Life in Athens

Ο Γιώργος Φλωράκης βρίσκει στα Πετράλωνα άρωμα παλιάς γειτονιάς

«Η γειτονιά κρατάει τη μνήμη της μίας και μοναδικής ταβέρνας, του ενός φαρμακείου, των δυο μανάβηδων»

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 746
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Γιώργος Φλωράκης μας ξεναγεί στην αγαπημένη του γειτονιά, τα Πετράλωνα.

Έξω απ’ το παράθυρo λυσσάει ένας κατακίτρινος ήλιος, καρφωμένος στη μέση τ’ ουρανού, αδιάντροπος. Αντανακλά στο παρμπρίζ ενός κόκκινου αυτοκινήτου, στη τζαμαρία του απέναντι διώροφου και καταλήγει στο μέτωπό μου. Κυδαντιδών. Πέμπτη. Μεσημέρι. Το t-shirt του Steven Wilson από την περιοδεία του 2012 κι έξω απ’ την πόρτα...

Τα κλιμακοστάσια των παλιών πολυκατοικιών μετατρέπονται σε φούρνους κάτι μεσημέρια και απογεύματα του καλοκαιριού. Μόλις αφήσεις το κλιματιζόμενο εργαστήριό σου, ο υγρός καύσωνας που σε βουτάει, μοιάζει να έρχεται κατευθείαν από την κόλαση.

Οδός Τριών Ιεραρχών ενενηντακάτι. Σκαλάκια. Ξενοίκιαστα μαγαζιά το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποτε εδώ ήταν ένας μανάβης, ένας κρεοπώλης κι ένα καφεκοπτείο που έκανε όλη τη γειτονιά να μοσχοβολάει. Είχε μια τεράστια σιδερένια μηχανή, είδος Θηρίου που ξεφύσαγε και μούγκριζε, βανίλια και μαστίχα υποβρύχιο, καραμέλες Τσάρλεστον, κουφετάκια ΜΕΖ και κάτι μέντες ευρωπαϊκές κατάλευκες με τρύπα στη μέση, που τις έλεγαν Life Savers.

Ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας. Τρίζουν και στάζουν και γκρινιάζουν τα air condition, η άσφαλτος καίει, κάποιος δένει τα παπούτσια του στα σκαλιά του παλιού ερειπωμένου δημοτικού κι ένα σύννεφο περνάει μπροστά από τον ήλιο για σαράντα ανακουφιστικά δευτερόλεπτα.

Πήγαινα νωρίς το πρωί και στεκόμουν στη δεξιά γωνία της ταράτσας. 9ο Γυμνάσιο και Λύκειο. Μπροστά μου απλωνόταν η συννεφιασμένη Αθήνα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Θυμάμαι ακόμα το Γκάζι με το κεντρικό του φουγάρο να καπνίζει, τους εργάτες που όταν σχόλαγαν κρατούσαν πάντα ένα μπουκάλι γάλα, κάτι τεράστια κουρασμένα μα χαμογελαστά μάτια, τα κρεπ παπούτσια, το στρατιωτικό τζάκετ και το σακκίδιο: Pink Floyd, Led Zeppelin, Frank Zappa. Το κτίριο του σχολείου γλίστραγε, λέει, κάθε χρόνο ενάμιση πόντο προς τα κάτω. Με βάση τους υπολογισμούς μου, το 2112 θα καταπλάκωνε την παιδική χαρά. Τώρα κρατάει –απλώς– σκιά για τα φαντάσματα κάτω απ’ τα υπόστεγά του, και με παρακολουθεί ατάραχο ν’ ανεβαίνω στα πευκάκια, εκεί που καπνίζαμε, εκεί που κρυβόμασταν, εκεί που περιμέναμε να τελειώσει η Χημεία της πρώτης ώρας, Τρίτη, χειμώνας, 1979 νομίζω.

Εδώ γυρίστηκε η «Συνοικία τ’ όνειρο». Κι αν ο Αλεξανδράκης δεν δοκίμασε να κάνει άλλη ταινία, κι αν τα τσούγκρισε με τη Γεωργούλη, κι αν ολόκληρο το σύμπαν έχει φέρει βόλτα τέσσερις φορές από τότε, είναι σημεία που μοιάζουν απαράλλαχτα, ο κόσμος μου πριν γεννηθώ, ο κόσμος μου τώρα που περνάει ο καιρός πιο γρήγορα κι από τ’ αυτοκινητάκια της Formula 1 στην οθόνη.

