Life in Athens

Η άνοδος και η πτώση της οδού Λιοσίων

Θα έχει την τύχη του ανατολικού 16ου δρόμου της Νέας Υόρκης ή θα παραμείνει σημείο εγκατάλειψης και περιθωριοποίησης στην πόλη;

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 792
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία της οδού Λιοσίων στην Αθήνα. Περιγραφές και εικόνες από το παρελθόν και το παρόν της περιοχής.

Πριν το 1900 συγκέντρωνε βοτανολόγους που συνέλεγαν φυτά από την άγρια βλάστησή της για τα μαντζούνια τους. Η σημερινή 3ης Σεπτεμβρίου ήταν ρέμα κι ο σκουπιδότοπος της Αθήνας. Η οδός Μάρνη ήταν η κοίτη του Κυκλοβόρου, που κατέβαινε από τα Τουρκοβούνια για να καταλήξει στην πλατεία Βάθη. Από κάτω της κυλούσε και κυλά ακόμα ένας ορμητικός χείμαρρος. Σε τέτοιο ενεργειακό περιβάλλον και η πλατεία Βάθη, δεν θα μπορούσε να μη γράφει σελίδες στην ιστορία. Στις αρχές του 1900 οι μεγαλοπρεπείς κήποι του αρχοντικού που είχε διαμορφώσει ο Μιχαήλ Βόδας πουλήθηκαν τμηματικά, έγιναν διώροφα σπίτια και αργότερα πολυώροφες πολυκατοικίες. Οι ονοματοθεσίες των δρόμων της, αφιερωμένες σε φιλέλληνες, νησιά και ιστορικές περιοχές του Ελληνισμού, αντικατόπτριζαν τον πατριωτικό ενθουσιασμό της εποχής. 

Η μικρή επαρχιακή πόλη αρχών του 20ού αιώνα με τους 20.000 κατοίκους θα δώσει τη θέση της στην Αθήνα των 300.000 κατοίκων στις αρχές της δεκαετίας του ’20 και θα πλησιάσει το ένα εκατομμύριο παραμονές του πολέμου του ’40. Μετά το 1922 στην πίεση των γεγονότων της εποχής, η άφιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων με τη Μικρασιατική καταστροφή επιφέρει πολεοδομικές αλλαγές και  κοινωνικές ανακατατάξεις. Η συνοικία του Αγίου Παύλου ασκεί μία ξεχωριστή γοητεία και, όπως και η υπόλοιπη Αθήνα, γνώρισε αλλεπάλληλες αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων. Αλλά ακόμα και σήμερα, παρουσιάζει πάντα ενδιαφέρον γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε σημαντικές στιγμές της αθηναϊκής ιστορίας τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς τη μορφή της, έστω κι αν πολύ λίγο θυμίζει την Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα. Οι παλιές γειτονιές, τα παλιά αρχοντικά και τα λαϊκά σπίτια, τα καφενεία και τα μικρά εμπορικά μαγαζιά, οι συνήθειες των ανθρώπων και πολλά από τα επαγγέλματα εκείνων των χρόνων, ανήκουν πια στην ιστορία, αλλά οι εικόνες τους αναθερμαίνουν μνήμες, συμφιλιώνουν το παρόν με το παρελθόν και κρατούν ζωντανή την παράδοση του τόπου. Οι δύο σταθμοί, παρόλο που βρισκόταν στα όρια της γειτονιάς, μετείχαν ενεργά στη ζωή της και υπήρξαν αποφασιστικοί συντελεστές της διαμόρφωσης και της ανάπτυξής της. Η αντιπάθεια που είχαν εκδηλώσει χωρικοί από τις ιδιοκτησίες των οποίων διερχόταν ο σιδηρόδρομος ξεχάστηκε σύντομα. 

