

Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική που υπερβαίνει την καθιερωμένη προσέγγιση της τυπικής κτιριολογικής οργάνωσης, διαπραγματευόμενη με τις θεμελιώδεις έννοιες της «εξέλιξης» και της «ευελιξίας».

Έχετε βραβευτεί επανειλημμένα σε εθνικούς και διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ενώ έχετε τιμηθεί και με σημαντικές διεθνείς διακρίσεις. Τι σημαίνει για εσάς επιτυχία;

Επιτυχία, και ευτυχία, είναι να σου αρέσει αυτό που κάνεις, και επίσης ο τρόπος που το κάνεις.

Η πρωτοτυπία είναι ζητούμενο στον τρόπο που σχεδιάζετε;

Η εμμονική αναζήτηση της πρωτοτυπίας είναι μάταιη, όχι όμως η διερεύνηση «νέων» δρόμων. Προϋπόθεση της πρωτοτυπίας, ή καινοτομίας πιο σωστά, είναι να μπορούμε να απαλλαγούμε από ιδεοληψίες, από τις συνήθειες και τους αυτοματισμούς μας, απ’ ότι μας είναι εύκολο. Να θέλουμε να πειραματιστούμε.

Το νεωτερικό στοιχείο είναι όντως ένα από τα ζητούμενα στη δουλειά μας. Να εξηγήσω όμως με ποιόν τρόπο:

Να θυμηθούμε ότι θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας, που είχε τις απαρχές της στον διαφωτισμό όπως ξέρουμε, είναι η αυτοδιάθεση και αυτονομία του υποκειμένου που ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης της ετερότητας. Η νεωτερικότητα κατάφερε να κερδίσει τη μάχη με την παράδοση από την στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι το ιστορικά κληρονομημένο δεν μας προσφέρεται τελεσίδικα, αλλά πάντοτε υπόκειται σε επανεξέταση και αναθεώρηση. Ως ιδέα, η νεωτερικότητα οφείλει τη διάρκειά της στην αυτοαμφισβήτησή της, στην συνεχή επανερμηνεία του παρελθόντος.

Αυτό που θέλω λοιπόν να πω είναι ότι ο αρχιτέκτονας δεν αναπαράγει κάτι παλαιότερο, τα έργα του κοιτούν προς τα εμπρός, η ίδια η ζωή μας εξελίσσεται. Υπό αυτή την έννοια μοιάζει παράδοξο να μην τον απασχολεί αυτό που έρχεται αύριο.

Με 30 χρόνια εμπειρία, και την συμμετοχή πλέον και του Ρήγα Ποτηρόπουλου, του γιου σας, η Potiropoulos+Partners απευθύνεται σήμερα στην παγκόσμια αγορά. Μπορείτε να μας περιγράψετε πώς δουλεύετε εσείς και η ομάδα σας όλα αυτά τα χρόνια; Πώς κάνετε αρχιτεκτονική;

Ο μέσος άνθρωπος ίσως νομίζει ότι ο αρχιτέκτονας είναι μόνος, ότι εμπνέεται, ότι οραματίζεται ιδέες και μετά δημιουργεί στο χαρτί ή μπροστά στον υπολογιστή του. Όμως η πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Το αρχιτεκτονικό επάγγελμα είναι ιδιαίτερα απαιτητικό, σύνθετο και πολυμορφικό. Η δουλειά του αρχιτέκτονα προσομοιάζει όλο και περισσότερο με εκείνη του σκηνοθέτη, η σύλληψη και παραγωγή ενός αρχιτεκτονικού έργου προϋποθέτει την συνεργασία μιας ολόκληρης ομάδας. Χωρίς φαντασία, έμπνευση και δημιουργικότητα δεν μπορείς να συνθέσεις, ωστόσο απαιτούνται και πολλά άλλα ταλέντα και δεξιότητες, που προσφέρει αυτή η ομάδα, προκειμένου να κάνεις αρχιτεκτονική.

Όπως λένε, όπου κοιτάς πας. Ισχύει και στην αρχιτεκτονική. Αυτή η γενική «οδηγία» μπορεί συνοπτικά να περιγράψει έναν κανόνα που βοηθάει στην χάραξη ενός αφηγήματος, το οποίο με την σειρά του είτε γεννά είτε γεννιέται από έναν χρόνο που σχετίζεται με την ψυχή του ανθρώπου, με ότι δηλαδή έχουμε μέσα μας την συγκεκριμένη «στιγμή». Και ο άνθρωπος, ανάλογα με την κουλτούρα που δημιούργησε ή που τον δημιούργησε, περνά από το κλασικό στο αναγεννησιακό, στο μπαρόκ, στο νεοκλασικό, στο μοντέρνο, στο μεταμοντέρνο, χωρίς να μπορεί να αποφύγει διαχρονικές αξίες που τελικά παραπέμπουν σε αταβιστικά προτάγματα. Όπως όμως και να «δεις» τον χρόνο, ξαναγυρίζεις στην παιδική σου ηλικία, δηλαδή στο παιχνίδι αναζήτησης της αλήθειας σου, αυτού που φαντασιώνεσαι, μέσω του οποίου φανερώνεσαι στον κόσμο ή αφανίζεσαι από αυτόν. Το «παιχνίδι» αυτό είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη ωρίμανσής σου.

