Life in Athens

Στάθης Καλύβας: Η μεσαία τάξη της Ελλάδας θα μείνει στην Ομόνοια

Περπατώντας στην Αθήνα. Μια συνέντευξη υπό τους ήχους της πόλης με τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στην Οξφόρδη.

Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ 802
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στην Οξφόρδη, μιλάει στην Athens Voice για την Αθήνα, τις γειτονιές της και τη σημασία τους.

Ποιος είναι ο ιδανικός τρόπος για να κάνεις την «ανατομία» μιας πόλης και δη της Αθήνας; Ίσως με τον τρόπο που το έκαναν οι αρχαίοι κάτοικοί της: Περπατώντας. Κάπως έτσι, με τον καθηγητή Στάθη Καλύβα περπατήσαμε στο βαθύ κέντρο, συζητώντας για την ουσία της: την ομορφιά, την ασχήμια, το παρόν και το μέλλον. Την ψυχή της, με άλλα λόγια. 

Ο Στάθης Καλύβας συμμετείχε στο πρόσφατο συνέδριο του Monocle, στην Αθήνα, για την Ποιότητα της Ζωής. Ήταν ένας από τους βασικούς ομιλητές και το θέμα το οποίο πραγματεύτηκε κέντριζε το ενδιαφέρον – όσων ζουν στην πόλη, αλλά και όσων θέλουν να τη γνωρίσουν πέραν μιας γρήγορης τουριστικής ματιάς. Οι σύνεδροι άκουσαν τον καθηγητή να τους αναλύει ποιος είναι αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός ιστός που καθιστά την Αθήνα μια πόλη μεγάλων ευκαιριών για όσους θέλουν να αδράξουν τη στιγμή. 

Είναι μεσημέρι Δευτέρας και ο Στάθης Καλύβας στέκεται περιχαρής μπροστά από τα κλειστά, γεμάτα γκραφίτι, ρολά ενός καταστήματος στην Ευριπίδου, στο ύψος της Βαρβακείου. Πριν από μερικές δεκαετίες, εκεί βρισκόταν το μαγαζί του παππού του – εκεί μεγάλωσε και οι μνήμες είναι γλυκές. Θυμάται λεπτομέρειες, από πού αγόραζε μικρό παιδί πράγματα. Μνημονεύει τα μαγαζιά της περιοχής, τον κόσμο με τον οποίο μιλούσε. Παρουσιάζει μια Αθήνα με ζωντάνια, μια πόλη που μιλάει μέσα σου και σου αφήνει το αποτύπωμά της. Αγαπά πολύ την πόλη μας και δεν το κρύβει. Από τις παιδικές του αναμνήσεις έως τη σημερινή του απόφαση να ζει στο κέντρο της (από το 2007), υφαίνεται ένας ιστός γνώσης της Αθήνας – της λογικής και των προβλημάτων της. Το πιο εντυπωσιακό; Του μέλλοντός της. 

Συναντηθήκαμε νωρίς το μεσημέρι έξω από την Αγία Ειρήνη, επί της Αιόλου. Ένας δρόμος που τα βράδια ήταν σκοτεινός και αδιάφορος πριν από λίγα χρόνια, ενώ τώρα πάλλεται από ζωή. Περνάμε ανάμεσα από τραπεζοκαθίσματα και οδεύουμε προς την πλευρά της Ομόνοιας. Η συνέντευξή μας δεν θα γίνει με τον παραδοσιακό τρόπο: να καθίσουμε κάπου, να κάνω ερωτήσεις, να δίνει απαντήσεις, αλλά αφηνόμαστε σε μια αδιάκοπη συζήτηση. Περπατάμε και συζητάμε για το βίωμα της πόλης, καθώς το ζούμε. 

Ομόνοια ©Λουκάς Βελιδάκης

Τα τέσσερα κύματα 

Είμαι περίεργος για το τι είπε στο συνέδριο, τι αφορούσε η διάλεξη του. «Η Αθήνα είναι σύγχρονη και σχεδιασμένη πόλη. Δημιουργήθηκε πάνω σε σχέδιο που στην εποχή του ήταν πρωτοποριακό, η ιδέα των μεγάλων βουλεβάρτων», λέει και αναφέρεται στο 1840-1850. Σημειώνει ότι η Αθήνα δεν έχει τη μεσαιωνική παράδοση και το βάρος άλλων μεγάλων πόλεων.   

