Life in Athens

Τραπεζάκια έξω, ελεύθερα και παρεΐστικα

Το πρώτο σε ζήτηση μετά την άρση του λοκντάουν ήταν ο καφές: όχι ως ρόφημα αλλά ως κατάσταση.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συναντηθήκαμε για καφέδες σε τραπεζάκια «έξω» όλοι τις τελευταίες μέρες και συνεχίζουμε να συναντιόμαστε.

Τι κάνατε μόλις ξεμυτίσατε από το σπίτι σας; Όχι για σουπερμάρκετ /γιατρό /τράπεζα /φαρμακεία/ βοήθεια ηλικιωμένου/σωματική άσκηση, λέω τι κάνατε όταν βγήκατε επιτέλους χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία, για πλάκα, ούτε καν για δουλειά. Ανεπίσημες έρευνες λένε ότι το 99,9% από εμάς και εσάς, πήγε για καφέ «έξω», με φίλες και φίλους…

Το καταφέραμε κι εμείς κουτσά-στραβά, μετά από συνεννοήσεις, ανταλλαγές μηνυμάτων, αναβολές λόγω εμποδίων, ελπίδες για επιπλέον αναβολές που δεν δικαιώθηκαν, επιβεβαιώσεις δώθε-κείθε, και (μία) απουσία: πέντε φίλοι που τρώμε το σταφύλι από τη δεκαετία του ‘80, πρώην αλλά στο βάθος πάντοτε περιοδικατζήδες, συναντηθήκαμε για καφέ στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου, στο εκτεταμένο πλέον υπαίθριο καφέ του «Athenée», πρώην «Zonar’s», και περάσαμε δυόμιση υπέροχες ώρες λέγοντας κλασσικές, αξεπέραστες μπούρδες όπως κάναμε προ κoρωνοιού, σαν να μη πέρασε μια μέρα και μάλιστα διά πυρός και σιδήρου (άμα σκεφτώ επιπλέον δημοσιογραφικά κλισέ, θα τα γράψω άλλη μέρα). Αν μας ρωτούσε κανένας μετά «Μα τι λέγατε τόσες ώρες;», κανένας μας δεν θα είχε πρόχειρη απάντηση – λέγαμε ιστορίες από το μέτωπο, πώς περάσαμε όλοι από τον Οκτώβριο που είχαμε να συναντηθούμε, διάστημα κατά το οποίο ένας από εμάς νοσηλεύτηκε με καταραμένο κορωνοϊό και συνήλθε μετά από τρελή ταλαιπωρία, ενώ άλλος από εμάς χειρουργήθηκε στη μέση του και συνέρχεται αγάλι-αγάλι, ίσως με τρελότερη ταλαιπωρία. Οι άλλοι τρεις, όπως και η μία απουσία, περάσαμε το λοκντάουν όπως όλοι: ζόρικα. Με την ιδιότυπη κατάθλιψη της πανδημίας στον αέρα, με συχνές θερμομετρήσεις και ανησυχίες σε βαθμό παράνοιας, με συγγενείς και φίλους σε ομάδες υψηλού κινδύνου - κι εμείς οι ίδιοι δηλαδή πάμε για ομαδάρχες πια, έχουμε περάσει τα 60, κι ας δείχνουμε πεταχτούληδες…

