- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Παναθηναϊκό Στάδιο: Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Αθήνας
Το Παναθηναϊκό Στάδιο αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία της Αθήνας και το αρχαιότερο, εν λειτουργία, Στάδιο στον κόσμο. Βρίσκεται στη θέση του αρχαίου Σταδίου το οποίο οικοδομήθηκε το 338π.Χ., σύμφωνα με την πρωτοβουλία του ρήτορα Λυκούργου ο οποίος είχε αναλάβει τη ρύθμιση των οικονομικών της Αθήνας καθώς επίσης και την εκτέλεση ορισμένων δημοσίων έργων. Η περιοχή που επιλέχθηκε, ένα φυσικό κοίλωμα ανάμεσα στους λόφους του Άγρα και του Αρδηττού, ανήκε στον Δανεία, ο οποίος την παραχώρησε στον δήμο της Αθήνας για την κατασκευή Σταδίου που θα φιλοξενούσε τους γυμνικούς αγώνες των Μεγάλων Παναθηναίων.
Το όνομα «Στάδιο» οφείλεται στην ομώνυμη μονάδα μήκους που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα και που ισοδυναμούσε με περίπου 600 πόδια ή 184,96 μέτρα. Το Στάδιο, αρχικά ήταν ευθύγραμμο και οι θεατές κάθονταν στο χώμα, στις πλαγιές των δύο λόφων. Όπως κάθε Στάδιο των κλασικών χρόνων, δεν είχε πρόπυλο και η είσοδός του ήταν από τη μία στενή πλευρά. Μπροστά από τον λόφο του Αρδηττού και το Στάδιο, κυλούσε ο ιερός ποταμός Ιλισός.
Το Στάδιο εγκαινιάστηκε στις εορτές των Παναθηναίων, το 329πΧ.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, επί αυτοκρατορίας Αδριανού, στο Στάδιο έγιναν μεγάλα έργα ανακαίνισης χάρη στη γενναιοδωρία του ρήτορα Ηρώδη, γιου του Αττικού, τα οποία κράτησαν από το 139 μ.Χ. έως το 144 μ.Χ. και του έδωσαν τη μορφή που αποκάλυψε η ανασκαφή του 1870 από τον Ερνέστο Τσίλερ. Έγινε πεταλόσχημο, με την προσθήκη της σφενδόνης −χαρακτηριστικό σχήμα των ελληνικών Σταδίων κατά τους ελληνιστικούς χρόνους− και ο χώρος για τους θεατές, το θέατρον, χωρίστηκε σε δύο διαζώματα και το κάθε ένα καλύφθηκε από 23 σειρές καθισμάτων, εδωλίων, από λευκό πεντελικό μάρμαρο.
Στο κέντρο της σφενδόνης υπήρχε μία σειρά από πολυτελή καθίσματα −θρόνοι− για τους επισήμους και την επιτροπή των κριτών και μπροστά απ' αυτό οι αμφιπρόσωπες ερμαϊκές στήλες. Στην ανατολική πλευρά του ημικυκλίου της σφενδόνης μία υπόγεια δίοδος οδηγούσε στο πίσω μέρος του Σταδίου και χρησίμευε για την είσοδο και έξοδο των αγωνιζομένων και των κριτών αλλά και των άγριων θηρίων, όταν επρόκειτο για θηριομαχίες. Για αυτήν τη δίοδο, γνωστή ως η «Τρύπα της Μοίρας» ή «Καμαρότρυπα» όπως την έλεγαν οι Αθηναίοι, θα γίνει αναφορά παρακάτω.
Στον δε στίβο, μαρμάρινες πλάκες οριοθετούσαν την άφεση και το τέρμα. Λέγεται ότι Στάδιο χωρούσε τότε 50.000 θεατές, όσο και το Κολοσσαίο της Ρώμης.
