Life in Athens

Κώστας Βλάχος: Η Αθήνα μέσα από τα μάτια ενός γελοιογράφου

Ο δημιουργός που έκανε την πόλη να χαμογελά για δεκαετίες με το χιούμορ του, μιλάει στην ATHENS VOICE και μοιράζεται τα νέα του σκίτσα

Δημήτρης Αθανασιάδης
18’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Ο γελοιογράφος Κώστας Βλάχος απαντά για τη σχέση του με την Αθήνα και μοιράζεται σκίτσα που έχει δημιουργήσει κατά την περίοδο της πανδημίας.

Οι γελοιογραφίες του Κώστα Βλάχου είναι ένας άλλος τρόπος να εντρυφήσεις στην ελληνική πραγματικότητα και να ανατρέξεις στον χρόνο, αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις περισσότερα για τη χώρα που ζεις. Οι νεότερες γενιές που δεν πρόλαβαν τα σκίτσα του μπορούν να ανατρέξουν στο βιογραφικό του: Από το 1960 μέχρι το 1990 συνεργάστηκε με τις περισσότερες ελληνικές εφημερίδες και με πληθώρα περιοδικών, σταδιοδρομώντας ως γελοιογράφος στον Αθηναϊκό Τύπο. Από πολύ νωρίς διακρίθηκε επαγγελματικά στο χώρο αυτό και το 1964 έγινε αποδεκτός στην τότε Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων, δίπλα στους γνωστούς τότε σκιτσογράφους Φωκίωνα Δημητριάδη, Παύλο Παυλίδη, Αρχέλαο, Χριστοδούλου, Μποσταντζόγλου (Μποστ), Μ. Γάλλια και άλλους, με τους οποίους πήρε μέρος και στην πρώτη έκθεση γελοιογραφίας της Λέσχης που έγινε το 1965 στην αίθουσα «Παρνασσός», την οποία επισκέφθηκαν τότε χιλιάδες Αθηναίοι.

Μετά τη μεταπολίτευση, είχε την έμπνευση για τη διοργάνωση Παγκοσμίων Εκθέσεων γελοιογραφίας στην Αθήνα-Κηφισιά και άλλες πόλεις, οι οποίες σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Το 1975 με θέμα «Αντιφασισμός», το 1977 με θέμα «Περιβάλλον», το 1980 με θέμα «Ενεργειακή Κρίση». Έχει συμμετάσχει σε πολλές διεθνείς εκθέσεις γελοιογραφίας του εξωτερικού και έχει αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις για τα επιτυχημένα σκίτσα του. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε με την έκδοση δικών του χιουμοριστικών εντύπων και βιβλίων καθώς και με το περιοδικό «ΚΗΦΙΣΟΣ» που εξέδιδε έως το 2010 για την ενημέρωση των κατοίκων της Κηφισιάς και ευρύτερα των βορείων προαστίων.

Η αγάπη του για τη σκιτσογραφία δεν διακόπηκε ποτέ και με την επανίδρυση της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων το 2007 επανασυνδέθηκε με τους αγαπητούς του συναδέλφους που τον εξέλεξαν Πρόεδρο της Λέσχης τους για μια τριετία (2007-2010). Στην τριετία αυτή πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλίες του αρκετές και πολύ σημαντικές δραστηριότητες της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων, που είχαν ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό. Μια ολόκληρη πεντηκονταετία συμπλήρωσε ήδη στο χώρο της επαγγελματικής του σκιτσογραφίας και δημοσιογραφίας, αλλά ο Κώστας Βλάχος δεν άφησε ποτέ τα πινέλα και τα χρώματα της ζωγραφικής με τα οποία ξεκίνησε από νεαρός. Η αγάπη του για το περιβάλλον και το εικαστικό χιούμορ τον προκαλούν πάντα σε ρεαλιστικές και ιδεατές ζωγραφικές απεικονίσεις, όπως και μεταφορές στον καμβά θεμάτων με χιουμοριστικές προσεγγίσεις και οικολογικό προβληματισμό. Τα τοπία και γενικά το περιβάλλον αποτελούν βασικό στοιχείο έκφρασης που μοιράζεται ανάμεσα στην ουτοπία και τη ρεαλιστική απεικόνιση. Το χιούμορ όπως λέει είναι «ένα μήνυμα που προσφέρει χρήσιμο χαμόγελο στη ζωή μας».

Σήμερα, στα 81 του, ο Κώστας Βλάχος, μπορεί να μην πρωταγωνιστεί ως γελοιογράφος στα μίντια, συνταξιούχος γαρ, αλλά δεν σταματά να ακονίζει τα μολύβια του και να παρατηρεί την Αθήνα. Εν μέσω πανδημίας, μοιράζεται σκίτσα που δημιούργησε την περίοδο του lockdown και απαντά για τη σχέση του με την πόλη. Μια σχέση ζωής που μετρά δεκαετίες περιηγήσεων, ιχνηλατήσεων και σκιαγραφήσεων του τοπίου και των ανθρώπων της. 

