- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα προσφυγικά του Κερατσινίου: Οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους
Στην αρχή έμεναν σε αποθήκες, μετά σε παράγκες και στη συνέχεια σε σπίτια 35 τετραγωνικών. Εκεί ζουν κάποιοι από αυτούς και σήμερα
Η ATHENS VOICE κάνει ρεπορτάζ στα προσφυγικά στο Κερατσίνι με «ξεναγούς» τον δημοσιογράφο Θανάση Λαζαρίδη και τον αντιδήμαρχο Καθαριότητας Μιλτιάδη Θεόδοτο.
Είχα ξεχαστεί κοιτάζοντας μια όμορφη κοπέλα που είχε σταθεί και μιλούσε στο κινητό, όταν με συνέφερε ο Θανάσης Λαζαρίδης: «Έλα, πάμε από δω». Ήμασταν στο κέντρο του Κερατσινίου, μπροστά από το δημαρχείο στην οδό Βενιζέλου, και μόλις ένα στενό πιο μέσα, στα «προσφυγικά», νομίζεις ότι παίζεις κομπάρσος σε κάποια παλιά ταινία. Χαμηλά σπίτια, αυλές με γειτόνισσες, στενά μπαλκόνια φροντισμένα με γλάστρες και λουλούδια, προσεκτικά κρεμασμένες μπουγάδες για να στεγνώσουν στον ήλιο. Ή κάπως έτσι.
Τα πρώτα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή
Πριν το 1922 ο Πειραιάς είχε περίπου 130.000 κατοίκους. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν μόνιμα περίπου άλλοι τόσοι. Κάποιοι από αυτούς και στα προσφυγικά του Κερατσινίου. Στη μελέτη «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά: Από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης», από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ιούνιος 2018), ο Νίκος Μπελαβίλας, αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ, αναφέρει: «Ο Πειραιάς, με τον πρώτο σχεδιασμό του, προγραμματίστηκε ως μία πόλη 15.000 κατοίκων με ενσωματωμένο το λιμάνι στον κεντρικό λιμένα και τη βιομηχανία στη δυτική πλευρά. Το αρχικό σχέδιο των Σταμάτη Κλεάνθη και Edward Schaubert κάλυπτε την έκταση από τον Άγιο Διονύσιο στα δυτικά έως το Πασαλιμάνι στα ανατολικά. Προς τα βόρεια η πόλη σταματούσε στη Γούβα του Βάβουλα και λίγα οικοδομικά τετράγωνα πιο πίσω από τη σημερινή ακτή Κονδύλη. Στον νότο έφθανε ως τον ναό του Αγίου Νικολάου. Κατοικήθηκε αρχικά από κοινότητες Υδραίων και Χίων αλλά και από μετανάστες οι οποίοι συνέρρεαν κυρίως από το Αιγαίο και την Πελοπόννησο. Ως το 1850 η πόλη είχε μόλις φθάσει στις 5.000 κατοίκους και μετά την Κρητική Επανάσταση του 1868-1869 το μέγεθος ξεπέρασε την αρχική πληθυσμιακή πρόβλεψη». Και προσθέτει ο καθηγητής: «Νέες συνοικίες άρχισαν να διαμορφώνονται στις παρυφές του λόφου της Καστέλας, στην Αγία Σοφία και στην Πειραϊκή με παράλληλες επεκτάσεις του σχεδίου της πόλης. Δύο νέα οικιστικά ρεύματα, οικονομικών μεταναστών από τη Μάνη και πολεμικών προσφύγων από την Κρήτη, οδήγησαν στη δημιουργία νέων συνοικιών, των Μανιάτικων στον ομώνυμο λόφο στα βόρεια και των Κρητικών στον λόφο της Καστέλας. Μεγάλα λιμενικά έργα στο γύρισμα του αιώνα, όπως η εκβάθυνση του έλους στη βόρεια πλευρά του κεντρικού λιμένα, η κατασκευή κρηπιδωμάτων, μόνιμων κτιστών ναυπηγικών δεξαμενών και νέων εξωτερικών λιμενοβραχιόνων, διαμόρφωσαν ένα μεγάλο λιμάνι, διπλάσιο σε μέγεθος από το αρχικό».
