Life in Athens

Άρης Τερζόπουλος: Τα στέκια της ζωής μου

Ανάμεσα στην Πρωτοχρονιά και το καλοκαίρι του 1970, συνέβη η μεγαλύτερη κοινωνική μεταλλαγή που έχει συμβεί ποτέ, τόσο εμφανισιακά όσο και στις συνήθειες

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 776
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο εκδότης Άρης Τερζόπουλος γράφει για τα αγαπημένα του αθηναϊκά στέκια τις δεκαετίες του ’80 και του ’90

Όταν πριν από κάποιες μέρες η Σ.Π. μου πρότεινε να γράψω κάτι κι εγώ, για το θέμα που ετοίμαζε η ATHENS VOICE με αντικείμενο τα «στέκια», εκείνο που έκανα, πριν καθίσω στο κομπιούτερ για να γράψω, ήταν το να προσπαθήσω να καταλάβω τι σήμαινε για μένα η λέξη «στέκι». Προφανώς για τον καθένα από εμάς η λέξη «στέκι», στο νόημά της περιλαμβάνεται κάτι που το θεωρούμε «οικείο». Αυτός ο χώρος οφείλει να αποτελεί μια άλλη προσέγγιση του προσωπικού μας χώρου και συγχρόνως είναι ένας χώρος με «πλεονεκτήματα» καθώς περιλαμβάνει και ένα πλήθος κόσμου. Και προφανώς έχει να κάνει και με τις αναζητήσεις μας, σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο.

Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα να καταλήξω σε ένα συγκεκριμένο «στέκι», γιατί απλώς οι χώροι άλλαζαν καθώς εγώ μεγάλωνα και συγχρόνως άλλαζαν και οι αναζητήσεις μου. Κατάλαβα, όμως, καθώς όλα αυτά περνούσαν από το μυαλό, ότι η λέξη «στέκι» περιελάμβανε πάντα δύο «σταθερές. Για να τις βρω χρειάστηκε να πάω πολλά χρόνια πίσω.

Έτσι θυμήθηκα κατ’ αρχάς την παιδική μου ηλικία. Είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια εποχή που οι περισσότερες γειτονιές της Αθήνας, πέρα από αυτές που βρίσκονταν στο κέντρο, ήταν ακόμη χωματόδρομοι κι αυτό ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα που δυστυχώς δεν ισχύει για τα σημερινά παιδιά. Τότε υπήρχε η «γειτονιά», οι δρόμοι ανάμεσα στα σπίτια, που καθώς τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν ήταν ακόμη λίγα και δεν υπήρχαν και οι σημερινοί κίνδυνοι για τα παιδιά, είχαμε την ευκαιρία να μαζευόμαστε όλα τα πιτσιρίκια, αγόρια και κορίτσια. Εκείνη την εποχή, θα ήμουν περίπου δέκα ετών, θα τέλειωνα το διάβασμα γύρω στις 4 το απόγευμα και μετά θα κατέβαινα έναν δρόμο πάρα κάτω, εκεί που ήταν η γειτονιά μας και καθισμένος στα σκαλιά της εισόδου κάποιου σπιτιού θα περίμενα πότε θα βγουν οι παιδικοί φίλοι και φίλες μου για να παίξουμε ό,τι παίζαμε τότε. Αυτό ήταν ίσως και το πρώτο «στέκι» μου. Τα σκαλιά κάποιου σπιτιού της γειτονιάς. Και σε γενικές γραμμές θα ήταν αυτό που πάντα θα αναζητούσα – με κάποιες παραλλαγές.

Αυτές οι δύο «σταθερές», που έλεγα πριν, καθορίζονται για μένα από δύο μικρές αλλά πολύ σημαντικές για μένα μικρές, απολαύσεις της ζωής. Η πρώτη είναι το να κάθομαι κάπου χωρίς σκοπό, σε κάποιο καφέ σε εξωτερικό χώρο συνήθως –έτσι μεταφράστηκαν τα σκαλιά κάποιου σπιτιού της παιδικής μου ηλικίας– και να χαζεύω τον κόσμο. Κάποιοι κάνουν meditation. Το δικό μου meditation είναι το να κάθομαι κάπου πίνοντας έναν καφέ και δυστυχώς ή ευτυχώς καπνίζοντας κι ένα τσιγάρο και να βλέπω τον κόσμο να περνάει. Η δεύτερη είναι το να συζητάω. Για να πω ότι, μια μέρα, ένα βράδυ, μια έξοδος ή μια επίσκεψη ήταν «καλή» και όχι χαμένος καιρός, θα έπρεπε απαραίτητα να περιλαμβάνει και κάποια συζήτηση.

