- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Περικλής Κωνσταντινίδης: Το Παγκράτι μου
Ένα λεπτομερές, τρυφερό και άκρως διαφωτιστικό κείμενο για το παλιό Παγκράτι
Ο Περικλής Κωνσταντινίδης, βέρος Παγκρατιώτης κάποτε και σήμερα κάτοικος του μακρινού Καναδά, γράφει για το δικό του Παγκράτι.
Mετακομίσαμε στο Παγκράτι από του Παπάγου το 1966, όταν ήμουν ενός έτους και ο αδελφός μου αγέννητος. Στην αρχή σε ένα ρετιρέ στην οδό Πολεμοκράτους, που είναι παράλληλη της Αρχελάου. Το 1970 μετακομίσαμε σε ένα διαμέρισμα μιας νεόχτιστης πολυκατοικίας της οδού Νικοσθένους, πάνω από το άλσος. Το οικόπεδο που είχε χτιστεί η πολυκατοικία το είχε αγοράσει ο παππούς μου σαν επένδυση, όταν έφερε την οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα το 1920, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 δεν ασχολείτο κανείς μαζί του. Η οικογένεια ζούσε στη Νέα Σμύρνη – φυσικά. Μετά δόθηκε σαν αντιπαροχή και χτίσθηκε η πολυκατοικία που μεγάλωσα.
Όταν μετακομίσαμε στο νέο μας διαμέρισμα, ο κατήφορος της Νικοσθένους προς την Αρριανού ήταν χωματόδρομος. Χώμα και λακκούβες από τα νερά της βροχής. Μετά λίγο καιρό στρώθηκε με τσιμέντο με κυματισμούς, για να μη γλιστράνε τα λιγοστά αυτοκίνητα της εποχής, των οποίων τα ελαστικά και οι αναρτήσεις αγκομαχούσαν να ανέβουν την ανηφόρα της Νικοσθένους, που τότε ξεκινούσε από την Ευτυχίδου, δεν κατέληγε.
Μερικές από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω από το Παγκράτι, αρχές δεκαετίας ’70, είναι οι χωματόδρομοι γύρω απ’ την Πλατεία Μεσολογγίου. Οι δρόμοι χωρίς παρκαρισμένα αυτοκίνητα, που παίζαμε μπάλα και δεν ενοχλούσαμε κανέναν. Το γανωματίδικο στην πλατεία Παγκρατίου, εκεί που είναι σήμερα η Τράπεζα Πειραιώς, που πήγαινε η μητέρα μου τα μαχαίρια της κουζίνας για ακόνισμα. Κατσαρόλες, τηγάνια, εξαρτήματα της κουζίνας, τροχοί ακονίσματος, σκουριές, διαφημίσεις ειδών της δεκαετίας του ’50 παντού, κρεμασμένα απ’ τους τοίχους και αραδιασμένα και στοιβαγμένα στα πατώματα, παντού. Ένα μαγαζί βγαλμένο από φωτογραφίες του 19ου αιώνα.
Το γωνιακό μπακάλικο του Μπάκα, στην πλατεία Πλαστήρα, εκεί που είναι σήμερα το ζαχαροπλαστείο Αθηναϊκό, με τα τσουβάλια με τα όσπρια και το ρύζι γύρω από την είσοδό του, που μου άρεσε, σαν παιδάκι, να χώνω μέσα τα χέρια μου και να αισθάνομαι τα όσπρια και τα ρύζια σαν μικρές μπίλιες. Όλοι οι υπάλληλοι ντυμένοι με άσπρες ποδιές, σαν κι αυτές που φοράνε οι κρεοπώλες. «100 γραμμάρια φέτα και 3 αυγά, παρακαλώ».