Και τι είναι τελικά; «Ένας τόπος ενσωμάτωσης ανθρώπων. Όπως σε όλες τις μητροπόλεις, η πόλη έχει ενδιαφέρον διότι ενσωματώνει διαρκώς καινούργιες αφίξεις». Απαριθμεί τα τέσσερα μεγάλα κύματα που διαμόρφωσαν την ανθρωπογεωγραφία της: Οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής τη δεκαετία του ’20, οι αγρότες που ήρθαν μετά τον εμφύλιο τη δεκαετία του ’50 και του ’60, οι Βαλκάνιοι –κυρίως Αλβανοί– της δεκαετίες του ’90 και το προσφυγικό κύμα της τελευταίας δεκαετίας, με ανθρώπους από την ανατολική Ασία και την Αφρική. 

Οδός Σαριπόλου © Λουκάς Βελιδάκης

Αντιπαροχή και πολυκατοικία 

Μιλάει για τον τρόπο ενσωμάτωσης των ανθρώπων σε μεγάλες πόλεις και δίνει το παράδειγμα ενός άξονα: «Στο ένα άκρο είναι η λογική της κρατικής παρέμβασης, με τις τεράστιες καινούργιες πόλεις με τα μεγάλα τεράστια κτίρια, στο άλλο άκρο οι σημερινές μετααποικιακές χώρες, που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και η ένταξη γίνεται χωρίς σχεδιασμό, με το μοντέλο της φαβέλας. Η Αθήνα με έναν περίεργο τρόπο βρέθηκε στη μέση αυτού του άξονα». Αναφέρεται στο μοντέλο της αντιπαροχής, που τον χαρακτηρίζει «καταπληκτικό θεσμό», καθώς επέτρεψε να στεγαστούν άνθρωποι, χωρίς σημαντική δημόσια παρέμβαση αλλά και με μικρό ιδιωτικό κεφάλαιο. «Αυτό έγινε μέσω μιας ανταλλαγής που βασιζόταν στην αίσθηση της εμπιστοσύνης: Εγώ σου δίνω το οικόπεδό μου κι εσύ θα μου δώσεις διαμερίσματα. Και λειτούργησε καταπληκτικά στην Αθήνα».

Υπογραμμίζει ότι η αντιπαροχή ελάχιστα ευθύνεται για την καταστροφή των νεοκλασικών κτιρίων, καθώς «αφορούσε κυρίως σε περιοχές που ήταν άκτιστες, ενώ στον βαθμό που γκρεμίστηκαν παλιά σπίτια, τα περισσότερα ήταν χαμόσπιτα και όχι νεοκλασικά». Όσο για την κοινωνιολογική διάσταση: «Για πάρα πολύ κόσμο τη δεκαετία του ’50 ή του ’60, η άφιξη σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας είναι η πρώτη φορά που συναντούν τουαλέτα σε εσωτερικό χώρο. Μιλάμε για τεράστιο άλμα». 

«Ναι μεν να κάνουμε κριτική στο αισθητικό κομμάτι, αλλά μην ξεχνάμε τι τεράστια, πρωτότυπη συμβολή υπήρξε αυτός ο θεσμός». Σημειώνει εμφατικά τα πλεονεκτήματα της πολυκατοικίας: «Είχαμε την εφαρμογή των αρχών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, δεύτερον δημιούργησε ένα είδος κάθετης ενσωμάτωσης (φτωχοί κάτω, πλούσιοι πάνω), δηλαδή δεν έφτιαξε γκέτο. Και τρίτον, η πολυκατοικία έχει ένα τρομερό στοιχείο που είναι η μίξη των χρήσεων, ότι μπορείς να έχεις διαμερίσματα, γραφεία, μαγαζιά και μικρά εργαστήρια κι αυτό είναι που δημιουργεί τη ζωή στο πεζοδρόμιο. Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις, είναι να διαχωρίσεις τις χρήσεις – εδώ θα ζείτε και εδώ θα δουλεύετε, και ανάμεσα στα δύο θα πηγαίνετε με τα Μέσα. Θέλω να πω ότι με έναν περίεργο τρόπο η Αθήνα αναπτύχθηκε σε γενικές γραμμές σε σωστή κατεύθυνση και με ξαφνιάζει ότι αυτό δεν της έχει αναγνωριστεί, ότι μας αρέσει να καυτηριάζουμε». 