Ο διπλασιασμός της πόλης
«Με τον ερχομό των Μικρασιατών προσφύγων ο πληθυσμός του Πειραιά σχεδόν διπλασιάστηκε, καθώς στους 135.833 καταγεγραμμένους κατοίκους του 1920, προστέθηκαν μέχρι το 1928 άλλοι 101.185 κάτοικοι, ενώ το λιμάνι αποτέλεσε τόπο πρώτης άφιξης ή διέλευσης για άγνωστο αριθμό εκατοντάδων χιλιάδων», γράφει ο κ. Μπελαβίλας. Όπως λέει, «ο αριθμός των τελικά εγκαταστημένων προσφύγων στον Πειραιά, αποτελεί τον τρίτο υψηλότερο μετά την Αθήνα (317.209 πρόσφυγες) και τη Θεσσαλονίκη (174.390 πρόσφυγες). Η μάζα των προσφύγων, για να επιβιώσει, εγκαταστάθηκε οργανωμένα ή ανοργάνωτα στην αρχή στις πλατείες και τις προβλήτες του κεντρικού τμήματος του λιμανιού, από τον Άγιο Νικόλαο μέχρι την Αγία Τριάδα, σε σχολεία και δημόσια κτίρια, και στη συνέχεια στις άκτιστες εκτάσεις στην αδόμητη περιφέρεια της πόλης. Ο επικεφαλής της προσφυγικής αποκατάστασης Χένρυ Μοργκεντάου σημείωνε πως το 1923 ένα άθλιο στρατόπεδο χιλιάδων προσφύγων είχε διαμορφωθεί στην ακτή».
Φιλοξενούμενος στη γειτονιά μιας άλλης εποχής
Στα προσφυγικά του Κερατσινίου του σήμερα τα χαμηλά σπίτια μοιάζουν ίδια και απαράλλαχτα με το τότε, πλην κάποιων παρεμβάσεων που έκαναν οι κάτοικοί τους. «Ξεναγοί» μου σε αυτή τη βόλτα ο δημοσιογράφος Θανάσης Λαζαρίδης, κάτοικος της περιοχής, και ο αντιδήμαρχος Καθαριότητας και Πολιτικής Προστασίας του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Μιλτιάδης Θεόδοτος. Με το που έφταναν, λένε, κατά χιλιάδες οι πρόσφυγες στον Πειραιά από τη Μικρά Ασία, αρχικά τους έβαζαν σε κάποιες τεράστιες αποθήκες, στο περίπου εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Jumbo, και μετά σε σκηνές και παράγκες στις οποίες ζούσαν για χρόνια. «Η Δραπετσώνα είναι μια ατόφια προσφυγική περιοχή. Πριν το ’22 να υπήρχαν εκεί 200-300 άνθρωποι και μέσα σε λίγες εβδομάδες έγινε πόλη. Στο Κερατσίνι, όμως, υπήρχαν αρκετοί περισσότεροι κάτοικοι από πριν», λέει ο Λαζαρίδης. Στα περίπου 200 προσφυγικά σπίτια του Κερατσινίου, ελάχιστοι είναι εκείνοι που προέρχονται από την πρώτη γενιά προσφύγων, καθώς οι πιο πολλοί τα πούλησαν σε άλλους και έφυγαν. Ο Αντρέας Σάμιος, όμως, είναι γέννημα θρέμμα. Ζει από τότε που γεννήθηκε εδώ και από το 1971 με τη γυναίκα του, την κυρία Μάγδα.
«Ελάτε, ελάτε», μας προσκάλεσαν στο σπίτι τους και η κυρία Μάγδα επέμενε να μας φτιάξει και καφέ. «Οι γονείς μου ήρθαν από τη Σμύρνη το ’22. Εδώ έκαναν όλα τα παιδιά τους, πέντε αγόρια, εγώ είμαι ο μικρότερος, γεννήθηκα το 1946. Το σπίτι αυτό φτιάχτηκε το 1948». Και πιο πριν πού ζούσαν οι γονείς σας και τα αδέρφια σας; «Στις παράγκες».
Κάποιες φορές αυτά που σου διηγούνται οι άνθρωποι μοιάζουν απίστευτα. Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας, κύριε Αντρέα; «Τι δουλειά να κάνει; Αφού τους διώχνανε, δεν τους θέλανε. “Να φύγετε τουρκοσπορίτες” τους έλεγαν. Ζητιανιά. Άπλωναν το χέρι και αν τους έδινε κάτι κανείς, είχε καλώς. Αυτά δεν τα έζησα εγώ, είναι αυτά που άκουσα από τον πατέρα μου και τη μάνα μου, γιατί μετά την κατοχή και τον εμφύλιο τα πράγματα άλλαξαν», λέει ο κύριος Αντρέας.
Όταν δεν υπήρχαν ρεύμα, νερό, άσφαλτος
Στη συνέχεια, ευτυχώς για την οικογένεια, ο πατέρας έπιασε δουλειά στα σφαγεία στη Δραπετσώνα - «εκεί δούλευε και ο Βαμβακάρης», κάνει παρένθεση ο Θανάσης Λαζαρίδης. «Το σπίτι αυτό, όπως σου είπα, φτιάχτηκε το 1948. Όλα τα σπίτια ήτανε 34, 36, 38 τετραγωνικά, όχι παραπάνω. Σε αυτά έμεναν όλες οι οικογένειες, είτε ήταν δύο άτομα, είτε δέκα, σε αυτά τα τετραγωνικά έμεναν. Εφτά νομά σ’ ένα δωμά, που λέει και το τραγούδι».