© Θανάσης Καρατζάς

Ποια είναι τα 3 πράγματα που σας αρέσουν περισσότερο στην πόλη;
Καλά, το κλίμα της Αθήνας είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα όχι μόνο για εμένα, φυσικά, αλλά για όλους τους κατοίκους της. Προσωπικά απολαμβάνω μια βόλτα για τις καθημερινές αναγκαίες αγορές στην κεντρική αγορά, όπου ακούγοντας τις φωνές των μανάβηδων, των ψαράδων και των κρεοπωλών νιώθω, ότι ακούω τις φωνές όλων των Αθηναίων που έχουν να προσφέρουν κάτι σε μια σιωπηλή πελατεία που ακούει και πηγαινοέρχεται μπροστά στις «πραμάτειες» νιώθοντας, ότι όλη αυτή η φασαρία γίνεται για τη γοητεία της… Αυτή την αίσθηση την έχω από μικρό παιδί, καθώς για μερικά χρόνια ζήσαμε σ’ ένα σπίτι γωνία Αθηνάς και Σοφοκλέους. Στη συνέχεια εγκατασταθήκαμε σε σπίτι της περιοχής Εξαρχείων και συγκεκριμένα σε μια άλλη γωνία των οδών Ζαΐμη και Τοσίτσα. Αυτή είναι η γειτονιά πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο όπου πέρασα τα καλύτερα παιδικά μου χρόνια και νομίζω, ότι ήταν η καλύτερη περιοχή για να μεγαλώσει ένα παιδί, κάτι που ίσως να ισχύει το ίδιο ακόμα και σήμερα.

Ποιο είναι το πρώτα πράγμα που θα κάνατε αν ήσασταν δήμαρχος για μια μέρα;
Τι ερώτηση είναι αυτή; Τίποτα δεν θα μπορούσα να κάνω σε μια ημέρα, παρά να βγω σ’ όλα τα κανάλια και στα ραδιόφωνα ταυτόχρονα και να πω μια καλημέρα, σε  όλους τους Αθηναίους. Αμέσως μετά θα τους ζητούσα να μη με ξεχάσουν στις επόμενες δημοτικές εκλογές όπου πιθανότατα θα ήμουνα υποψήφιος Δήμαρχος… Αυτό έτσι, για «σαχλό» αστείο…

Η πρώτη δουλειά που κάνατε στην Αθήνα;
Θεωρώ τον εαυτό μου «πολύ τυχερό», γιατί αμέσως μετά τη λήξη του σχολικού έτους της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου, δηλαδή ως απόφοιτος πλέον και μετά από λίγες ημέρες διακοπών στις Σπέτσες το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Με προσλάβανε ως σκιτσογράφο στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» που τότε ήταν μεγάλης κυκλοφορίας. Φυσικά από μαθητής γυμνασίου είχα προετοιμαστεί τις ελεύθερες ώρες μου για το στόχο αυτό,  ως μαθητευόμενος κοντά σε σπουδαίους σκιτσογράφους της εποχής. Εκείνη την εποχή στην «Αθηναϊκή» βασικοί γελοιογράφοι ήταν οι Αρχέλαος και Β. Χριστοδούλου που καθημερινά δημοσίευαν πολιτικά σκίτσα στην πρώτη σελίδα που κέντριζαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Η δική μου δουλειά ήταν σχετική με τη σελιδοποίηση και την καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφιών και περιγραφικών σκίτσων σε κείμενα ή ρεπορτάζ. Στην εποχή μας υπάρχει αντίστοιχα ο μακετίστας-σελιδοποιός γραφίστας… Αναφέρομαι στο καλοκαίρι του 1958 και σε μια εποχή μεγάλης ανεργίας και φτώχειας στη Χώρα μας. Στην «Αθηναϊκή» παρέμεινα μέχρι που έκλεισε το 1970, ενώ παράλληλα συνεργαζόμουνα με περιοδικά της εποχής όπως το «Ρομάντζο», «Θησαυρό», «Θεατή» κ.ά.

© Θανάσης Καρατζάς

Το πρώτο σας διαμέρισμα στην Αθήνα; Πού ζείτε τώρα;
Το διαμέρισμα που μέναμε οικογενειακώς ήταν σχετικά μικρό και φάνηκε γρήγορα ακόμα πιο μικρό γιατί «εκεί μέσα» γεννήθηκαν ακόμα δυο παιδιά, τα δυο κορίτσια στην οικογένεια. Επιπλέον ήρθε να μείνει μαζί μας μια αδελφή της μάνας μου πιο μικρή από εκείνη, για να τη βοηθάει και το διαμέρισμα αυτό, φάνηκε ακόμα πιο μικρό, όταν τελικά ο πατέρας αποστρατεύθηκε και έγινε κι’ αυτός μόνιμος κάτοικος του διαμερίσματος, ενώ για χρόνια υπηρετούσε ως μόνιμος αξιωματικός εκτός Αθηνών σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες. Έτσι όπως «μεγαλώναμε» όλοι μαζί, το διαμέρισμα φαινότανε όλο και πιο μικρό, ώσπου οι γονείς πήραν επιτέλους την απόφαση για περισσότερη ευρυχωρία και μετακομίσαμε σε πιο άνετο χώρο πάλι εκεί κοντά… Ωστόσο όλα τα παιδιά της γειτονιάς την εποχή εκείνη ζούσαν σε μικρά έως πολύ μικρά διαμερίσματα, εκτός από λίγες εξαιρέσεις πολύ ευκατάστατων οικογενειών, όπως κάποιων γιατρών και επιχειρηματιών της περιοχής… Την εποχή εκείνη όλα τα σπίτια ήταν μικρά, όπως ακριβώς τα περιγράφει στους στίχους του τραγουδιού του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που ερχόταν συχνά στη γειτονιά μας και κάναμε παρέα. Δεν είχε αρχίσει άλλωστε ακόμα αρχές της δεκαετίας του 1950 η «λεγόμενη» ανοικοδόμηση που δημιούργησε ευρύχωρα και μοντέρνα για την εποχή εκείνη διαμερίσματα…

