- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Μονή Καισαριανής και η «Τρύπια Εκκλησιά» στον Υμηττό
Το μεσημέρι κάθε Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η περιφορά του Επιταφίου, ο μοναδικός στην Αττική που βγαίνει με το φως της ημέρας
Μονή Καισαριανής στον Υμηττό: Η ιστορία της από τον 11ο αιώνα μέχρι σήμερα - Το όνομά της, τα κτίρια και ο επιτάφιος στην καρδιά του Αισθητικού Δάσους.
Η Μονή Καισαριανής, ένας από τους ωραιότερος βυζαντινούς ναούς της Αθήνας, βρίσκεται χωμένη στην καταπράσινη κοιλάδα στη δυτική πλαγιά του Υμηττού, μέσα σ' ένα τοπίο μοναδικού φυσικού κάλλους και γαλήνιας ομορφιάς και αποτελεί το πιο ξεχωριστό και γνωστό μνημείο του.
Το μεσημέρι κάθε Μεγάλης Παρασκευής οι Αθηναίοι έχουν την ευκαιρία να ζήσουν μία ανεπανάληπτη εμπειρία με την περιφορά του Επιταφίου, του μοναδικού στην Αττική που βγαίνει με το φως της ημέρας, η οποία αρχίζει από το Μοναστήρι και συνεχίζει στην καρδιά του δάσους ανάμεσα στα πεύκα, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια. Τα λουλούδια του Επιταφίου, σε πλήρη αρμονία με τα λουλούδια της φύσης, το ειδυλλιακό τοπίο, τα εγκώμια του επιτάφιου θρήνου, δημιουργούν ένα μοναδικό σκηνικό που κάνει τον επισκέπτη να ξεχάσει ότι βρίσκεται 7.5 περίπου χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης.
Η Μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα στα ερείπια, όπως λέγεται, αρχαίου ναού, αφιερωμένου στη θεά Δήμητρα. Όσον αφορά την προέλευση του ονόματός της, υπάρχουν αρκετές εκδοχές αρχίζοντας από τον Παυσανία που αφηγείται πως ο Πελασγός βασιλιάς Κελεός αφιέρωσε την κόρη του Σαισάρια στη λατρεία της θεάς Δήμητρας και η περιοχή που φιλοξενούσε το ιερό ονομάστηκε Σαισαριανή.
Μία άλλη υποστηρίζει ότι η ονομασία προέρχεται από τον ιδρυτή της Καισάριο ή τους Καίσαρες, Χριστόφορο και Νικηφόρο, που είχαν εξοριστεί στην Αθήνα από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία. Υπάρχει μία ακόμη, σύμφωνα με την οποία το όνομα οφείλεται σε εικόνα της Θεοτόκου από την Καισαρεία.
Η μονή αναφέρεται το 1208 σε επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών Βεράρδο, ως μοναστήρι Sancta Syriani και ίσως εκεί οφείλεται το μεταγενέστερο λαϊκό διάστιχο «στη Συργιανή σεργιάνι (= περίπατος) και στην Πεντέλη μέλι και στο Δαφνί κρύο νερό που πίνουν οι αγγέλοι».
Η ονομασία Καισαριανή εμφανίζεται για πρώτη φορά σε επιστολή που έστειλε, στις αρχές του 13ου αιώνα ο αυτοεξόριστος στην Κέα Μητροπολίτης Αθηνών, Μιχαήλ Χωνιάτης, προς τον ηγούμενο της μονής.
Η Μονή ήταν από την ίδρυσή της σταυροπηγιακή, δηλαδή υπαγόταν απευθείας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και έτσι παρέμεινε, εκτός από μικρά διαστήματα, μέχρι τον 18ο αιώνα οπότε προσαρτήθηκε στην Μητρόπολη Αθηνών. Καταλαμβάνει ένα οικόπεδο σε σχήμα τετραγώνου και όλα τα κτίριά της (κελιά μοναχών, λουτρώνας, καθολικό, τράπεζα) βρίσκονται γύρω από την κεντρική αυλή. Περιβάλλεται περιμετρικά από ένα οχυρωματικό τοίχο με αντηρίδες.
Στην νότια πλευρά του τοίχου δεσπόζει η διώροφη πτέρυγα με τα κελιά των Μοναχών, που ανάγονται στη μεταβυζαντινή περίοδο καθώς και ο τριώροφος Πύργος των Μπενιζέλων, ο οποίος τα χωρίζει σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Στον Πύργο στεγάστηκε η γνωστή οικογένεια Μπενιζέλου όταν το 1682 αναζήτησαν καταφύγιο στη Μονή για να σωθούν από την πανώλη που είχε πέσει στην Αθήνα.