 
Η Κεντρική Λαχαναγορά στον Κεραμεικό. Μανάβηδες με κάρα φορτωμένα ξεκινούν για τους δρόμους της Αθήνας. Διαβάζουμε σημείωση του φωτογράφου πίσω από τη φωτογραφία: «Πώς έγινετο η μεταφορά των χορταρικών με τον Μήτσο άμαξα και τον ψαρή του». (Αρχείο Πέτρου Πουλίδη). Από το βιβλίο «Η Αθήνα του μεσοπολέμου» της Κυριακής Αρσένη, έκδοση Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, Αθήνα 2004.


Παρόλο που η περίοδος αυτή ήταν γεμάτη ακραία αρνητικά γεγονότα, η γαστρονομία και η διασκέδαση, που είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται την προηγούμενη περίοδο της Μπέλ Επόκ, σημείωσαν υψηλότερες επιδόσεις. Η ενσωμάτωση των προσφύγων της Ιωνίας, του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης, που έφερναν μαζί τους προηγμένες αντιλήψεις για τους τομείς της γαστρονομίας και της διασκέδασης, η κοινωνική απελευθέρωση του γυναικείου φύλου, καθώς και οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις άλλαξαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης. Ηλεκτροδότηση, οικιακές συσκευές, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, κινηματογράφος, όχι μόνο ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο, αλλά επηρέασαν τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα. Οι γυναίκες διεκδίκησαν κοινωνικές και σεξουαλικές ελευθερίες, που ήταν αδιανόητες στα προηγούμενα χρόνια. Ο ποδόγυρος ανεβαίνει, η μόδα αλλάζει δραματικά και εμφανίζονται  τα «μίνι» φορέματα. Ρεκόρ διαζυγίων, συναθροίσεις και διασκέδαση σε  νέα σχήματα, όπως ντάνσινγκ-βαριετέ, σινέ-μπαρ-κονσέρ, τισινέ-κονσέρ-βαριετέ, καμπαρέ-ντάνσινγκ, κόνσερτ, μιούζικ-χολ, μπουάτ, ούζο-μπαρ, σκέιτινγκ-μπαρ, ρουφ γκάρντεν και δεκάδες άλλες. Η πρωτεύουσα  αποκτά ευρωπαϊκές συνήθειες με ματινέ, σουαρέ, τα après midi και τα jour fix και jour chic, με τις vedettes parisiennes, diseuses excentriques, diner dansant και souper μετά χορού, με κοσμικές και αριστοκρατικές συνευρέσεις ή αλλεπάλληλα καλλιστεία. Ο κινηματογράφος, οι  θεατρικές επιθεωρήσεις, το ραδιόφωνο, το γραμμόφωνο δημιουργούν μια πρωτοφανή υπερκινητικότητα. Τα αυτοκίνητα μικραίνουν τις αποστάσεις των κέντρων διασκέδασης, ο κόσμος ζει πια τη ζωή του όποτε του δίνεται η παραμικρή ευκαιρία. Κυριαρχούν δύο γυναίκες θιασάρχες: η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη. Γύρω τους και με την παρότρυνσή τους, δημιουργούνται μεγάλοι ηθοποιοί, συγγραφείς και σκηνοθέτες. Ελαφρά και λαϊκά τραγούδια καθώς και μια δισκογραφία που κάνει τα πρώτα της βήματα με την ίδρυση του εργοστασίου της Κολούμπια το 1930. Η ελληνική οπερέτα και η αθηναϊκή επιθεώρηση τροφοδοτούν από σκηνής τους αστούς με τα καινούργια δημοφιλή τραγούδια και τους εξοικειώνουν με τους εισαγόμενους «μοντέρνους» χορούς: ταγκό, φοξ-τροτ, ουάν-στεπ.

Μετασχηματίζεται έτσι μια μεγαλούπολη, μια πρωτεύουσα  - σταυροδρόμι του Ελληνισμού που τις επόμενες δεκαετίες θα ψάξει να βρει το νέο της πρόσωπο. Σε περιβόλια και ανθόκηπους ιδανικούς για περίπατο και εκδρομή κάποτε, χτίζονται οικοδομές κυρίως στους κεντρικούς άξονες. 