Ο Γκοβάτσος, το κρεοπωλείο της οδού Ιπποδάμου, με το καλύτερο κρέας της περιοχής. Λίγο παρακάτω, το Ελλάς, καφενείο μυθικών διαστάσεων. Στο παιδικό μας μυαλό, στο Ελλάς σύχναζαν «μεγάλοι» και όταν περνούσαμε απ’ έξω σκύβαμε το κεφάλι και περπατούσαμε λίγο πιο γρήγορα για να το περάσουμε όσο το δυνατόν συντομότερα, λίγο φοβισμένοι και λίγο με ντροπή που δεν ήμασταν αρκετά μεγάλοι για να μπορέσουμε να καθίσουμε για μια πορτοκαλάδα.
Θυμάμαι το θέατρο και τον κινηματογράφο στο άλσος – που δεν υπάρχουν πια. Πηγαίναμε από την πίσω μεριά και βρίσκαμε τρύπες στο συρματόπλεγμα και χωνόμασταν για να δούμε ταινία τζάμπα. Οι υπεύθυνοι έβρισκαν τις τρύπες, τις έκλειναν, κι εμείς ψάχναμε για καινούργιες. Κάθε Δευτέρα, το καλοκαίρι, ο Ευγένιος Σπαθάρης είχε παράσταση καραγκιόζη. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Όλο το Παγκράτι ήταν εκεί. Στην τελευταία παράσταση της σεζόν είχε τον Γάμο του Καραγκιόζη, και στην είσοδο μοίραζαν καραμέλες – αντί για μπομπονιέρες. Ήταν ένα από τα highlights του καλοκαιριού.
Το καλοκαίρι μαζευόταν όλη η Αθήνα στο θέατρο του άλσους Παγκρατίου. Φασουλής, Παναγιωτοπούλου, Κοτανίδης, Αρζόγλου και οι λοιποί και λοιπές: το Ελεύθερο Θέατρο είχε τη μόνιμη έδρα του εκεί.
Το άλσος Παγκρατίου ήταν το λημέρι μας. Παίζαμε κρυφτό, παίζαμε μπάλα στον ακάλυπτο χώρο που υπήρχε παράλληλα της Σπύρου Μερκούρη, παίζαμε μήλα στην παιδική χαρά απέναντι από το 7ο Γυμνάσιο. Κάποια στιγμή φτιάχναμε «αυτοκίνητα», με σανίδες που παίρναμε από επιπλοποιεία της γειτονιάς και ρόδες που φτιάχναμε από ρουλεμάν, που βρίσκαμε πεταμένα στα συνεργεία, και κατεβαίναμε, χωρίς φρένα, τις κατηφόρες του άλσους και όποιον πάρει ο χάρος…
Το 1982 ο Δήμος αποφάσισε την αναβάθμιση του άλσους και μια μέρα άρχισαν να καταφτάνουν δεκάδες φορτηγά που κουβαλούσαν ζωντανή κοπριά, για λίπασμα, την οποία άδειασαν σε όλο το άλσος. Για ένα μήνα κανείς δεν μπορούσε να μπει στο άλσος και όσοι έμεναν 5 τετράγωνα γύρω γύρω δεν μπορούσαν να σταθούν την ημέρα ή να κοιμηθούν το βράδυ απ’ την έντονη μυρωδιά της κοπριάς. Όταν «χωνεύτηκε» η κοπριά, στρώθηκε παντού και φυτεύτηκαν νέα δέντρα και θάμνοι. Πριν από την «επιχείρηση λίπασμα», η βλάστηση του άλσους ήταν αραιή και καχεκτική. Η πυκνή βλάστηση που βλέπετε σήμερα είναι αποτέλεσμα εκείνης της μοναδικής πρωτοβουλίας που είχε ο δήμος. Έχουν περάσει 40 χρόνια και ελάχιστοι θυμούνται ότι για ένα μήνα το κέντρο του Παγκρατίου μετατράπηκε σε στάβλο που ζούσαν χιλιάδες αγελάδες με διάρροια, και η συνοικία έχει έναν από τους πιο πυκνούς πνεύμονες οξυγόνου της Αθήνας.