Η πιο τρελή αθηναϊκή ιστορία που έχετε ακούσει ή έχετε ζήσει…
Πολλά τρελά και παλαβά έχω ακούσει και φυσικά μέσα στον δημοσιογραφικό χώρο που έζησα τόσα χρόνια είδα και άκουσα πολλά… Ωστόσο θα ανατρέξω σε μια δυσάρεστη παιδική εμπειρία που είχα, όντας ακόμα μαθητής δημοτικού και που είναι τελείως άγνωστη σε πολλούς… Το περιστατικό αυτό το αναφέρω, γιατί στις μέρες μας ζούμε, περίεργες και «εκρηκτικές» καταστάσεις σε δρόμους και περιοχές, που σίγουρα μας προβληματίζουν… Κάποιο μεσημέρι, λοιπόν, με έστειλε η μάνα μου να της αγοράσω κάτι από το περίπτερο της γειτονιάς ένα τετράγωνο πιο πέρα από το σπίτι μας. Λίγο προτού φτάσω στο συγκεκριμένο περίπτερο γωνία των οδών Σπ. Τρικούπη και Τοσίτσα ένας δυνατός κρότος με έκανε να τρομάξω και να μείνω εντελώς ακίνητος καθώς άκουγα συγχρόνως να σπάνε τζάμια από κοντινά σπίτια… Την ίδια στιγμή, πάνω από την περιοχή πετούσε ένα αεροπλάνο και εκείνη την εποχή κάποιες φορές τα αεροπλάνα έριχναν προκηρύξεις με διάφορες οδηγίες προς τους πολίτες καθώς δεν υπήρχαν ανεπτυγμένα όπως σήμερα τα Μέσα Ενημέρωσης. Οι προκηρύξεις αυτές μπορεί να αναφέρανε, για κάποια γενική διακοπή νερού για λίγες ώρες λόγω εργασιών στο δίκτυο, ή για κάποια διακοπή δρομολογίων του τραμ για τους ίδιους λόγους. Στην αρχή το μυαλό πήγε στο αεροπλάνο που πέρασε και σκέφτηκα μήπως έριξε αυτό «κάτι»…. Όμως μετά την πρώτη τρομάρα και την έκπληξη, μαθεύτηκε γρήγορα, ότι λίγο πιο πάνω στην οδό Τοσίτσα όπου βρισκότανε το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων δυο-τρεις μαθητές, που ήταν δυσαρεστημένοι από την κακή βαθμολογία που τους έβαλε κάποιος καθηγητής για πολιτικούς λόγους, όπως ισχυρίστηκαν στη συνέχεια, έριξαν μια χειροβομβίδα στη μικρή αυλή του σχολείου ευτυχώς την ώρα που δεν υπήρχαν εκεί μαθητές. Το περιστατικό ήταν πρωτοφανές για την εποχή εκείνη, καθώς υποτίθεται, ότι είχαν ηρεμήσει τα πνεύματα μετά τον καταστροφικό εμφύλιο που είχε προηγηθεί… Φυσικά δεν ήμουνα σε θέση την εποχή εκείνη να πληροφορηθώ πώς περιγράφηκε το «γεγονός» από τις εφημερίδες ούτε φυσικά από τις πολιτικές παρατάξεις της εποχής. Πάντως η γειτονιά και όλο το «Εξάρχειο» είχε αναστατωθεί και το γυμνάσιο είχε κατηγορηθεί απ’ όλους τους γονείς της γειτονιάς, για στέκι επικίνδυνο για παιδιά και «άναρχο». Όμως τελικά λίγο αργότερα όλα τα αγόρια σ’ αυτό το γυμνάσιο «καταλήξαμε» καθώς δεν υπήρχε και κάποιο άλλο δημόσιο εκεί κοντά.

Το «παράλογο» φαίνεται πως είναι, προνόμιο των κατοίκων αυτής της πόλης.

 

