Life in Athens

Μιλάς τη γλώσσα των Millennials;

Αν όχι, μάθε την μπας και μπορέσεις να επικοινωνήσεις μαζί τους

Βάγια Ματζάρογλου
ΤΕΥΧΟΣ 767
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία και τα νοήματα των πιο διαδεδομένων λημμάτων του Millennial λεξικού.

Αν δεν ξέρεις τι σημαίνει sextortion, women empowerment ή mansplaining, ίσως ήρθε η ώρα να μάθεις μια καινούργια ξένη γλώσσα: αυτή των Millennials. Ξένη σίγουρα, καινούργια όμως; Και ναι, και όχι, καθώς αρκετοί όροι που εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν τον 21ο αιώνα στον παιχνιδότοπο της GenY, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προέρχονται από ένα φρεσκάρισμα του φεμινιστικού λεξικού. Τέλος πάντων, το ζήτημα είναι ότι το ενδημικό λεξιλόγιο των σόσιαλ έχει δραπετεύσει από το «φυσικό» του περιβάλλον, έχει εμπλουτίσει την καθομιλουμένη και τα παραδοσιακά λεξικά με νεολογισμούς, έχει ονοματίσει κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και αλλαγές. Ανατρέχουμε στην ιστορία και στα νοήματα των πιο διαδεδομένων Millennial λημμάτων, μπας και συνεννοηθούμε όλοι με όλους δηλαδή.

Political correctness Η πολιτική ορθότητα, συντομογραφικά PC, προτάσσει πολιτικές, μέτρα, συμπεριφορές και κυρίως μια εξωραϊσμένη γλώσσα που δεν προσβάλλει, δεν αποκλείει, δεν περιθωριοποιεί άτομα ή ομάδες ατόμων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ή υφίστανται διακρίσεις. Παρά την αναγνώριση των καλών της προθέσεων, η φράση «πολιτική ορθότητα» εξαπολύεται στη δημόσια αρένα συνήθως ως ειρωνεία, σαρκασμός, επίκριση· η «κορεκτίλα» ακούγεται περίπου σαν βρισιά.
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα ο όρος χρησιμοποιούνταν στον διάλογο και την ιδεολογική διαπάλη μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών των ΗΠΑ. «Ορθοί» χαρακτηρίζονταν υποτιμητικά από τους σοσιαλιστές οι άτεγκτοι υποστηρικτές της τήρησης του δόγματος, της σκληρής γραμμής του κόμματος.
Σε περιορισμένο βαθμό στα 70s και εκτεταμένα στα 80s και 90s είναι μια γλωσσική αναδιατύπωση και μια ιδεολογική μάχη των Αμερικανών προοδευτικών με τις πατριαρχικές, ρατσιστικές ή σεξιστικές καθεστηκυίες απόψεις και πρακτικές. Την ίδια στιγμή η «υπερβολή» γίνεται καραμέλα στα στόματα των συντηρητικών, που εκφράζουν τις αγωνίες τους απέναντι στο «πού οδεύει ο κόσμος», τα αιτήματα του φεμινισμού, την πολυπολιτισμικότητα, τα κινήματα για τα δικαιώματα των ομοφιλοφύλων και των εθνοτικών μειονοτήτων. Η πολιτική ορθότητα κατηγορείται για αποστείρωση της γλώσσας, υστερικές αντιδράσεις, ηθικολογικές υπερβολές και επιβολή λογοκρισίας.
Στον 21ο αιώνα, επιστρέφει δυναμικά, συνδεδεμένη με το πνεύμα των καιρών, για να υπερασπίσει τα δικαιώματα όλων των καταπιεσμένων μειονοτήτων. Δεν προτίθεται να δείξει επιείκεια στους «εχθρούς» της και διαθέτει ένα πανίσχυρο σοσιαλμιντιακό όπλο: στρατευμένους Millennials ιδεολόγους που παίζουν την κουλτούρα της ακύρωσης στα δάκτυλα.
Από το άλλο στρατόπεδο, η ρετσινιά της «υπερβολής» και της ελιτιστικής επίδειξης ηθικής ανωτερότητας επανεμφανίζεται εξίσου δυναμικά, εμπλουτισμένη με νέες, σοβαρότερες κατηγορίες. Οι σημερινοί επικριτές της εξαπολύουν κατηγορίες για ανελευθερία έκφρασης και πνευματικό εκφοβισμό της διανόησης και της κοινωνίας που οδηγεί τελικά σε αυτολογοκρισία και ακρωτηριασμό της σκέψης. Οι κορεκτάδες θεωρούνται άγρυπνοι και αυταρχικοί φρουροί (μια οργουελική «αστυνομία σκέψης») ενός ορθού λεξιλογίου, μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ορθοδοξίας και ενός εγκεκριμένου ιδεολογικού πλαισίου διαλόγου από τα οποία απαγορεύεται διά ροπάλου να παρεκκλίνει κανείς. Αλλιώς καραδοκεί σκληρή τιμωρία.
Με την επιβολή μανιχαϊστικών διαιρέσεων (καλοί και κακοί) και την αδυναμία διεξαγωγής ουσιαστικού διαλόγου, οι κατηγορίες που εκτοξεύονται εκατέρωθεν συχνά είναι υπερβολικές, σκληρές ή άδικες.