Όπως συνηθιζόταν τα ρωμαϊκά χρόνια, το Στάδιο ήταν διακοσμημένο με αγάλματα και είχε πρόπυλο που κατελάμβανε όλο το πλάτος της εισόδου του. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για γυμνικούς αγώνες και τελετές αλλά και για άγρια θεάματα, όπως θηριομαχίες ή αιματηρές μονομαχίες.
Στην κορυφή του λόφου του Αρδηττού, στη δεξιά είσοδο του Σταδίου, χτίστηκε ο ναός της θεάς Τύχης και πρώτη ιέρεια του ναού μνημονεύεται η σύζυγος του Ηρώδη, η Ρήγιλλα, ενώ αριστερά της εισόδου, σε περίοπτη θέση πάνω στον λόφο θάφτηκε ο Ηρώδης.
Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού και την απαγόρευση των θεαμάτων των ρωμαϊκών χρόνων και ειδωλολατρικών εκδηλώσεων, το Στάδιο άρχισε να ερημώνεται και έχασε την αίγλη και λαμπρότητά του.
Μέσα από τις διηγήσεις περιηγητών του 17ου αιώνα, περιγράφεται η μαρμάρινη γέφυρα του Ιλισού με τα εντυπωσιακά τόξα, που βρισκόταν μπροστά από το Στάδιο και χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό και επίσης διεξάγονται πολλές πληροφορίες για το μνημείο που, αν και παραμελημένο και αρκετά καταστραμμένο, εξακολουθούσε να είναι ένα από τα αξιοθέατα της Αθήνας.
Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, στα πρότυπα των αγώνων της αρχαιότητας, ήταν μία επιθυμία που ποτέ δεν εγκατέλειψε τους Έλληνες. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε από τον ευεργέτη Ε. Ζάππα, όταν το 1856 πρόσφερε στο ελληνικό δημόσιο ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό για τη διοργάνωση αθλητικών αγώνων στην Αθήνα, οι οποίοι αποφασίστηκε να γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια, παράλληλα με εκθέσεις γεωργικών, κτηνοτροφικών και βιομηχανικών προϊόντων, τα «Ολύμπια».
Οι αγώνες αυτοί, γνωστοί ως Ζάππειες Ολυμπιάδες, είχαν σαν αποτέλεσμα τη διάδοση της γυμναστικής στην Ελλάδα αλλά και τη δημιουργία γυμναστικών συλλόγων. Διεξήχθησαν τέσσερις (1859, 1870, 1885 και 1889) εκ των οποίων η δεύτερη και η τρίτη έγιναν στον χώρο του Παναθηναϊκού Σταδίου, με μεγάλη συμμετοχή αθλητών που έλαβαν μέρος στα αγωνίσματα του δρόμου, άλματος, δίσκου, ακοντίου, της πάλης και της αναρρίχησης επί ιστού.
Η ιδέα της ανασύστασης των Ολυμπιακών Αγώνων είχε αρχίσει να βρίσκει πρόσφορο έδαφος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, λόγω της στροφής της προς την ελληνική παιδεία. Με αυτόν τον στόχο και κατόπιν πρωτοβουλίας του βαρόνου Pierre de Coubertin, γνωστού για την αρχαία ελληνική παιδεία και την πίστη του στο ιδεώδες του αθλητισμού, διοργανώθηκε τον Ιούνιο του 1894 στο Παρίσι, το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο. Εκεί κλήθηκε και ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος, εκπροσωπούμενος από τον Δημήτρη Βικέλα, πρόσωπο ιδιαίτερης εκτίμησης στους φιλολογικούς κύκλους του Παρισιού, ο οποίος εκλέχθηκε Πρόεδρος του Συνεδρίου.
Ο Δ. Βικέλας κατάφερε να γίνει δεκτή από το Συνέδριο η πρότασή του για τη διεξαγωγή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, γεγονός που προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στην Ελλάδα. Αμέσως, συστάθηκε η Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων, με Πρόεδρο τον διάδοχο Κωνσταντίνο και γενικό γραμματέα τον Τιμολέοντα Φιλήμονα, ο οποίος ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας των αγώνων.