Πού αλλού θα μπορούσατε, θα θέλατε να ζήσετε στην Ελλάδα;
Ο Όμηρος αναφέρει κάπου, ότι ο άνθρωπος πρέπει να θεωρεί πατρίδα του εκεί που ζει και περνάει καλά… Πρόκειται για πολύ σοφή «ρήση» και ίσως μέσα από το σκεπτικό της οι αρχαίοι μας πρόγονοι δημιούργησαν γύρω-γύρω στη Μεσόγειο αποικίες όπου εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν πολύ καλές προϋποθέσεις διαβίωσης με νέες πατρίδες δημιουργώντας τη μεγάλη Ελλάδα… Έτσι κι εδώ, όπου όπως είναι γνωστό δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κύμα αστυφιλίας κυρίως μετά τον «εμφύλιο» και σε συνδυασμό με την «τσιμεντοποίηση» της Αθήνας, όλοι οι νεοφερμένοι κάτοικοι μέσα σε μια δεκαετία έγιναν Αθηναίοι και άρχισαν να ψηφίζουν και για τον δήμαρχο της πόλης. Το ιδανικό σ’ αυτή την περίπτωση θα είναι όλοι αυτοί να έχουν ασχοληθεί λίγο ή περισσότερο με την ιστορία της πόλης, να τη γνωρίσουν καλά και να την αγαπήσουν πραγματικά φροντίζοντάς τη συγχρόνως… Προσωπικά τη μισή μου ζωή την πέρασα «κεντρικά» στην Αθήνα και όπως προανέφερα στην περιοχή των Εξαρχείων και μάλιστα στον περίγυρο της πλατείας Εξαρχείων, όμως την άλλη μου μισή ζωή την βιώνω πλέον στην Κηφισιά. Όταν ήρθα και εγκαταστάθηκα με τη δική μου πλέον οικογένεια στην Κηφισιά η κατάσταση θύμιζε αντίστοιχα δεκαετία του 1950 στην Αθήνα. Όλα λίγο απ’ όλα τα βρήκα εδώ… Λίγα σπίτια, λίγα αυτοκίνητα, λίγα μαγαζιά και λίγους ανθρώπους… Βέβαια γρήγορα όλα άλλαξαν προς το χειρότερο… Σήμερα είμαι νοσταλγός της παλιάς μου γειτονιάς στην Αθήνα και πηγαίνω πότε-πότε για μια βόλτα στους δρόμους όπου έπαιζα, και μέχρι το «Φλοράλ» το ζαχαροπλαστείο της πλατείας Εξαρχείων, όταν φυσικά είναι ήρεμη η κατάσταση και οι «μπαχαλάκηδες» ξεκουράζονται… ή βρίσκονται σε άλλη περιοχή…

Το καλύτερο σύνθημα που έχετε δει σε αθηναϊκό τοίχο;
Το καλύτερο σύνθημα, νομίζω, ότι είναι ένα δικό μου, που έγραψα στον τοίχο της μάνδρας του σπιτιού μου, που λέει… «ΠΡΟΣΟΧΗ, μη γράψεις σ’ αυτό τον τοίχο, γιατί θάρθω να γράψω κι εγώ στον τοίχο του σπιτιού σου… και καταλήγω… ξέρω πού μένεις». Φυσικά όλο το μήνυμα αυτό είναι γραμμένο με ωραία καλλιγραφικά γράμματα και μέσα σ’ ένα κομψό πλαίσιο. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτά, δεν έχει τολμήσει κανένας να γράψει καμία σαχλαμάρα ή βλακεία στον τοίχο μου… Νομίζω, ότι τελικά, ή τους τρόμαξα, ή κανένας απ’ αυτούς, δεν «καταδέχεται» τον δρόμο του σπιτιού μου.

© Θανάσης Καρατζάς

Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για να απομονώνεσαι στην Αθήνα;
Θα φανεί ίσως περίεργο που ένας επαγγελματίας στο χώρο του χιούμορ για πάνω από πενήντα χρόνια όπως εγώ, θεωρεί την καλύτερη επιλογή για απομόνωση και σκέψεις το χώρο ενός νεκροταφείου, όπως ας πούμε είναι το κεντρικό νεκροταφείο της Αθήνας ή αυτό εδώ της Κηφισιάς. Ο λόγος είναι, όχι γιατί εκεί επικρατεί ησυχία και σχεδόν «νέκρα», αλλά γιατί περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια ανάμεσα στα μνήματα παρατηρείς το αισθητικό επίπεδο, εκεί όπου δεν υπάρχει πλέον ζωή και που συνήθως είναι πιο «ανεβασμένο» σε σχέση μ’ εκείνο που υπάρχει όπου ζούνε άνθρωποι. Θα μου πει κάποιος, ότι αυτό είναι μια μακάβρια παρατήρηση, αλλά εγώ το συνηθίζω αυτό και όταν επισκέπτομαι και μια άλλη μεγάλη πόλη του εξωτερικού, οπότε φροντίζω να βάλω στο πρόγραμμά μου και μια επίσκεψη στο κεντρικό νεκροταφείο της πόλης. Μη φαντασθεί κανείς, ότι είμαι αυτοκτονικός ή άλλου ανώμαλου είδους τύπος. Αντίθετα είμαι πολύ αισιόδοξο άτομο, αλλά μου αρέσει η αισθητική και η τέχνη με την όποια θέλουν κάποιοι να αποχαιρετούν τη ζωή και τους αγαπημένους τους. Άλλωστε όπως έχει «αποφανθεί» και ο περίφημος Επίκουρος «ο θάνατος είναι κι αυτός μια φάση της ζωής»… Όσο για μένα προσωπικά δεν θα υπάρξει μετά θάνατον τάφος, γιατί έχω επιλέξει στο ζήτημα αυτό… την «καύση»…