Στις 8 Ιουνίου του ’41 ο Ορέστης Λάσκος εγκαινίασε στο Αλκαζάρ μία παράσταση ανάλαφρη, χαριτωμένη και ευχάριστη, επαναφέροντας την παραδοσιακή αθηναϊκή επιθεώρηση, στοχεύοντας να χαρίσει στους ταλαιπωρημένους από τον πόλεμο Αθηναίους δύο ώρες λησμονιάς. Απέναντι στη σκηνή του Περοκέ, μια παρέλαση δημοφιλών πρωταγωνιστών, όπως η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, η Ρίτα Μουσούρη, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Ζαζά Μπριλλάντη, η Αντιγόνη Βαλάκου, ο Ορέστης Μακρής, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Αιμίλιος Βεάκης. Στην Αχαρνών 39 ήταν μία άλλη σκηνή που έγραψε τη δική της ενδιαφέρουσα ιστορία, οι Δελφοί όπου ο Κουν ανέβασε πρώτη φορά τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, κι έστησε και ο Αττίκ τη μάντρα του όταν εγκατέλειψε το πρώτο Στέκι της οδού Μηθύμνης στην πλατεία Αμερικής. Στο θερινό «Λυρικόν» στη γωνία Αβέρωφ και Τρίτης Σεπτεμβρίου έγιναν τα εγκαίνια την επιθεώρηση «Γαρδένια» του Αλέκου Σακελλάριου με τις  Άννα και Μαρία Καλουτά.

Μπαλκόνι με κλασικό κιγκλίδωμα στη συνοικία του Αγίου Παύλου

Η συνοικία φιλοξένησε πρωθυπουργούς όπως ο Δημήτριος Ράλλης, ο Δημήτριος Γούναρης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ζωγράφους όπως ο Νικόλαος Λύτρας, ο Αλέκος Φασιανός, ηθοποιούς όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Χριστόφορος Νέζερ, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, σχολές χορού από το 1910 όπως το χοροδιδασκαλείο Βόλτα - Τουρίκη στην οδό Λιοσίων 4 και στους τηλεφωνικούς κατάλογους της εποχής αναγράφονται τα ονόματα εφοπλιστών, Εμπειρίκος, Χατζηπατέρας, Χατζηκωνσταντής, Λιβιεράτος.

Καθημερινή ήταν η παρέλαση των πλανόδιων πραματευτάδων. Του σκουπιδιάρη που ειδοποιούσε με το καμπανάκι για το πέρασμά του τις νοικοκυρές να κατεβάσουν στον δρόμο τα σκουπίδια, του εφημεριδοπώλη, του νερουλά, του μανάβη με τα  ζαρζαβατικά, του ψαρά με ψάρια από τη Σαλαμίνα, την Αίγινα ή το Λαύριο. Ο φούρνος ήταν ένας σημαντικός χώρος συναθροίσεων στη Βίκτωρος Ουγκώ. Ταψιά παρατεταγμένα στο μεγάλο πάγκο περίμεναν τη σειρά τους για να τοποθετηθούν στον φούρνο τις Κυριακές. Το πρώτο φαρμακείο που απέκτησε η γειτονιά ήταν του Ξάνθου στην οδό Λιοσίων 28 και αργότερα την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα τα φαρμακεία της γειτονιάς έγιναν επτά. Η γειτονιά σε σύγκριση με άλλες αθηναϊκές γειτονιές είχε πολλά ξενοδοχεία, οι σταθμοί αποτελούσαν τη βασική πύλη υποδοχής των επισκεπτών στην Αθήνα, η παρουσία ξενοδοχείων αποτελούσε ανάγκη. Πολλά μαγαζιά με ψιλικά και είδη κιγκαλερίας, φροντιστήρια ξένων γλωσσών, παντοπωλεία, ένα μεγάλο συνεργείο αυτοκινήτων του Τουρνικιώτη στην οδό Μαιζώνος, επιπλοποιεία είχαν τη δική τους πιστή πελατεία. Το κρατικό καπνοκοπτήριο εγκαταστάθηκε στο οικοδομικό τετράγωνο επί των οδών Αριστοτέλους, Αβέρωφ και Στουρνάρη κατά την τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1880. Μεταπολεμικά, όταν κάηκε, τη θέση του πήρε το Υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως. 