Γι' αυτό και όσα θα καθόριζα σαν «στέκια» στη ζωή μου, έπρεπε να συμπεριλαμβάνουν αυτά. Κάπου που θα μπορούσα να πάω και μόνος, κάπου που θα υπήρχε και κόσμος περαστικός ή μόνιμος, όπου θα μπορούσε να προκύψει απλώς ένα ευχάριστο απόγευμα, βράδυ ή πρωί, ή κάποιο «απρόοπτο» το οποίο δεν θα μπορούσε να προκύψει χωρίς να προηγηθεί κάποια συζήτηση. Το «στέκι» για μένα δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος χώρος, αλλά εκείνος ο χώρος που θα επέτρεπε όλα τα πάρα πάνω. Και υπήρξαν πολλοί τέτοιοι χώροι στη ζωή μου.

Όταν αλλάξαμε σπίτι, έχασα αυτές τις παιδικές παρέες και τη αίσθηση της γειτονιάς. 
Στα 25 μου και μόλις είχα χωρίσει από την πρώτη μου σχέση, βρέθηκα μέσα σε μια μεγάλη παρέα που ο πυρήνας της είχε καμιά εικοσαριά άτομα, αγόρια και κορίτσια, αλλά ο περίγυρος της, καθώς ο καθένας θα γνώριζε και κάποιους άλλους, ήταν κυριολεκτικά απέραντη και όλοι λίγο-πολύ γνωρίζονταν με όλους. Τότε, ανάμεσα στην Πρωτοχρονιά και το καλοκαίρι του 1970, συνέβη η μεγαλύτερη κοινωνική μεταλλαγή που έχει συμβεί ποτέ, τόσο εμφανισιακά όσο και στις συνήθειες, κυρίως σε ό,τι αφορούσε στις σχέσεις, είτε τις πάρα πολύ σύντομες είτε τις μακροχρόνιες. Όλα έγιναν ξαφνικά πάρα πολύ εύκολα. Στην εμφάνιση, ενώ μέχρι τότε το στυλ ήταν τελείως συντηρητικό, κοντά μαλλιά, γραβάτα και πολύ κλασικό ντύσιμο για τα κορίτσια, βρεθήκαμε όλοι με μακριά μαλλιά και γένια, χαϊμαλιά κ.λπ. ενώ τα κορίτσια με εκείνα τα μακριά φορέματα των σέβεντις. Και με μεγάλη ευκολία στις καινούργιες γνωριμίες. Όλη αυτή η αλλαγή βρήκε για πρώτη φορά τον χώρο  της σ’ ένα καινούργιο κλαμπ που είχε ανοίξει στην Πλάκα. Το «Τριπ» –όνομα και πράγμα– με εκκωφαντική μουσική, Led Zeppelin, Jimi Hendrix κ.λπ. και ψυχεδελικό φωτισμό. Όμως ο εσωτερικός χώρος του Τριπ δεν ήταν ο ιδανικός. Ήταν καλύτερα απ’ έξω που κάποια στιγμή κατέληγαν οι περισσότεροι με ένα ποτό στο χέρι και πολλές καινούργιες γνωριμίες.

Πάνω, το 1964 ο Άρης Τερζόπουλος χόρευε με φίλους χάλι γκάλι. Ένα χρόνο ακριβώς μετά αφήνει μούσια και μεταμορφώνεται σε αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία κάτω.

