- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι θυρωροί της Αθήνας και οι ιστορίες τους
Ιστορίες από το χθες και το σήμερα, από ένα επάγγελμα που κινδυνεύει να χαθεί
3 θυρωροί και πρόεδρος του Συλλόγου Θυρωρών Αθηνών - Πειραιώς μιλάνε για το επάγγελμά τους
Θα έχετε δει την ταινία «Ο παπατρέχας», με τον Θανάση Βέγγο στον ρόλο του θυρωρού μιας πολυκατοικίας που κάνει χίλιες δουλειές για να παντρέψει τις έξι του αδερφές και τη θεία του για να μπορέσει κι εκείνος να παντρευτεί εκείνη που αγαπούσε. Το έργο που σε μια σκηνή ο Βέγγος πέρασε μέσα από την τζαμαρία της εξώπορτας με το κεφάλι και σε μια άλλη που κρεμάστηκε με το σκοινί της μπουγάδας από την ταράτσα στο κενό, μέχρι να έρθει η πυροσβεστική να τον σώσει. Η πολυκατοικία αυτή υπάρχει και σήμερα, βρίσκεται στο Παγκράτι, στην Υμηττού 153 και Αρύββου, κι έχει και σήμερα θυρωρό, την κυρία Ασημίνα Κωστούλα.
Ευγενέστατη γυναίκα η κυρία Ασημίνα, με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας, μια από εκείνες τις μεγάλες παλιές αθηναϊκές πολυκατοικίες, με μαρμάρινα σκαλοπάτια απ’ έξω, με μια μεγάλη, πεντακάθαρη είσοδο κι ένα μικρό γραφειάκι του θυρωρού στα δεξιά. «Έλα», μου είπε, «κάτσε εδώ στο θυρωρείο, στη θέση του Βέγγου». Η πολυκατοικία χτίστηκε το 1963 από τη Βιοτέρ του Κωνσταντινίδη, ο οποίος έμενε στο ρετιρέ, ενώ ο «Παπατρέχας» γυρίστηκε το 1965 και προβλήθηκε την επόμενη χρονιά, κόβοντας περισσότερα από 400.000 εισιτήρια. «Εγώ ήρθα εδώ το 1983», λέει η κ. Ασημίνα, 24 ετών τότε, επισημαίνοντας με καμάρι και την καταγωγή της, το Καρπενήσι. Πρώτος προορισμός εκτός Καρπενησίου για εκείνη ήταν η Αμερική, η Ουάσινγκτον, όπου έμεινε τρία χρόνια με τον σύζυγό της. Μετά ήρθε στην Αθήνα, εργαζόταν σε ένα ιδιωτικό σχολείο στα Βριλήσσια, όπου γνώρισε μια ξαδέρφη του Κωνσταντινίδη και κάπως έτσι της πρότειναν να αναλάβει το θυρωρείο της Υμηττού, μιας και ο προηγούμενος θυρωρός επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί. «Ο προηγούμενος, που ήταν και ο πρώτος θυρωρός της πολυκατοικίας, ήταν ο Μιχάλης Βασιλειάδης, ο οποίος έχει συγχωρεθεί πολλά χρόνια τώρα. Εγώ δεν ήξερα ότι είχε γυριστεί εδώ το έργο με τον Βέγγο, δεν το είχα δει, ο Βασιλειάδης μου το είπε όταν ήρθα. Η αλήθεια είναι ότι είχα αμφιβολίες για το αν θα τα καταφέρω στο θυρωρείο, είχα και μικρό παιδί, “έλα”, μου έλεγε εκείνη η γνωστή μου “και θα σε βοηθήσουμε κι εμείς” και τελικά ήρθα. Θυμάμαι που μου έλεγε ο παλιός θυρωρός, ο Βασιλειάδης, “18 χρόνια είμαι εδώ πέρα, σε αυτό το θυρωρείο” κι έλεγα μέσα μου “άκου 18 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή” και να που τώρα εγώ είμαι 38 χρόνια».