Από τις οικοδομές που κρίθηκαν άξιες να χαρακτηριστούν διατηρητέες, κάποιες κατεδαφίστηκαν, άλλες πέφτουν μόνες τους. Η εικόνα δείχνει ότι όλα έχουν αφεθεί στη 
μοίρα τους.

Αρχές του 1960 και ο γαλατάς που γύριζε τις γειτονιές θα ανοίξει γαλατάδικο με συσκευασμένα προϊόντα Έβγα ή Άστυ. Οι μοντέρνες εργαζόμενες μητέρες θα προτιμήσουν το εβαπορέ ή ζαχαρούχο Βλάχας για τους εκκολαπτόμενους ανηλίκους αστούς. Ο παγοπώλης, με το τρίκυκλο που άφηνε στο κεφαλόσκαλο κολώνες πάγου, θα αντικατασταθεί με ψυγεία Kelvinator. Στο περίπτερο της γειτονιάς  κρέμονταν το Ρομάντσο, ο Θησαυρός, η Βεντέτα, το Ντόμινο, το Μίκυ Μάους, ο Μπλέικ, η Μανίνα, η Κατερίνα και προϊόντα με τόνους ζάχαρης που κατανάλωναν τα παιδιά σε συσκευασίες  από γκοφρέτες Αμαρέτι, σοκολάτες της ΜΕΛΟ, τσιχλόφουσκες με δώρο χαρτάκια με κεφάλια καλλιτεχνών. Ήταν ένας άλλος κόσμος γεμάτος ζάχαρη. Τα πατατάκια και η μπλε πορτοκαλάδα κάτω από τον έναστρο ουρανό, συντροφιά με μεθυστικά αρώματα από αγιόκλημα στα θερινά σινεμά με τις μπουκαμβίλιες του Αλκαζάρ και της Βικτώριας, στην οδό Δεληγιάννη, εξαφανίστηκαν ανεπιστρεπτί αφήνοντας μοναδικό ίχνος τους κάποιες παλιές φωτογραφίες. Χειμερινό το Οπτασία, στην οδό Ψαρρών, έγινε το σούπερ μάρκετ του Βερόπουλου. Το καφέ-ζαχαροπλαστείο Άστρα, ένα δεύτερο Άλσος κοντά στη Βάθης σαν του Οικονομίδη, η μία downtown Αίγλη που διασκέδαζαν επιχειρηματίες πολιτικοί και ηθοποιοί πριν εκατό χρόνια, έγινε βενζινάδικο της BP. Οι κωμωδίες και τα δράματα της Φίνος Φιλμ που έπαιζαν σε α΄ προβολή παίζονταν στην τηλεόραση και η πόρτα της στη Χίου με το διάσημο λογότυπο στο κατώφλι, που από εκεί πέρασαν όλοι οι αστέρες του ελληνικού κινηματογράφου, έγινε σημείο αναφοράς μιας σημαντικής ιστορίας. Η παρακμή δεν φαίνεται ακόμα, όταν το 1979 η Σωτηρία Μπέλλου κάνει την περίφημη «Πλατεία Βάθης» λαϊκό άσμα. Τα ξενυχτάδικα της Αχαρνών σηματοδοτούν μια αλλαγή, απλά χρήσης. Ποτό, πολιτικοί, τραγούδι και μια Αθήνα σε παροξυσμό, που επεκτείνεται βόρεια παρόλο που οι βάρδοι της εξακολουθούν να μένουν στην Αχαρνών. 