Η ανακατασκευή και αναμαρμάρωση του Σταδίου κρίθηκε επιτακτική μιας και πολλά από τα μάρμαρά του είχαν αφαιρεθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και πιο πριν. Τότε τέθηκε από την Ολυμπιακή Επιτροπή το ερώτημα: «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;».
Ζητήθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ, έμπορο από την Αίγυπτο, να αναλάβει τo τεράστιο έξοδο και αυτός δέχθηκε. Η ανακατασκευή, για την οποία εργάστηκαν 500 άτομα, ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά, ο οποίος ακολούθησε πιστά το σχέδιο του αρχαίου μνημείου του Ηρώδη. Χρησιμοποιήθηκε δε λευκό πεντελικό μάρμαρο, στο οποίο το Στάδιο οφείλει και την ονομασία «Καλλιμάρμαρο». Η δε φράση «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο» έχει μείνει έκτοτε σαν παροιμιώδης έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος, που συνήθως δεν φταίει, καλείται να πληρώσει τις συνέπειες μίας μικρής ή μεγάλης ζημιάς. Τον Μάρτιο του 1895, η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων αποφάσισε ομόφωνα την τοποθέτηση ανδριάντα του μεγάλου ευεργέτη, δεξιά της εισόδου του Σταδίου, ως φόρο τιμής για την μεγάλη χορηγία. Το άγαλμα είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Βρούτου και τα έξοδα καλύφθηκαν από την Επιτροπή.
Μέχρι την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων είχαν καλυφθεί από μάρμαρο μόνο οι 4 πρώτες σειρές και οι υπόλοιπες κερκίδες ήταν ξύλινες, οι οποίες βάφτηκαν λευκές, ώστε να υπάρχει ομοιομορφία, ως προς το χρώμα, με τις υπόλοιπες.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες του 1896, άρχισαν την 25η Μαρτίου, κράτησαν έως τις 3 Απριλίου και είχαν μεγάλη επιτυχία, με τους ξένους ανταποκριτές να γράφουν διθυράμβους τόσο για την διοργάνωσή τους, όσο και για την Ελλάδα και τους κατοίκους της.
Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά ο Ολυμπιακός Ύμνος, σε στίχους Κωστή Παλαμά και μελοποίηση του Σπύρου Σαμάρα. Έγιναν 43 αγωνίσματα στα οποία συμμετείχαν μόνο άνδρες. Πρώτος Ολυμπιονίκης στέφθηκε στις 6 Απριλίου 1896, ο Αμερικανός Τζέιμς Μπρένταν Κόννολλυ, νικητής στο τριπλούν με 13.71 μ. Οι έλληνες αθλητές, εκτός από τον Σπύρο Λούη, απέσπασαν 10 νίκες.
Ο 24χρονος νερουλάς από το Μαρούσι, ο Σπύρος Λούης, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε αθλητής, αποθεώθηκε από τους θεατές, όταν κέρδισε την πρώτη θέση στον Μαραθώνιο διανύοντας την απόσταση των 42.195χλμ., σε 2 ώρες 58' και 50" και έκτοτε έγινε θρύλος! Η Ελλάδα για να τον τιμήσει έχει δώσει το όνομά του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Καλογρέζας. Ο φουστανελοφόρος Σπύρος Λούης, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, ήταν ο μόνος που δεν χαιρέτησε φασιστικά κατά την τελετή αφής της φλόγας που έγινε την 1η Αυγούστου του 1936, στο κατάμεστο ολυμπιακό Στάδιο, παρουσία του Α. Χίτλερ.