Μια απολαυστική σκηνή από την ταινία "Ο παπατρέχας"
Αγόραζες το θυρωρείο σαν μια θέση εργασίας
Μια μικρή παρένθεση από τις ωραίες μαυρόασπρες ιστορίες της κυρίας Κωστούλα για κάποιες άλλες, σκέτα μαύρες, από την πρώτη γενιά των θυρωρών, όπως μας τις διηγείται ο Γιώργος Γκιόρτος, επί 20 χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Θυρωρών, συνταξιούχος σήμερα, ιστορίες όχι όπως τις έζησε ο ίδιος αλλά όπως τις έμαθε από τους παλιότερους. Το επάγγελμα του θυρωρού εμφανίστηκε σε μαζική κλίμακα τη δεκαετία του 1950 παράλληλα με το φαινόμενο της αντιπαροχής, όταν η Κυψέλη, το Παγκράτι, το Κολωνάκι, τα Εξάρχεια, τα Πατήσια και άλλες γειτονιές της Αθήνας θύμιζαν ένα μικρό εργοτάξιο. Το θυρωρείο πωλούνταν κανονικά όπως ένα διαμέρισμα, αυτός που το αγόραζε στην ουσία αγόραζε μια θέση εργασίας – ο θυρωρός πληρώνεται από τα κοινόχρηστα. Συνήθως επρόκειτο για ανθρώπους που εγκατέλειπαν την επαρχία με όνειρο μια καλύτερη ζωή στην πρωτεύουσα. Πουλούσαν ό,τι είχαν και αγόραζαν το θυρωρείο. Μαζί με το θυρωρείο τους δινόταν και ένα διαμέρισμα στο οποίο ήταν υποχρεωμένοι να ζουν, για λόγους ασφαλείας, για παράδειγμα αν έμενε κανείς μέσα στο ασανσέρ να είναι εκεί ο θυρωρός, αν γινόταν μια διακοπή ρεύματος να φροντίσει κ.λπ. Αν τύχει και ακούσετε, για εκείνα τα χρόνια του 1950, του 1960, του 1970, ότι οι θυρωροί είχαν τα φώτα ανοιχτά στο σπίτι τους μέρα νύχτα είναι γιατί στη συντριπτική πλειονότητα τα διαμερίσματα που τους παραχωρούνταν ήταν υπόγεια, πολλές φορές χωρίς ούτε ένα παράθυρο που να βλέπει φως, δίπλα στα λεβητοστάσια και στις αποχετεύσεις. Ήταν οι άνθρωποι για όλες τις δουλειές, σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, καθάριζαν την πολυκατοικία, τους έστελναν για ψώνια και για διάφορες δουλειές, το τηλέφωνο ή το κουδούνι του σπιτιού τους μπορεί να χτύπαγε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας. Και συνήθως δούλευε όλη η οικογένεια, η γυναίκα αναλάμβανε την καθαριότητα, το παιδί μπορεί να πήγαινε για τα θελήματα, ο άνδρας στο θυρωρείο. Τους είχαν για υπηρέτες. Κι αν είναι δύσκολο να είσαι υπηρέτης ενός ανθρώπου, φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι να είσαι υπηρέτης 30, 40 και 50 ανθρώπων, όσων οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας. «Ό,τι έδειχνε το έργο με τον Βέγγο ήταν αλήθεια. Άλλος τον έβαζε να του κρατάει το παιδί, άλλος τον έστελνε για ψώνια, κι άλλος παραπονιόταν που έλειψε μια στιγμή από το θυρωρείο, που έλειψε επειδή κάποιος άλλος τον είχε στείλει για θέλημα. Και το σφουγγαρόπανο που σφουγγάριζε αλήθεια ήταν, με σφουγγαρόπανα πεσμένοι στα γόνατα καθάριζαν ολόκληρες πολυκατοικίες, δεν υπήρχαν ούτε σφουγγαρίστρες τότε», λέει ο κ. Γκιόρτος.