 

Όλη αυτή η επιρροή των σέβεντις, με τα χρόνια μεταλλάχτηκε σε κάτι άλλο, που βρήκε την ιδανική του έκφραση στις «9 Μούσες» του Κώστα Ζουγανέλη, στην οδό Ακαδημίας και όλη αυτή η μεγάλη παρέα των 200 ή 300 ατόμων θα βρισκόταν κάποια στιγμή εκεί κυρίως το Σάββατο το βράδυ. Οι «9 Μούσες» είχαν μια πίστα στη μέση, ένα μεγάλο μπαρ στη μια μεριά και πολλά τραπέζια για φαγητό στην άλλη. Έτσι, όμως, όπως ήταν και το συνήθειο της εποχής, σχεδόν ποτέ δεν καθόσουν όλη τη βραδιά στο τραπέζι που μπορεί να είχες κλείσει με την παρέα σου. Τη μια θα βρισκόσουν στο ένα τραπέζι και μετά στο άλλο ή στο παράλλο ή σε κάποια μεριά του μπαρ. Και αυτό ίσχυε για όλους. Με άλλη παρέα φίλων θα πήγαινες και πιθανόν με άλλη να έφευγες. Γιατί στο επίκεντρο εκείνης της εποχής δεν ήταν ακριβώς το να πας κάπου να φας ή να πιεις ένα ποτό, όπως συμβαίνει τώρα. Το επίκεντρο τότε ήταν οι γνωριμίες. Και όλες αυτές οι μεγάλες και εναλλασσόμενες παρέες, το Σάββατο το βράδυ, όταν θα είχαμε φύγει άλλοι από τις «9 Μούσες» και άλλοι από την «Αθηναία» που το καλοκαίρι στεγαζόταν στους χώρους του Ιπποδρόμου, εκεί που τώρα βρίσκεται το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, θα βρισκόμασταν στο τέλος της βραδιάς μετά τις 3 το βράδυ στα «Νούφαρα» στο Κολωνάκι στην κάτω μεριά της Πλατείας, για μια υπέροχη μακαρονάδα καρμπονάρα και για άλλες εναλλασσόμενες παρέες και συχνά η βραδιά θα κρατούσε μέχρι το πρωί της Κυριακής. Εκεί, στο επίκεντρο θα βρισκόταν συνήθως ο Βλάσης Μπονάτσος με τη βροντερή όπως πάντα φωνή του και όταν τον «έπιανε» θα άρχιζε να μας λέει ιστορίες για τους Κινέζους, που κατά την άποψή του προέρχονταν από τη σκοτεινή μεριά της Σελήνης, και για τη Βασίλισσα της Αγγλίας η οποία ήταν στην πραγματικότητα ερπετό. Ίσως ο Βλάσης να ήταν ο πρώτος και πιο αυθεντικός συνωμοσιολόγος που συνάντησα ποτέ.

Για τη δική μου αντίληψη, όλα αυτά δεν ήταν παρά μια μετεξέλιξη της παλιάς αίσθησης της «γειτονιάς».

Τα καλοκαίρια, καθώς όλες αυτές οι παρέες ήταν και «αερομεταφερόμενες μεραρχίες» και συγχρόνως είχαμε ανακαλύψει τη Μύκονο, αυτός ο τρόπος ζωής θα μεταφερόταν εκεί. Ήταν η εποχή που είχαν δημιουργηθεί και δύο ονομαστά στέκια που άλλαξαν και το στυλ της διασκέδασης στη Μύκονο. Η «Βεγγέρα» των αδελφών Θεοδωρόπουλων και η «Ιμπίζα» του Μπάμπη Πασάογλου, που κάποια χρόνια αργότερα θα άλλαζε χώρο και όνομα και θα λεγόταν «Άστρα» με την εκπληκτική για την εποχή αισθητική του Μηνά, που τα διαμόρφωσε. Τόσο η «Βεγγέρα» όσο και τα «Άστρα» ήταν οι πρώτοι και σχεδόν μοναδικοί σχεδόν «Αll day & all night» xώροι, καθώς άνοιγαν από το πρωί για πρωινό και σχεδόν δεν έκλειναν ποτέ, ίσως μόνο για κάποιες ώρες πριν από το ξημέρωμα, για να ετοιμαστούν τα πρωινά. Ήταν  εκείνα τα εκπληκτικά πρωινά που είχε λανσάρει ο Μιχάλης Χαιρέτης στην «Βεγγέρα» και που πάνω στον πάγκο θα έβρισκες ότι μπορούσες να φανταστείς. 