Οι κινηματογράφοι του Παγκρατίου ήταν η διασκέδασή μας τα Σαββατόβραδα, τότε που το σχολείο λειτουργούσε έξι μέρες την εβδομάδα. Το Μετάλλειον στην Ευτυχίδου ήταν και αίθουσα εκδηλώσεων, όπου έκανε κάθε χρόνο τη χριστουγεννιάτικη γιορτή του το δημοτικό που πήγαινα μέχρι την τρίτη τάξη. Το Παλάς, στο τέρμα, ήταν ο μεγαλύτερος κινηματογράφος, με θερινό σινεμά στην ταράτσα. Το Λητώ στη Φορμίωνος, το Παγκράτιο στη Δαμάρεως, η θερινή Όασις στην Πρατίνου, το Κορονέτ στη Φρύνης, το Μίνι Ρεξ στη Φορμίωνος και, φυσικά, το Πτι Παλαί στη Ριζάρη. Η πινακίδα «Καλό Καλοκαίρι - Ραντεβού τον Σεπτέμβριο» πάνω από την είσοδο του Πτι Παλαί σήμαινε την έναρξη του καλοκαιριού, εκείνη την εποχή, την προ κλιματισμού.
Θυμάμαι τα κίτρινα τρόλεϊ Alfa Romeo που ανεβοκατέβαιναν την Ευτυχίδου: όχι μόνο αυτά που αντικαταστάθηκαν το 1982 με εκείνα τα ελεεινά τετράγωνα ρωσικά, αλλά τα πιο παλιά, που ήταν σχεδόν κουκλίστικα, σαν τα παλιά τραμ της Λισαβώνας, με καμπύλο πίσω μέρος, και ξύλινες μπάρες μπροστά απ’ τα παράθυρα. Τους εισπράκτορες με τα μπλοκάκια των εισιτηρίων, σε 20 διαφορετικά χρώματα, κρατημένα με λαστιχάκια – 1 δραχμή η διαδρομή. Τρεις στάσεις στην Ευτυχίδου, μία στον Άγιο Σπυρίδωνα και μετά εγκαταλείπεις το Παγκράτι, σαν να βγαίνεις στην ανοιχτή θάλασσα: Καλλιμάρμαρο, Φωκιανός, Ζάππειο, Σύνταγμα.
Παίζαμε μπάλα στη γειτονιά – οι δρόμοι άδειοι, με ένα ή δύο αυτοκίνητα παρκαρισμένα. Καμιά φορά σπάγαμε με την μπάλα τη τζαμαρία του κομμωτηρίου στο ημιυπόγειο και ο πατέρας του ενόχου πλήρωνε μερικές δεκάδες δραχμές για καινούργιο τζάμι. Το καλοκαίρι και τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε να παίξουμε μπάλα στο προαύλιο του Καλλιμάρμαρου, κάτω από τις πιπεριές.
Σε εκείνο το σημείο, μπροστά από την αριστερή είσοδο του Καλλιμάρμαρου, βρήκα νωρίς το πρωί της Κυριακής 25 Νοεμβρίου 1973 μια παρέα 50άρηδων να συζητούν και να λένε «Έκανε πραξικόπημα ο Ιωαννίδης». Στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, μπροστά από το στάδιο, ήταν παρατεταγμένα τανκς και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Είχα ξυπνήσει νωρίς και είχα βάλει τη στολή μου του λυκόπουλου και είχα πάει στη λέσχη του 52ου Συστήματος Προσκόπων Ακροπόλεως που ήταν στην οδό Παυσανίου (τότε – μετά πήγαμε στην τοπική εφορία Παγκρατίου και στο κτίριο του ΣΕΠ στην Πλατεία Προσκόπων).
Κλειστή η λέσχη. Φοβήθηκα μην είχα αργήσει και περπάτησα ως το Καλλιμάρμαρο, που πηγαίναμε καμιά φορά για παιχνίδια αντί συγκέντρωσης στη λέσχη. Εκεί άκουσα για το πραξικόπημα και είδα τα τανκς. Έτρεξα πίσω στο σπίτι μας και μόλις βγήκα από το ασανσέρ άρχισα να φωνάζω «Μπαμπά, μπαμπά, ο Ιωαννίδης έκανε πραξικόπημα». Αφού τους εξήγησα πώς το ήξερα, ο καημένος ο μπαμπάς μου παρά λίγο να πάθει εγκεφαλικό, που «πήγε το παιδί μόνο του στα τανκς» ενώ η μητέρα μου γέλαγε.