Ο σταθμός Πελοποννήσου, αναφέρει ο Θωμάς Σιταράς, συγγραφέας και μετρ της αθηναϊκής κοινωνικής ιστορίας, «ήταν έργο ορόσημο για την Ελλάδα. Συνέδεε την Αθήνα ακόμα και με τα πιο μικρά χωριά της Πελοποννήσου, πολυσύχναστος και θορυβώδης, με τους επαρχιώτες να καταφθάνουν στην πρωτεύουσα, τους αχθοφόρους, τους διαφόρων ειδών μεταφορείς και φυσικά τους μικρο-κλέφτες που καραδοκούσαν τα αθώα θύματα για να τα εξαπατήσουν πουλώντας τους μικροαντικείμενα, όπως  ψεύτικα χρυσά δακτυλίδια. Υπήρχαν πολλά ξενοδοχεία με τοπωνύμια τριγύρω του για να επιλέγουν οι επισκέπτες ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους. Περιοχές διαμάντια σήμερα γκετοποιούνται, όπως τα Πατήσια, όπως η Μενάνδρου, η Σατωβριάνδου, ιστορικοί δρόμοι της Αθήνας υποβαθμίζονται συνεχώς, η δομή της πόλης αλλάζει, οικονομικοί μετανάστες αντικαθιστούν τις ελληνικές οικογένειες. Αν κάποιοι κεφαλαιούχοι επενδύσουν στην περιοχή μόνον τότε μπορεί να αλλάξει, όπως έγινε στον Κεραμικό» σχολιάζει ο αθηναιογράφος.

Ο εφημέριος της ενορίας αναφέρει: «Το 1887, όταν η βασίλισσα Όλγα θέτει τον θεμέλιο λίθο για τον ναό του Αγίου Παύλου, έχουν εγκατασταθεί οι πρώτοι κάτοικοι στη συνοικία. Αργότερα τα γύρω πρακτορεία της Φαβιέρου και η τάση αστυφιλίας μετακινούν Έλληνες από φτωχές περιοχές να εγκατασταθούν στο πρώτο μέρος που αντικρίζουν κατεβαίνοντας από το λεωφορείο. Ηπειρώτες, Αιτωλοακαρνανείς κι άλλοι πιάνουν σπίτια. Κάποτε από τη Δεληγιάννη έως στο σταθμό Λαρίσης ήταν κέντρο περιπάτου με  όμορφα νεοκλασικά σπίτια καφενεία. Θέατρα άκμαζαν. Δεν έβρισκες ποτέ θέσεις στα Αλκαζάρ, Βέμπο, Περοκέ. Σουμελή και Σουμάγερ ήταν το ονομαστό σχολείο της περιοχής. Φωτιές του Αη Γιαννιού το καλοκαίρι, γαϊτανάκι τις απόκριες με έφιππους μασκάραδες, Κυριακές με κατάμεστη την εκκλησία κι όλες τις οικογένειες παρούσες. Ο επιτάφιος ξεκινούσε κάποτε από τη Δεληγιάννη, περνούσε τη Χίου, στην Ηπείρου, την Ψαρρών κι έφτανε στην αρχή της Αχαρνών. Οι δύο σταθμοί μετρό αναβάθμισαν την περιοχή. Οικονομικά ευκατάστατες οικογένειες κατοικούσαν στις αρχές της Αχαρνών ή στην Ηπείρου σε άνετα διαμερίσματα. Η Λιοσίων είχε υπέροχα σπίτια, ήταν κι αυτή μια λεωφόρος αναφοράς σήμερα δεν υπάρχει ούτε ίχνος. Ό,τι δεν γκρεμίστηκε, γκρεμίζεται. Στα υπόγεια πολυκατοικιών ξεφυτρώνουν τζαμιά, τις Κυριακές βλέπεις σωρούς παπουτσιών στο πεζοδρόμιο. Η μεγάλη πλατεία του Αγίου Παύλου δεν αξιοποιείται, όπως θα έπρεπε, αν και έχει πολλές δυνατότητες. Τις Κυριακές εκκλησιάζονται Ρώσοι ή Βούλγαροι που είναι ορθόδοξοι και ελάχιστοι Έλληνες».