Σίδερο και μπέιμπι σίτινγκ τις ελεύθερες ώρες
Στο υπόγειο της Υμηττού 153 ζούσε για χρόνια, με την οικογένειά της, και η Ασημίνα Κωστούλα. Κατεβήκαμε να μου το δείξει, σημειώνοντας ότι ήταν πολύ καλύτερο από άλλα υπόγεια θυρωρών, σε άλλες πολυκατοικίες. Είχε κι ένα παράθυρο που ήταν στο ύψος του δρόμου. Το ωράριο της κ. Ασημίνας, η οποία, στο μεταξύ, αγόρασε διαμέρισμα στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας και το υπόγειο το έχει για βοηθητικό, είναι 8 με 1 και 5 με 8, εκτός από τα απογεύματα της Τετάρτης και του Σαββάτου, ενώ η Κυριακή φυσικά είναι αργία. «Εργαστήκαμε πολύ», λέει, «δεν αφήναμε καμιά δουλειά για να τα βγάλουμε πέρα. Εκτός από το θυρωρείο κρατούσα και κανένα παιδάκι ή αναλάμβανα το σιδέρωμα». Η κ. Ασημίνα ξεκινάει στις 8 το πρωί στο θυρωρείο, όμως στο πόδι είναι από τις 6, για να προλάβει να σφουγγαρίσει όλη την πολυκατοικία, ξεκινώντας από τον πέμπτο όροφο και προς τα κάτω, μέχρι το υπόγειο. Μαζεύει τα κοινόχρηστα, κάνει τις πληρωμές, νερό, ρεύμα κ.λπ., κάθε τόσο που έρχονται μαστόροι τους ανοίγει το σπίτι που θα δουλέψουν, άλλος που θα φύγει διακοπές θα της ζητήσει να του ποτίζει τα φυτά και, φυσικά, είναι πάντα εκεί, στο θυρωρείο. «Μια μέρα», θυμάται, «ήρθε ένας που δεν τον γνώριζα και πήγε να μπει στο ασανσέρ με μια ηλικιωμένη γυναίκα της πολυκατοικίας. Είπα στη γυναίκα να περιμένει, τάχα μου γιατί κάτι την ήθελα, και ρώτησα τον άγνωστο ποιος ήταν. Μου απάντησε ότι ήταν ο συντηρητής του ασανσέρ, που δεν ήταν, γιατί εγώ τον γνώριζα τον συντηρητή, και άρχισα να του κάνω διάφορες ερωτήσεις μέχρι που μου είπε “πολύ περίεργη είσαι” κι έφυγε. Στη γωνία τον περίμενε ένας με μηχανάκι. Είμαι σίγουρη ότι είχε έρθει για να κλέψει. Κι άλλες τέτοιες ιστορίες έχω, πολλές», λέει η κ. Ασημίνα, η οποία σε ένα δυο χρόνια θα πάρει τη σύνταξή της και φεύγοντας επέμενε να με κεράσει ένα γλυκό κάστανο από το Καρπενήσι. Πολύ ωραίο ήταν. Όταν συνταξιοδοτηθεί, πιθανότατα η θέση της δεν θα καλυφθεί. Έτσι γίνεται τα τελευταία χρόνια με τις κατοικίες που έχουν θυρωρούς, μετά τη σύνταξή τους δεν αναπληρώνονται. Έτσι, το θυρωρείο όπου κάποτε έκατσε ο Θανάσης Βέγγος, μάλλον θα μείνει κενό.
Βάρδια στο κτίριο Κ. Μαρούση που κάηκε το 1991
Στις 10 Γενάρη 1991, μία ημέρα μετά τη δολοφονία του καθηγητή, Νίκου Τεμπονέρα, στην Πάτρα, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι διαδηλώνουν στους δρόμους της Αθήνας. H Μηχανή του Χρόνου γράφει ότι «τα ΜΑΤ προσπαθούσαν να διαλύσουν το πλήθος με δακρυγόνα, όταν ένα έπεσε στη βιτρίνα του καταστήματος ενδυμάτων “Κ. Μαρούσης”, στη συμβολή Θεμιστοκλέους με Πανεπιστημίου. Μέσα σε λίγα λεπτά προκλήθηκε πυρκαγιά, η οποία επεκτάθηκε και στους υπόλοιπους ορόφους του κτιρίου». Τέσσερις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ο 32χρονος επιχειρηματίας Περικλής Ρεπάκης, ο 57χρονος δικηγόρος Μανόλης Κοντόπουλος και ο 59χρονος χρυσοχόος Ιωάννης Νεμετζίδης από ασφυξία, ενώ ένας νεαρός άνδρας απανθρακώθηκε και τα στοιχεία του δεν έχουν γίνει γνωστά έως και σήμερα. «Θα πρέπει να ήταν κάποιος επισκέπτης», λέει ο Γιώργος Γκιόρτος, θυρωρός τότε στο κτίριο του «Κ. Μαρούση». Αφού επισημαίνει ότι είναι λάθος που έμεινε το κτίριο να ονομάζεται «Κ. Μαρούσης», αφού η βιοτεχνία αυτή ήταν ένας από τους δεκάδες ιδιοκτήτες, θυμάται: «Δούλευα απογευματινή βάρδια, ήταν λίγο μετά τις 7 όταν έπιασε φωτιά και ανέβηκα προς τα πάνω για