- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Πλατεία Αβησσυνίας, εκεί που χτυπάει η καρδιά του «Γιουσουρούμ»
«Εδώ είναι ένας ιστορικός τόπος, όπου οι νέοι μπορούν να μάθουν και οι μεγάλοι να θυμηθούν πώς ήταν η παλιά Αθήνα»
Βόλτα στην πλατεία Αβησσυνίας: Πώς πήρε το όνομά της, τα «Γιουσουρούμ», οι παλαιοπώλες και το «Καφέ Αβησσυνίας»
Σε απόσταση αναπνοής από την Αρχαία Αγορά, τη Ρωμαϊκή Αγορά αλλά και την πλατεία Μοναστηρακίου, όπου τα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν η έδρα του εμπορικού κέντρου της πόλης (Σταροπάζαρο, Πάνω και Κάτω Παζάρι), βρίσκεται η πλατεία Αβησσυνίας και εκεί χτυπάει από τις αρχές του 19ου αιώνα, η καρδιά μίας ακόμη αγοράς, γνωστής και ως «Γιουσουρούμ».
Η γραφική, ιστορική και ξακουστή αυτή πλατεία βρίσκεται μεταξύ των οδών Ερμού, Ηφαίστου και Αγίου Φιλίππου και υπάρχουν διάφορες εκδοχές ως προς το πώς αποκτήθηκε το όνομά της. Μία υποστηρίζει ότι αυτό οφείλεται στους Αιθίοπες που ζούσαν παλαιότερα εκεί, οι οποίοι δούλευαν για λογαριασμό των Τούρκων (διεκπεραίωναν το παιδομάζωμα, φύλαγαν τα άλογα κ.ά.) κα,ι αν και σήμερα η Αβησσυνία ονομάζεται Αιθιοπία, η πλατεία έχει διατηρήσει εκείνο το όνομα. Άλλη εκδοχή αναφέρεται στην επίσκεψη που έκανε ο αντιβασιλέας της Αιθιοπίας (τότε Αβησσυνίας), Χαϊλέ Σελασιέ, κατά το πρώτο επίσημο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1924, στους προσφυγικούς καταυλισμούς, όπου ανάμεσα σ' αυτούς συμπεριλαμβανόταν και η γύρω περιοχή της πλατείας. Θέλοντας να προσφέρει βοήθεια στους πρόσφυγες, εκτός από ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, δώρισε στον ελληνικό λαό 300 βόδια από τη χώρα του, των οποίων τη μεταφορά ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση. Εξαιτίας όμως μίας σειράς λαθών και μεγάλης διάρκειας του ταξιδιού, όταν τα ταλαιπωρημένα βόδια έφτασαν στο λιμάνι και τα εξέτασαν οι κτηνίατροι έκριναν ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να συνηθίσουν και να επιβιώσουν στις νέες κλιματολογικές συνθήκες ώστε ν' αναπαραχθούν και έτσι τα έστειλαν στα σφαγεία και το κρέας τους μοιράστηκε. Παρ' όλα αυτά, η πολιτεία εκτιμώντας την κίνηση του Σελασιέ, έδωσε στην πλατεία το τότε όνομα της χώρας του.
Η ευρύτερη αυτή γειτονιά μέχρι το 1875 λεγόταν Μαγγαναριά, λόγω της εκκλησούλας του Αγίου Νικολάου Μαγγαναρίας, προστάτη των εργαζομένων στα μετάξια και στα εργαστήρια των μεταξουργών ή καζάζηδων που ήταν μαζεμένα στην περιοχή. Το εκκλησάκι κατεδαφίστηκε το 1848.
Όσο δε για την επωνυμία «Γιουσουρούμ» αυτή προέρχεται από το όνομα ενός εβραίου εμπόρου, του Νώε Γιουσουρούμ, ο οποίος ήλθε το 1863 από τη Σμύρνη και άνοιξε το πρώτο μαγαζί του στην περιοχή (Ερμού και Καραϊσκάκη 1). Οι Γιουσουρούμ ήταν Εβραίοι της Ισπανίας που απελάθηκαν από την Ισαβέλλα και περιηγήθηκαν σε διάφορες πόλεις, μέχρι ν' εγκατασταθούν στην Αθήνα.
