- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη σήμερα με το κεφάλι ψηλά
«Για πρώτη φορά πρόσεξα θέματα που δεν είχα δει ποτέ και που μου έγιναν αντιληπτά μέσα από τις δυνατότητες που προσφέρει στον απλό επισκέπτη η νέα διαμόρφωση»
Ο Γιάννης Χάσκαρης, Αρχιτέκτων Μηχανικός, σχολιάζει το «τσιμέντωμα» της Ακρόπολης
Ανέβηκα σήμερα στην Ακρόπολη για να έχω και εγώ ιδία αντίληψη για ό,τι δημοσίως συζητιέται σχετικά με τις νέες διαμορφώσεις των διαδρομών ανάμεσα στα Μνημεία. Στον Ιερό βράχο είχα ανέβει κατά καιρούς, άλλοτε συνοδεύοντας φίλους από το εξωτερικό, τα παιδιά μου σε διάφορες περιόδους της ζωής μου και τελευταία ακόμη, πριν την αλλαγή της θεώρησης του «περίπατου» πάνω στον βράχο, αυτού που άλλαξε ριζικά και προκαλεί σήμερα όλη την συζήτηση.
Πάντα ο περίπατος αυτός πάνω στον βράχο προσωπικά με δυσκόλευε, διότι ήμουν υποχρεωμένος να έχω συχνά το βλέμμα μου στραμμένο προς το έδαφος, αντί στα ίδια τα μνημεία και τις κρυφές τους λεπτομέρειες. Ιδιαίτερα βέβαια τα τελευταία χρόνια, ύστερα από ένα σοβαρό ατύχημα που είχα παραπατώντας πάνω τις κακοτεχνίες των πεζοδρομίων της Αθήνας και αυτό γιατί δυσκολευόμουν, να διασχίσω τον χώρο περισσότερο από φόβο μην παραπατήσω στις λακκούβες και τις κακοτεχνίες του διαβρωμένου προϋπάρχοντος δαπέδου.
Διαβάζοντας από εδώ και από εκεί διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις που κατέκριναν την παρέμβαση αυτή και την περιέγραφαν σαν την ολική καταστροφή και διάσπαση των Μνημείων, αναρωτήθηκα συχνά, ως αρχιτέκτονας, για ποιο λόγο δημιουργήθηκε αυτή η υπερέκθεση στον δημόσιο διάλογο κάποιων που, με απαξιωτικά λόγια για τους δημιουργούς της νέας διαμόρφωσης και με επιλεγμένες επισημάνσεις, αναφέρονταν περιφρονητικά στο άθλιο «μπετονάρισμα» του σημαντικότερου μνημείου της χώρας ή έκαναν αναφορές σε πλατείες από τσιμέντο, διακοπή της ενότητας των μνημείων, λάθος χρήση υλικών κ.λπ.
Έβλεπα συγχρόνως τις αναρτημένες φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που παρουσίαζαν, συχνά κατά το προσδοκώμενο, οπτικές παραμορφώσεις του χώρου κατάλληλα φωτογραφημένου. Γνωρίζοντας από κοντά το κύρος του υπευθύνου του έργου και τη γνώση του για τον χώρο, διατηρούσα πάντα επιφυλάξεις απέναντι σε όλη αυτήν την αντίδραση και ποτέ δεν πείστηκα, κρατώντας τις αποστάσεις μου από αυτές.
Έχοντας στη μνήμη μου την προϋπάρχουσα διαδρομή του περίπατου πάνω στο βράχο, αναρωτιόμουν −ως παθών και έχοντας κατά νου τις εμπειρίες μου− αν όλοι αυτοί που απαξιούσαν εννοιολογικά και διεθνώς, μαζί με τον «περίπατο» και όλο το έργο της αναστύλωσης, είχαν ποτέ επισκεφθεί πρόσφατα την Ακρόπολη, ώστε να έχουν εικόνα πώς ήταν πριν, ή τα παρουσίαζαν έτσι επειδή το θέμα δημιουργούσε από μόνο του εντυπώσεις με ακροατή μια κοινωνία που κατά παράδοση, μακριά από κάθε συνδυαστικά δημιουργική κριτική, αποστρέφεται τον πραγματισμό και προτιμά τις φανατικές αντιπαραθέσεις.
Σήμερα πέρασα ανάμεσα από τα μνημεία πάνω στον βράχο και, για πρώτη φορά στη ζωή μου περπάτησα με «το κεφάλι επιτέλους ψηλά» και πρόσεξα, στις άκρες και τις κορυφές των μνημείων, θέματα που δεν είχα δει ποτέ και που μου έγιναν αντιληπτά, μέσα από τις δυνατότητες που προσφέρει στον απλό επισκέπτη η νέα αυτή διαμόρφωση.
Είχα άνεση στο βάδισμά μου, τη δυνατότητα να σταματάω, να σκέπτομαι, να παρατηρώ και πάνω από όλα να ανακαλύπτω ξανά σημεία των μνημείων αυτών, νιώθοντας περιέργως ένα έντονο ιστορικό μήνυμα: Με φόντο το ουδέτερο υλικό που χρησιμοποιήθηκε πάνω στους υπάρχοντες κατεστραμμένους από την χρήση διαδρόμους κυκλοφορίας και σε αντίθεση με όσα είχα διαβάσει, τα αναπαλαιωμένα μάρμαρα μεταμορφώνονταν ξαφνικά στα μάτια μου σε ένα δημιουργικά σύγχρονο, διεπιστημονικό εργαλείο γνώσης και, αντίθετα από κάθε λογική διάσπασης όπως συχνά αναφέρθηκε σαν αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης, τα μνημεία ήταν εκεί, πιο ζωντανά από ποτέ.