να ειδοποιήσω, μιλάμε για ένα κτίριο οκτώ ορόφων. Τελικά εγκλωβίστηκα κι εγώ στον δεύτερο μαζί με άλλους, ήταν μια δραματική κατάσταση, είχε γεμίσει ο τόπος καπνό κι έκαιγαν τα πάντα, δεν γινόταν να βγούμε μόνοι μας, μας έβγαλε η πυροσβεστική». Από αυτό το κτίριο, που στο μεταξύ έκανε 7 χρόνια να ανακατασκευαστεί και σήμερα βρίσκεται κανονικά στη θέση του, ο κ. Γκιόρτος πήρε σύνταξη πριν από 6 χρόνια. «Άρχισα να δουλεύω ως θυρωρός το 1981, άλλη δουλειά έκανα πιο πριν, έμεινα άνεργος και προέκυψε αυτή η θέση του θυρωρού, από την οποία έμελλε να συνταξιοδοτηθώ. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, που λένε». Τι θυμάται ύστερα από 33 χρόνια δουλειάς ως θυρωρός; «Ο πάρα πολύς κόσμος που γνώρισα και που με αρκετούς διατηρώ και σήμερα φιλικές σχέσεις». Και μια μικρή ιστορία για το τέλος: «Μια φορά είχε έρθει ο Γιώργος Παπανδρέου να φωτογραφηθεί στους Αναγνωστόπουλους, ίσως να μην τους θυμάστε αλλά οι αδερφοί Αναγνωστόπουλοι με το φωτο-ειδησεογραφικό γραφείο ήταν διάσημοι, συνεργάζονταν με όλες τις εφημερίδες εκείνης της εποχής. Είχε έρθει, που λέτε, ο κ. Παπανδρέου αλλά είχε έρθει χωρίς σακάκι και τελικά, μιας και γνωριζόμασταν όλοι στο κτίριο, τον πήγαμε επάνω στο ραφείο του συγχωρεμένου του Κώστα, του έδωσε ένα σακάκι στα μέτρα του κι έτσι μπόρεσε να βγάλει τη φωτογραφία που ήθελε».
Δύο χιλιάδες καλημέρες την ημέρα
Τα πράγματα για τους θυρωρούς άρχισαν να αλλάζουν από τη δεκαετία του 1980, με αγώνες και διεκδικήσεις των ιδίων, λέει ο Θεολόγος Βαρκάδος, σημερινός πρόεδρος του Συλλόγου Θυρωρών Αθηνών - Πειραιώς. Εργάζεται σε ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια της Λεωφόρου Συγγρού, στο μέγαρο που βρίσκεται στο νούμερο 137, με δεκάδες γραφεία εταιρειών.
Ο κ. Βαρκάδος εργάζεται εδώ από το 1985. «Να φανταστείς ότι κάθε μέρα θα πω καλημέρα σε τουλάχιστον δύο χιλιάδες ανθρώπους», λέει. Κάθομαι να το υπολογίσω: Δυο χιλιάδες καλημέρες την ημέρα με το χαμόγελο στο στόμα. Από μόνο του αυτό δεν είναι κι εύκολο. «Ο θυρωρός, εκτός του ότι θα πρέπει να είναι τυπικός στο ωράριό του, χρειάζεται να είναι ευγενικός, εξυπηρετικός, επικοινωνιακός. Στον θυρωρό μιλάνε όλοι. Θα πούνε τον καημό τους, τα οικονομικά τους, ακόμα και τα ερωτικά τους. Ο θυρωρός ξέρει πολλά αλλά δεν πρέπει να λέει τίποτα », λέει ο κ. Βαρκάδος. Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, γνωρίζει και μιλάει με τους πάντες. Οι θυρωροί στην Αττική κάποτε ήταν περισσότεροι από 5.000, σήμερα είναι περίπου 1.300, οι περισσότεροι εκ των οποίων εργάζονται σε κτίρια γραφείων, λίγοι είναι πια οι θυρωροί σε κτίρια κατοικιών. Αλλά και για τους θυρωρούς σε επαγγελματικές στέγες το μέλλον δεν δείχνει ευοίωνο. «Ναι, το μέλλον μάλλον δεν είναι θετικό. Πολλοί αντί για θυρωρό προτιμούν σεκιούριτι, που, βέβαια, είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα. Ο σεκιούριτι, σε αντίθεση με τον θυρωρό, είναι κάτι απρόσωπο». Φυσικά, εκτός από τα διάφορα προβλήματα ενός επαγγέλματος που έχει να κάνει με πολλούς ανθρώπους, υπάρχουν και τα καλά. «Ναι, γνωρίζεις πολύ κόσμο, ενώ ανάλογα με το πού εργάζεσαι και με το ποιους έχεις να κάνεις, μπορεί να έχεις και τα τυχερά σου. Παλιά, θυμάμαι, υπήρχε εδώ ένα εφοπλιστικό γραφείο. Όταν ερχόταν ο άνθρωπος έβγαινα έξω, του άνοιγα την πόρτα του αυτοκινήτου, του έπαιρνα την τσάντα και κάθε τόσο όλο και κάτι έβρισκα στο θυρωρείο», θυμάται ο κ. Βαρκάδος.
