- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιώργος Θ.Παυριανός: Μια ανεπανάληπτη απόκρια στο club Εργοστάσιο
«Ήμουν εκεί, ντυμένος Κινέζα, και γράφω τις αναμνήσεις μου.... »
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Θ. Παυριανός γράφει για τα αγαπημένα του αθηναϊκά στέκια τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Τη συμβολική χρονιά 1984, στο Club Eργοστάσιο, έγινε ένα αποκριάτικο πάρτι που έμεινε ιστορικό. Όσοι είχαν την τύχη να μπουν μέσα και ζουν ακόμα, το θυμούνται με νοσταλγία. Ήμουν εκεί, ντυμένος Κινέζα, και γράφω τις αναμνήσεις μου....
Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του 1984. Στην οδό Βουλιαγμένης, το Club «Eργοστάσιο», το καταπληκτικό αυτό μαγαζί που έχουν φτιάξει ο Τάσος και ο Σπύρος Μελετόπουλος είναι κλειστό. Είναι νύχτα, χιονίζει και κάνει τρομερό κρύο, παρ’ όλα αυτά όμως, μια τεράστια ουρά από ένα αλλοπρόσαλλο πλήθος μεταμφιεσμένων, έχει μαζευτεί στην είσοδο και φωνάζει ρυθμικά: «Ανοίξτε τις πόρτες! Ανοίξτε τις πόρτες!». Ένα πούλμαν παρκάρει στη Βουλιαγμένης κι από μέσα ξεπετάγονται χαρούμενοι καρναβαλιστές που έχουν έρθει ολόκληρο ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη (!) για να μπουν και αυτοί και να διασκεδάσουν σ’ αυτό το μαγαζί που η φήμη του έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα. Λίγο πιο πέρα, μια παρέα από νέα παιδιά, μεταμφιεσμένοι σε τσιγγάνους, έχουν ανέβει στην καρότσα ενός Datsun, έχουν βάλει ένα γύφτο στη μέση να παίζει κλαρίνο και χορεύουν αδιαφορώντας για το χιόνι και το κρύο.
Μέσα στο μαγαζί επικρατεί αναβρασμός. Απόψε θα γίνει φοβερό αποκριάτικο πάρτι με θέμα Κιτς. Σε όλο τον χώρο, που έχει διακοσμηθεί από τον Κύριο Κρίτωνα, έχουν μπει γελοία σεμέν της γιαγιάς, κουλές πλαφονιέρες, πλαστικά τραπεζάκια και καρέκλες, ντουλάπες από μουσαμά, φανταχτεροί πολυέλαιοι, ό,τι κιτσαριό μπορεί κανείς να βάλει με το νου του, είναι εδώ. Όσοι δουλεύουν στο μαγαζί, πάνε και έρχονται σαν τρελοί ανάμεσα στις παλιές μηχανές του εργοστασίου παρκετοποιίας «Δρυάς». Αυτό το εργοστάσιο το κληρονόμησαν οι Μελετόπουλοι απ’ τον πατέρα τους κι αντί να συνεχίσουν να κάνουν παρκέτα, το μετέτρεψαν σε ντισκοτέκ, αφήνοντας τα μηχανήματα στο χώρο, σαν ένα μεταμοντέρνο σκηνικό. Είμαι κι εγώ εδώ, μεταμφιεσμένος σε… μικρή Κινέζα! Μέσω του κολλητού μου Άρη Δαβαράκη είχα γνωρίσει τα δύο αδέλφια, είχαμε γίνει φίλοι και όταν άνοιξαν το μαγαζί μού πρότειναν να δουλέψω στο ταμείο. Δέχτηκα γιατί το νυχτοκάματο ήταν πολύ καλό και οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους ήταν φίλοι μου. Στο πρώτο μπαρ δούλευε ο Γιώργος Ευσταθίου με τη Σούλα Φρίκη, στο δεύτερο μπαρ ήταν ο Πέτρος Χριστοδούλου και ο Γιώργος Παπατριανταφύλλου. Μια μεγάλη παρέα ήμασταν, που την ημέρα ζούσαμε, σκεφτόμαστε, ετοιμαζόμασταν, για να πάμε το βράδυ να δουλέψουμε εκεί.