Ο Λουτρώνας, σύγχρονος με το καθολικό (11ος αιώνας), ακολουθεί αρχιτεκτονικά τον τύπο λουτρώνων που αναπτύχθηκε και τελειοποιήθηκε από τους Ρωμαίους. Έχει ιδιαίτερη αξία γιατί είναι μοναδικός στην Ελλάδα, με εξαίρεση τον λουτρώνα στο Δερβενοσάλεσι του Κιθαιρώνα. Το κτίσμα, ένας τρίλοβος μονόκλιτος χώρος με τρούλο, είχε τριμερή διάταξη σύμφωνα με την διαρρύθμιση των ρωμαϊκών λουτρών με αίθουσα εφίδρωσης (tepidrium), χώρο για τα θερμά λουτρά (calidarium) και αντίστοιχο για τα χλιαρά (frigidarium). Στη μεταβυζαντινή περίοδο μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο και σήμερα είναι ορατές δύο μαρμάρινες μυλόπετρες από εκείνη την εποχή που βρίσκονται στον κεντρικό χώρο.
Ο ναός, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου, χτίστηκε στα τέλη του 11ου αιώνα ή αρχές του 12ου. Είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος, στηρίζεται σε 4 ρωμαϊκούς κίονες, χωρίς ραβδώσεις που τους στεφανώνουν ιωνικά κιονόκρανα και στην οροφή υπάρχει οκταγωνικός τρούλος με ένα παράθυρο στην κάθε πλευρά. Η τοιχοποιία του ναού έχει κατασκευαστεί κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα.
Ο νάρθηκας οικοδομήθηκε στον 17ο αιώνα και χωρίζεται από τον κυρίως ναό μ' έναν τοίχο με τρεις εισόδους. Αγιογραφήθηκε το 1682 από έναν Πελοποννήσιο λαϊκό ζωγράφο, τον Ιωάννη Ύπατο, με δαπάνες του γιου του Ιωάννη Μπενιζέλου. Οι τοιχογραφίες στον νάρθηκα παρουσιάζουν μία έντονη αφηγηματικότητα και αναφέρονται σε επεισόδια από τη νεαρή ηλικία της Παναγίας, καθώς επίσης και στις επτά παραβολές. Οι αρχικές τοιχογραφίες του κυρίως ναού έχουν χαθεί και αυτές που υπάρχουν σήμερα είναι των αρχών του 18ου αιώνα, έργο ενός μαθητευόμενου ζωγράφου.
Το παρεκκλήσι του Αγ. Αντωνίου προστέθηκε στον ναό την ίδια εποχή που προστέθηκαν ο νάρθηκας και το καμπαναριό (17ος αιώνας).
Απέναντι από το καθολικό, στη δυτική πλευρά του τοίχου, βρίσκεται ένα μακρύ και κομψό μεταβυζαντινό κτίσμα, το αποκαλούμενο Τράπεζα. Έχει δύο εισόδους και αποτελείται από τρεις χώρους: το μαγειρείο, την αποθήκη και την τραπεζαρία, όπου έτρωγαν οι μοναχοί μετά το τέλος της θείας λειτουργίας.
Στον αύλειο χώρο της Μονής υπάρχουν γλυπτά που προέρχονται από τη Μονή και την ευρύτερη περιοχή και χρονολογούνται από την αρχαιότητα έως τους νεώτερους χρόνους.
Από τις διάφορες μονές που κτίστηκαν τον 10ο και 11ο αιώνα στις πλαγιές του Υμηττού (Μονή Αστερίου, Μονή του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού, Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, Μονή Καρέα, Μονή Προφήτη Ηλία), η Μονή Καισαριανής ήταν η πιο γνωστή και η πιο πλούσια, χάρη στις μεγάλες και εύφορες εκτάσεις που είχε στην κατοχή της, στην παραγωγή του φημισμένου μελιού, στα φάρμακα που παρασκεύαζαν οι μοναχοί από τα ιαματικά φυτά και βότανα αλλά και στην απαλλαγή από κάθε είδους φορολογία καθ' όλη την πορεία της. Διέθετε δε πλουσιότατη βιβλιοθήκη και υπήρξε σπουδαίο πνευματικό κέντρο για την πόλη της Αθήνας.
Το 1458, μετά την κατάκτηση της Αττικής από τους Τούρκους και την έλευση του Μωάμεθ Β' στην Αθήνα, σύμφωνα με μία φήμη που διαδόθηκε τον 17ο αιώνα από έναν περιηγητή, ο ηγούμενος υποδέχθηκε τον Μωάμεθ στην πύλη της Μονής και του έδωσε το κλειδί της πόλης πάνω σε χρυσό δίσκο, εξασφαλίζοντας έτσι πλήρη φορολογική ατέλεια για το μοναστήρι.
Η Μονή έφτασε στο απόγειο της ακμής της γύρω στον 17ο αιώνα, προσελκύοντας και φιλοξενώντας πνευματικούς και καλλιεργημένους ανθρώπους της εποχής, με γνωστούς λόγιους και διδασκάλους των Σχολών της Αθήνας, να έχουν διατελέσει ηγούμενοι.