Ποια είναι τα πιο χαρακτηριστικά έργα της Potiropoulos + Partners στην Αθηναϊκή Ριβιέρα;

Το “The Wave”, η Μαρίνα του Φλοίσβου, το Elysium, το “The Sea-Through Effect”, επίσης η Villa Π, το “Horizontal Folds”, το “Τhe Helix” και το “Cube-2” είναι ορισμένα από αυτά.

Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη πρόκληση για την αρχιτεκτονική του μέλλοντος; Και ειδικότερα στη χώρα μας;

Μήπως βρισκόμαστε στο κατώφλι της μετα-παγκοσμιοποίησης; Αναρωτιέμαι… Θα μπορούσε δυνητικά η ρητορική του genius loci να επανακάμψει στην αρχιτεκτονική και, εάν ναι, με ποια χαρακτηριστικά; Υπάρχει το ενδεχόμενο η πλουραλιστική ετερογένεια των τελευταίων δεκαετιών να αποτελέσει παρελθόν; Η συζήτηση περί αρχιτεκτονικής και δημοκρατίας επίσης; Να επιστρέψουμε σε έναν «κριτικό» ή σκέτο «τοπικισμό» νέου είδους; Ποιες θα ήταν ακόμη οι επιρροές που θα μπορούσαν να ασκήσουν στην αρχιτεκτονική το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, όπως τυχόν θα εξελιχθεί μελλοντικά, ή η συνεχιζόμενη δημογραφική γήρανση της Δύσης, ή η ενίσχυση της ακροδεξιάς πολιτικής; Ή η ραγδαία περιβαλλοντική αλλοίωση;

Βρισκόμαστε σε μία καμπή, καθώς ζούμε την διαρκώς επιταχυνόμενη πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, η οποία όπως φαίνεται θα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας. Ταυτόχρονα βιώνουμε τις πρώτες δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ζητούμενο είναι μία «νέα νεωτερικότητα». Ένας «νέος» τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων. Η «νεωτερικότητα» όμως εμπεριέχει την «κουλτούρα του ρίσκου», μια έννοια που δεν συναντάται σε συντηρητικές κοινωνίες, γιατί προϋποθέτει πολλαπλότητα επιλογών και όχι ανεξέταστη αποδοχή. Το βλέπω δύσκολο οι Έλληνες να «πρωταγωνιστήσουμε» σ’ αυτό το πέρασμα σε έναν νέο κόσμο που βλέπουμε να έρχεται.

Ποια είναι η σχέση σας με την Αθήνα; Πώς βλέπετε εσείς το μέλλον της Αθήνας από την πλευρά του αρχιτέκτονα;

Την Αθήνα την αγαπώ, είναι η πόλη μου, αλλά άλλο θέμα είναι τα συναισθήματα και άλλο η πραγματικότητα. Η εξέλιξη της Αθήνας μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, και η σημερινή της κατάσταση αποκαλύπτονται πλέον με δραματικό τρόπο. Τα φιλόδοξα πολεοδομικά οράματα δεν είχαν τελικά κανένα αποτέλεσμα καθώς έμεναν ως συνήθως στα χαρτιά. Οι προσπάθειες περιορίστηκαν σε εξωραϊστικού χαρακτήρα επεμβάσεις, χωρίς σχέδιο, χωρίς πνοή, δεδομένης της αδυναμίας για μια συνολική ρύθμιση που θα ήταν σε θέση να αποδώσει στην ελληνική πρωτεύουσα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας βιώσιμης ευρωπαϊκής μητρόπολης. Η αρχιτεκτονική, από τη μεριά της, δεν είναι εύκολο να αναβαθμίσει από μόνη της την αθηναϊκή αστική εικόνα, καθώς τα κτίρια αποκτούν ρόλο μόνον όταν εντάσσονται σε ένα πολεοδομικά συγκροτημένο πλαίσιο. Πέρα όμως από όλα αυτά, η Αθήνα ακόμη και όταν της προσφέρεται η ευκαιρία, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει ελκυστικούς «πόλους» που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια ευρύτερη αναμόρφωση της αστικής της κατάστασης, και ταυτόχρονα, γιατί όχι, να τη διαφημίσουν διεθνώς.

Θέλουμε να λέμε ότι η Αθήνα είναι πόλη ευρωπαϊκή, όμως οι ευρωπαϊκές πόλεις διαμορφώθηκαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια με άλλους όρους. Αφενός με βάση τη δυναμική και την βούληση του δημόσιου τομέα και αφετέρου με την εξωστρέφεια και νεωτερικότητα του ιδιωτικού. Προέκυψε έτσι εκεί μια ποικιλία κτιριακών τύπων μοναδική, ολόκληρα σύνολα που αναδεικνύονται κυρίως επειδή ανήκουν σε θεματικές ενότητες, οι οποίες με την σειρά τους οδηγούν σε έναν ποιοτικά ανώτερο τρόπο που γίνεται αντιληπτή η πόλη. Καθώς όλα αυτά συνέβαιναν στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, η Αθήνα αποψιλωνόταν από τα στοιχεία μνήμης, όπως είπαμε πριν, για να ακολουθήσει η περίοδος της επίσημα αναγνωρισμένης «παραβατικότητας» και οι ατέλειωτες νομιμοποιήσεις αυθαίρετων οικισμών. Το ασυγκρότητο αυτό περιβάλλον, με την άναρχη συσσώρευση κατοικιών και τις ατελείς υποδομές, δεν συνιστά όμως «Πόλη». Αυτή είναι δυστυχώς η αλήθεια.

Potiropoulos+Partners: website, FacebookInstagram, LinkedIn