Γύρω μας τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα, στις 18.00, κι όσο περνούσε η ώρα γέμιζαν περισσότερο. Είχαμε κλείσει τραπέζι και κανένα (τραπέζι) δεν είχε πάνω από έξι άτομα γύρω του. Τα γκαρσόνια φορούσαν μάσκες, βάζαμε συνέχεια αντισηπτικό στα χέρια μας, προσέχαμε να μη βήξουμε. Δεν ήταν ένα απόγευμα συγκλονιστικό, από αυτά που αλλάζουν τη ζωή σου και τέτοια, κανένας μας δεν ερωτεύτηκε ούτε ενθουσιάστηκε με κάτι/κάποιον/αν, κανένας δεν κέρδισε το λόττο εκείνο ή άλλο απόγευμα, κανένας δεν ήρθε στο τσακίρ-κέφι ούτε ανέβηκε να χορέψει πάνω στο τραπεζάκι. Παραγγείλαμε καφέδες, τσάγια, κρασιά, και τα ήπιαμε συζητώντας αυτά που συζητάνε οι φίλοι στους «καφέδες έξω» - άρατα μάρατα, στην κουτουρού θεματολογία «τα νέα μας». Τα οποία δεν ήταν και πολλά, όπως δεν είναι πολλά τα δικά σας νέα ή του γείτονα, πρώτον επειδή δεν έχουμε κάνει παπάδες στη διάρκεια του λοκντάουν, δεύτερον επειδή επικοινωνούσαμε τηλεφωνικά και διαδικτυακά κάθε τόσο. Αλλά βέβαια, άλλο το «έξω», έχει διαφορά, στην ψυχολογία και κυρίως στην επικοινωνία.

Φίλος Καβαλιώτης μού είπε ότι την πρώτη μέρα που άνοιξε η εστίαση, η παραλία της Καβάλας δεν είχε ελεύθερο τραπεζάκι (για τηλεφωνική κράτηση) από τις 19.00 ως το κλείσιμο των μαγαζιών. Τα καφέ, μπαρ, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και καφενεία ήταν γεμάτα κόσμο που δεν έλεγε να σηκωθεί να πάει σπίτι του παρά μόνον όταν ο νέος, ανυπόμονος κόσμος, με άμεσες κρατήσεις, ερχόταν πάνω από το κεφάλι του αραχτού κόσμου. Ίσως να έβγαζε και σουγιάδες ο νέος κόσμος προκειμένου να ξεκουμπιστεί ο παλιός, τόσο περιζήτητα ήταν τα τραπεζάκια.

Επειδή ήταν επιτέλους ΕΞΩ τα τραπεζάκια. Και ελεύθερα, και παρεΐστικα: είχαμε συναντηθεί ανά δύο φίλες/οι μέσα στον χειμώνα, μερικές φορές και τρεις μαζί, που το έλεγες όχλο, είχαμε πάρει ροφήματα στο χέρι και τα είχαμε πιει όρθιες/οι, ή καθισμένες/οι σε παγωμένο πεζουλάκι, με κινητά, τσιγάρα και ποτήρια μας αγκαλιά. Η χλιδή τού να ακουμπάς την πραμάτεια σου σε τραπεζάκι ήταν η μικρή πολυτέλεια που μας έλειψε. Όχι τόσο όσο οι φίλες/οι μας, αλλά κάμποσο. Μπορεί η χλιδή του τραπεζακίου να συμπληρώνει αυτήν της ωραίας παρέας που σκύβει πάνω από το τραπεζάκι, της ανταλλαγής πληροφοριών άνευ σημασίας και προσωπικών ιστοριών ίσως ουσιαστικής σημασίας, μαζί με το χάζι στα διπλανά τραπέζια, την πολύ Ελληνική περατζάδα του καφενέ ή της «βόλτας». Όλα αυτά είναι στοιχεία τα οποία είχαμε συνηθίσει στη ζωή μας, είναι μικρές όχι-ακριβές πολυτέλειες, και ζοριστήκαμε που κόπηκαν μαχαίρι.

Τέλος πάντων, πήγαμε και σε εστιατόριο μια μέρα, απολαύσαμε την άλλη χλιδή του να τρως φαγητά μαγειρεμένα από εξπέρ άτομα χωρίς να σκέφτεσαι τι πιαταδούρα μαζεύεται στον νεροχύτη. Αλλά η πρώτη μαζική έξοδος για όλες τις ηλικίες, το πρώτο σε ζήτηση, πανελλαδικά νομίζω, ήταν το τραπεζάκι έξω φορτωμένο ποτήρια, φλιτζάνια και αεράτη ατμόσφαιρα αισιοδοξίας…