Ποιο είναι το αγαπημένο σας εστιατόριο στην Αθήνα και ποια η αγαπημένη σας αθηναϊκή πλατεία;
Την εποχή που ζούσα στην Αθήνα μόνο κάποια βράδια τρώγαμε έξω κι’ αυτό για συναναστροφή με φίλους σε μπαράκια που διέθεταν εκτός από ατμόσφαιρα  και αυτό που λέμε καλή κουζίνα. Αυτά ήταν τα γνωστά και δημοφιλή «στέκια» για πολλούς και για αρκετές δεκαετίες το «17» όπως και το «18» που λειτουργούσε για χρόνια στο ίδιο κτίριο όπου είχα και το γραφείο μου γωνία Πινδάρου και Τσακάλωφ. Επειδή έχω «κάποια» ηλικία, όπως γνωρίζετε, είμαι θιασώτης-επισκέπτης της πλατείας Κολωνακίου από το 1960 όπου ένα «τσούρμο» δημοσιογράφων, ζωγράφων και πολιτικών την «έβρισκαν» κυρίως στο «Βυζάντιο», το «Πίκολο» και τη «Λυκόβρυση»… Άρα «αγαπημένα» εστιατόρια και πλατεία ήταν «τα εντός και επί τα αυτά» δηλαδή, Κολωνάκι… Δυστυχώς, έχω να πάω εκεί ως τακτικός επισκέπτης για πάνω από τριάντα χρόνια πλέον…

Το αγαπημένο σας αθηναϊκό σινεμά;
Κατά τα χρόνια της εφηβείας όλα μαζί τα παιδιά της παρέας μου, γνωρίσαμε τον κινηματογράφο στις μεγάλες κεντρικές αίθουσες «REX», Ορφέας, Τιτάνια, αλλά και στις παρακατιανές αίθουσες όπως του ΙΝΤΕΑΛ, Μοντιάλ και γιατί όχι του «Ροζυκλέρ» πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας. Στο «Ροζυκλέρ» καταφεύγαμε βέβαια, όταν κάναμε σκασιαρχείο από το γυμνάσιο, γιατί έπαιζε από τις πρωινές ώρες δυο έργα εναλλάξ, μέχρι «βαθείας νυκτός». Εκεί μέσα γινότανε της «μουρλής» από φωνές και δυνατά σχόλια σε βάρος κυρίως των ηθοποιών ή του τεχνικού που χειριζότανε τη μηχανή προβολής κάθε ταινίας. Ας πούμε, ότι εκεί μέσα βρίσκανε καταφύγιο ψυχαγωγείας φτωχόπαιδα, βιοπαλαιστές, αλλά και αληταράδες του κοινού ποινικού δικαίου. Βέβαια παρόντες και εμείς «αγαθιάρηδες» σκασιάρχες, λόγω του πολύ φτηνού εισιτηρίου εισόδου… Μια λεπτομέρεια χαρακτηριστική που αξίζει να αναφέρω, ήταν η ύπαρξη μιας μικρής ταμπέλας δίπλα στο ταμείο που έγραφε… «Παρακαλούνται οι θεατές να αφήνουν στην είσοδο τα “κασελάκια τους”». Φυσικά αυτή η υπόμνηση αφορούσε τους πολλούς λουστράκους της εποχής εκείνης που έμπαιναν στην αίθουσα να δούνε έναν άλλο κόσμο απ’ αυτόν που ήξεραν φεύγοντας απ’ τα χωριά τους και παράλληλα να βρούνε την τύχη τους στην πρωτεύουσα. Το «Ροζυκλέρ», λοιπόν, λειτουργούσε για εμάς κάτι σαν κρυψώνας και καταφύγιο καθώς εκεί δεν υπήρχε περίπτωση να μας δει γνωστού ανθρώπου μάτι, τις ώρες που θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο γυμνάσιο… Τέλος να αναφέρω, ότι το αγαπημένο μου σινεμά, ήταν το καλοκαιρινό «ΒΟΞ» στην πλατεία Εξαρχείων, όπου δεν χάναμε κανένα έργο του κατά τη θερινή σεζόν. Μάλιστα μια-δυο χρονιές, που η αδελφή ενός φίλου της παρέας ήταν η ταμίας στην είσοδο του «ΒΟΞ», μπαίναμε και οι πέντε από εμάς δωρεάν με μόνο έξοδο τον πασατέμπο και καμιά γκαζόζα… Τελικά για να είμαι δίκαιος στην ώριμη ηλικία το δημοφιλές δίδυμο των αιθουσών Αττικόν – Απόλλων ανήκαν στην προτίμησή μου για να απολαύσω μια ταινία σ’ ένα ωραίο και πολιτισμένο περιβάλλον.