Να, εγώ ας πούμε. Ξύπνησα αργά το μεσημέρι και έτρεξα στο μαγαζί του Δημήτρη Μάο για να μου δώσει ένα μαύρο μακρύ φόρεμα, σαν κιμονό. Πήγα στον Καψάλη και πήρα μια μαύρη περούκα, συνάντησα τον Δημήτρη Ζουρντό και μου έδωσε υλικά για μακιγιάζ, αγόρασα από τον Σπηλιωτόπουλο ένα ζευγάρι κοθόρνους από φελλό και με όλα αυτά τα ψώνια κατέληξα αργά το απόγευμα στη σουίτα του Σωκράτη Καλκάνη στο King George. Αφού φάγαμε, ήπιαμε και καπνίσαμε, άρχισα να ντύνομαι. Όταν τελείωσα, «Πώς σου φαίνομαι;» λέω του Σωκράτη. «Ωραία είσαι, βρε αγάπη μου, αλλά η Κινέζα δεν είναι κιτς» «Είμαι Κιτσινέζα!» του απάντησα, κατέβηκα στο lobby, πήρα ένα ταξί και να ’μαι τώρα εδώ στο ταμείο μου, να περιμένω να ανοίξουμε.
Ο Άρης δουλεύει στην είσοδο, κάνει «πόρτα», διαλέγει ποιοι θα μπουν και ποιοι θα μείνουν απέξω. «Με τι κριτήρια τους διαλέγεις;» τον ρώτησα μια μέρα. «Από τα παπούτσια τους! Αν είναι σκονισμένα έχουν έρθει για να χαζέψουν, αν είναι περιποιημένα έχουν έρθει για να διασκεδάσουν. Δεν βάζω όμως μόνο όσους φορούν ακριβά παπούτσια, αλλά και πανκιά με λουστρίνια, αδελφές με ντάκους, στελέχη εταιρειών με αθλητικά, κοσμικές με σανδάλια, τεκνά με μπότες». Να τος τώρα, είναι στη θέση του και κρυφοκοιτάζει από ένα παραθυράκι, τον κόσμο που έχει μαζευτεί έξω.
Μετά έρχεται προς το μέρος μου. «Τι ώρα θα ανοίξουμε; O κόσμος δεν κρατιέται, θα σπάσουν την πόρτα». «Ο Τάσος είπε στις έντεκα». «Και τι ώρα είναι τώρα;» Κοιτάζω το Swatch ρολόι μου. «Έντεκα παρά είκοσι» «Εσύ είσαι έτοιμος; Έχεις πάρει τα "ξυλάκια" από τον κύριο Θεοδώρου;» «Έτοιμος είμαι, μην ανησυχείς». Το ταμείο μου απέχει λίγα μέτρα από την πόρτα. Είμαι μέσα σε ένα κουβούκλιο, σαν ταμίας σε θερινό σινεμά. Μπροστά μου έχω τα «ξυλάκια», μικρά παρκέτα που έχουν πάνω τη σφραγίδα «Εργοστάσιο». Όταν λοιπόν ο Άρης ανοίγει την πόρτα και αφήνει κάποιον τυχερό να μπει μέσα, αυτός προχωράει λίγα βήματα και φτάνει μπροστά μου. «Καλησπέρα» του λέω. «Πόσα άτομα είστε;» Aς πούμε, μου λέει «Τρία». Παίρνω τρία «ξυλάκια» και του τα δίνω. «Αυτά είναι για τα ποτά σας» του λέω και κολλητά «Χίλιες πεντακόσιες δραχμές». Το κάθε «ξυλάκι» δηλαδή, κάνει ένα πεντακοσάρικο, πολλά λεφτά για ένα ποτό, αλλά εκείνη την εποχή ήταν το Πασόκ στην εξουσία, πολλοί άνθρωποι είχαν βρεθεί με πολλά λεφτά στα χέρια και έδιναν όσο-όσο για να μπουν στο «Εργοστάσιο» έστω και για μια φορά.
Από τις τουαλέτες εμφανίζεται ο θρύλος του μαγαζιού, η Έλενα. Μοιάζει με τη Γεωργία Βασιλειάδου, αλλά είναι πιο άσχημη. Θεωρητικά είναι υπεύθυνη για τις τουαλέτες αλλά στην πράξη είναι γενικών καθηκόντων. Αυτή καθαρίζει το μαγαζί, αυτή κάνει τις προμήθειες σε λεμόνια, πορτοκάλια και ό,τι άλλο χρειάζονται στα μπαρ, αυτή αντικαθιστά τα σπασμένα ποτήρια με καινούργια, αυτή επιβλέπει τους barmen όταν πηγαίνουν στην αποθήκη για να πάρουν τις φιάλες με τα ποτά, αυτή έχει όλα τα κλειδιά του μαγαζιού, αυτή είναι κάθε βράδυ Κέρβερος στις τουαλέτες. Τώρα, πηγαίνει πάνω-κάτω στο μαγαζί και έχει για όλους ένα σχόλιο ή μια παρατήρηση. Φτάνει σε μένα, βλέπει που έχω ντυθεί Κινέζα, ξεκαρδίζεται στα γέλια: «Μπα, πανάθεμά σε, τι ντύθηκες; Φάντασμα; Να, πάρε αυτές τις σακούλες του Σκλαβενίτη για να βάζεις εδώ μέσα τα λεφτά και όταν γεμίζουν να μου τις φέρνεις απέναντι, να τις φυλάω» μου λέει επιτακτικά και χάνεται ξανά μέσα στο βασίλειό της.