Στάθης Καλύβας και Λουκάς Βελιδάκης ©Λουκάς Βελιδάκης

Λουκουμάδες στην Ομόνοια 

Έχουμε φτάσει στα όρια της Ομόνοιας, στεκόμαστε στη συμβολή της Σωκράτους με την Πειραιώς και πριν περάσουμε απέναντι τον ρωτάω ευλόγως: Αισθητικά δεν μπορούμε να διαμαρτυρόμαστε; Κρύβει κάποια γοητεία αυτό το χάος; «Δεν βλέπω κάτι χαοτικό, βλέπω διάφορα κτίρια που δημιουργούν με οργανικό τρόπο μια ενδιαφέρουσα σύνθεση που σε ερεθίζει και σε κάνει να σκεφτείς». Μου δείχνει ένα κτίριο, δίνοντας την αισιόδοξη οπτική: «Υπάρχει η δυνατότητα να ανακατασκευαστούν τα κτίρια με καλύτερο τρόπο». Του δείχνω ένα ακόμα πιο άσχημο, αλλά επιμένει: «Μπορεί να φτιαχτεί, να πάρουμε τα κλιματιστικά, να αλλάξουμε τις προσόψεις και τα κουφώματα, μπορεί να γίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον». 
Βαδίζουμε τη Σωκράτους και δεν θα μπορούσαμε να μη σταματήσουμε σε έναν από τους πιο παραδοσιακούς χώρους του κέντρου, στο ζαχαροπλαστείο Κτιστάκης με τους διάσημους λουκουμάδες του. Μπαίνοντας μέσα μοιάζει με ταξίδι στον χρόνο, ίσως κάπου στο 2ο κύμα της ενσωμάτωσης, αρχές του ’60. 

Καθόμαστε στο στρογγυλό τραπεζάκι, δεν έχει άλλους πελάτες εκείνη την ώρα. Τον ρωτάω αν η Αθήνα είναι μια εν δυνάμει πολύ όμορφη πόλη. «Οι πόλεις που μας αρέσουν δεν είναι απαραίτητα οι όμορφες πόλεις. Δεν με ενδιαφέρει να γίνει αντικειμενικά όμορφη πόλη, δεν μπορεί να γίνει όμορφη με τα στάνταρ του Παρισιού και του Λονδίνου, δεν έχει την οικοδομική παράδοση, μπορεί να βελτιωθεί με τη διευθέτηση των πολυκατοικιών και των ταρατσών, αλλά αυτό που έχει σημασία και κάνει την Αθήνα όμορφη πόλη είναι η ζωή της». 

«Το μεγάλο πρόβλημα στις πόλεις είναι η απομόνωση και η απομάκρυνση των ανθρώπων στα προάστια, ιδιαίτερα των εφήβων που μεγαλώνουν χωρίς ερεθίσματα και τις δυνατότητες να ξεδώσουν», λέει. «Μια πόλη έχει μεγάλη δυναμική και μπορεί να δώσει στα παιδιά, όχι τον κίνδυνο που νομίζουν οι γονείς τους, αλλά τη δυνατότητα να γίνουν ανεξάρτητοι από μικροί, να παίρνουν λεωφορεία, να κινούνται, να μη φοβούνται – να κοινωνικοποιηθούν με έναν τρόπο που τους φέρνει σε επαφή με άλλους ανθρώπους». Υπογραμμίζει ότι είχε παρατηρήσει πως τα παιδιά που μεγάλωναν στο Μανχάταν ήταν πιο ώριμα από τα παιδιά των προαστίων. 

Η 3η Σεπτεμβρίου στη συμβολή με την Χαλκοκονδύλη ©Λουκάς Βελιδάκης

Μεσαία τάξη και Ομόνοια 

«Θα ήθελα να φανταστώ στο μέλλον περιοχές, όπως αυτή εδώ, να κατοικούνται από οικογένειες, από τη μεσαία τάξη». Πώς θα γίνει αυτό; «Όπως έγινε σε άλλες πόλεις, π.χ. στη Νέα Υόρκη, που σταμάτησαν να φεύγουν στα προάστια και είχαμε επιστροφή και μη αναχώρηση από το κέντρο». Και προσθέτει: «Ο κίνδυνος δεν είναι να επιστρέψει η μεσαία τάξη στην Ομόνοια, αλλά να γίνει η Ομόνοια ένας τόπος για τους πολύ πλούσιους και για μια διεθνή κοσμοπολίτικη ελίτ». Δεν έχει αμφιβολία ότι αυτό θα συμβεί τα επόμενα 20 χρόνια. Τονίζει δε ότι αυτή η διαδικασία σκόνταψε στην κρίση του 2010 «που ανέκοψε δυναμικές οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται». 