Καμιά φορά μπαίναμε από την πίσω είσοδο του Καλλιμάρμαρου – τότε η πύλη της οδού Αρχιμήδους ήταν ανοιχτή και κανείς δεν ήλεγχε ποιος μπαίνει και βγαίνει – και ανεβαίναμε στον Αρδηττό, είτε για τρέξιμο ή για να δούμε χωρίς εισιτήριο παιχνίδια μπάσκετ (της Εθνικής ή τελικούς Ελληνικών διοργανώσεων). Πηδάγαμε πάνω στον μαρμάρινο τοίχο που χωρίζει τα διαζώματα από το άλσος του Αρδηττού, και καθόμασταν μαζί με τους θεατές, παιδάκια 10, 11 και 12 ετών τότε. Είδαμε την Εθνική Ελλάδος να παίζει εναντίον της ΕΣΣΔ και τον Κορωναίο να «ταπώνει» τον Τκατσένκο. Είδαμε τον Παναθηναϊκό να παραδίδει τα όπλα και να χάνει 110-68 από τον Ολυμπιακό στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος.
Στο ρετιρέ της πολυκατοικίας μας, στην οδό Νικοσθένους, έμενε ο λαογράφος Νέστορας Μάτσας, αδελφός του ηθοποιού Άρτεμη Μάτσα. Στο ρετιρέ της νέας, τότε, πολυκατοικίας στη γωνία του δρόμου μας, έμενε ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Δύο πολυκατοικίες από τη δικιά μας, η σκιτσογράφος της «Καθημερινής» Ελένη Σολομωνίδου-Μπαλάνου – η οποία πολύ με αντιπαθούσε γιατί έκανα φασαρία όταν παίζαμε μπάλα στον δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι της. Κάθε φορά που με πήγαινε η μητέρα μου μαζί της στον Θανόπουλο, στην οδό Αρριανού, εκεί που σήμερα είναι ένα φαρμακείο, βλέπαμε τον Γιάννη Βόγλη να κάνει βόλτα τα δύο τεράστια –για τα παιδικά μου μάτια– σκυλιά του.
Στη γωνία Φαίδρου και Παυσανίου, στο ρετιρέ της μεγάλης γωνιακής πολυκατοικίας, έμενε η νεότατη τότε Νόρα Βαλσάμη, με τον σύζυγο της, σκηνοθέτη Ερρίκο Ανδρέου. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει μέχρι τότε – μετά τη μητέρα μου, φυσικά. Μια φορά είχε κυλήσει η μπάλα στην κατηφόρα της Φαίδρου, και έτρεξα να την πιάσω. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει η Νόρα Βαλσάμη από την πολυκατοικία της, φορώντας μια κελεμπία με μεγάλο σχίσιμο και στις δύο πλευρές. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο, το σχίσιμο της κελεμπίας άνοιξε και είδα όλο της το πόδι. Μία από τις εντονότερες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.
Και βέβαια, γείτονάς μας ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Τα δύο αγαπημένα του στέκια ήταν ο περίφημος Μαγεμένος Αυλός, στην πλατεία Προσκόπων, και η ταβέρνα Καραβίτης, ειδικά το καλοκαίρι. Εκεί τον είδα τη μία και μοναδική φορά που τον είδα, με μια μεγάλη παρέα, στο πίσω μέρος της αυλής, κάτω από το υπόστεγο, ένα καλοκαιρινό βράδυ. Καθόντουσαν όλοι γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι, σαν την εικόνα απ’ τον Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι, με τον Χατζιδάκι στη μέση. Ο Καραβίτης τότε είχε τα καλύτερα κεφτεδάκια της Αθήνας, και το καλύτερο γιουβετσάκι. Γι’ αυτά τα δύο πιάτα πήγαιναν όλοι εκεί.