MeToo Κίνημα κατά της σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης, όπου άτομα καταγγέλλουν δημοσίως με το hashtag #MeToo πως έπεσαν θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων από ισχυρούς, προβεβλημένους άντρες, ειδικά στον χώρο εργασίας τους. Τον όρο πρωτοχρησιμοποίησε η ακτιβίστρια και θύμα παρενόχλησης Tarana Burke το 2006 στο MySpace, όμως έγινε ευρέως γνωστός το 2017 μέσω twitter με την αποκάλυψη του σκανδάλου Χάρβεϊ Γουάνστιν. Το MeToo είναι ένα χαρακτηριστικό κίνημα γυναικείας ενδυνάμωσης (βλέπε παρακάτω), που βασίζεται στην ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη και έχει στόχο να αναδείξει την έκταση του προβλήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης σε χώρους εργασίας και να ενθαρρύνει τα θύματα να μιλήσουν για το τραύμα τους. Για όσους αντιμετωπίζουν κριτικά το #MeToo, ας παρακολουθήσουν τη σειρά «The Morning Show» και το ξανασυζητάμε.

Rape culture Κουλτούρα του βιασμού. Η αντίληψη ότι ο βιασμός, το μη συναινετικό σεξ, είναι μια «κανονικότητα» υπό προϋποθέσεις. Κοινωνίες με κουλτούρα βιασμού ρίχνουν ευθύνες στο θύμα («τον προκάλεσε»), σχετικοποιούν το έγκλημα ή υποβαθμίζουν την έκταση του φαινομένου («ο μύθος του βιασμού»), αρνούνται τις ψυχοσωματικές συνέπειές του, εμφορούνται από μισογυνισμό και την άποψη «άντρας είναι και το κέφι του θα κάνει». Ο εκτεταμένος δισταγμός θυμάτων βιασμού να καταγγείλουν τη σεξουαλική τους κακοποίηση στις αρχές θεωρείται σύμπτωμα της κουλτούρας του βιασμού. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τις φεμινίστριες της δεκαετίας του ’70 και καθιερώθηκε με το #MeToo.

Victim blaming Η αντιστροφή ευθυνών στην περίπτωση ενός εγκλήματος. Αντί να κατηγορηθεί ο δράστης, οι ευθύνες πέφτουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο θύμα, που αντιμετωπίζεται με προκατάληψη. Το συχνότερο victim blaming καταγράφεται σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και βιασμού, ειδικά στην περίπτωση που θύτης και θύματα γνωρίζονται μεταξύ τους.

Sextortion Διπλής σημασίας. Sextortion είναι ο εκβιασμός κάποιου με μέσο εξαναγκασμού την απειλή δημοσιοποίησης υλικού με σεξουαλικό περιεχόμενο. Αλλά είναι και η κατάχρηση εξουσίας από υψηλά ιστάμενα άτομα προς υφισταμένους τους με στόχο τη σεξουαλική εκμετάλλευση.

Revenge porn Ιδιωτικά βίντεο ή φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου που διοχετεύονται στο ίντερνετ με στόχο την εκδίκηση και τον εξευτελισμό. Συνήθως ανεβαίνουν σε κλειστά γκρουπ ή συγκεκριμένες πλατφόρμες και αλλάζουν χέρια, ή μάλλον οθόνες, παρανόμως. Σύμφωνα με έρευνες, ο ψυχολογικός βιασμός που ονομάζεται revenge porn γνωρίζει ιδιαίτερη έξαρση εν έτει 2020.