Η ιδέα για το παζάρι ξεκίνησε, όπως ακούσαμε από εμπόρους της περιοχής, όταν μία Κυριακή, γυρίζοντας ο Γιουσουρούμ μούσκεμα από μία μπόρα που τον έπιασε στον δρόμο, μόλις βγήκε ο ήλιος έβαλε τα ρούχα του να στεγνώσουν, μπροστά στο σπίτι του, στην πλατεία. Οι άνθρωποι που περνούσαν ρωτούσαν αν τα ρούχα ήταν για πούλημα. Καθώς διέθετε εμπορικό δαιμόνιο, με το που διαπίστωσε ότι υπήρχε ενδιαφέρον, άρχισε να μαζεύει διάφορα ρούχα που κάθε Κυριακή τα πουλούσε, ο κόσμος πήγαινε στου... Γιουσουρούμ για να ψωνίσει και έτσι το όνομά του ταυτίστηκε με το Παζάρι. Ο Νώε Γιουσουρούμ ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους Αθηναίους και μέλος της ίδιας οικογένειας, ο Ηλίας Γιουσουρούμ, διετέλεσε αντιπρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών από το 1912.
Με την πάροδο των χρόνων στο παζάρι δεν πήγαινε κάποιος μόνο για να βρει μεταχειρισμένα ρούχα ή παπούτσια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πρόσφυγες έψαχναν εκεί για δουλειά. Πολλοί έγιναν πλανόδιοι παλιατζήδες και γυρνούσαν στις γειτονιές συγκεντρώνοντας παλαιά αντικείμενα, μικρο-έπιπλα αλλά και ρούχα, που μεταπωλούσαν στους καταστηματάρχες της περιοχής. Τη φωνή του παλιατζή μάς θυμίζει το τραγούδι του Λάκη Τζιορντανέλι «Αγοράζω παλιά!../Το σεντούκι ανοίχτε/τρέξτε νοικοκυρές/δεν περνώ δυο φορές!»
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, άλλαζε και ο αστικός τρόπος ζωής. Κατοικίες γκρεμίζονται και οι Αθηναίοι αρχίζουν να μένουν σε διαμερίσματα πολυκατοικιών. Πολλά παλιά έπιπλα, χρηστικά αντικείμενα, πίνακες ζωγραφικής, διακοσμητικά είδη, είδη κιγκαλερίας θεωρούνται περιττά ή εκτός μόδας και καταλήγουν στην πλατεία Αβησσυνίας, στα «παλιατζίδικα» για «ξεπούλημα στον δρόμο απλωμένα», όπως τραγουδάει ο Αντώνης Καλογιάννης.
Όμως τα σπίτια δεν αδειάζουν μόνο λόγω μετακόμισης αλλά κι όταν ένοικοί τους φεύγουν απ' τη ζωή και οι κληρονόμοι θέλουν να ξεφορτωθούν τα παλιά, τα οποία «δεν τους λένε απολύτως τίποτα» και τους πιάνουν χώρο. Αδειάζουν κι όταν οι έρωτες πεθαίνουν και αυτός που μείνει πίσω, στο σπίτι το σκοτεινό, το γεμάτο ενθύμια πολλά και σκληρές αναμνήσεις, φωνάζει, όπως τραγουδάει ο Στράτος Διονυσίου, τον παλιατζή για να τα μαζέψει και να γεμίσει το τσουβάλι του μ' όλα αυτά, μια κι εκείνος δεν έχει τη δύναμη να βλέπει τα παλιά...