Ανοίγει η μυστική πόρτα που έχουμε για το προσωπικό και τους καλούς πελάτες, μπαίνει ο dj του μαγαζιού, ο Τάκης Τσαντίλης και ο Ζανό Μαστρανδρέας που χειρίζεται τα φώτα. «Bitch is Kitsch!» λένε κι οι δυο με μια φωνή. «Άντε, ρε παιδιά, σε λίγο ανοίγουμε» γκρινιάζει ο Άρης. Ο Τσαντίλης τσαντίζεται «εντάξει, βρε αγαπούλα μου, δεν έγινε καμιά καταστροφή. Μην κάνεις έτσι. Πάω αμέσως να ανοίξω τα μηχανήματα και να βάλω το "1984" του Μπόουι». «Μην παίξεις νταουνιάρικα σήμερα, έχουμε πάρτι. Παίξε και κανένα από αυτά που έφερε ο Τάσος από το Λονδίνο» επιμένει ο Άρης. «Ξέρω, χρυσό μου, τι θα παίξω, ξέρω, μην κάνεις έτσι» απαντάει ο Τάκης και φεύγει πικαρισμένος. Περνάει από το πρώτο μπαρ για μια καλησπέρα, τους χαιρετάει όλους βιαστικά, διασχίζει την πίστα με τα φώτα και τα παράξενα μηχανήματα, ανεβαίνει από μια σκάλα πάνω στα deck, o Zανό ανάβει τα φώτα, ο χώρος γίνεται αμέσως μαγικός, o Μπόουι τραγουδάει «Βeware the savage jaw of 1984...», μπαίνουν ο Σπύρος και ο Τάσος Μελετόπουλος, η Χριστίνα Αλεξίου με μια αγκαλιά τριαντάφυλλα, βάζουμε ποτά, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας, ευχόμαστε μεταξύ μας καλή επιτυχία. «Ανοίγω τις πόρτες» φωνάζει ο Άρης και μετά από λίγο ένα ανθρώπινο ποτάμι ξεχύνεται μέσα στο μαγαζί διψασμένο για μια μοναδική βραδιά και αποφασισμένο να διασκεδάσει χωρίς όρια...
Τρεις ώρες αργότερα, έχουν περάσει από μπροστά μου χιλιάδες άτομα, γνωστοί, άγνωστοι, μεταμφιεσμένοι, στρέιτ, γκέι, αμφί, όμορφοι και άσχημοι, πλούσιοι και φτωχοί, λαϊκές γκόμενες από τις δυτικές συνοικίες και γιάπις από τα βόρεια προάστια. Οι περισσότεροι, παρ’ όλο που είμαι μεταμφιεσμένος, περνούν από το ταμείο και με χαιρετούν, ο καθένας με τον τρόπο του: «Γεια σου, Γιωργάκη», «Καλησπέρα, Κινεζάκι μου», «Hello, little China girl». Χαμογελάω κινέζικα, τους καλησπερίζω κι εγώ, ενώ τα χέρια μου δουλεύουν γρήγορα, δίνω «ξυλάκια», παίρνω πεντακοσάρικα, τα χώνω στις σακούλες του Σκλαβενίτη.