Από τις πιο θλιβερές εικόνες της πόλης είναι στα πέριξ της πλατείας Βάθη. Μέτα από πολύχρονη κρίση, ο πλούτος της περιοχής ενταφιάζεται χωρίς συγγενείς, καθώς φαίνεται ατελέσφορη και απόμακρη κάθε κίνηση επανάκτησης. Εκεί είναι που αντικρίζεις μια άλλη Αθήνα που δείχνει λιγοστή, αν δεν γνωρίζεις την ιστορία της. Η ένδοξη συνοικία του Αγίου Παύλου της παλιάς αστικής Αθήνας, που πέρασε δόξες μέχρι το ’70 σε απόσυρση, φαίνεται να κρατιέται ζωντανή κυρίως από το περιθώριο. Το νέο δημαρχείο που αποδόθηκε τη δεκαετία του ’80 δεν επέφερε την επιθυμητή κινητικότητα και ανάπτυξη στην περιοχή που εδώ και καιρό μοιάζει αδιάβατη και επικίνδυνη. Η παραβατικότητα γίνεται πλέον οργανωμένο έγκλημα και εκμετάλλευση. Ξεπεσμός, εγκατάλειψη, τη χαρακτηρίζουν. Αμέτρητα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια, όπως το αναστηλωμένο «Βίλλα Τράιμπερ», το παντελώς εγκαταλελειμμένο Hotel San Rival στις γωνίες Λιοσίων - K. Παλαιολόγου, το Ξενοδοχείο Λωζάνη που λειτουργεί ως hostel, καρτερικά υποκύπτουν στη μοίρα τους.
Η κυρία Λέλα θυμάται τις ένδοξες εποχές που στις σκάλες του νεοκλασικού της Σωνιέρου, που κληρονόμησε από τον παιδίατρο θείο της, συγκεντρώνονταν παιδάκια  από όλη την Αθήνα που ψήνονταν από πυρετό. Τις τελετές των γάμων που γινόταν στη μεγάλη τραπεζαρία, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Τον κήπο από πίσω που συγκεντρώνονταν η οικογένειά της τα Σαββατοκύριακα. Τον πονοκέφαλο της διατήρησης και της αναγνώρισής του ως διατηρητέου σήμερα. Την αδυναμία της πώλησής του στη σωστή τιμή λόγω της υποβάθμισης της περιοχής. Αν ξεκολλούσε εκ βάθρων το όμορφο αρχοντικό και το πήγαινε στη Δεξαμενή θα έπαιρνε μεγάλη αξία. Αν το πήγαινε Τορόντο, το κράτος θα της έδινε μισθό απλά για να το συντηρεί. 

Δρόμοι με ονόματα Γάλλων αριστοκρατών, δείγματα μιας λαμπερής αστικής ζωής στις δίπατες κατοικίες, καφενεία, ταβέρνες σχολεία, όπως το περίφημο ιδιωτικό σχολείο του Αλαβάνου, βαριετέ, επιθεωρήσεις με το θελκτικό όνειρο της αστυφιλίας. Η κάποτε  λαμπρή εικόνα έχει αντικατασταθεί από φτωχούς ανθρώπους και ερείπια. Από τις οικοδομές που η πολιτεία έκρινε άξιες να χαρακτηριστούν διατηρητέες, κάποιες κατεδαφίστηκαν εκτός νόμου, άλλες πέφτουν από μόνες τους λόγω ανύπαρκτης συντήρησης. Η εικόνα δείχνει ότι όλα έχουν αφεθεί στη μοίρα τους.

