- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αν τα σπίτια της Πλάκας μιλούσαν
Τα έχετε δει από κοντά, σε ελληνικές ταινίες, σε βιβλία. Διαβάστε μια μικρή ξενάγηση, σαν παραμύθι.
Ιστορικά σπίτια στην Πλάκα: Το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης οργάνωσε τον περίπατο «Αν τα σπίτια μιλούσαν». Μιλήσαμε με τον συγγραφέα Κώστα Στοφόρο.
Πού βρίσκεται το παλιότερο σπίτι της Αθήνας; Πού έζησε η κορυφαία Ελληνίδα λαογράφος; Τι είδε από το παράθυρό του ο Γεώργιος Δροσίνης; Ποια ερωτεύτηκε ο Ορέστης Μακρής; Απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα πολλά, με βάση τα κτίρια όπου έζησαν οι πρωταγωνιστές τους, στην ξενάγηση με τίτλο «Αν τα σπίτια μιλούσαν», μας έδωσε ο Κώστας Στοφόρος, δημοσιογράφος, συγγραφέας και συνεργάτης του Μουσείου.
Ποιο είναι το περίφημο «σπίτι του Καδή»;
Οι περισσότεροι το ξέρουμε ως οικία «Κοκοβίκου», το σπίτι του Αντωνάκη και της Ελενίτσας, του Γιώργου Κωνσταντίνου και της Μάρως Κοντού, δηλαδή, στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965). Πολλά χρόνια πριν η Ελενίτσα πατήσει πόδι στον Αντωνάκη, εδώ ήταν το σπίτι του τελευταίου Τούρκου καδή (δικαστή), του Χατζή Χαλήλ Εφέντη, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πρώτα θύματα της επανάστασης του 1821 όταν αρνήθηκε να υπογράψει φετφά, κατόπιν εντολής του σουλτάνου, για την εκτέλεση 3.000 Αθηναίων από 17 ετών και πάνω. Η Άρτεμις Σκουμπουρδή αναφέρει στο βιβλίο της «Μοναστηράκι - Πλάκα. Οι γειτονιές των Θεών» ότι ο Σύλλογος Αθηναίων και ο Καμπούρογλου ζήτησαν μετά την απελευθέρωση από τον Δήμο Αθηναίων να υπάρξει απόδοση τιμής: «Πρότειναν να τιμηθεί ο μεγάλος αυτός ανθρωπιστής Χαζτή Χαλήλ Εφέντης, προσφέροντας το όνομά του σ’ έναν μικρό δρόμο της Αθήνας, μια πρόταση που περιέχει ιπποτισμό και αναγνώριση ευγνωμοσύνης». Η πρόταση απορρίφθηκε.
Το αρχοντόσπιτο αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 1800, με υπόγειο και δύο ορόφους και θέα σε ένα τμήμα των τειχών της Ακροπόλεως. «Δοχεία ζωής» χαρακτηρίζει τα αντίστοιχα σπίτια με τις μεγάλες αυλές ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) στο βιβλίο του «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» και στο συγκεκριμένο, που θα το βρείτε στην οδό Τριπόδων 32, αφιερώνει τέσσερις σελίδες. Σε μια πιο ελεύθερη μετάφραση, ο Κωνσταντινίδης λέει ότι σπίτια σαν αυτό χτίζονταν με τέτοιο τρόπο, με αυλές και παράθυρα ολόγυρα, για να προσφέρουν χαρά και υγεία στους κατοίκους τους. Στο βιβλίο της η Άρτεμις Σκουμπουρδή αναφέρει ότι μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν πολλοί ιδιοκτήτες, ενώ στέγασε και ιδιωτικό σχολείο. Το 1995 κηρύχθηκε διατηρητέο και κατά τις εργασίες αναστήλωσης, οι οποίες ξεκίνησαν το 2000, βρέθηκαν στην αυλή και στο ισόγειο τμήματα του τείχους της Αθήνας και του Πεισιστράτειου αγωγού. Άντε να δούμε τι θα γίνει και με αυτό.