«Αν βάλεις την Αθήνα δίπλα στη Ζυρίχη είναι πανβρόμικη, αλλά υπάρχει ένα trade off εκεί, η Ζυρίχη είναι πιο βαρετή πόλη»

Είναι η Αθήνα επικίνδυνη; 

Είμαστε στην καρδιά της Ομόνοιας, τρώμε λουκουμάδες και συζητάμε για το μέλλον της πόλης. Αν κάνουμε ένα πρόχειρο γκάλοπ, ρωτώντας τυχαίους περαστικούς για το ποια είναι η πρώτη τους αντίδραση στο άκουσμα «πλατεία Ομονοίας», μάλλον η λέξη «επικίνδυνη» θα ερχόταν αρκετά ψηλά.   

Τι πιστεύει ο Στάθης Καλύβας; «Η Αθήνα είναι πολύ ασφαλής πόλη, σε σχέση με άλλες μεγάλες πόλεις». Μου δίνει το παράδειγμα μιας φίλης του από τη Μασσαλία που στην Αθήνα της έκανε εντύπωση η καθαριότητα της πόλης. «Σε σχέση με άλλες πόλεις δεν είναι βρόμικη, όλα είναι σχετικά. Όταν την επισκέπτεται κάποιος δεν την εξετάζει ανεξάρτητα, αλλά σε σύγκριση με μια βεντάλια πραγμάτων. Αν τη βάλεις δίπλα στη Ζυρίχη είναι πανβρόμικη, αλλά υπάρχει ένα trade off εκεί, η Ζυρίχη είναι πιο βαρετή πόλη». Άρα, ο άλλος «την Αθήνα δεν τη βλέπει ως μονάδα, συγκρίνει». 

3η Σεπτεμβρίου ©Λουκάς Βελιδάκης

Ραντεβού το 2023 

Την επιλογή του να αγοράσει σπίτι στην καρδιά του κέντρου την έκανε το... μακρινό 2007, όταν η χώρα βρισκόταν σε μια εντελώς διαφορετική στιγμή της. Κάνουμε μια ανάλυση για το πώς κύλησε ο χρόνος, και δη για την ταχύτητα του ιστορικού χρόνου. Έχουν περάσει 14 χρόνια και η πόλη έχει ζήσει μια σειρά από κρίσεις που άφησαν τα σημάδια της. 
Ο ίδιος διαθέτει μια βεβαιότητα για την εξέλιξη της πόλης.

Μου λέει, «τον Σεπτέμβριο του 2023 θα δώσουμε ένα ραντεβού και θα πάμε μια βόλτα στην Πατησίων, να δούμε πόσο θα έχει αλλάξει». Προφανώς δέχομαι και αναρωτιέμαι για τη φύση της αλλαγής. «Θα αρχίζει να μένει πολύ περισσότερος κόσμος, σε Πατησίων, 3η Σεπτεμβρίου…» σημειώνει, εκφράζοντας για πολλοστή φορά την ίδια ανησυχία: «Να γίνει η αλλαγή με τρόπο που να μην αποκλείει τη μεσαία τάξη, να μη γίνει η Αθήνα θεματικό πάρκο για πλούσιους ξένους». 
Η ακτίνα που εκτιμά ότι θα αλλάξει ουσιαστικά είναι η Πατησίων, και η 3η Σεπτεμβρίου από την Ομόνοια μέχρι το ύψος του Αγίου Μελετίου. «Ποτέ τα πράγματα δεν μένουν στάσιμα». Ισχύει. «Πολλές φορές τα πράγματα αλλάζουν προς το χειρότερο, αλλά επίσης αλλάζουν και προς το καλύτερο. Στην Ελλάδα έχουμε ένα status quo biased, είμαστε πολύ συντηρητικοί, οτιδήποτε αλλάζει τα πράγματα θεωρούμε ότι θα είναι για το χειρότερο, μας αρέσει η ακινησία, η μη αλλαγή».  

3η Σεπτεμβρίου ©Λουκάς Βελιδάκης

Γιατί στο κέντρο; 

Λίγο πριν τελειώσουν οι λουκουμάδες και αποχωρήσουμε, ρωτάω: «Γιατί στο κέντρο;». Το αφήνω ανοιχτό ως προς τα όρια, ώστε ο Στάθης Καλύβας να απαντήσει όπως θέλει. Πιάνει το νήμα από τα παιδικά του χρόνια. «Είχα βιώματα από μικρός, ο παππούς και ο θείος μου είχαν ένα κατάστημα Ευριπίδου και Αιόλου, με έφερνε ο πατέρας μου συχνά και μου άρεσε αυτή η αίσθηση της συντροφικότητας ανάμεσα στους ανθρώπους. Πήγαινα στα διπλανά μαγαζιά, με κερνούσαν, μου έλεγαν ανέκδοτα, αισθανόμουν ότι υπήρχε μια κοινότητα, δεν ήταν κάτι το απρόσωπο». 