Ένα επίθετο που χαρακτηρίζει ακριβώς τους Αθηναίους και ένα επίθετο που δεν ταιριάζει καθόλου στους Αθηναίους.
Σ’ αυτό το ερώτημα θα απαντήσω πάλι με αναδρομή στο παρελθόν και συγκεκριμένα πηγαίνοντας εξήντα χρόνια πίσω. Εκείνη την εποχή η καθημερινότητά μου εξελισσότανε λόγω της μόνιμης εργασίας μου στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» στην πλατεία Κλαυθμώνος αλλά και ευρύτερα λόγω συνεργασιών με άλλες εφημερίδες και περιοδικά οπότε κυκλοφορούσα τακτικά από πλατεία Συντάγματος και μέχρι την πλατεία Ομονοίας. Όλες οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν φυσικά με «ποδαρόδρομο» και ο τρόπος αυτός περιήγησης των δρόμων μέσω πεζοδρομίων, μου έδινε την ευκαιρία να παρατηρώ  τους άλλους «Αθηναίους» πεζούς και εποχούμενους οδηγούς διαφόρων οχημάτων… Η γενική μου παρατήρηση τότε, που δυστυχώς δεν διαφέρει πολύ από τη σημερινή, ήταν ότι οι πάντες εκινούντο άναρχα γρήγορα και με μεγάλη αγένεια… Ας πούμε, ότι κάποιος απρόσεκτος έπεφτε επάνω σου, ή σου πάταγε το πόδι αμέσως απομακρυνότανε από το σημείο χωρίς μια συγνώμη, ή έστω μ’ ένα χαμόγελο «αυτοκριτικής» για το λάθος του… Στην τελική μπορεί καμία φορά να σου ζήταγε, όπως λέμε, «και τα ρέστα»… Βέβαια αυτές οι παρατηρήσεις των διαφόρων συμπεριφορών είναι «χρήσιμες» για έναν γελοιογράφο καθώς βοηθάνε στην κοινωνική κριτική που κάνει με τα σκίτσα του όταν επιστρέφει στο χώρο του, δηλαδή στο «σκιτσογραφείο» του. Θα μου πεις, αλλάζουν τέτοιες συμπεριφορές με σκίτσα και «στόχο» της κάθε γελοιογραφίας, που είναι να στέλνει μήνυμα στον  αναγνώστη της «πρόσεχε μη γίνεις και εσύ θέμα γελοιογράφησης», μάλλον όχι. Ωστόσο αξίζει να προσπαθεί ο γελοιογράφος με τα σκίτσα κοινωνικής κριτικής και με όσο χιούμορ διαθέτει… Αφού περιέγραψα, το όλο πιο πάνω σκηνικό, εκείνης της εποχής, που δε διαφέρει, όπως ανέφερα, και πολύ από το σήμερα, βρέθηκα τότε για λίγες ημέρες σε ταξίδι πρώτη φορά στην Ιταλία και συγκεκριμένα σε Ρώμη και Νάπολη… Εκεί τότε διαπίστωσα, ότι οι φίλοι μας Ιταλοί χρησιμοποιούσαν συνέχεια τρεις λέξεις σε κάθε περίπτωση συνωστισμού και πολυκοσμίας όπως σε λεωφορεία, εστιατόρια, καφέ κ.λπ. Αυτές οι λέξεις ήταν «πρέγκο», «σκούζι» και «γκράτσιε», δηλαδή, στα ελληνικά, παρακαλώ, συγνώμη και ευχαριστώ… Κυριολεκτικά είχα εντυπωσιαστεί τότε και επιστρέφοντας στην Αθήνα το συζήτησα με νεαρούς φίλους όπως και με νεαρούς συναδέλφους δημοσιογράφους, οι οποίοι στο σύνολό τους σχεδόν μου έδιναν την απάντηση… «μη σου κάνει και τόσο εντύπωση, έλεγαν, γιατί και οι τρεις λέξεις που άκουγες από τους Ιταλούς, ήταν καθαρά υποκριτικές και εκφράσεις ψευτοευγένειας, με τις οποίες «παραμυθιάζονται» οι ίδιοι»… Δυστυχώς, βέβαια για μένα, καθώς σχεδόν ρεζιλευόμουνα, αναφέροντας τέτοιες λεπτομέρειες, και δεν περιέγραφα, ας πούμε, την ποιότητα του φαγητού, τις γραβάτες και τις όμορφες ιταλίδες γκόμενες… Από τότε φυσικά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έχουν επισκεφθεί διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά η εντύπωση σχεδόν είναι πάντα ίδια… ότι δηλαδή οι Ευρωπαίοι είναι υποκριτές και ψευτοευγενείς, ενώ εμείς είμαστε «αυθεντικοί», «ειλικρινείς» και βέβαια «τζάμπα» μάγκες… Έτσι λοιπόν, σχετικά με το αρχικό ερώτημα, η απάντηση με πηγαίνει στους παλιούς Αθηναίους που τους ονόμαζαν «γκάγκαρους» καθώς με τον όρο αυτό να αναφέρεται για τους γηγενείς και ευγενείς πολίτες της Αθήνας, ενώ τώρα έχουμε «γεμίσει» με πολλούς «αντιγκάγκαρους» συμπεριλαμβανομένου γιατί όχι… εμού του ιδίου…