Κι όμως, αυτά που για κάποιους ήταν ανεπιθύμητα και ανήκαν στο παρελθόν, για κάποιους άλλους γίνονται άκρως επιθυμητά και εντάσσονται στο παρόν, παίρνοντας αξία και αρχίζοντας μία νέα ζωή σε σπίτια ή σε συλλογές. «Λαβομάνα στιλ και ανθοστήλες, κράνη, πιάτα, ξιφολόγχες και αρβύλες...», όλα αυτά τα ανομοιόμορφα ως προς το είδος και αξία αντικείμενα προς πώληση, φέρουν πάνω τους την πατίνα του χρόνου και αν είχαν στόμα θα είχαν πολλά να πουν για την ιστορία τους, για το πού και για ποιους κατασκευάστηκαν, για το πού και με ποιους έζησαν, γιατί και πώς βρέθηκαν εκεί...
Πολλές απ' αυτές τις ιστορίες ακούνε συχνά οι παλαιοπώλες από τους ανθρώπους που τους φωνάζουν στα σπίτια τους για να εκτιμήσουν ό,τι έχουν προς πώληση και αυτοί με τη σειρά τους τις μεταφέρουν στους υποψήφιους αγοραστές και όλη αυτή η «ανακύκλωση πληροφοριών» ενεργοποιεί τη φαντασία και δίνει μία ιδιαίτερη αύρα στο αντικείμενο.
Ακόμη και σήμερα, κάθε Κυριακή πρωί το παζάρι ζωντανεύει από ένα ετερόκλητο κοινό από συλλέκτες, μεταπωλητές, λάτρεις των παλαιών, ρομαντικοί, περίεργοι, τουρίστες που περιφέρεται ανάμεσα στους πάγκους, είτε ψάχνοντας μία αντίκα, μία προσφορά, μία ευκαιρία της στιγμής, έναν θησαυρό, είτε χαζεύοντας, κάνοντας ένα ταξίδι στο παρελθόν που ξυπνά αναμνήσεις και ζώντας μία εμπειρία που μόνο ένα τέτοιο «πολύχρωμο» παζάρι μπορεί να προσφέρει. Όπως λέει ένας παλαιοπώλης, «εδώ είναι ένας ιστορικός τόπος, όπου οι νέοι μπορούν να μάθουν και οι μεγάλοι να θυμηθούν πώς ήταν η παλιά Αθήνα».
Η επίσκεψη στην πλατεία Αβησσυνίας μπορεί να γίνει πάθος και μία συνήθεια για τους ανθρώπους που δεν ψάχνουν, αλλά μόνο βρίσκουν, όπως έλεγε ο Πικάσο. Όπως ακούμε από καταστηματάρχες της περιοχής, «υπάρχουν άνθρωποι που κάθε Κυριακή έρχονται εδώ, άσχετα αν θ' αγοράσουν κάτι ή όχι». Αλλά και για τους συλλέκτες, οποιουδήποτε είδους, το παλαιό ασκεί μία γοητεία, μπορεί να γίνει αντικείμενο πόθου ή ακόμη και έρωτα και η απόκτησή του εμμονή και συνεχής αναζήτηση.
«Η δουλειά του παλαιοπώλη είναι έρωτας, πρέπει να την αγαπάς πολύ για να την κάνεις. Τώρα όμως γίνεται περισσότερο για λόγους επιβίωσης»
Η αγάπη για το Παζάρι δεν εκδηλώνεται μόνο από τους επισκέπτες αλλά και από αυτούς που διατηρούν εκεί πολλά χρόνια τις επιχειρήσεις τους. Τους ακούμε στο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «Στέκια της Αθήνας» να μιλάνε με πάθος για τη δουλειά τους, μέσα από την οποία δίνουν μία δεύτερη ζωή σ' αντικείμενα που αγαπήθηκαν, λατρεύτηκαν, ξεχάστηκαν και αυτό είναι ιδιαιτέρως γοητευτικό, αλλά και «εθιστικό», με την καλή έννοια της λέξης, όπως λέει ο κος Κιούσης. Αισθάνονται «υπηρέτες της τέχνης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο παλαιοπώλης Παύλος Τζανής, που βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην ανακύκλωση πολιτισμών αλλά και στη διάσωση αντικειμένων που κατασκευάστηκαν σε μία εποχή του παρελθόντος με τεχνική και τεχνοτροπίες που σήμερα δεν υπάρχουν πια.