Ο ίδιος συνειδητοποίησε την αξία των πόλεων ζώντας στο Μανχάταν. «Κατάλαβα την ενέργεια και την ουσία του τι σημαίνει να είσαι σε πόλη που συναντάς συνέχεια ανθρώπους, που θα κάνεις ενδιαφέρουσες συζητήσεις, που μια ματιά που θα γυρίσεις δεξιά-αριστερά θα σου δώσει ένα ερέθισμα».    

Περιγράφει το πώς βίωσε τα προάστια στο Σικάγο και στο Οχάιο, «εκεί κατάλαβα πόσο καταστροφικό για τον ανθρώπινο ψυχισμό είναι να ζει αποκομμένος από άλλους ανθρώπους και από καθημερινά ερεθίσματα. Στη Νέα Υόρκη κατόπιν ανακάλυψα την ουσία της σύγχρονης πόλης που μου αρέσει, την οποία επιβεβαίωσα αργότερα πηγαίνοντας για ένα μικρό διάστημα στο Χονγκ Κονγκ, που κάνει τη Νέα Υόρκη να μοιάζει με επαρχιακή πόλη». 

«Η ενέργεια που σου δίνει η ζωή στην πόλη, που συναντάς συνέχεια ανθρώπους τυχαία, το γεγονός ότι πας στην αγορά και ότι οι πόλεις δεν είναι απρόσωπες, ότι γνωρίζεις τους εμπόρους που θα σου πουν καλημέρα, θα ανταλλάξεις κουβέντες, βρίσκεσαι σε ένα πυκνό οικοσύστημα ανθρώπων. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα για την ψυχική υγεία, πολλές έρευνες υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι που ζουν απομονωμένοι αναπτύσσουν ψυχικά προβλήματα. Το κέντρο είναι μια πηγή ζωής, μια πηγή ψυχικής ευεξίας». Καλά, πόσοι χωράνε στο κέντρο; «Πολλοί! Ξέρετε πόσα άδεια κτίρια υπάρχουν;» 

3η Σεπτεμβρίου ©Λουκάς Βελιδάκης

Monocle: Ο έρωτας με την Αθήνα

Το Monocle είναι από τα πλέον διεθνή έντυπα. Εσχάτως, με μπροστάρη τον ίδιο τον εκδότη του, Τάιλερ Μπρουλέ, εκφράζει μια συμπάθεια σε ερωτικά επίπεδα με την Ελλάδα και δη με την Αθήνα. Εδώ έγινε άλλωστε το τελευταίο του συνέδριο για την «Ποιότητα Ζωής», εκεί μίλησε ο Στάθης Καλύβας, αυτό υπήρξε και αφορμή για την συζήτηση μας. Γιατί λοιπόν το Monocle ερωτεύτηκε την Αθήνα;

Ο κ. Καλύβας δίνει τρεις λόγους:

1. Έχει τρομερό potential, βλέπεις τι είναι, τι θα μπορούσε να είναι και πόσο εύκολο είναι να φτιάξεις τη γέφυρα από το σήμερα σε κάτι διαφορετικό.

2. Το κλίμα, η τοποθεσία, η σχέση της Αθήνας με πολλούς ενδιαφέροντες προορισμούς. Επίσης το γεγονός ότι από το αεροδρόμιο της Αθήνας μπορείς να πετάξεις εύκολα σε διάφορα μέρη - είναι εύκολη πόλη στην διεθνή μετακίνηση.

3. Είναι πόλη που σε κατακτά, όταν έρχεσαι από μια πολύ βαρετή πόλη. Η Αθήνα είναι μια ζωντανή πόλη, έχει πολλή ενέργεια.

«Η Βιέννη είναι παραδοσιακή, αλλά βαρετή, η Αθήνα είναι πιο ζωντανή». Θα ζούσες στην Αθήνα; «Θα ζούσα, αν μιλούσα ελληνικά» απαντάει χωρίς δισταγμό.