Ήταν ένα θαύμα η Χαριλάου Τρικούπη
Ένα από τα λίγα κτίρια που έχουν πια θυρωρό είναι η πολυκατοικία όπου στεγάζεται και η Athens Voice, στη Χαριλάου Τρικούπη 22. Είναι η κυρία Ράνια με το όνομα, αν και η ίδια λέει «Ουρανία είναι το όνομά μου, αλλά Ράνια με ξέρουν όλοι». Με τους ανθρώπους που βλέπεις κάθε μέρα για χρόνια γίνεσαι και λιγάκι φίλος. Θα πούμε κανένα αστείο, θα τη ρωτήσω τι φαΐ έχει σήμερα, έχω γνωρίσει την κόρη και τον γιο της, ξέρει κι εκείνη κάποια πράγματα για εμένα κι όποτε με βλέπει κάτω να καπνίζω θα πει με αυστηρό, ψαρωτικό ύφος «πάλι για τσιγάρο;». Η κυρία Ράνια εργάζεται στη Χαριλάου Τρικούπη από το 1984, όχι ως θυρωρός, τότε δούλευε στην ταξιδιωτική εταιρεία Τρίαινα, που από τα λεγόμενά της καταλαβαίνω ότι θα πρέπει να ήταν μια πολύ μεγάλη εταιρεία. Το θυρωρείο το ανέλαβε το 1991, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο προηγούμενος θυρωρός. Η κυρία Ράνια πιάνει δουλειά κανονικά στις 8 αλλά είναι εδώ από τις 6.30 το πρωί. «Να προλάβω να καθαρίσω, μην αρχίσει να έρχεται κόσμος και να είναι βρώμικα», λέει. Εκτός από την καθαριότητα, αναλαμβάνει την αλληλογραφία, τα δέματα που έρχονται με κούριερ και διάφορα άλλα της καθημερινότητας. «Το πιο δύσκολο», λέει, «είναι που μπαίνει κάποιος που δεν τον ξέρω και τον ρωτάω τι θέλει, αλλά είναι και μερικοί που παρεξηγιούνται και μου λένε “και ποια είσαι εσύ, και τι σε νοιάζει εσένα”, αλλά τι να κάνω, να μη ρωτήσω, δουλειά μου είναι να προσέχω τι γίνεται στην πολυκατοικία». Καμιά φορά φαντάζομαι πώς να ήταν μια περιοχή πριν από 30 και βάλε χρόνια. Πώς ήταν η γειτονιά μας, στη Χαριλάου Τρικούπη, κυρία Ράνια; «Α, ήταν ένα θαύμα. Από τα καταστήματα που υπάρχουν και σήμερα είναι το βιβλιοπωλείο Αλφειός στην πολυκατοικία μας, το πάρκινγκ δίπλα μας, το βιβλιοπωλείο Τζανακάκης απέναντι, η Αγροτική Γωνιά, ο φούρνος Άρτιστον που ήταν λίγο πιο δίπλα από εκεί που είναι σήμερα. Είχε πιο πολύ κόσμο τότε, βρε παιδί μου, μαγαζιά με ρούχα, με παπούτσια, με ηλεκτρονικά, του Σόλωνα Λοΐζου με τις ιατρικές μπλούζες, η Σελήνη με ιταλικά και ελληνικά μπιμπελό και μπιζού, ένα μαγαζί με καραμέλες και σοκολάτες που τις έτρωγα, ήταν γενικά πολύ διαφορετικά, τα μαγαζιά ήτανε στολισμένα, στο πεζοδρόμιο συνωστισμός, αφού καθόταν κανένας απ’ έξω και κάπνιζε και του έλεγα να πάει παραπέρα για να μπορεί να μπει κανείς, αν ήθελε», θυμάται. Και τι σας αρέσει πιο πολύ στη δουλειά σας, στο θυρωρείο, κυρία Ράνια; «Με ευχαριστεί πολύ να μου λέει ο κόσμος καλημέρα με χαμόγελο». Να θυμάστε, λοιπόν, όταν την ξαναδείτε, να την καλημερίσετε με το καλύτερο χαμόγελό σας.