Πώς εμπνεύστηκε την ανθισμένη του μυγδαλιά ο Γεώργιος Δροσίνης;
Πόσο παλιακό μου φαίνεται αυτό το τραγουδάκι, όποτε το ακούω. «Εκούνησε την ανθισμένη αμυγδαλιά…» Και είναι. Γράφτηκε 150 χρόνια πίσω. Κι έχει μια ωραία ιστορία να διηγηθεί. Ήτανε, λέει, ο Γεώργιος Δροσίνης, πολύ νέος ακόμα, 23 ετών, μόλις είχε γυρίσει από τις σπουδές που έκανε στην Ιστορία της Τέχνης στη Γερμανία και ήτανε μια μέρα στο σπίτι της Κυδαθηναίων και Τριπόδων. Άνοιξε το παράθυρο και είδε την ξαδέρφη του, τη Δροσίνα Δροσίνη, αρσακειάδα, εκείνη δεν είχε κλείσει ακόμη τα 17, να τινάζει μια νεραντζιά και τα άνθη της να της λούζουν όλο το κορμί. Και εμπνεύστηκε: «Εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά, με τα χεράκια της, κι εγέμισε από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά και τα μαλλάκια της…»
Το ποίημα αυτό του Δροσίνη, ο οποίος εκτός από ποιητής ήταν επίσης πεζογράφος και δημοσιογράφος, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1882, στο σατιρικό περιοδικό «Ραμπαγάς». Τρία χρόνια μετά το ποίημα είχε γίνει τραγούδι και οι νεαροί έκαναν καντάδες τραγουδώντας το έξω από τα παράθυρα των κοριτσιών. Κανείς δεν ξέρει ποιος το μελοποίησε – παρότι ο Γεώργιος Ράπτης, ράφτης από το Άργος, υποστήριξε ότι η μελοποίηση ανήκε σε αυτόν. Όπως και να έχει, η «Μυγδαλιά» θα πρέπει να μελοποιήθηκε το 1885, στη διάρκεια της επιστράτευσης, και τραγουδήθηκε απ’ όλους τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Γεώργιος Δροσίνης, το 1988 στο βιβλίο του «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», έγραφε: «Εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν θα αποκαλυφθεί ο πραγματικός συνθέτης, ίσως γιατί δεν υπάρχει. Η “Μυγδαλιά” έχει τον τύπο της ιταλικής καντάδας και πιθανότατα σε μιας τέτοιας καντάδας τη μουσική συνταιριάστηκε. Το κακό είναι, πως η μουσική έσωσε τους μετριότατους στίχους, ενώ πέρασαν απαρατήρητα τόσα άλλα τραγούδια».
Η Δροσίνα Δροσίνη παντρεύτηκε τον δικηγόρο Μελέτιο Μελετόπουλο, με τον οποίο απέκτησαν έξι παιδιά. Ποιος ξέρει αν ο Δροσίνης την ερωτεύτηκε. Κι εμένα, τώρα πια, το τραγουδάκι αυτό μου φαίνεται πολύ γλυκό. Λέει στον τελευταίο του στίχο: «Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά τα παιχνιδάκια σου, σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά και τα γυαλάκια σου. Σκυφτή γριούλα…». Όταν η Δροσίνα πέθανε σε ηλικία 101 ετών, τη δεκαετία του 1960, ο Τύπος έγραψε ότι πάντα έκρυβε τα άσπρα της μαλλιά. Λίγα χρόνια πριν, το 1951, είχε πεθάνει και ο Γεώργιος Δροσίνης.
Πού βρίσκεται το παλιότερο σπίτι της Αθήνας;
Είναι το Αρχοντικό Μπενιζέλων, το οποίο βρίσκεται στην οδό Αδριανού 96, στην Πλάκα. Στα χρόνια της επανάστασης ήταν το κονάκι του βοεβόδα, του διοικητή της οθωμανικής διοίκησης στην Αττική, κι εδώ εγκαταστάθηκαν 16 καπεταναίοι οι οποίοι στις 28 Απριλίου 1821 ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης στην Αθήνα. Κονάκια αποκαλούνταν οι αρχοντικές αστικές κατοικίες που κυριαρχούσαν στις οθωμανικές περιοχές και αυτό εδώ, το οποίο είναι το τελευταίο σωζόμενο κονάκι της Αθήνας, χτίστηκε στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Πρόκειται για ένα διώροφο ορθογώνιο κτίσμα, διαστάσεων 9,30 επί 23,70 μέτρα, με δύο αυλές, τη βόρεια και τη νότια, στην οποία ήταν διαμορφωμένος ο κήπος του αρχοντικού.
Το κτίριο αυτό στήθηκε πάνω σε δύο παλαιότερες πέτρινες οικοδομές του 16ου αιώνα και λέγεται ότι εδώ έζησε η Οσία Φιλοθέη (1545; - 1589) ή, αλλιώς, Ρεβούλα Μπενιζέλου, η οποία ήταν γόνος της αθηναϊκής οικογένειας των Μπενιζέλων, μίας από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες της εποχής. Στις αρχές του 19ου αιώνα το σπίτι κατέληξε να αποτελεί δύο ξεχωριστές ιδιοκτησίες, στη συνέχεια αναστηλώθηκε εξ ολοκλήρου από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και σήμερα είναι το μουσείο «Αρχοντικό Μπενιζέλων», το οποίο είναι προσβάσιμο για όλους (2103248861).