Ό,τι κι αν θέλεις, στα Πετράλωνα μπορείς να το βρεις:

Μεζεδοπωλεία, τσιπουράδικα, μπαράκια, ταβέρνες, σινεμά, βιβλιοπωλεία, κουρεία, παντοπωλεία, σουβλατζίδικα, γυμναστήρια, πεζόδρομους, πλατείες, ανθρώπους κάθε βράδυ να μιλάνε, να γελάνε, να φωνάζουν, να χορεύουν μισομεθυσμένοι στον δρόμο, παλιούς συμμαθητές, καλούς φίλους, παιδιά, γάτες και –περισσότερους από το κανονικό– σκύλους κάθε μεγέθους, χρώματος και ράτσας να βολτάρουν με τ’ αφεντικά τους το απόγευμα. 

Την εποχή που οι ελληνικές ταινίες την έλεγαν στα Πετράλωνα, στα sixties, μπορούσες να βρεις μόνο την ταβέρνα του Οικονόμου, το επιπλοποιείο του νονού μου, το Ναυτάκι με τα χαρτικά, το φαρμακείο της Γωγώς, δυο μανάβηδες, δυο χασάπηδες, το καφεκοπτείο που λέγαμε, το Σωματείον Αγγλικών Όμηρος (ή Κακόμοιρος, όπως το αποκαλούσαμε τότε) κι ένα μπαράκι στα σύνορα με το Θησείο: «Όστις συλληφθεί είς το χαμαιτυπείον που φέρει τον διακριτικόν τίτλον “Ο Τοίχος” θα τιμωρηθεί λίαν επιεικώς με δεκαήμερην αποβολήν», έλεγε ο γυμνασιάρχης της καρδιάς μας, ο κος Ζήσης, όταν είχε πρωτανοίξει το Wall, το πρώτο μαγαζί στη γειτονιά.

Τώρα δεν ξέρεις τι να διαλέξεις. Είτε για φαγητό, είτε για καφέ, είτε για ποτό, μπορείς να βρεις αυτό ακριβώς που αντιστοιχεί στη διάθεσή σου. Κι επιπλέον, τα Πετράλωνα κρατάνε αυτό το ιδιαίτερο άρωμα της παλιάς γειτονιάς: τη μνήμη της μίας και μοναδικής ταβέρνας, του ενός φαρμακείου, των δυο μανάβηδων. Ενδεχομένως κι ακόμη πιο παλιές μνήμες: τότε που στη Συνοικία Τ’ όνειρο οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι. Τότε που το γάλα ήταν σε γυάλινο μπουκάλι κι έπρεπε να το βγάλεις αποβραδίς έξω από την πόρτα για να σου το αφήσει γεμάτο ο γαλατάς το πρωί. Τότε που το μόνο αυτοκίνητο που υπήρχε παρκαρισμένο, ήταν αυτό του «πειρατή», που αναλάμβανε τις μετακινήσεις των γονιών μας, χωρίς επαγγελματική άδεια και χωρίς ταξίμετρο – την πρώτη φορά που θα τον έβλεπα ήμουν σίγουρος ότι θα είχε καλυμμένο το δεξί μάτι και γάντζο στη θέση του αριστερού χεριού.

Αν η Δημοφώντος είναι στενή και τα δέντρα κρατάνε μια κάποια σκιά, η Τρώων είναι πλημμυρισμένη στον ήλιο του μεσημεριού. Η μεγάλη κίνηση δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Περπατάω αργά και νοσταλγώ αυτή τη γειτονιά όπως ήταν όταν την πρωτοαντίκρισα –γέννημα-θρέμμα Πετραλωνίτης– ξέροντας ότι αργότερα θα νοσταλγώ αυτή τη γειτονιά όπως είναι τώρα και ξανά και ξανά μέχρι την τελευταία μέρα.

Έχω στη χούφτα μου ένα ελεφαντάκι πλαστικό, παιχνίδι που προσεδαφίστηκε πριν από λίγο στην άσφαλτο από κάποιο μπαλκόνι, κι αναρωτιέμαι τι να ’γινε το αλογάκι που πέταξα πάνω από τη σιδερένια πόρτα της αυλής πριν από σαράντα πέντε και βάλε χρόνια. Ο ήλιος αργά κατεβαίνει προς τη Δύση, το t-shirt του Wilson στάζει κι επιστρέφω.
Καλοκαίρι. Κυδαντιδών. Πέμπτη. Όμορφα.


* Ο Γιώργος Φλωράκης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο Τρίτο και Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