Women empowerment Γυναικεία ενδυνάμωση, περίπου συνώνυμο με το παλαιότερο girl power. Το αίτημα αναφέρεται στην ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στη λήψη αποφάσεων, στην οικονομική και πολιτική ζωή, στην ανατροπή των στερεοτύπων του φύλου. Η γυναικεία ενδυνάμωση είναι μετρήσιμη μέσω του δείκτη Gender Empowerment Measure (GEM), που συνυπολογίζει τον αριθμό των γυναικών βουλευτών στα κοινοβούλια, τις γυναίκες σε νομοθετικές και ανώτατες διευθυντικές θέσεις, τις εργαζόμενες και τις ανισότητες εισοδημάτων σε σχέση με το φύλο.

Girlboss Γυναίκα με ικανότητες και αυτοπεποίθηση που παίρνει στα χέρια της την επαγγελματική ζωή και το μέλλον της. Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε ως τίτλος της αυτοβιογραφίας της Sophia Amoruso, μιας αυτοδημιούργητης γυναίκας που ως έφηβη έκλεβε πράγματα από πολυκαταστήματα, στα 22 της διέθετε ένα μονοπρόσωπο eBay online καταστηματάκι vintage ρούχων και το 2011 η αξία της επιχείρησής της Nasty Gal, με περισσότερους από 2000 εργαζόμενους, υπολογιζόταν σε 23 εκατομμύρια δολάρια. Μαζί με την αυτοβιογραφία της η Sophia Amoruso ίδρυσε επίσης την GirlbossMedia, μια εταιρεία δημιουργίας περιεχομένου (βίντεο και podcasts) που απευθύνεται σε γυναίκες Millennials και στοχεύει στην ενθάρρυνσή τους και τη βελτίωση της προσωπικής και επαγγελματικής τους ζωής. Το βιβλίο της Amoruso μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη του Netflix, αλλά το πρότζεκτ σταμάτησε μετά τον πρώτο κύκλο, με τους θεατές να κατηγορούν τη σειρά «Girlboss» ως αποθέωση του Millennial ναρκισσισμού.

Mansplaining Μία από τις «Λέξεις του 2010» για τους New York Times, «η πιο δημιουργική λέξη» του 2012 για την American Dialect Society, λήμμα του ηλεκτρονικού λεξικού της Οξφόρδης το 2014. Σύνθετη λέξη, εκ των man και splaining, παραφθορά του explaining. Περιγράφει τον συγκαταβατικό, πατερναλιστικό τρόπο με τον οποίο ένας άνδρας γεμάτος αυτοπεποίθηση «διδάσκει» ή εξηγεί κάτι σε μια γυναίκα, με την πεποίθηση ότι είναι αδαής ή κατώτερή του πνευματικά. «Εφευρέτρια» του όρου θεωρείται η συγγραφέας του δοκιμίου «Men Explain Things to Me: Facts Didn’t Get in Their Way» Ρεμπέκα Σόλνιτ από το 2008. Mansplaining χαρακτηρίστηκαν ομιλίες του Ντόναλντ Τραμπ, χαρακτήρες της σειράς «The Newsroom», ο Ματ Ντέιμον.

Friendzone Η ατάκα «σε βλέπω σαν φίλο» πλέον δεν ονομάζεται σπαρακτικά «χυλόπιτα» αλλά «είσοδος στη friend zone». Τον όρο εισήγαγαν στην ποπ κουλτούρα τα «Φιλαράκια» το 1994. Με το φάντασμα του μισογυνισμού να πλανάται διαρκώς σε αυτό το it’s a man’s world οικοδόμημα που λέγεται ζωή, οι φεμινίστριες είδαν μια ακόμα έκφανσή του στη «ζώνη φίλου». Επικαλούμενες και το «σύνδρομο nice guy», κατηγορούν τους άνδρες πως όταν ελκύονται ερωτικά από μια γυναίκα και της φέρονται καλά, έχουν την προσδοκία και την ακλόνητη πεποίθηση πως εκείνη πρέπει να ανταποκριθεί στον έρωτά τους. Η τοποθέτησή τους στη friend zone τούς γεννά απορίες και δυσαρέσκεια για την απόρριψη.

Gender activist Ακτιβιστής/ακτιβίστρια που διεκδικεί ίσα δικαιώματα ανεξαρτήτως φύλου. Παρεμβαίνει συχνά στον δημόσιο διάλογο, κυρίως μέσω των σόσιαλ μίντια και των ποικίλων challenges, αλλά και στην πραγματική ζωή πρωτοστατώντας σε διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις των δικαιωμάτων των γυναικών και των LGBTiQ+ ατόμων.