Τι σχέση είχε ο Ορέστης Μακρής με τα «Μπακαλιαράκια» του Δαμίγου;
Ο «Μεθύστακας», η ταινία του 1950 που καθιέρωσε για τα καλά τον Ορέστη Μακρή, δεν είναι από τις αγαπημένες μου. Τον προτιμώ εκεί που σπάει κανάτια από το μπαλκόνι του στον δρόμο για να παντρέψει τις κόρες του με τους περαστικούς ή εκεί που τσακώνεται με τη Γεωργία Βασιλειάδου, με τον Ορέστη να υποδύεται τον γιατρό και τη Γεωργία τη μαμή. Ο «Μεθύστακας» μου φέρνει μια λύπη. Που ένας τύπος είναι λιώμα και τον περιπαίζουν οι άλλοι. Ίσως ένας τέτοιος τύπος να ήταν και ο Λευτεράκης, μόνιμος θαμώνας της Πλάκας, ήσυχος και πάντα σουρωμένος. Λένε ότι ο Ορέστης Μακρής παρακολουθούσε και κατέγραφε τις κινήσεις του για να υποδυθεί τον ρόλο.
Ο Ορέστης Μακρής που λέτε, Χαλκιδαίος, ήρθε στην Αθήνα σε πολύ νεαρή ηλικία και έζησε στην οδό Φρυνίχου, στην Πλάκα. Στους δρόμους αυτούς γνώρισε μια μέρα τη Βαρβάρα Δαμίγου. 27 εκείνος, 15 εκείνη. Και μάλιστα από πλούσια οικογένεια, σιγά μην έδιναν την κόρη τους σε έναν θεατρίνο! Και το ζευγάρι κλέφτηκε. Πήγαν να ζήσουν στο Κουκάκι, έκαναν παιδιά, αλλά πολύ σύντομα ο πατέρας της Βαρβάρας πέθανε. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η κόρη του να γυρίσει και μαζί με την οικογένειά της να μείνουν στο πατρικό, στην οδό Αδριανού, όπως και έγινε. Εκεί κοντά, στην οδό Κυδαθηναίων 41, υπήρχε η ταβέρνα «Μπακαλιαράκια». Κρατούσε από το 1865, την είχαν συγγενείς της Βαρβάρας και το ζευγάρι την επισκεπτόταν συχνά. Υπάρχει και σήμερα, να πάτε αν σας αρέσει ο ξακουστός βακαλάος ή αν γοητεύεστε από τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες που γεμίζουν τους τοίχους. Αλλά να μην ξεχάσουμε τον Ορέστη Μακρή και τη Βαρβάρα Δαμίγου. Έζησαν όλη τους τη ζωή μαζί. Γύρω στο 1954 μετακόμισαν στο Χαλάνδρι, σε ένα σπίτι με μια αυλή γεμάτη κερασιές, κι έμειναν εκεί μέχρι το τέλος. Το 1974 έφυγε ο Ορέστης, τέσσερα χρόνια μετά τον ακολούθησε η Βαρβάρα.
Πού έγινε ο πρώτος χορός μεταμφιεσμένων, ποιος λένε πως έγινε ρεζίλι και πού πρωτοστήθηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο
Αν ζούσα στα πρώτα ελεύθερα χρόνια της Αθήνας, μετά την επανάσταση του 1821, το πιθανότερο είναι ότι θα ήμουν πάμπτωχος και θα έκανα δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσω. Έτσι, θα είχα την τύχη να μη λαμβάνω προσκλήσεις για τις πρώτες δεξιώσεις της εποχής και να βλέπω τους επιτηδευμένους τρόπους των κυριών και των κυρίων τους – αλλά αυτές τις δύο ιστορίες θα ήθελα να τις δω από κοντά. Οι πρώτες μεγάλες δεξιώσεις έλαβαν χώρα στο σπίτι της οδού Κυδαθηναίων 27, γνωστό ως οικία Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος ήταν πολυταξιδεμένος και πρόξενος, εκείνη την εποχή, της Ρωσίας. Ως πολυταξιδεμένος που ήταν, το 1843, παραμονή Χριστουγέννων, αποφάσισε να παραμερίσει το παραδοσιακό ελληνικό καραβάκι και στη θέση του έστησε και στόλισε ένα έλατο. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, που ήταν καλεσμένος στη γιορτή, φέρεται να είπε: «Ωραίο είναι, κυρ-Γιάννη. Και του χρόνου να είμαστε καλά. Αλλά τα δέντρα μου εγώ δεν τ’ αφήνω να φυτρώσουν μέσα στην καμάρα!».
Στο ίδιο σπίτι έζησε και ένας άλλος άνθρωπος, ο οποίος επίσης εργάστηκε ως πρόξενος της Ρωσίας στην Ελλάδα, ο Γαβριήλ Κατακάζης, ο οποίος, όπως λένε, διοργάνωσε το πρώτο αποκριάτικο πάρτι. Του έβαλε και θέμα, μάλιστα, τι άλλο, αρχαία Ελλάδα. Φαντάζεστε τώρα την πρεμούρα του καλού κόσμου της εποχής που θα έσκαγαν για το τι να ντυθούν για να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Σύμφωνα με τον θρύλο, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος, συνεργάτης του βασιλιά Όθωνα και υπεύθυνος για θέματα παιδείας, ντύθηκε άνεμος Ζέφυρος, φορώντας μια διάφανη στολή την οποία είχε στολίσει με ένα σωρό φτερά. Εμφανίστηκε περιχαρής, βέβαιος ότι θα έκανε πάταγο, αλλά τα πρώτα σχόλια τον προσγείωσαν. Πρόσεξε, του είπαν, αυτή η αμφίεση μπορεί να προσβάλει τον βασιλιά. Τι να κάνει κι αυτός, έβαλε κάποιον υπηρέτη να του μαδήσει τα φτερά, μένοντας στο τέλος με τη διάφανη στολή!
Που έζησε η κορυφαία Ελληνίδα λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη;
Είμαστε στη δεκαετία του 1930 και μια γυναίκα, η Αγγελική Χατζημιχάλη, ανέβαινε τα βουνά και ζούσε μήνες σε αυτά, αναζητώντας Σαρακατσάνους, για να καταγράψει τις συνήθειες, την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. Όταν το 1959 κυκλοφόρησε το μνημειώδες της έργο «Σαρακατσάνοι» έγινε παγκοσμίως γνωστή. Η Αγγελική Χατζημιχάλη έζησε και πέθανε στο τριώροφο κτίριο στην οδό που πήρε τιμητικά το όνομά της, στην Αγγελικής Χατζημιχάλη 6, στο μόνο από τα έργα του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου που διασώζεται στην Αθήνα.
Η Χατζημιχάλη αφιέρωσε όλη της τη ζωή στη λαογραφία, στην τέχνη και την παράδοση. Έγραφε, έδινε διαλέξεις, συγκέντρωνε αντικείμενα, αναδείκνυε ξεχασμένες τεχνοτροπίες, δίδασκε, ίδρυε οικοτροφεία όπως το «Ελληνικό σπίτι» το 1938, αλλά τελικά έφυγε πικραμένη. Να τι έγραφε η κόρη της στην αυτοβιογραφία που έγραψε για την Αγγελική: «Η Αγγελική δεν βασανίστηκε μόνο από την αρρώστια της. Τα τελευταία της χρόνια υπέφερε από φτώχεια, αλλά την αντιμετώπισε με ύψιστη αξιοπρέπεια. Και πέθανε από φτώχεια η Αγγελική Χατζημιχάλη στο παγωμένο της σπίτι. Είχε χαλάσει η σόμπα. Ήταν μια Κυριακή της Αποκριάς. Ήταν Κυριακή και γιορτή, δεν έβρισκα υδραυλικό. (…) Το ζεστό της δωμάτιο ως το πρωί είχε παγώσει. Έπαθε βαριά πνευμονία».
Σήμερα στο κτίριο όπου έζησε και πέθανε η Αγγελική στεγάζεται το Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων, η συλλογή του οποίου περιλαμβάνει πλούσιο υλικό από κεντήματα, υφαντά, κεραμικά, αγροτικά εργαλεία, αργαλειούς, εικόνες και πίνακες ζωγραφικής της ίδιας.
Ποια είναι η σχολική τάξη που θυμίζει τη δεκαετία του 1950;
Στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης ο χώρος στο υπόγειο έχει διαμορφωθεί ακριβώς σαν μια σχολική τάξη της δεκαετίας του ’50. Στους χώρους του Μουσείου και στο υπόγειο είχαν φιλοξενηθεί κατά καιρούς άνθρωποι που δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, άνθρωποι χωρίς τίποτα στη διάρκεια του πολέμου.
Ο Κώστας Στοφόρος θυμάται μια γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, που έβαλε τα κλάματα όταν κατέβηκε στο υπόγειο. Ήταν από εκείνες που βρήκαν καταφύγιο εκεί στη διάρκεια του πολέμου. Το Μουσείο έχει κι αυτό πολλές ιστορίες να σας πει. Για την ξενάγηση «Αν τα σπίτια μιλούσαν», για τις άλλες ξεναγήσεις και τις δράσεις του μπορείτε να δείτε εδώ (Τριπόδων 23, Πλάκα, 2103250341).