Η δουλειά αυτή απαιτεί πείρα, διαίσθηση και γνώσεις, ώστε να γίνει σωστή εκτίμηση, αγορά, συντήρηση, όπου χρειάζεται και προώθηση ενός αντικειμένου. Σε αντάλλαγμα τούς προσφέρει ένα ταξίδι γεμάτο συγκινήσεις, εμπειρίες, κουλτούρα, καλλιέργεια, μακριά από την «ψύχρα» που χαρακτηρίζει τη σημερινή εποχή, η οποία κυλά με τους ανθρώπους μπροστά από μία οθόνη και πάνω από ένα πληκτρολόγιο.
Αλλά και αυτός ο κλάδος, των παλαιοπωλών, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στις μέρες μας, όπως μας λέει ο παλαιοπώλης Ι. Κατσαρός, αντιπρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών «Οι Άγιοι Απόστολοι»: «Υπήρξαν καλά χρόνια, που η πλατεία έσφυζε από πελάτες που αγόραζαν αντίκες και πολύτιμα αντικείμενα, αλλά τώρα ο κόσμος έρχεται περισσότερο για να χαζέψει, να πουλήσει λόγω ανάγκης ώστε ν' ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις, ή να ξεφορτωθεί πράγματα, όχι για ν' αγοράσει...»
Όπως κι άλλοι συνάδελφοί του, ακολούθησε κι αυτός τα βήματα του πατέρα του: «Έμαθα τη δουλειά από τον πατέρα μου, ο οποίος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του '22 έφυγε μικρό παιδί με τους γονείς του, από τη Σμύρνη, με χρήματα ραμμένα στους γιακάδες των πουκαμίσων τους και εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς σε κάποιες παράγκες κοντά στους Αέρηδες. Το 1946 άνοιξε μαζί μ' έναν Αρμένιο το πρώτο του μαγαζί, λίγο πιο κάτω απ' αυτό που στεγάζεται το σημερινό, και για 77 χρόνια, μέχρι που πέθανε, δεν έφυγε από την πλατεία. Πέρασε δύσκολα, αλλά δεν τα παράτησε. Όταν αργότερα παντρεύτηκε και έμειναν στο Φάληρο και εγώ ήμουν μικρό παιδί, με κουβαλούσε στους ώμους και ερχόταν εδώ με τα πόδια για να κάνει οικονομία στις 1,2 δρχ., που κόστιζε τότε το εισιτήριο. Αυτή η δουλειά είναι έρωτας, πρέπει να την αγαπάς πολύ για να την κάνεις. Τώρα όμως γίνεται περισσότερο για λόγους επιβίωσης. Και, μακάρι να διαψευστώ, πιστεύω ότι δεν έχει πλέον πολύ μέλλον».
Η οικονομική κρίση, το παραεμπόριο και η αλλαγή στα γούστα και στην αισθητική δεν είναι τα μόνα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η πλατεία της οποίας το μέλλον εξαρτάται πλέον και από το αν θα ακολουθήσουν το επάγγελμα οι νεότερες γενιές. Τα παιδιά των περισσοτέρων πήραν ήδη άλλο δρόμο και αυτό μάλιστα με προτροπή των γονιών τους. Οι παλαιοί όμως διατηρούν την ελπίδα ότι ο κλάδος αυτός θα τα καταφέρει και δεν θα αφανιστεί.
Και αυτό το άρθρο δεν θα μπορούσε να τελειώσει αν δεν γίνει μία μικρή αναφορά σ' ένα ιστορικό στέκι, ιδιαίτερης αισθητικής και ατμόσφαιρας, το «Καφέ Αβησσυνίας». Ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1985 από την κα Καίτη Τούρου και από τότε αποτελεί ένα μαγαζί θεσμό και αναπόσπαστο μέρος της πλατείας που εκτός από την εξαιρετική ποιότητα της κουζίνας του και την υπέροχη θέα στην Ακρόπολη από τον όροφο και την ταράτσα, προσφέρει βραδιές γεμάτες κέφι και ελληνικό ζωντανό τραγούδι, με συνοδεία ακορντεόν ή πιάνου, χωρίς μικρόφωνο, που θυμίζουν τις παλιές, όμορφες εποχές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια. ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογετεχνία. Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2012.
- Μιχελή Λίζα. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΩΝ. Περιήγηση στα πλατώματα τους μαχαλάδες και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας, Εκδόσεις ΔΡΩΜΕΝΑ, Αθήνα
- Μιχελή Λίζα. ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ. Απ'το Σταροπάζαρο στο Γιουσουρούμ. Εκδόση Εταιρείας Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα, 1984.
- Σκουμπουρδή Αρτεμις. ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ - ΠΛΑΚΑ. Οι γειτονιές των θεών. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2016.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου στη σκηνή του Ωδείου Αθηνών
Μια συζήτηση με τον επικεφαλής του δικτύου για τη Βιώσιμη Κινητικότητα CIVINET Ελλάδας-Κύπρου, τον συγκοινωνιολόγο-πολεοδόμο Κοσμά Αναγνωστόπουλο
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Τα απογεματινά ηλεκτρονικά πάρτι – θεσμός με την υπογραφή του Plissken Festival επιστρέφουν με μία σεζόν που θα μας δώσει ακόμα περισσότερα από όσα υπόσχεται.
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα στη Ντισκομπάλα στον πεζόδρομο της Δελφών και στον Αρχάγγελο στο Μεταξουργείο
Χάρης Δούκας: «Με παρεμβάσεις χαμηλού κόστους μπορούμε να σώσουμε ζωές»
Μια συζήτηση με τον αρχισυντάκτη του getelectric.gr Δημήτρη Σκιάννη
Πανηγύρια που ξετυλίγονται σαν τεράστιες λαϊκές αγορές, με θρησκευτικό πρόσχημα αλλά με κοινωνικό περιεχόμενο
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα: Ίσως υπερβολή που περπατάω τόσο δρόμο τέτοια ώρα για να ακούσω τέκνο, αλλά το έχω ανάγκη να χτυπηθώ στο μπάπα μπούπα, που λέει και ο μπαμπάς μου.
Οι ημερομηνίες και οι θεματικές
Μια συζήτηση με τον πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων Θανάση Τσιάνο
Λίγο πριν μετατραπεί σε ξενοδοχείο φιλοξενεί την έκθεση «Wanderlust /all passports», σε επιμέλεια Κώστα Πράπογλου
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα: Σ’ ένα κλαμπ της πλατείας Βικτωρίας στα μέσα του Οκτώβρη
Τι δουλειά έχει ένα τροπικό πτηνό στην Αθήνα; Ποια αποστολή ήρθε να εκπληρώσει; Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Έσω έτοιμη. Expect and respect the unexpected!
Αναβαθμίζουμε την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των μικρών Αθηναίων, είπε ο Χάρης Δούκας
Μια συζήτηση με την πρόεδρο του ΟΠΑΝΔΑ του Δήμου Αθηναίων Ελένη Ζωντήρου και τον αντιπρόεδρο της ΠοδηλΑΤΤΙΚΗΣ Κοινότητας Χάρη Κουγιουμτζόπουλο
Ο Δήμος Ελληνικού Αργυρούπολης φτιάχνει ένα ασφαλές σημείο διασκέδασης για τους μικρούς δημότες
Προτιμάς να έχεις δίπλα σου ένα διώροφο με κήπο ή μια πολυκατοικία-τέρας;
Δείτε το πρόγραμμα και κλείστε θέση
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.