Η διαδρομή από τη Μελισσόπετρα της Γορτυνίας των αδελφών Πολίτη, του  Σπυρίδωνα και του Νικόλαου, ήταν ανοδική και πρωτοπόρος. Μετά την εμπορική δραστηριότητά τους σε είδη τροφίμων το 1926 εγκαινίασαν σε σημείο μεγάλης προβολής Λιοσίων και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και σε μια περιοχή ακμάζουσα που γραφόταν η κοινωνική ιστορία της Αθήνας και δίπλα στον συγκοινωνιακό κόμβο των τρένων ένα ξενοδοχείο ορόσημο για τη δοξασμένη συνοικία. Την άνοδο και την πτώση της περιοχής γύρω από την πλατεία Βάθη και τον σταθμό Λαρίσης, που για πολλά χρόνια αφέθηκε στην τύχη του, ακολούθησε και αυτό το κτίριο. Ανοίγοντας την κεντρική πόρτα αποκαλύπτεται μπροστά σου το κεντρικό κλιμακοστάσιο, ένα έργο τέχνης, ταπετσαρίες διάφορων περιόδων που καλύπτουν τις ατέλειες του σοβά, κομοδίνα, καλόγεροι, ντουλάπες, κοινόχρηστα λουτρά, ψηλοτάβανα δωμάτια και   μια πινακίδα  στην ταράτσα ορόσημο της επωνυμίας του ξενοδοχείου που δεσπόζει στην είσοδο της Λιοσίων και γράφει Sans Rival. Ένα βιβλίο πελατών από το παρελθόν, θεατρικά κειμήλια περιφερειακών  θιάσων που έρχονταν για να δώσουν παραστάσεις και βρέθηκαν, έχουν κρατηθεί. 

Η Αναγέννηση και η γοητευτική πατίνα της Αθήνας του 20ού αιώνα συγκινεί αποδεδειγμένα την Brown Hotel και τον ιδιοκτήτη της Λεόν Αβιγκάντ, που πιστεύει και επενδύει έμπρακτα στον αστικό πολιτισμό και μας το μεταδίδει. Τα ξεθωριασμένα πορτοκάλι με μπλε ηλεκτρίκ γράμματα της εναπομένουσας επιγραφής από το δυνατό φως του αττικού ουρανού σε ένα κλίμα αισιοδοξίας και οικονομικής ευρωστίας θα ξαναλάμψουν πάλι σε αποχρώσεις ίσως φλούο.

«Η ημέρα μετά την πανδημία θα αποκαλύψει ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο της πόλης» υποστηρίζει η αρχιτεκτονική ομάδα των Urban Soul Project, που έχει αναλάβει την ανακαίνιση του εμβληματικού ξενοδοχείου της Λιοσίων. Η υπεύθυνη της αρχιτεκτονικής ομάδας, Μαρία Τσαφτάρη, αναφέρει: «Η αρχιτεκτονική προσέγγιση ήταν σύμφωνη με τα αρχικά  στοιχεία της οικοδόμησης ώστε να μην αλλοιωθεί ο υφιστάμενος χαρακτήρας του κτιρίου. Το νέο στοιχείο του δωματίου είναι ο κύβος του WC που προστέθηκε. Η νέα σχεδιαστική αντιμετώπιση ακολουθεί τον χαρακτήρα του. Όταν έγινε τη περίοδο του Μεσοπολέμου ανέδειξε το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής και κυρίως κατασκευάστηκε σαν ξενοδοχείο. Αυτό είναι σπάνιο γιατί τα κτίρια που επιλέγονται για ξενοδοχεία σήμερα στην Αθήνα είναι κυρίως επαγγελματικοί χώροι. Εδώ έχουμε κάτι πολύ σημαντικό, την ταύτιση της χρήσης.