© Θανάσης Καρατζάς

Ποιο είναι το πρώτο αθηναϊκό στιγμιότυπο που θυμάστε;
Και τι δεν έχουν δει τα μάτια μου, όλα αυτά τα χρόνια, που άλλα λέγονται και άλλα δεν λέγονται… Απλώς εδώ, να αναφέρω τα δυο πιο αθώα, καθώς αυτά τα έχω δει με τα παιδικά μου ματάκια, αμέσως μετά την απελευθέρωση της κατοχής. Πρόκειται για τις πρώτες διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια με χιλιάδες ανθρώπους και εκατοντάδες «πανό» που έκαναν καθημερινά γύρω-γύρω την πλατεία Ομονοίας… Τότε το κέντρο όλης της Αθήνας ήταν η πλατεία Ομόνοιας και μερικά οικοδομικά τετράγωνα γύρω της… Στις διαδηλώσεις εκείνες τη μια μέρα φώναζαν ΖΗΤΩ για κάποιον πολιτικό ή για κάποιο σύμμαχο κράτος και την άλλη μέρα ΚΑΤΩ ο τάδε και το «τάδε» κράτος. Το «παράλογο» φαίνεται πως είναι, προνόμιο των κατοίκων αυτής της πόλης. Όλα αυτά τα έβλεπα για ημέρες, γιατί ένα δυο χρόνια μείναμε σε νοικιασμένο μικρό διαμέρισμα πάνω στην πλατεία εκεί που σήμερα είναι το κατάστημα «HONDOS» και τότε ήταν ένα μικρό σχετικά ξενοδοχείο. Από το μπαλκόνι του, και με την άνεσή μου απολάμβανα δωρεάν και ζωηρό θέαμα πρωί και βράδυ, γιατί γίνονταν και διαδηλώσεις σε στιλ νυχτερινής λαμπαδοδρομίας… Αργότερα στη συνέχεια και στα χρόνια της εφηβείας μου δεκαετία του 1950, βρέθηκα αρκετές φορές ανάμεσα σε πολλούς άλλους ανθρώπους κάθε ηλικίας να παρακολουθούμε με περιέργεια και πολύ ενδιαφέρον την κατεδάφιση παλαιών κτηρίων προκειμένου να χτιστούν νέες «μοντέρνες» πολυκατοικίες. Αυτή την εικόνα σκεφτείτε την, σε πολλά σημεία της Αθήνας συγχρόνως, καθώς το γκρέμισμα είχε αποκτήσει διαστάσεις «μανίας» και όλοι ένιωθαν, ότι έτσι η Αθήνα «ξαναγεννιέται»… Φανταστείτε, ότι την ίδια εποχή που σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ξαναχτίζανε τα ερείπια των βομβαρδισμών που είχαν υποστεί στον πόλεμο 1939-1945 εμείς εδώ γκρεμίζαμε…. Υπ’ όψιν, βέβαια, ότι η Αθήνα δεν είχε βομβαρδιστεί και αυτό οφείλεται στο εξής ιστορικό γεγονός της εποχής εκείνης… Ο Μουσολίνι μόλις μπήκε η Ιταλία σε πόλεμο με την Ελλάδα έκανε την εξής «βαρυσήμαντη» δήλωση «Η Ρώμη κηρύσσεται ιερή πόλη και δεν πρέπει να υποστεί ποτέ βάρβαρη αεροπορική επίθεση λόγω της ιστορίας της»… Τότε ο Τσώρτσιλ του απάντησε αμέσως σε αυστηρό τόνο, ότι αν τολμήσει η Ιταλία να βομβαρδίσει την Αθήνα η Μ. Βρετανία θα βομβαρδίσει τη Ρώμη. Έτσι η Αθήνα απέφυγε τον εξωτερικό βομβαρδισμό, αλλά τα «κατάφεραν» μόνοι τους οι κάτοικοί της… Αυτά τα αναφέρω, γιατί κάποιοι «δημοσιογραφούντες» πολύ αργότερα, άρχισαν να ψευτοκλαίνε, για την οικοδομική κατάντια της πρωτεύουσας, ενώ τότε, που εγίνοντο όλα αυτά, όλοι κάνανε «μόκο»… Ούτε η Ακαδημία Αθηνών, ούτε το Τεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών και καμία από τις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής δεν ακούστηκε ή γράφτηκε από πουθενά το παραμικρό ως διαμαρτυρία, ενώ αντίθετα έγιναν «διάφορες» βλαπτικές «δημοσιογραφικές» υποδείξεις σε βάρος της πόλης…

Πώς φαντάζεστε την Αθήνα σε 50 χρόνια;
Οι εξελίξεις στις μεγάλες πόλεις είναι ραγδαίες και αναπόφευκτες κάτι που το είδα πριν χρόνια και «φρίκαρα» στο Κάιρο και στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για το απαίσιο θέαμα της δημιουργίας δρόμων υπερυψωμένων πάνω από υπάρχοντες κεντρικούς δρόμους. Πριν από χρόνια, λοιπόν, έκανα εγώ το ερώτημα αυτό, σ’ έναν αρχιτέκτονα Έλληνα που είχε διεθνή εμπειρία καθώς είχε έρθει για λίγο στην Αθήνα από Βραζιλία όπου εργαζότανε χρόνια εκεί… Αυτός απαντώντας στο ερώτημά μου, είπε τότε, ότι θα γίνει στην Αθήνα αυτό που έγινε και αλλού με τους «διώροφους» δρόμους για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των οχημάτων… Οπότε εκείνη την «τρομακτική» απάντηση εκείνου, τη δανείζομαι, για να απαντήσω εγώ εδώ…

Ποιος Αθηναίος θα γινόταν ο καλύτερος πρωθυπουργός της χώρας;
Κατ’ αρχήν γι’ αυτή την περίοδο έχουμε, κατά τη γνώμη μου και με την ψήφο μας κάνει πολύ καλή επιλογή στο θέμα του πρωθυπουργού… Ωστόσο προσωπικά, πιστεύω, πως ένας άνδρας ή γυναίκα που έχει προϋπάρξει καλός δήμαρχος μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει επιτυχημένος υπουργός. Ο λόγος είναι, ότι ο Δήμαρχος γνωρίζει από προϋπολογισμό, από έργα και κοινωνική πρόνοια, οπότε υπερτερεί σε προσόντα από ένα γιατρό, δικηγόρο ή κάποιο κομματικό «όργανο» που παίρνει τέτοιο αξίωμα… Πάλι, προσωπικά, θα ξεχωρίσω τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, γιατί ως Δήμαρχος νοικοκύρεψε την Αθήνα όσο μπορούσε δείχνοντας με τον καλύτερο τρόπο, ότι θα μπορούσε και σαν πρωθυπουργός να είναι εξίσου καλός… Δεν είμαστε όμως ακόμα έτοιμοι για τέτοια περίπτωση ανθρώπου, ούτε και υπάρχει άλλος με τέτοια προσόντα και ευαισθησίες… Τον ηγέτη τον κρίνεις στις λεπτομέρειες, όπως από τον τρόπο που μιλάει για τους άλλους, πως συμπεριφέρεται απέναντι σε φίλους και αντιπάλους και στο πως είναι η εμφάνισή του σε κάθε περίπτωση… Άμα δηλαδή, είναι κάποιος «λετσαρίας», τότε όποια δουλειά θα αναλάβει «λέτσα» θα την κάνει…