Το Πάσχα πηγαίναμε για Ανάσταση στον Προφήτη Ηλία, γιατί ο παππούς μου ήταν ένας απ’ τους ευεργέτες που χρηματοδότησαν την ανέγερση του ναού και ο μπαμπάς μου μας πήγαινε εκεί γιατί τη θεωρούσε οικογενειακή μας εκκλησία. Για τον επιτάφιο κατεβαίναμε στην πλατεία Πλαστήρα, εκεί που συναντιόντουσαν κάθε χρόνο οι επιτάφιοι του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Σπυρίδωνα και γινόταν, για μισή ώρα, του Κουτρούλη ο γάμος από την πολυκοσμία και την κοινή λειτουργία που έκαναν στην πλατεία οι δύο λιτανείες.
Στην Ευτυχίδου υπήρχε το ζαχαροπλαστείο «της Μαλάμως», και απέναντί του, στο τέλος της Νικοσθένους, το εργαστήριο του ζαχαροπλαστείου. Η κυρία Μαλάμω ήταν στο κατάστημα και ο σύζυγός της, ο κύριος Γιάννης, στο εργαστήριο. Η κυρία Μαλάμω ήταν ολοστρόγγυλη, με κοντά χέρια, και πάντα χτενισμένη και βαμμένη στην τρίχα. Ο κύριος Γιάννης δεν είχε ούτε μισό γραμμάριο πάχους πάνω του, ήταν πάντα καλυμμένος με αλεύρι και φορούσε μια λευκή ξεχειλωμένη φανέλα, που κρεμόταν από τους κοκκαλιάρικους ώμους του. Όταν έλεγαν οι Παγκρατιώτες «πέρασε απ’ τη Μαλάμω» εννοούσαν «πήγαινε να φέρεις ένα ραβανί». Είχε το καλύτερο ραβανί. Μοσχοβολούσε βούτυρο, ήταν γεμάτο θρυμματισμένα αμύγδαλα και «έπλεε» σε σιρόπι που μοσχοβολούσε πορτοκάλι και λεμόνι. Λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν αυτό το ραβανί. Όταν πηγαίναμε επισκέψεις σε συγγενείς, στον Ερυθρό Σταυρό, στην Καλλιθέα, στο Μεταξουργείο, στη Βούλα, περνάγαμε απαραιτήτως απ’ τη Μαλάμω για ραβανί.
Το μοναδικό μέρος για σουβλάκια στο κέντρο του Παγκρατίου εκείνη την εποχή ήταν ένα εστιατόριο που υπήρχε απέναντι από τον σημερινό Βενέτη, στην Ευτυχίδου. Ήταν κανονικό εστιατόριο, όχι σουβλατζίδικο, και νομίζω ότι λεγόταν Διεθνές. Όταν μας πήγαινε ο πατέρας μου πάντα παραγγέλναμε ποικιλία ντονέρ, που είχαν ελάχιστα μέρη τότε στην Αθήνα. Αυτό ήταν το κέρασμα που περιμέναμε, εγώ και ο αδελφός μου, από τον πατέρα μας, τις Κυριακές. Η μητέρα μου ποτέ μα ποτέ δεν ήρθε μαζί μας, γιατί δεν της άρεσαν τα σουβλάκια.