Διαθέτει έντονο διάκοσμο ενώ δεν ανήκει σε συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό κίνημα, αλλά εμπεριέχει στοιχεία από πολλά κινήματα ώστε να το χαρακτηρίσουμε εκλεκιστικό. Είχε επίσης περίτεχνο κεντρικό κλιμακοστάσιο, μαρμάρινα σκαλιά και ξύλινη κουπαστή, κάποια μοναδικά στοιχεία για την εποχή του, όπως το ζεστό νερό στα δωμάτια. Διέθετε κουρείο, βιβλιοθήκη, αίθουσες ανάγνωσης, το χρησιμοποιούσαν ηθοποιοί για διαμονή τους μια και η περιοχή ήταν γεμάτη θέατρα και παρέμεινε αναγνωρίσιμο αρχιτεκτονικό στολίδι σε μια παρακμιακή περιοχή, όπως μετατράπηκε η συνοικία αργότερα. Η αξία του κτιρίου αφενός και αφετέρου η δυναμική του ομίλου της Brown hotels μας έδωσαν την ώθηση μιας μοναδικής ανακαινίσεως. Ένα μπιστρό στο ισόγειο που θα ακολουθεί την υπόλοιπη αισθητική θα παραμείνει ανοιχτό στο κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Η πρόταση και η εκ βάθρων ανακαίνιση πιστεύουμε πως θα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στην περιοχή. Είναι ένα έναυσμα αυτή η επαναχρησιμοποίηση που συζητιέται πολύ ήδη. Είναι μια εμπειρία για τον ταξιδιώτη. Έχουμε μεγάλη πίστη στο όραμά μας. Κόσμος μάς επισκέπτεται κατά τη διάρκεια των καθημερινών εργασιών υποδομής από περιέργεια, γιατί θέλει να δει. Όσοι καταλαβαίνουν, ενθουσιάζονται.

Η έννοια του πολιτιστικού τουρισμού αναπτύχθηκε πρόσφατα. Παλιότερα, το ταξίδι εξυπηρετούσε μια ανάγκη. Ο κόσμος ταξίδευε για να δει τους συγγενείς του, έναν γιατρό, ή για επαγγελματικούς λόγους. Σήμερα ταξιδεύει για να αποκτήσει εμπειρίες. Η τάση που αναπτύχθηκε από το 1950 και μετά  την εποχή της πανδημίας θα εκτοξευτεί. Η Αθήνα σαν προορισμός είναι το επόμενο μεγάλο σχέδιο που θα απλωθεί πανευρωπαϊκά και προφανώς παγκοσμίως. Γίνονται πολλά  έργα αυτή τη στιγμή με εντυπωσιακές καινοτόμες ιδέες που θα επιφέρουν  μεγάλες αλλαγές στη πόλη» καταλήγει. 

Γεννημένος και μεγαλωμένος σε ένα από τα αρχοντικά της περιοχής, ο ιστοριοδίφης συγγραφέας Κώστας Χρ. Χατζιώτης γράφει στο βιβλίο του «Η Παλιά Γειτονιά» ότι χρειάστηκε να κυλήσουν αρκετές δεκαετίες για να συνειδητοποιήσουμε πόσο ακριβά έχει πληρώσει ο ψυχικός μας κόσμος την πρόοδο και τις πολυκατοικίες με όλα τα σύγχρονα κομφόρ. «Η γειτονιά μας, που σήμερα δεν υπάρχει πια, έχει υποκύψει στο κύμα της ισοπέδωσης των πάντων» υποστηρίζει. Όσοι μαθαίνουν για την περιοχή και την ιστορία της λένε ότι επιβάλλεται και της αξίζει μια μεγάλη αλλαγή. Μέσα από τις στάχτες θα αναδυθεί ξανά κι όσοι μπορούν δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία στα πολύπαθα τετράγωνα για  να ζήσουν μια αναγέννηση. Αρχίζοντας έστω από κάποιες γωνίες της, όπως 100 χρόνια πριν... 


Βιβλιογραφία:
«Η Παλιά Γειτονιά», Κώστας Χατζιώτης, Εκδόσεις Παρισιάνου.
«Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες», Θωμάς Σιταράς, Εκδόσεις Μίνωας.
«Η Αθήνα του Μεσοπολέμου μέσα από τις φωτογραφίες του Πέτρου Πουλίδη», Κυριακή Αρσένη, Εκδόσεις Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.