Η καλύτερη θέα στην Αθήνα είναι...
Όποιος ανεβαίνει την κορυφή του Λυκαβηττού απολαμβάνει από την εκεί ευρύχωρη βεράντα – μπαλκόνι μια θαυμάσια οπτική αντίληψη της πόλης. Το τελεφερίκ σ’ αυτή την περίπτωση είναι σίγουρα μια σπουδαία «βοήθεια» για να φτάσεις εκεί, αλλά λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πόσο «δύσκολα» κατάφερε το 1960 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για να πείσει τότε τους τότε «δημοσιογραφούντες» οικολόγους ότι το όλο έργο δεν θα χαλάσει και φυσικά δεν θα προσβάλει το περιβάλλον… Ευτυχώς σήμερα για τους πολλούς, υπάρχει τελικά η δυνατότητα να ανέβουν άνετα και ξεκούραστα με το τελεφερίκ σε σχέση με παλιότερα το πόσο δύσκολα ήταν από το «γνωστό» μονοπάτι με τα αμέτρητα σκαλιά. Συμπερασματικά, θα έλεγα, ότι από την κορυφή του Λυκαβηττού ο καθένας μπορεί να έχει ολοκληρωμένη την εικόνα της πόλης του και να αισθανθεί συγχρόνως τη δική του συμμετοχή στο ΧΑΟΣ που απλώνεται μπροστά στα μάτια του. Ένα μεγαλειώδες θέαμα και μια σκέψη για την πραγματική «Θέση» μας μέσα σ’ αυτό.

Τι θα πρωτοδείχνατε στην πόλη σε έναν ξένο καλεσμένο σας;
Νομίζω, ότι η επίσκεψη του Αρχαιολογικού Μουσείου είναι μακράν η καλύτερη, όχι απλώς ως πρόταση για επίσκεψη, αλλά πραγματική «υπηρεσία» και προσφορά στον «καλεσμένο»…

Ποιος μουσικός δικαιούται να γράψει το σάουντρακ της Αθήνας;
Όχι επειδή ήμασταν συμμαθητές στο γυμνάσιο και παιδικοί φίλοι στη γειτονιά μας, αλλά ο Σταύρος Ξαρχάκος, ως δημοφιλής μουσικός με βαθιές ρίζες στην καρδιά της Αθήνας είναι χωρίς άλλη σκέψη ο πλέον «αρμόδιος»… Ο Σταύρος ή όπως εμείς τον φωνάζαμε, όπως άλλωστε και η μαμά του, ο Βάκης, εκτός από τη μουσικότητα που εκπέμπει το έργο του, διαθέτει και την ευαισθησία της λαϊκής και έντεχνης μουσικής κουλτούρας στη μανιέρα του… Αναμφισβήτητα ο πιο Αθηναίος για την Αθήνα…

© Θανάσης Καρατζάς

Τι σας ζορίζει και τι σας χαλαρώνει στην Αθήνα;
Όπως έχω αναφέρει και πιο πριν καθώς ζω μόνιμα στην Κηφισιά η Αθήνα όποτε την επισκέπτομαι, είναι για μένα μια ευχάριστη ευκαιρία να ξαναδώ αγαπημένα σημεία και να χαλαρώσω μέσα από αναμνήσεις που δημιουργούνται σε κάθε μου βήμα… Έτσι, για κάθε επίσκεψή μου από Κηφισιά στην Αθήνα προτιμώ το λεωφορείο ή το τρένο ώστε να παρατηρώ, να σκέπτομαι και να ακούω ραδιόφωνο στον σταθμό Athens Voice 102.5… Πάντως συνιστώ στους οδηγούς, όταν «κινούνται» στην Αθήνα, να ακούνε χαλαρωτική μουσική και αν γίνεται, το CD με τραγούδια γραμμένα για την Αθήνα… όπως το «Αθήνα και πάλι Αθήνα»… αυτό άλλωστε απαιτεί η προσαρμογή στο περιβάλλον και η «υπενθύμιση» ότι αυτή η πόλη αγαπήθηκε πολύ… Τελειώνοντας εδώ, μπορεί να σας κούρασα με προσωπικές αναμνήσεις, αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι και μάλιστα, όταν είναι κάποιος παππούς όπως εγώ, και ακούω τον μικρό μου εγγονό να μου λέει συχνά… «πες μου παππού, για όταν ήσουνα μικρός»…. Ευχαριστώ λοιπόν, για τη φιλοξενία των αναμνήσεων όπως και των προσωπικών μου απόψεων.