Οι εργασίες στο Παναθηναϊκό Στάδιο συνεχίστηκαν αμέσως μετά το τέλος των αγώνων και ολοκληρώθηκαν το 1906, τη χρονιά των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, όπου τότε, κατόπιν επιθυμίας του Γεωργίου Αβέρωφ, στην είσοδο του Σταδίου κατασκευάστηκαν Προπύλαια, που αποτελούντο από 18 κορινθιακούς κίονες σε διπλή σειρά. Όμως αυτά προκάλεσαν διχασμό στους Αθηναίους, μιας και πολλοί θεωρούσαν ότι εμπόδιζαν την απρόσκοπτη θέα προς το εσωτερικό του Σταδίου και δεν εντάσσονταν στο απέριττο της μορφής και της λιτότητάς του, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι η μεγαλοπρέπειά τους ήταν αντάξια προς το μνημείο. Με την πάροδο του χρόνου τα Προπύλαια υπέστησαν φθορές και το 1951 αποφασίστηκε από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων η κατεδάφισή τους, η οποία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1952.
Μία από τις αξέχαστες μαγικές στιγμές που έζησε το Στάδιο ήταν στις 4 Απριλίου του 1968, όταν η ΑΕΚ κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων νικώντας με 89-82 τη Σλάβια Πράγας μπροστά σε 80.000 θεατές, παγκόσμιο ρεκόρ προσέλευσης θεατών σε αγώνα μπάσκετ.
Παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας όπως «Αντιγόνη» (1905), «Εκάβη» (1927), παραστάσεις όπερας «Αϊντα» (1916), συναυλίες όπως το Φεστιβάλ Rock in Athens (1985), του Βαγγέλη Παπαθανασίου (1997), του Χοσέ Καρρέρα, (2007), λαϊκές γιορτές, συγκεντρώσεις πολιτικού περιεχομένου, γυμναστικές επιδείξεις, τελετές (έναρξη αγώνων, αφή της ολυμπιακής φλόγας, υποδοχή νικήτριας εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Euro 2004, υποδοχή Ολυμπιονικών από την Ατλάντα (1996), είναι μερικές από τις εκδηλώσεις που γέμιζαν αλλά και εξακολουθούν να γεμίζουν το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, το Στάδιο γνώρισε και πάλι μεγάλες στιγμές με το άθλημα της τοξοβολίας (15-21/08) αλλά και τον τερματισμό του Μαραθωνίου δρόμου γυναικών στις 22/08 και των ανδρών μία εβδομάδα αργότερα.
Στο Στάδιο οφείλει το όνομά της η οδός Σταδίου, που σύμφωνα με το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο αναμόρφωσης της Αθήνας των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, θα ήταν ένας από τους δύο βασικούς άξονες των Αθηνών (ο άλλος ήταν η οδός Πειραιώς) και θα συνέδεε την πλατεία Ομονοίας, όπου θα χτίζονταν τα Ανάκτορα, με το Στάδιο. Το σχέδιο αυτό, αν και είχε εγκριθεί από τον Οθωνα το 1833, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Σήμερα, το Παναθηναϊκό Στάδιο, χωρητικότητας περίπου 68.000 θεατών, αποτελεί σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο της Αθήνας και χρησιμοποιείται μόνο για ειδικές περιπτώσεις. Εχει 47 σειρές καθισμάτων που χωρίζονται, μέσω ενός διαδρόμου, σε δύο ζώνες. Η κάτω ζώνη (διάζωμα) διαιρείται σε 30 κερκίδες και η πάνω σε 36.
Ανήκει στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (Ε.Ο.Ε), η οποία το διοικεί, το διαχειρίζεται και το συντηρεί.
Η Τρύπα της Μοίρας
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στην ανατολική πλευρά του ημικυκλίου της σφενδόνης υπάρχει μία υπόγεια δίοδος η οποία οδηγεί στο πίσω μέρος του Σταδίου, επί της οδού Αρχιμήδους.