Αρχίζουν να έρχονται οι διάσημοι, και τι διάσημοι. Η Μελίνα Μερκούρη, ο Μπίλυ Μπο, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Βλάσσης Μπονάτσος, η Μιμή Ντενίση, ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, υπουργοί του Πασόκ, εκδότες εφημερίδων και περιοδικών, γνωστοί επιχειρηματίες, μοντέλα, πολιτικοί, καλλιτέχνες, μπαίνουν και κάθονται στον ειδικό χώρο για VIPs με τους καναπέδες και τα τραπέζια ή αναμιγνύονται με το πλήθος που πίνει, καπνίζει, χορεύει, φλερτάρει. Ο Σταμάτης Φασουλής με πλησιάζει και με περιεργάζεται. «Ποια είσαι; Ποια είσαι; Δεν μπορώ να καταλάβω». «Η Παύρη είμαι, μωρή» του λέω και ξεσπάμε σε γέλια. Ακόμα και σήμερα, όταν τον παίρνω τηλέφωνο, το θυμόμαστε και γελάμε. Ξαφνικά στην είσοδο γίνεται μεγάλη φασαρία, η πόρτα ανοίγει διάπλατα και μπαίνει μέσα η Σοφία Αλιμπέρτη καβάλα σε ένα άσπρο άλογο. Κάνει μια βόλτα ανάμεσα στο εκστασιασμένο πλήθος που την βλέπει και ουρλιάζει από ενθουσιασμό και αποχωρεί θριαμβευτικά.
Γεμίζω τις σακούλες με χαρτονομίσματα, τις μεταφέρω απέναντι στις τουαλέτες και τις παραδίδω στην Έλενα. Σε μια από τις επισκέψεις, τη βλέπω να κάνει χαρές και υποκλίσεις στη Μελίνα Μερκούρη και να την οδηγεί στην VIP τουαλέτα που διαθέτει το μαγαζί. «Περάστε, περάστε, από εδώ κυρία Μελίνα». Από το βάθος βλέπω να έρχεται η Βουγιουκλάκη. Μπροστά πηγαίνει ο Βλάσσης που προσπαθεί να ανοίξει χώρο ανάμεσα στο αγριεμένο πλήθος που έχει γεμίσει ασφυκτικά το μαγαζί. Ξαφνικά πετάγεται μια τρελή αδελφή, η Μανώλα η Μοσκίτο. Τη λέγαμε έτσι γιατί γύρναγε όλο το μαγαζί και ρούφαγε με ένα καλαμάκι όσα ποτά άφηναν οι πελάτες. «Για να δω, μωρή, είναι πραγματικά τα βυζιά σου;» λέει στην Αλίκη, πέφτει πάνω της και αρχίζει να της πασπατεύει το στήθος. «Βλάσση! Βλάσση!» φωνάζει έντρομη η Αλίκη, ο Βλάσσης γυρνάει, βλέπει τη σκηνή, ορμάει, αρχίζει τη Μοσκίτο στα χαστούκια, πιάνει την Αλίκη αγκαζέ και φτάνουν στις τουαλέτες. Την βλέπει η Έλενα «Αααχ! δεν μπορώ να σας δεχτώ κυρία Αλίκη, έχω μέσα την κυρία Μελίνα. Μπορείτε να έρθετε σε λίγο;» της λέει απελπισμένη γιατί βλέπει ότι θα χάσει το πουρμπουάρ. «Δεν πειράζει, θα πάω στις αντρικές τουαλέτες!» απαντάει το Αλικάκι και χώνεται στις αντρικές τουαλέτες.
Δύο σκηνές θυμάμαι ακόμα. Στην πρώτη, είναι ξημερώματα, τι ξημερώματα; Η ώρα είχε πάει 10 το πρωί, το πάρτι είχε πια τελειώσει κι εγώ, λιώμα τελείως, μπροστά σε ένα βουνό από χαρτονομίσματα, να προσπαθώ να μετρήσω την είσπραξη της βραδιάς. Με είδε κάποια στιγμή ο Τάσος, με λυπήθηκε, «Άσ’ τα, θα τα μετρήσουμε εγώ κι ο Σπύρος» μου λέει. «Πήγαινε σπίτι σου να κοιμηθείς». Στη δεύτερη σκηνή, είμαι στο σπίτι μου, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, μια ρημαγμένη Μαντάμ Μπατερφλάι και προσπαθώ να βγάλω τη στρούκα του μακιγιάζ, που έχει γίνει δεύτερο δέρμα στο πρόσωπό μου. Αχ! βρε παιδιά, τι με βάζετε και τα θυμάμαι; Κλεισμένος μέσα στο σπίτι, από τη μια χαίρομαι που τα έζησα όλα αυτά και από την άλλη λυπάμαι που η Μελίνα, η Αλίκη, ο Βλάσσης, η Σούλα Φρίκη, η Έλενα, η Μανώλα η Μοσκίτο και τόσοι άλλοι, δεν υπάρχουν πια...
*Ο Γιώργος Θ. Παυριανός είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Ζωντανός στο Zonars» κυκλοφορεί από τις εκδ. Οδός Πανός
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού