- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Άρης Σφακιανάκης: Ο Ένοικος
«Δεν υπήρχε κανένας λόγος να κλείσει κάποιος ραντεβού· πήγαινε απλώς μετά τις δέκα το βράδυ στον Ένοικο»
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Άρης Σφακιανάκης γράφει για τα αγαπημένα του αθηναϊκά στέκια τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Από πού είχε πάρει την ονομασία του δεν ρώτησα ποτέ. Να ήταν από την ταινία του Πολάνσκι; Γιατί όχι; Πάντως ένοικοι του Ένοικου ήμασταν τότε στα τέλη της δεκαετίας του ’89 –κι όλη τη δεκαετία του ’90– μια πανσπερμία ανθρώπων της τέχνης. Από συγγραφείς –κυρίως συγγραφείς– έως ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, εικαστικοί ακόμη και νεκροπομποί. Μάγειροι δεν υπήρχαν τότε ανάμεσά μας, το μάστερ σεφ θα επέσυρε, φαντάζομαι, τη χλεύη μας καθώς για εμάς μια μονάχα τροφή υπήρχε: η πνευματική. Εντάξει, και το αλκοόλ.
Ο Ένοικος βρισκόταν στις υπώρειες του λόφου του Στρέφη, στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. Λίγο πιο εκεί είχε αυτοκτονήσει ο Άσιμος. Στη γωνία ήταν το Καλλιδρόμιο, πιο πέρα το Άμα Λάχει και το Green Door. Πάρκαρα εύκολα το Ντεσεβό μου στα ταλαιπωρημένα ρείθρα.
Είχαν μόλις αρχίσει να κυκλοφορούν τα πρώτα κινητά τηλέφωνα. Εγώ αρνιόμουν να υιοθετήσω αυτόν τον διάβολο, ισχυριζόμουν πως μια χαρά κανόνιζα τα ραντεβού μου και χωρίς δαύτο. Εξάλλου, δεν υπήρχε κανένας λόγος να κλείσει κάποιος ραντεβού· πήγαινε απλώς μετά τις δέκα το βράδυ στον Ένοικο. Εκεί θα συναντούσε κάθε καρυδιάς καρύδι. Από τον αείμνηστο Χρήστο Βακαλόπουλο έως τον Άρη Ρέτσο. Από τη Μάνια Παπαδημητρίου έως τον Δημήτρη Καταλειφό. Και βέβαια, την αφρόκρεμα των συγγραφέων με προεξάρχοντα τα χρυσά παιδιά της γενιάς του ’80 Πέτρο Τατσόπουλο και Άρη Σφακιανάκη. Ο τρίτος της γενιάς μας, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος πέρασε για λίγο από εκεί, δεν ταίριαξε με τον χώρο και δεν εμφανίστηκε ξανά. Ήρθαν και νεότεροι –συγγραφικά εννοώ– ο Γιώργος Ξενάριος (που με πάντρεψε αργότερα), ο Ξενοφών Μπρουντζάκης, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης κι ένα σωρό άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί ποιητές. Ο ιδιοκτήτης του Ένοικου, ο Βαγγέλης, ζωγράφος ο ίδιος, είχε την ιδέα να κορνιζώσει τα εξώφυλλα των βιβλίων όσων συχνάζαμε εκεί και να στολίσει τον τοίχο του μαγαζιού που οδηγούσε στις τουαλέτες.
Αχ, εκείνες οι τουαλέτες στις οποίες έφτανες από μια στενή σκάλα σε ένα είδος ημιωρόφου. Το ανέβασμα εκείνης της σκάλας σε έφερνε –ενώ οι υπόλοιποι θαμώνες κοίταζαν άλλοτε μοχθηρά κι άλλοτε με επιδοκιμασία– σε δυο στενούτσικες καμπίνες που κάθε βράδυ στέναζαν από ερωτική ευωχία. Εκείνη την εποχή οι τουαλέτες των μπαρ ήταν ιδανικές για ένα γρήγορα σβήσιμο του πάθους ανάμεσα σε δυο ποτά. Κάθε βράδυ με διαφορετικό πρόσωπο – η προσφορά ήταν απεριόριστη. Οι κοπέλες κοίταζαν εκστατικά τους συγγραφείς κι εμείς δεν ορρωδούσαμε προ ουδενός. Λογοτεχνία εκστατική! Αγία αλκοόλη!
Εκείνο τον καιρό δεν είχαν αρχίσει ακόμα να εμφανίζονται οι λίστες με τα μπεστ-σέλερ κι έτσι εμείς οι αγνοί και άδολοι λογοτέχνες συζητούσαμε φλογερά περί νουβό ρομάν και μοντερνικότητας, αναλύαμε περισπούδαστα νέους τίτλους βιβλίων και κριτικάραμε καλοπροαίρετα ο ένας τα πονήματα του άλλου. Ώσπου ήρθαν οι λίστες με τα μπεστ σέλερ και η μόνη ερώτηση που άκουγες πια να απευθύνει ομότεχνος σε ομότεχνο ήταν: «Πόσα πούλησες;» Τότε άρχισε κι ο φθόνος στο εσνάφιον.
Όταν ένιωσα πια ότι τα κορνιζαρισμένα μου εξώφυλλα στον τοίχο του μπαρ είχαν να αφηγηθούν περισσότερα από εμένα για εκείνο το μέρος, έβαλα ρότα για αλλού. Όμως ο Ένοικος θα είναι πάντα στην καρδιά μου σαν μια έπαλξη ρομαντική της προ γάμου εποχής μου.
*Ο Άρης Σφακιανάκης είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και Ελεγκτής Εναέριας Κυκλοφορίας