Ο αντιδήμαρχος Μ. Θεόδοτος λέει ότι όλες οι δημοτικές αρχές του Κερατσινίου προσπάθησαν στο παρελθόν να γίνει ανάπλαση της περιοχής. Να κρατηθούν λίγα σπίτια για ιστορικούς λόγους και στην υπόλοιπη περιοχή να γίνει ανάπλαση. «Πιο κοντά σε αυτή την προοπτική βρεθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, επί δημαρχίας Σαράφογλου, δηλαδή να κατασκευαστούν κάθετες οικοδομές π.χ. 5 ορόφων για να στεγαστούν οι κάτοικοι και οι υπόλοιποι χώροι να γίνουν κοινόχρηστοι, όμως η ιστορία δεν προχώρησε γιατί απαιτήθηκε καθολική αντιπαροχή και υπήρξαν κάποιοι λίγοι που αντέδρασαν». Και η γειτονιά έμεινε έτσι.
Πίσω στο σπίτι του κυρίου Αντρέα και της κυρίας Μάγδας, με τον κύριο Αντρέα να θυμάται ότι όχι μόνο όταν ήταν πιτσιρικάς αλλά και πιο μετά δεν υπήρχε άσφαλτος στο δρόμο αλλά χώμα. Ούτε φως υπήρχε, ούτε νερό. «Είχαμε τη νερουλού απέναντι». Μαγαζί είχε, κυρ-Αντρέα; «Όχι, φαντάσου κάτι σαν βυτίο, αλλά ήτανε στέρεο κάτω στο έδαφος. Και αγόραζες νερό με το τεφτέρι. Πήγαινα εγώ κι έπαιρνα πέντε τενεκέδες νερό, έγραφε στο τεφτέρι “Αντρέας, πέντε τενεκέδες”. Ρεύμα βάλαμε το 1954, μέχρι τότε ήμασταν με τη λάμπα. Και υπήρχε δίλημμα τότε για όλους μας εδώ, να μαγειρέψεις να έχεις να φας ή να μαζέψεις λεφτά για να βάλεις σύνδεση με νερό ή με ρεύμα».
Ο Θανάσης Λαζαρίδης λέει ότι εδώ παραπάνω ήτανε το εργοστάσιο του Καχραμάνογλου, ένα μεγάλο εργοστάσιο με αργαλειούς. Και στη Δραπετσώνα το εργοστάσιο της ΚΟΠΗ, που έφτιαχνε ρούχα για το στρατό. «Δουλεύανε χιλιάδες γυναίκες εκεί, ειδικά στην ΚΟΠΗ πρέπει να ήταν περισσότερες από 3.000. Παντού όπου υπήρχε προσφυγικός πληθυσμός φτιάχνονταν κοντά και εργοστάσια, γιατί πρόσφυγες σήμαινε φτηνά εργατικά χέρια», λέει ο Θανάσης.
Είχε μεσημεριάσει, ο κυρ-Αντρέας 76-77 χρονών πια έχει και τη μέση του και ήθελε να ξαπλώσει, οπότε φύγαμε διακριτικά. Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα στο Κερατσίνι. Είναι πολλές οι γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά που δεν έχω πάει ποτέ. Σε ένα καφενείο δύο μεγάλοι σε ηλικία άντρες συζητούσαν και στάθηκα να τους ρωτήσω πώς θα βγω στην Πέτρου Ράλλη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου ’ρθε στο μυαλό ότι θα σκεφτούν ότι είχα σκοπό να τους κάνω τράκα. Εκείνοι, όμως, σηκώθηκαν και οι δύο όρθιοι να μου πουν πώς θα βγω. Επιστρέφοντας, θυμήθηκα τον κύριο Αντρέα όταν τον ρώτησα πώς ήτανε η γειτονιά του. «Σαν όλες τις γειτονιές. Είχαμε και τα καβγαδάκια μας αλλά ήμασταν κι αγαπημένοι. Έξω στο δρόμο βγάζαμε καρέκλες και τα λέγαμε και στις γιορτές γινότανε γλέντια». Το βράδυ που ήμουνα σπίτι, σε μια γειτονιά που είναι κι αυτή προσφυγική, τη Νέα Σμύρνη, σε μια από τις τελευταίες βραδιές για μπαλκόνι, με γλυκό κρασί για παρέα, το ραδιόφωνο έπαιξε το «Εγώ είμαι και του λιμανιού, εγώ είμαι και του σαλονιού», με το Στράτο Διονυσίου. Εγώ μόνο «του λιμανιού» είπα μέσα μου και χαμογέλασα με την τελευταία ατάκα της κυρίας Μάγδας, όταν, φεύγοντας από το σπίτι της και ευχαριστώντας τη για τη φιλοξενία, μας είπε «τι ευχαριστείτε καλέ, εμείς σας ευχαριστούμε που περάσατε λίγη ώρα μαζί μας εδώ, στη βίλα Το Όνειρο».