Δύο Αυστριακοί στην Ομόνοια

Κι ενώ συζητάμε για το πώς «βλέπουν» οι ξένοι την Αθήνα, στο ζαχαροπλαστείο μπαίνει ένα ζευγάρι νεαρών Αυστριακών, περί τα 30. Ο κ. Καλύβας παίρνει την πρωτοβουλία: Να τους ρωτήσουμε!

Αιφνιδιάζονται ευχάριστα στην ερώτηση και με χαμόγελο μας απαντούν ότι μολονότι δεν έχουν πάνω από 2 μέρες που έχουν φτάσει, τους αρέσει πολύ. Το αγόρι της παρέας λέει ότι του θυμίζει το Βερολίνο των 90ς, ότι η πόλη είναι ζωντανή.

«Η Βιέννη είναι παραδοσιακή, αλλά βαρετή, η Αθήνα είναι πιο ζωντανή», λέει και τον ρωτάμε: Θα ζούσες στην Αθήνα; «Θα ζούσα αν μιλούσα ελληνικά», απαντάει χωρίς δισταγμό.

«Δεν χρειάζεται να πείσουμε τους Αθηναίους για το κέντρο της Αθήνας, είμαστε μιμητικά όντα - όταν δουν ότι οι ξένοι την αγαπάνε θα την αγαπήσουν και αυτοί. Όταν καταλάβουμε την αξία της, γιατί την έχουμε απαξιώσει, θα την καταλάβουμε γιατί θα την δούμε στα μάτια των ξένων, θα κάνουμε κι εμείς την στροφή. Οι Έλληνες είναι γενικά συντηρητικοί με την αλλαγή, αλλά είναι τρομερά ευέλικτοι. Όταν βλέπουν μια αλλαγή να συμβαίνει, ανεβαίνουν στο βαγόνι», σημειώνει ο κ. Καλύβας λίγο συνεχίσουμε την βόλτα μας.

Εξακολουθώ να αμφισβητώ την ταχύτητα με την οποία ο συνομιλητής μου βλέπει να έρχεται η αλλαγή. Μου απαντά: «Υπήρξε μια διαδικασία ωρίμανσης και ενηλικίωσης των Ελλήνων μέσα από την κρίση. Πριν το 2008 ζούσαν σε έναν κόσμο που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, είχαν την αίσθηση ότι υπάρχουν χρήματα και λεφτόδεντρο κι ό,τι όλα γίνονται. Μέσα από το καμίνι της κρίσης, τη μεγάλη δοκιμασία, αντλήθηκε μια σοφία, βλέπω μια διαφορά».

«Η ιστορία της Ελλάδας είναι μια ιστορία με καταστροφές και θριάμβους», λέει και συνεχίζει: «Οι καταστροφές δεν φτάνουν ποτέ σε σημείο να καταστρέψουν το κεκτημένο των προηγούμενων θριάμβων. Ιστορικά η Ελλάδα είναι μια πορεία επιτυχίας παρά τις καταστροφές».

«Φέρνοντας κόσμο, έχοντας ζωή στον δρόμο, αυξάνεις την ασφάλεια. Σε 2 χρόνια η 3η Σεπτεμβρίου θα είναι αλλιώς, θα έχεις ένα διαφορετικό vibe, με νέα μαγαζιά, με κτίρια που έχουν φτιαχτεί».

Η Ομόνοια και πέρα

Ανεβαίνουμε προς την πλατεία Ομονοίας και συζητούμε για το σιντριβάνι, που έχει γίνει πόλος έλξης για ανθρώπους που το απολαμβάνουν. Ο Στάθης Καλύβας γνωρίζει για όλα τα κτίρια και την ιστορία τους. «Το πρώην Λα Μιράζ, ήταν μια μαύρη τρύπα που τώρα φωτίζεται το βράδυ και έχει αλλάξει όλη αυτή την πλευρά», σημειώνει και εκφράζει το θαυμασμό του: «Τι ωραίο κτίριο!»

«Ένας επενδυτής από το Ισραήλ αλλάζει όλη την Ομόνοια», λέει και συνεχίζουμε προς την πλευρά της 3ης Σεπτεμβρίου- το κομμάτι εκείνο στο οποίο εκτιμά ότι σύντομα θα δούμε μια μεγάλη αλλαγή.

Σταματάμε συχνά πυκνά και βλέπουμε τα κτίρια. Θαυμάζει την ομορφιά τους και μου επισημαίνει ότι η περιοχή ζωντανεύει, ενώ πριν μερικά χρόνια δεν πλησίαζε κανείς. «Το no man’s land αποκτά ζωή», επισημαίνει και συμπληρώνει ότι κάπως έτσι θα ενταχτούν στη ζωή και οι άνθρωποι από τα «γκέτο».