Στην γωνία της βορειανατολικής όψης του Παρθενώνα κοντοστάθηκα, ύψωσα το βλέμμα προς την κορυφή και τη βάση του Μνημείου και τότε μου ήρθαν στο μυαλό παλαιότερες εμπειρίες μου για άλλα θέματα που έδεσαν με όσα έβλεπα και βίωνα στο χώρο αυτό εκείνη τη στιγμή:
Οι νέοι διάδρομοι «φώτιζαν» μεταφορικά τα κτίρια που «μιλούσαν» αισθητικά και αυτό μου έφερε στο νου τον τεχνητό φωτισμό των γλυπτών στα μουσεία που παλαιότερα κανείς δεν ήθελε να ακούσει, καθώς την θεωρούσαν τότε σαν την πιο άσεμνη χειρονομία απέναντι στο φυσικό φως ανάδειξης τους και την κριτική που υπέστην, στα νεανικά μου χρόνια, στα χρόνια του 70, στις συζητήσεις με σημαίνοντα πρόσωπα της αρχαιολογίας για το θέμα του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, πάνω στο οποίο διαφωνούσα, τότε, ιδεολογικά.
«Το να βλέπεις είναι να μπορείς να καταλάβεις»: αυτές είναι οι πρώτες λέξεις ενός ποιήματος του Paul Eluard και αυτό αντιλήφθηκα διασχίζοντας τους χώρους των μνημείων, μην ακούγοντας τις ευκολίες και τις απλουστεύσεις περί «τσιμεντώματος».
Βρήκα την νέα διάστρωση κόσμια σαν υφή και σαν υπόβαθρο και άκρως συμβατή με τον ιερό χώρο, αναστρέψιμη παρά τις συχνές ψευδό-αναφορές από απληροφόρητους και σωστές τις προβλέψεις για την διευθέτηση και την ροή των επιφανειακών υδάτων. Τι θα έπρεπε τελικά να μπει για την κυκλοφορία και την διευκόλυνση αυτών που ανεβαίνουν να θαυμάσουν τα μνημεία στον βράχο της Ακρόπολης; Κανείς δεν το λέει. Μια νέα μαρμαρόστρωση, επιμελημένη όπως την βλέπει κάνεις σε επιφάνεια δαπέδου, πριν την είσοδο στις υπάρχουσες ράμπες των Προπυλαίων;
Διασχίζοντας τους χώρους δίπλα από τα μνημεία έφερα ξανά στο μυαλό μου τα λόγια του δασκάλου μου του Paul Virilio: «Πρέπει να αλλάξουμε το βλέμμα, για να μπορέσουμε να επιζήσουμε. Πρέπει να αλλάξουμε τη ζωή, για να μπορέσουμε να υπάρξουμε».
Κοιτάζοντας την βορειοανατολική «τσιμεντωμένη», όπως επικρίνουν, πλευρά του Παρθενώνα και την υπό αναστύλωση νοτιοανατολική του πλευρά που παραμένει σχεδόν άθικτη και στην προηγουμένη κατάσταση, πιστεύω ότι τα έργα των διαδρομών της Ακρόπολης είναι στη σωστή κατεύθυνση, διότι τα μνημεία στους αρχαιολογικούς χώρους −τα πραγματικά ζωντανά «Μουσεία»− όπως και τα αντικείμενα στα Μουσεία, που θα πρέπει να είναι χώροι συντήρησης έρευνας και πολιτιστικής ανάδειξης, δεν είναι πια ένα θέμα συσσώρευσης και παράθεσης «αντικειμένων», αλλά συνειδητοποίησης, μέσα στην απλότητα του περιβάλλοντος που αναδεικνύονται, του μηνύματος που πρέπει να εκπέμπουν στην κατανόηση της πολυπλοκότητας ενός συνεχώς ζωντανού, εξελισσόμενου κόσμου.
Πιστεύω ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να γίνονταν διαφορετικά, όπως η περιοχή μπροστά ακριβώς από το παλαιό Μουσείο που θα έπρεπε ίσως να είναι διαφορετική, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
Αντίθετα με όσα λέγονται λοιπόν, η νέα αυτή εννοιολογική ανάδειξη των μνημείων, η επέμβαση της γενιάς μας από τον «αρχιμάστορα» πάνω στον Ιερό Βράχο, δημιουργεί μια νέα βιωματική εμπειρία στον επισκέπτη και διαλαλεί καλύτερα από ποτέ το μήνυμα του Paul Eluard: «να μαθαίνει κανείς τελικά να βλέπει» − και να σκέπτεται θα συμπλήρωνα σήμερα εδώ, πάνω στον Ιερό βράχο, κάτι που είναι από τα βασικά θεμέλια της κατανόησης του κόσμου που ζούμε σήμερα.
Ο Γιάννης Χάσκαρης είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός - DESΑ Παρίσι, Διδάκτωρ Τέχνης και Επιστημών των Τεχνών Παρίσι 1-Σορβόννη, Ερευνητής στο Ίδρυμα Le Corbusier, Mουσειολογος με σπουδές Μουσειολογίας στο Παρίσι 4- Τέχνη και Αρχαιολογία