Η δίοδος αυτή, μήκους 57 μέτρων και πλάτους 4 μ. διανοίχθηκε την εποχή του Λυκούργου και είναι το μοναδικό κομμάτι του αρχαίου σταδίου που διατηρείται ως σήμερα. Κατά την αρχαιότητα, μέσα απ’ αυτήν εισέρχονταν στον στίβο οι διαγωνιζόμενοι αθλητές αλλά και τα ζώα, σε περίπτωση που το Στάδιο χρησίμευε για πομπές προς τιμήν των θεών.
Ομοίως, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής εποχής, όπου το Στάδιο είχε μετατραπεί σε αρένα για θηριομαχίες και μονομαχίες, μέσα από εκεί περνούσαν τα άγρια ζώα, αλλά και αθλητές.
Στα χρόνια του Μεσαίωνα, κυριαρχούσαν οι φήμες ότι μέσα στην στοά υπήρχαν μαγικές δυνάμεις και κατοικούσαν οι τρεις Μοίρες και γι’αυτό ονομάστηκε «Τρύπα της Μοίρας». Λέγεται ότι εκεί γινόντουσαν «μαντολόγια», τελετουργίες και προσφορές από Αθηναίες, οι οποίες πίστευαν ότι με την βοήθεια των αόρατων δυνάμεων θα εύρισκαν σύζυγο ή θα είχαν μία ευτυχισμένη συζυγική και οικογενειακή ζωή.
Υπάρχουν διηγήσεις περιηγητών, όπως του Αγγλου Εdward Dodwell, οι οποίες επιβεβαιώνουν τα παραπάνω, όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Α. Παπανικολάου-Κρίνστενσεν: «Η τελετή άρχιζε με σπονδές. Κατόπιν τοποθετούσαν κάτω στο χώμα ή πάνω σε μία πέτρα ένα άσπρο ψωμάκι, από πάνω μια πίτα ψημένη στη χόβολη, ένα μικρό φλιτζάνι με μέλι και καθαρισμένα αμύγδαλα. Σε ένα σπασμένο πιάτο ή άλλο δοχείο άναβαν φωτιά και μουρμούριζαν λόγια μαγικά, παρακαλώντας τη Μοίρα να ικανοποιήσει την επιθυμία τους. Μετά τις τελετουργίες άναβαν στο κέντρο της σπηλιάς φωτιά, πιάνονταν χέρι-χέρι και χόρευαν ολόγυμνες γύρω από τη φωτιά. Η τελετουργία γινόταν με πολλή διακριτικότητα για να μην πάρει κανείς είδηση. Για τον λόγο αυτόν τις δύο εισόδους της σπηλιάς φύλαγαν ηλικιωμένες γυναίκες, οι οποίες εμπόδιζαν τον οποιοδήποτε να πλησιάσει».
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 η υπόγεια αυτή δίοδος είχε μεταρρυθμιστεί σε χώρο αποδυτηρίων, ενώ για την Μεσολυμπιάδα του 1906, η είσοδος της διόδου ενσωματώθηκε με τα αποδυτήρια που κτίστηκαν στην ανατολική εξωτερική πλευρά του Σταδίου, διώροφο κτίριο σε σχέδια του Νικολάου Μπαλάνου.
Σήμερα, στη στοά αυτή η οποία είναι φωτισμένη και επισκέψιμη, φιλοξενείται η Μόνιμη Εκθεση με Αναμνήσεις των Ολυμπιακών Αγώνων, Αφίσες και δάδες από το 1896 έως σήμερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια, ΑΘΗΝΑ, Ιχνηλατώντας την πόλη μέσα από την Ιστορία και την Λογοτεχνία, Εκδ. Εστία, Αθήνα, 2013.
- Παπανικολάου – Κρίστενσεν Αριστέα, ΤΟ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΝ ΣΤΑΔΙΟΝ. Η ιστορία του μέσα στους αιώνες, Εκδ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Αθήνα 2003.
- Διαφημιστικό φυλλάδιο: Το Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκδ. Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή.
- Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑ, Από την Αρχαιότητα στο Σήμερα – Ιστορία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική, Μουσεία, Εκδ. Δήμος Αθηναίων, Αθήνα 2004.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