Life in Athens

O Μεγάλος Περίπατος, μια δροσερή βραδιά του Ιουλίου

Οι ουασινγκτόνιες μας κοιτούν απορημένες

Γιώργος Παναγιωτάκης
ΤΕΥΧΟΣ 751
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τον Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας, οι ζαρντινιέρες με τις ουασιγκτόνιες στην αρχή της Πανεπιστημίου και το νέο λουκ της πόλης.

Δευτέρα βράδυ στο κέντρο και η κίνηση είναι περιορισμένη. Τα αυτοκίνητα στην Πανεπιστημίου ρολάρουν χαλαρά, ενώ στις κιτρινοπράσινες λωρίδες του Μεγάλου Περιπάτου οι ψευδοπιπεριές είναι συντριπτικά περισσότερες από τους ανθρώπους. Στην τελική κατηφόρα προς την Ομόνοια, δύο άντρες πασχίζουν να φρενάρουν τα τεράστια και φορτωμένα μέχρι πάνω με παλιοσίδερα καρότσια τους. Ακολουθούν διαφορετική τεχνική. Ο νεότερος βαδίζει με σταθερή ταχύτητα μπροστά από το καρότσι κρατώντας το στιβαρά από τις λαβές. Ο γηραιότερος αφήνει το δικό του πιο ελεύθερο, τρέχοντας σχεδόν μπροστά του. Για μια στιγμή φοβάσαι ότι το καρότσι θα τον παρασύρει. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει. Μάλιστα, χάρη στη φόρα που έχει αποκτήσει, καταφέρνει να αποφύγει με άνεση τα συνωστισμένα ταξί, να περάσει περπατώντας χαλαρά το ίσιωμα της Ομόνοιας και να πάρει, τρέχοντας πάλι, την κατηφόρα της Αγίου Κωνσταντίνου. Λογικά κατευθύνονται προς τις μάντρες του Βοτανικού για να πουλήσουν τα ευρήματά τους. Έχουν, δηλαδή, δρόμο μπροστά τους.

Την ίδια ώρα, στην πλατεία, οι πίδακες του νερού τινάζονται απρόσμενα ψηλά και οι κορυφές τους παρασύρονται από το βοριαδάκι. Γύρω τους είναι μαζεμένοι μπόλικοι άνθρωποι. Κάθονται κεφάτοι στο γείσο του σιντριβανιού, τραβούν σέλφις ή μιλούν σε βιντεοκλήση. Μερικά παιδάκια παίζουν μπροστά στις μανάδες τους οι οποίες κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, ρίχνοντάς τους πού και πού ματιές. Οι πάντες εδώ είναι ασιατικής ή βορειοαφρικανικής καταγωγής. Παρά το φανταχτερό της σουλούπωμα, η Ομόνοια δεν έχει ακόμη καταφέρει να γίνει αγαπητή στους υπόλοιπους Αθηναίους.

Η ανθρωπογεωγραφία αλλάζει στα επίφοβα, αυτή την ώρα, στενάκια πίσω από το Εθνικό Θέατρο. Εκεί, όπως και στα άλλα σημεία όπου γίνεται η διακίνηση, οι γηγενείς υπερτερούν αριθμητικά. Τους πρώτους τουρίστες, λίγους ακόμη, θα τους δεις κοντά στο Μοναστηράκι. Πλησιάζοντας συνειδητοποιείς ότι οι ηλικιωμένοι απουσιάζουν. Ο κορωνοϊός (boomer remover τον ονόμασαν κάποιοι κακεντρεχείς) τους κρατά μακριά από βόλτες και ταξίδια. Εκείνοι πάντως που ξεχωρίζουν είναι οι υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Βρίσκονται ακροβολισμένοι στο ασφάλτινο κομμάτι της Ερμού, γύρω από κάτι κοντόχοντρα κυλινδρικά αντικείμενα, αφημένα εδώ και εκεί. Με την πρώτη ματιά μοιάζουν με γούρνες ή με παιδικές πισίνες. Είναι όμως οι ζαρντινιέρες του Μεγάλου Περιπάτου ο οποίος επεκτείνεται σιγά-σιγά και προς αυτή την κατεύθυνση. Ένας ταξιτζής φρενάρει απότομα δίπλα σε μία και την κοιτά βλοσυρός πίσω από την υφασμάτινη μάσκα του.

Στο Σύνταγμα, το νέο λουκ έχει πια εμπεδωθεί και οι στρογγυλές ζαρντινιέρες φιλοξενούν διάφορα είδη χλωρίδας. Ορισμένες έχουν στη διάμετρό τους και το παγκάκι που προορίζεται για τους ανθρώπους. Για την ώρα τα περισσότερα είναι άδεια, ενώ ακόμη και οι λίγοι που κάθονται, δείχνουν κάπως αμήχανοι. Σαν να μην είναι σίγουροι ότι αυτό που κάνουν συνάδει με τα ήθη της πόλης.

Εξίσου αμήχανες μας κοιτούν οι νεοφερμένες ουασιγκτόνιες, στην αρχή της Πανεπιστημίου. Ίσως να απορούν και οι ίδιες για το πώς στο καλό βρέθηκαν εδώ και να αναρωτιούνται με τι σόι ανθρώπους θα έχουν να κάνουν στο εξής. Η δημοτική αρχή έχει δηλώσει πως, αν τελικά μας κάνουν, θα φυτευτούν μόνιμα στο αθηναϊκό χώμα. Μέχρι τότε, τα ψιλόλιγνα αυτά τέκνα της Καλιφόρνιας, της Αριζόνας και του βορειοδυτικού Μεξικού, απλά θα περιμένουν, στουμπωμένα στις βαριές τετράγωνες γλάστρες τους.

Με το που στρίβεις στην Πατησίων ο Μεγάλος Περίπατος γίνεται παρελθόν. Στο ύψος της Χαλκοκονδύλη, ένα συνεργείο απολύμανσης καταβρέχει με απολυμαντικό τις βάσεις των σιωπηλών κτιρίων. Ένα νεαρό ζευγάρι με τουριστική αμφίεση διασχίζει το έρημο οδόστρωμα. Έχουν και οι δύο το βλέμμα στο κινητό τους – πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες του GPS. Στη μέση του δρόμου σταματούν, σηκώνουν τα κεφάλια και κοιτούν έκθαμβοι προς την κατεύθυνση της οδού Αιόλου. Η κοπέλα λέει κάτι και αναζητά συγκινημένη το χέρι του φίλου της. Στο μακρινό αδιέξοδο, πάνω από τα τσιμέντα και κάτω από τον ουρανό, ξεπροβάλλει η Ακρόπολη.