Κοιτάμε τα κτίρια, τα σχολιάζουμε, βλέπουμε ποια έχουν κλιματιστικά σε όλη την πρόσοψη, μια άσχημη εικόνα της Αθήνας και πώς αυτό αλλάζει σταδιακά. Παρατηρούμε ένα ερειπωμένο κτίριο ανάμεσα σε ένα γκαράζ, σχολιάζει ότι με μικρές προσπάθειες υπάρχει πρόοδος. Και η ασφάλεια, αναρωτιέμαι. «Φέρνοντας κόσμο, έχοντας ζωή στον δρόμο, αυξάνεις την ασφάλεια», σημειώνει κι επιμένει: «Σε 2 χρόνια η 3η Σεπτεμβρίου θα είναι αλλιώς, θα έχεις ένα διαφορετικό vibe, με νέα μαγαζιά, με κτίρια που έχουν φτιαχτεί».

Σχολιάζουμε την καθαριότητα και την αποφορά ούρων στην περιοχή, αλλά και για τα διαμερίσματα με τα ψηλά ταβάνια. Παρατηρεί το πώς τα χαμηλά ταβάνια επηρεάζουν την ψυχολογία του ανθρώπου. Ενώ προχωράμε παρατηρούμε τις έντονες διαφορές στα κτίρια, την ομορφιά της μίξης και της συγχώνευσης. Στη γωνία της Μάρνης με την 3η Σεπτεμβρίου χαίρεται που υπάρχει αποκατάσταση ενός ερειπωμένου κτιρίου: «Αυτό αν φτιαχτεί, αλλάζει όλο το τετράγωνο».

Πατησίων, πολυκατοικία Παπαλεονάρδου © Λουκάς Βελιδάκης

Το σπίτι της Κάλλας

Φτάνουμε στην συμβολή της Πατησίων με ένα μικρό ήσυχο δρομάκι, την οδό Σκαραμαγκά. Ο Στάθης Καλύβας σχολιάζει την πολυκατοικία Παπαλεονάρδου και μετά κοιτάμε το διπλανό νεοκλασικό. Εκεί έχουμε την δεύτερη τυχαία συνάντηση μας, μια συνέντευξη μέσα στη συνέντευξη αν θέλετε, που θα λειτουργήσει ως επιβεβαίωση των όσων λέει ο καθηγητής.

Ενώ κοιτάμε το κτίριο, μας πλησιάζει η κυρία Χάρις Γιαννοπούλου, η οποία επιβλέπει κάποια έργα που γίνονται στην αποχέτευση έξω από το σπίτι της. Αφού της εξηγούμε τι κάνουμε, μπαίνει και η ίδια στο κόλπο. Μας ενημερώνει ότι το όμορφο κτίριο στο οποίο διαμένει έχει οικοδομηθεί το 1923 με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Κιτσίκη. Λέει ότι η οικογένειά της το έχει φτιάξει τώρα και πως κατοικείται ολόκληρο.

Οδός Σκαραμαγκά ©Λουκάς Βελιδάκης

Μας δείχνει τη διπλανή πολυκατοικία Παπαλεονάρδου, «ζούσε η Μαρία Κάλλας στον 4ο όροφο, θα έπρεπε να γίνει μουσείο», λέει και σημειώνει ότι δεν έχουμε τίποτα στην Αθήνα για την μεγάλη σοπράνο. Μας περιγράφει ποιοι έμεναν εκεί και στο δικό της κτίριο, μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής, μια αθηναϊκή ιστορία που ακόμα εξελίσσεται. Η οδός Σκαραμαγκά ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς δρόμους στις αρχές του περασμένου αιώνα, λέει.

Ο κ. Καλύβας σημειώνει ότι «το καλύτερο είναι αυτό που κάνετε εσείς, να κατοικείτε» και η κ. Γιαννοπούλου απαντά: «Κρατάμε Θερμοπύλες. Τα βράδια έρχονται διάφορα άτομα για να κάνουν την δόση τους, γίνονται τα γνωστά, φωνάζεις την αστυνομία και δεν έρχεται ή έρχεται μετά και λέει δεν πειράζει. Δεν είναι φοβερά, εμείς δεν μασάμε», συνεχίζει, ενώ μας δείχνει τα σημάδια από τις σφαίρες από τα Δεκεμβριανά στο κτίριο που δεν τις κάλυψαν σκοπίμως.