Το πιο γνωστό μαγαζί του Παγκρατίου ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο θρυλικός Λέντζος, τα τραπεζάκια του οποίου απλωνόντουσαν σε όλη τη νότια πλευρά της πλατείας Παγκρατίου. Καφετέρια-ζαχαροπλαστείο. Κατελάμβανε όχι μόνο όλο το πεζοδρόμιο, αλλά το ισόγειο των πολυκατοικιών, στις δύο γωνίες της Τελεσίλης. Ο Λέντζος έγινε στέκι για όλη την Αθήνα μετά το λανσάρισμα του νεσκαφέ στην ελληνική αγορά, γύρω στο 1970. Έφτιαχνε τον καλύτερο φραπέ της Αθήνας. Μάλιστα, η ατραξιόν του ήταν ο μέτριος φραπέ, για τον οποίο ο αστικός μύθος έλεγε ότι χρωστούσε τη γεύση του στο ότι έσπαγαν ένα ωμό αυγό μέσα στο ποτήρι και χτυπούσαν τον καφέ μαζί με το αυγό. Μόνο στον μέτριο φραπέ αυτό. Πολύ αμφιβάλλω εάν αυτό ήταν αλήθεια. Όμως, όλοι το πίστευαν. Στον Λέντζο γινόταν κάθε μέρα χαλασμός και μάχη για ένα τραπέζι. Μπορεί να πει κανείς ότι το Ντα Κάπο της δεκαετίας του 1970 ήταν ο Λέντζος της πλατείας Παγκρατίου.
Το Παγκράτι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η αστική Αθήνα αγόρασε δύο αυτοκίνητα και μετακόμισε στην Κηφισιά και τη Γλυφάδα, ήταν μια γειτονιά ένα τέταρτο με τα πόδια από την πλατεία Κολωνακίου και 20 λεπτά απ’ την πλατεία Συντάγματος, στην οποία ζούσαν καλλιτέχνες, επαγγελματίες, επιστήμονες, δημόσιοι υπάλληλοι κ.λπ. που δεν μπορούσαν να ζήσουν στο Κολωνάκι αλλά ζούσαν στην επόμενη γειτονιά, και πήγαιναν παντού με τα πόδια ή με το τρόλεϊ.
Για πολλά χρόνια το Παγκράτι παρήκμασε. «Πνίγηκε» στα αυτοκίνητα. Τα λίγα παλιά σπίτια αφέθηκαν να ρημάξουν, δεν έγιναν παρεμβάσεις ανανέωσης των υποδομών. Οι παλιοί αστοί κάτοικοι του είτε απεβίωσαν ή μετακόμισαν. Μεταξύ τους κι εγώ και ο αδελφός μου και σχεδόν όλοι οι παιδικοί μας φίλοι. Όμως παραμένουν μερικά ορόσημα που θυμίζουν σε όσους μεγάλωσαν εκεί τα παιδικά τους χρόνια: το 7ο στη Σπύρου Μερκούρη, ο Μαγεμένος Αυλός και ο Καραβίτης, η Πλατεία Μεσολογγίου, σχεδόν απαράλλακτη, ο Αρδηττός, και το Ελλάς στην πλατεία Πλαστήρα.
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, η συνοικία έχει αρχίσει να ξαναζωντανεύει και έχει αποκτήσει μια κοσμοπολίτικη αύρα που δεν είχε τα χρόνια εκείνα, που τα καφέ και τα στέκια ήταν ελάχιστα γιατί ο κόσμος δεν είχε διαθέσιμο εισόδημα για να τρώει brunch στην Αρχελάου και Ασιατική κουζίνα στην πλατεία Βαρνάβα. Αυτή είναι μια καλοδεχούμενη εξέλιξη, τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους «παλιούς», που από δω το φέρνουν, από κει το γυρίζουν, συχνά πυκνά η περπατησιά μας όλο γύρω απ’ το Παγκράτι μας οδηγεί. Και η εξέλιξη αυτή ξεκίνησε εν μέσω της χρεoκοπίας του 2009-10. Εύχομαι η τάση αυτή να συνεχισθεί και να οδηγήσει στην αναβάθμιση των υποδομών του Παγκρατίου, στη δημιουργία χώρων στάθμευσης και την αποσυμφόρηση των δρόμων από αυτοκίνητα, και την αντικατάσταση των τερατωδών πολυκατοικιών των τελευταίων 50 ετών με νέα, καλαίσθητα κτίρια. Ίδωμεν.
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι διευθύνων σύμβουλος της καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc. και Παγκρατιώτης από το 1966 έως το 1985.