Ένα άλλο δικό μου στέκι στην Αθήνα ήταν το «Ένα» του Γιώργου Κούνδουρου, στην αρχή της οδού Σκουφα. Το βασικό φαγητό ήταν μια μερίδα κεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές, αλλά ιδιομορφία ήταν το ότι πάνω σε κάθε τραπέζι βρισκόταν κι ένα σκάκι. Αλλά η αληθινή «ατραξιόν» ήταν ο ίδιος ο Γιώργος Κούνδουρος, μάλλον ο πιο έξυπνος και φιλοσοφημένος άνθρωπος που έχω συναντήσει και που αργά το βράδυ παίρνοντας αφορμή από κάποια κουβέντα θα άρχιζε να μιλάει και τότε όλα τα τραπέζια θα σταματούσαν να συζητούν, να τρώνε ή να παίζουν σκάκι και θα άκουγαν τον Γιώργο να αναλύει τα φαινόμενα της ζωής. Είναι κρίμα που ούτε εγώ ούτε και κανείς άλλος δεν σκέφτηκε να μαγνητοφωνήσει αυτά που έλεγε ο Γιώργος Κούνδουρος. 

Έτσι φτάσαμε σιγά-σιγά στη δεκαετία του ’80. Και αυτό που διαμόρφωσε το στυλ και την αισθητική της εποχής, ήταν τα τελείως πρωτοποριακά μαγαζιά που είχε φτιάξει ο Τάσος Μελετόπουλος, το «Εργοστάσιο» στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, και το «Αεροδρόμιο» κοντά στο Ελληνικό, με το απαράμιλλο γούστο του, που σε αισθητική καινοτομία ξεπερνούσαν και τη Νέα Υόρκη.

Στη δεκαετία του ’90 είχαν και πάλι όλα αλλάξει, όπως και οι συνθήκες της ζωής μου. Το καινούργιο στέκι για τότε έγινε η Πλατεία στο Κολωνάκι, η «Λυκόβρυση» ή το «Τοπς», όπου θα πήγαινα από το μεσημέρι, συνήθως μόνος για φαγητό και για καφέ και εφημερίδα και περιοδικά. Κάποιος φίλος, κάποια φίλη θα περνούσαν από εκεί και συχνά η παρέα στο τραπέζι, για κάποια ώρα ή για κάποιες ώρες, θα γινόταν αρκετά μεγαλύτερη.

Τα τελευταία χρόνια αυτό που θα μπορούσα να καθορίσω σαν στέκι μου είναι το τένις κλαμπ Loubier, όπου θα πιω έναν καφέ, θα συζητήσω με φίλους για αυτά που συμβαίνουν και για εκείνα που θα συμβούν και επίσης θα κάνω και καμιά μπαλιά στο τένις που συνήθως θα είναι αμφισβητούμενης τροχιάς και ποιότητας.

Καθώς όμως τα γράφω όλα αυτά και κοντεύω να τελειώσω, αρχίζω να καταλαβαίνω και ποιο ήταν πάντα το αληθινό «στέκι» της ζωής μου. Τα γραφεία της Γυναίκας και του Κλικ στο Μαρούσι, εκεί που πέρασα τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου και γνώρισα τους φίλους που μαζί γράψαμε μια εποχή. Τα γραφεία αυτά που δεν ήταν ποτέ ακριβώς χώρος δουλειάς, αλλά εκεί που θα συναντούσα μαζεμένα τα καλύτερα ταλέντα της εποχής στον χώρο του περιοδικού Τύπου, θα πίναμε έναν καφέ, θα συζητούσαμε και συγχρόνως θα φτιάχναμε και το επόμενο τεύχος.

Δεν αναπολώ ποτέ το παρελθόν μου, αλλά αυτήν την ατμόσφαιρα παρέας και δημιουργίας, θα μπορούσα ενδεχομένως και να την αναπολήσω…

*Ο Άρης Τερζόπουλος είναι εκδότης