Οι σφαίρες από τα Δεκεμβριανά

Η ίδια, στο ίδιο μήκος κύματος με τον Στάθη Καλύβα, σημειώνει ότι το κέντρο της Αθήνας «δεν μπορεί να γίνει μονοθεματικό, ένα γκέτο ξενοδοχείων και airbnb- μπορεί να γίνει μια γειτονιά με πολλές χρήσεις». «Πολλοί Αθηναίοι δεν αγαπούν την πόλη τους κι αυτό πρέπει να αλλάξει», παρατηρεί ο κ. Καλύβας και προσθέτει: «Οι Έλληνες είναι μιμητικά όντα, όταν δουν ότι οι ξένοι εκτιμούν την Αθήνα, θα την εκτιμήσουν κι αυτοί». Η κ. Γιαννοπούλου εκτιμά ότι το κέντρο εγκαταλείφθηκε τα προηγούμενα χρόνια από νεοπλουτισμό, εκφράζοντας την βεβαιότητα ότι «η Αθήνα έχει μέσα της την αλήθεια μας».

«Δεν μπορείς να χαρείς την πόλη όταν είναι άδεια, τελικά αυτό που θες είναι η ζωή της πόλης»

Η ζωή της πόλης

Αποχωρούμε, ο συνομιλητής μου χαμογελάει: «Πόσο αυθόρμητα συμβαίνουν όλα αυτά», λέει και συνεχίζουμε. Μου δείχνει τα κτίρια, εκφράζει τον θαυμασμό του, συνεχίζουμε προς Εξάρχεια, ανεβαίνουμε τη Μετσόβου, και στρίβουμε στην οδό Σαριπόλου, την οποία χαρακτηρίζει «μαγικό δρόμο». Σχολιάζουμε ότι οι άνθρωποι εδώ στα Εξάρχεια πρέπει να μάθουν να «συμβιώνουν» με συνεχή επεισόδια, παρατηρώντας ωστόσο ότι έχουν μειωθεί αισθητά το τελευταίο διάστημα.

Εξάρχεια © Λουκάς Βελιδάκης

Ενώ τριγυρίζουμε στα Εξάρχεια, σχολιάζω αρνητικά τα σταθμευμένα πάνω στο πεζοδρόμιο αυτοκίνητα που μας δυσκολεύουν την διέλευση. «Σε λίγα χρόνια η πόλη δεν θα έχει αυτοκίνητα», μου λέει και τον κοιτάζω με απορία. Με διαβεβαιώνει εκ νέου και δεν επιμένω διότι όντως μέσα σε 15 χρόνια η πόλη, μα και η ζωή μας όλη, έχει αλλάξει τόσο ριζικά, άρα περιμένω να το δω χωρίς προκαταβολικές ενστάσεις.

Ενώ βαδίζουμε προς την Κάνιγγος ακούμε έναν μετανάστη που μιλάει στο κινητό του τηλέφωνο με ταχύτητα πρωτοφανή, σαν να ραπάρει σε μια γλώσσα που δεν κατανοούμε. «Είναι και αυτός ένας από τους ήχους της πόλης», μου λέει και λίγο μετά μου δείχνει το κτίριο που στέγαζε παλαιότερα το υπουργείο Εμπορίου, σημειώνοντας ότι το θεωρεί ως ένα από τα πιο όμορφα κτίρια της πόλης. Αποκαλύπτει μάλιστα, ότι αν περνούσε από το χέρι του, θα το αξιοποιούσε ως Πανεπιστήμιο.

Ο Στάθης Καλύβας έξω από το μαγαζί που κάποτε ανήκε στον παππού του © Λουκάς Βελιδάκης

Φτάνουμε πάλι στο ύψος της Ομόνοιας, μέσω των Χαυτείων μπαίνουμε στην Αιόλου για να κάνουμε όμως μια μικρή παράκαμψη στην Ευριπίδου. Μου δείχνει το μαγαζί που κάποτε στέγαζε το κατάστημα του παππού του, ξετυλίγονται οι μνήμες. Του ζητάω να τον φωτογραφίσω εκεί και δέχεται με γεμάτο χαμόγελο. «Δεν μπορείς να χαρείς την πόλη όταν είναι άδεια, τελικά αυτό που θες είναι η ζωή της πόλης», μου λέει λίγο πριν τον χαιρετίσω και ανανεώνουμε το ραντεβού μας σε 2 χρόνια από τώρα για να καταγράψουμε την αλλαγή που έχει προβλέψει.