Inclusion Η συμπερίληψη, το αντίθετο του κοινωνικού αποκλεισμού. Μαζί με την ορατότητα, η συμπερίληψη αποτελεί πάγιο αίτημα του LGBTiQ+ κινήματος που διεκδικεί το αυτονόητο: την ίση πρόσβαση στο κοινωνικό γίγνεσθαι ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.

Cisgender, συντομογραφικά cis Περιγράφει τα άτομα που αποδέχονται το φύλο με το οποίο γεννήθηκαν, δηλαδή τα άτομα στα οποία το κοινωνικό φύλο συμφωνεί με το βιολογικό. Είναι το αντίθετο του όρου transgender.

Cancel culture Η κουλτούρα της ακύρωσης, μια σύγχρονη μορφή του εξοστρακισμού ή το μποϊκοτάζ στη γλώσσα του 21ου αιώνα. Πρόκειται για την κοινωνική και επαγγελματική αποδόμηση και απαξίωση δημοσίων προσώπων ή εταιρειών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κατ’ επέκταση στην πραγματική ζωή, με αιτία ή αφορμή κάποια συμπεριφορά ή δήλωση που θεωρείται αμφιλεγόμενη ή προσβλητική ή απαράδεκτη.

Shaming Λέξη κλειδί του political correct λεξικού, λέξη συμπύκνωσης νοημάτων και αρνητικών στερεοτύπων. Μόνο του, αυτόνομο, το shaming σημαίνει την αυστηρότατη δημόσια κριτική (στα όρια λιντσαρίσματος) στο διαδίκτυο. Συνώνυμο με τον όρο call out culture, ελάχιστα πιο light εκδοχή της cancel culture. Με τη συνοδεία μιας επιπλέον λέξης ως πρώτο μέρος του ονοματικού συνόλου, είναι συνώνυμο με το κοινωνικό bulling και αναφέρεται στην υποτίμηση κάποιου ατόμου με βάση ένα σωματικό ή κοινωνικό του χαρακτηριστικό-«κουσούρι». Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα λεξιλογικά ντουέτα είναι τα: body, fat και bottom shaming (ενοχοποίηση των σωματικών ατελειών), slut shaming (επίπληξη της σεξουαλικής δραστηριότητας που δεν έχει στόχο την αναπαραγωγή), femme shaming (κατακραυγή της θηλυπρέπειας), addiction shaming (μομφή κατά του εθισμού), age shaming (αποδοκιμασία με κριτήριο την ηλικία). Με τα ποικίλα shamings να μην έχουν τελειωμό, προσφάτως ανέκυψε και ο όρος PC shaming, για να περιγράψει τις επιθέσεις ενάντια στην πολιτική ορθότητα.

Trigger warning Προειδοποίηση ότι ένα έργο ενδέχεται να περιέχει λόγο, εικόνες ή έννοιες που θα προκαλέσουν σε συγκεκριμένα άτομα μετατραυματικό στρες. Με τον όρο να προέρχεται από το λεξικό του φεμινισμού, τα trigger warnings αφορούν κυρίως δυνητικά ενοχλητικό περιεχόμενο που σχετίζεται με τη σεξουαλική κακοποίηση και τις ψυχικές ασθένειες (απόπειρες αυτοκτονίες, διατροφική διαταραχή, αυτοτραυματισμό). Οι προειδοποιήσεις εξαπολύονται ώστε να αποτραπεί η συναισθηματική έκθεση, ενόχληση και επιβάρυνση των θυμάτων, όμως ψυχολόγοι και ψυχίατροι φαίνεται να διαφωνούν με την προληπτική πρακτική του triggering, ενώ κάποιοι την χαρακτηρίζουν απλώς «διαπιστευτήρια ευαισθησίας».
 