Όμως, από τον 18ο αιώνα άρχισε να μπαίνει σε μία φθίνουσα τροχιά, λόγω υπέρογκων χρεών από κακοδιαχείριση των ηγουμένων, με αποτέλεσμα να χάσει την αυτονομία της και το 1790 να προσαρτηθεί οριστικά στην Μητρόπολη, καταφέρνοντας όμως έτσι να σώσει την περιουσία της από τον τύραννο Χασεκή, ο οποίος την εποφθαλμιούσε.
Και μπορεί να γλίτωσε από την αρπακτική μανία του Τούρκου, αλλά όχι απ' αυτήν των ομόθρησκων, οι οποίοι την λεηλάτησαν, πούλησαν σπάνια βιβλία και χειρόγραφα σε περιηγητές και το μοναστήρι κατάντησε στάβλος για άλογα και αγελάδες.
Το 1822 η βιβλιοθήκη της μεταφέρθηκε, για μεγαλύτερη προστασία, στην Ακρόπολη, αλλά κατά τη διάρκεια της πολιορκίας από τους Τούρκους καταστράφηκε ολοσχερώς. Λέγεται δε ότι οι αγωνιστές κατέστρεψαν τα πολύτιμα χειρόγραφα για να φτιάξουν φυσίγγια, μια και αντιμετώπιζαν μεγάλη έλλειψη χαρτιού.
Η Μονή διαλύθηκε με το διάταγμα του 1833, επειδή συμπεριλήφθηκε στις 412 μονές που είχαν λιγότερους από 5 μοναχούς.
Μεταξύ 1952 και 1955 το συγκρότημα της Μονής της Καισαριανής αναστηλώθηκε με δαπάνη της Φιλοδασικής Ένωσης και επίβλεψη της Προέδρου Καίτης Αργυροπούλου, σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τότε ήταν που ο Τάσος Μαργαριτώφ ανέλαβε με μεγάλη επιτυχία να αποκαταστήσει τις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής.
Εξωτερικά της ανατολικής πύλης αναβλύζει πηγή μέσα από μία κεφαλή κριαριού, η αποκαλούμενη «Κοτς Μπασί», στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πιθανόν να πρόκειται για την αρχαία πηγή «Καλλία», η οποία τα αρχαία χρόνια ήταν τόπος προσκυνήματος καθώς πίστευαν ότι το νερό της είχε ιαματικές ιδιότητες και πρόσφερε ευγονία.
Διακόσια περίπου μέτρα νοτιανατολικά της Μονής υπάρχει ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά του βουνού αλλά και της Αθήνας, «... μια σπηλιά ωραία, στον βράχο τον θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, σχοίνους και αγριοδυόσμους...» όπως έγραφε ο Αλ. Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του «Το θαύμα της Καισαριανής». Πρόκειται για το παρεκκλήσι της Αναλήψεως, γνωστό ως «Αγίασμα» ή «Τρύπια Εκκλησιά», όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν. Και το όνομά της δεν είναι τυχαίο, μια και στην πραγματικότητα είναι ένα ανοικτό εκκλησάκι μέσα σε μία κοίλη σπηλιά, ανοικτό μέρα-νύχτα, όλες τις εποχές του χρόνου. Οι τοίχοι του είναι γεμάτοι εικόνες και αφιερώματα. Λέγεται ότι στη θέση του ιερού κατέληγε και ανέβλυζε νερό προερχόμενο από ένα υδραγωγείο που ήταν πιο ψηλά.
Όπως διαβάζουμε στον Παπαδιαμάντη, οι κάτοικοι πίστευαν ότι το νερό είχε θεραπευτικές ιδιότητες: «Κόσμος ένα πλήθος, γυναίκες ένα σωρό, άντρες πολλοί και παιδιά ένα μελίσσι, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, μερικοί άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, μισεροί και σακατεμένοι, βρίσκονταν εκεί και έκαναν το σταυρό τους. Το νερό ήταν δροσερό, γλυκό νερό, αγίασμα. Είχε μια μοσχοβολιά, που δεν ξαναέγινε».
Μία επίσκεψη στη Μονή Καισαριανής και στο πανέμορφο Αισθητικό Δάσος, με τα φιδωτά σκιερά μονοπάτια, τα γεμάτα χρώματα και αρώματα, μακριά από τους ήχους της πόλης, αλλά κοντά στους χαλαρωτικούς ήχους της φύσης, με στάση στο γραφικό δημοτικό αναψυκτήριο (στη θέση Καλοπούλα), αποτελεί μία καταπληκτική απόδραση για στιγμές γεμάτες ηρεμία και γαλήνη, για όλους όσοι θέλουν να πάρουν τα βουνά αλλά και να γνωρίσουν από κοντά τον αγαπημένο «Τρελλό» της Αθήνας.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Υμηττός χρησίμευε ως ένα μετεωρολογικό βαρόμετρο, με τους Αθηναίους να παρατηρούν την κορφή του για να δουν τι καιρό θα κάνει. Λόγω όμως των συνεχών μεταβολών και της αστάθειας που επικρατούσε εκεί ψηλά, έπεφταν συχνά έξω στις προβλέψεις τους και έτσι του χάρισαν το προσωνύμιο «Τρελλός».