Safe space Είναι το «ασφαλές», «προστατευμένο» περιβάλλον όπου θεσμικά δεν είναι ανεκτή η λεκτική και φυσικά η σωματική βία, οι διακρίσεις, η περιθωριοποίηση, η ρητορική μίσους, η προσβολή· ένας χώρος αλληλοσεβασμού και κατανόησης όπου κανένας δεν νιώθει ανεπιθύμητος λόγω φύλου, φυλής, εθνικότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού, πολιτισμικού υπόβαθρου, ηλικίας, σωματικών ή διανοητικών δυνατοτήτων. Ο όρος αφορά από σχολικές αίθουσες και επαγγελματικούς χώρους μέχρι ολόκληρα πανεπιστημιακά campus. Οι «ασφαλείς χώροι» έχουν δεχτεί εκτεταμένη κριτική κι έχουν χαρακτηριστεί θάλαμοι μόνωσης και απομόνωσης ομοϊδεατών, περίκλειστοι κόσμοι. Το 2015, η αυξανόμενη υιοθέτησή τους από τα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου και η απαγόρευση διαλόγου και συζητήσεων επί συγκεκριμένων θεμάτων εντός τους, προκάλεσε αντιπαραθέσεις, με την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να εξαπολύει κατηγορίες για αυτολογοκρισία και καταστολή της ελευθερίας του λόγου. Και ο Μπαράκ Ομπάμα, ως πρόεδρος των ΗΠΑ το 2015 επέκρινε το κόνσεπτ των «ασφαλών χώρων»: «Όταν κάποιοι έρχονται να σου μιλήσουν κι εσύ διαφωνείς μαζί τους, θα πρέπει να έχει επιχειρήματα. Δεν μπορείς να λες “είμαι πολύ ευαίσθητος για να ακούσω αυτό που έχεις να μου πεις”».

Woke Καμιά σχέση με το «ξυπνήστε, πρόβατα». Η «αφύπνιση» είναι πολιτικός όρος που άπτεται θεμάτων που αφορούν την κοινωνική και φυλετική δικαιοσύνη. Συνήθως απαντάται ως «stay woke» ή «woke culture» προτρέποντας σε διαρκή εγρήγορση αναφορικά με θέματα διακρίσεων – κάτι σαν το ελληνικό «τον νου σου». Υπάρχει από τα μέσα του 20ού αιώνα, το 2012 έγινε hashtag στο twitter, #StayWoke, και για τη στήριξη των Pussy Riot. Η χρήση του γιγαντώθηκε με το κίνημα Black Lives Matter και πλέον συμπεριλαμβάνει στη σημασία του και την επαγρύπνηση απέναντι στην αστυνομική βία. Δριμεία κριτική έχει ασκηθεί στις woke campaigns, δηλαδή στις καμπάνιες εταιρειών με κοινωνικό μήνυμα, που κατηγορούνται για υποκρισία και woke capitalism, όμως οι επικρίσεις δίνουν και παίρνουν και από δύο πλευρές. Η «woke culture» καταγγέλλεται για «πουριτανισμό της σκέψης», πρακτικές λογοκρισίας, άρνηση του διαλόγου, επαναδιατύπωση της ιστορίας, και γενικώς αμφισβητείται ευθέως ανάλογα με την πολιτική ορθότητα.

Disrespect Η ασέβεια, η αγένεια, η ανάρμοστη και εκτός κοινά αποδεκτών κανόνων συμπεριφορά που πλήττει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια·η έλλειψη σεβασμού απέναντι σε πρόσωπα, κοινωνικές ομάδες ή μια ολόκληρη πολιτισμική κουλτούρα.

Internet sensation Φράσεις, πρόσωπα, βίντεο, εικόνες, αστεία, memes που διαδίδονται ταχύτατα και «σαρώνουν το διαδίκτυο» για πολύ καιρό. Internet sensation φαινόμενο είναι οι Γκανέζοι νεκροκομιστές που έγιναν παγκόσμιο viral, αλλά και τα «θα σας ειδοποιήσουμε» ή «γεμίζω» των δικών μας Ancient Memes.

Doomscrolling ή doomsurfing Το ατελείωτο σκρολάρισμα σε αρνητικές ειδήσεις. Φημολογείται πως ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στο twitter τον Οκτώβριο του 2018, όμως βρήκε το απόλυτο νόημά του με την πανδημία και την αδηφάγο κατανάλωση ειδήσεων για την covid-19. Η λόξα αυτή είναι επικίνδυνη για την ψυχική υγεία προειδοποιούν οι ειδικοί.

Workout Οι ασκήσεις γυμναστικής, μόνο που κανείς πια από όσους γυμνάζονται πραγματικά, εκτός ίσως από τα παιδιά του δημοτικού, δεν λέει ούτε «ασκήσεις» (exercise) ούτε «γυμναστική». Ίσως σχετίζεται με την τάση να ωραιοποιούμε τις ζωές μας στο ίντερνετ.