Life in Athens

Urban Lines: Μοναστηράκι

Τίποτα δεν μένει αναλλοίωτο. Μια πόλη αλλάζει όπως ένας άνθρωπος, ίσως και πιο έντονα ακόμα, αλλά αργά

Ελένη Χελιώτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Urban Lines: Μοναστηράκι: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Βόλτα στο κέντρο. Μια πρόταση που έχει ειπωθεί από κάθε Αθηναίο σε διάφορα στάδια της ζωής του. Η κάθε άρθρωση ερμηνεύεται διαφορετικά απ’ τον καθένα. Απ’ όποια γειτονιά της Αθήνας και αν έρχεσαι, το κέντρο θα είναι πάντα ένα σημείο αναφοράς, ό,τι κι αν εντέλει κάνεις εκεί. Στέκομαι έξω από τον σταθμό Μοναστηράκι, και κοιτάω γύρω μου τις ορδές των ανθρώπων που περνούν: βιάζονται, βαδίζουν αργά, βαριούνται, πανικοβάλλονται, γελάνε, συνοφρυώνονται. Όλοι όμως κάπως αλλιώς πια. Κι όμως, το ίδιο.

Η θέα μπροστά μου, ομολογώ, με λυπεί. Μία από τις αρχαιότερες πόλεις έβερ και ψάχνεις με το τουφέκι να βρεις ένα όμορφο κτίριο. Περπατάς στη Βαρκελώνη, στο Παρίσι, σε διάφορες αρχαίες πόλεις της Ιταλίας και νιώθεις ότι εκπέμπουν… κάτι, μια κληρονομιά που κατάφερε να ξεφύγει απ’ τα δεσμά των ιστορικών βιβλίων και ζει και αναπνέει μαζί σου. Μια ιστορική ομορφιά που σε συνοδεύει στη βόλτα σου.

«Συγγνώμη, θα μπορούσα να κάτσω λίγο εδώ; Δεν θα σας ενοχλήσω». Γυρνάω ελαφρά το κεφάλι μου και βλέπω μια γοητευτική γυναίκα, λίγο μεγαλύτερή μου, ντυμένη κομψά και λιτά με εξαίρεση τα γυαλιά ηλίου της και μια εσάρπα με έντονα χρώματα και σχέδια. «Εννοείται, καθίστε όσο θέλετε». «Σας ευχαριστώ» μου χαμογελά. Μου θυμίζει το εξώφυλλο του βιβλίου «Πού χάθηκες Μπερναντέτ;», όπως επίσης και τον κεντρικό χαρακτήρα – λίγο αλλόκοτο, αλλά απίστευτα ευφυή, και δομημένο με έναν ανορθόδοξο τρόπο. Δεν γνωρίζω πώς έβγαλα τόσα συμπεράσματα σε τόσο λίγο χρόνο, αλλά αυτή την εντύπωση μου έδωσε.

«Ωραία η Αθήνα μας, ε;» με ρωτάει, για να σπάσει τον πάγο ή γιατί με έβλεπε να παρατηρώ πριν έρθει να σταθεί δίπλα μου. «Είναι;» απαντώ, «δεν έχω αποφασίσει. Την αγαπώ όσο καμία άλλη πόλη, αλλά δεν ξέρω εάν είναι όμορφη. Δεν νομίζω ότι έχουμε κάνει αρκετά για να την χαρακτηρίσουμε έτσι. Δείξτε μου ένα όμορφο κτίριο». «Το ξέρετε ότι υπάρχουν περισσότερα από 10.000 κτίρια από το 1830 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που στέκονται ακόμα;» «Υπερβολικός μου ακούγεται αυτός ο αριθμός. Είναι όντως τόσα; Και εάν ναι, πού είναι;» «Διασκορπισμένα σε όλη την Αθήνα, και ναι είναι όντως τόσα. Έγινε πρόσφατα καταγραφή τους».

Νομίζω το βλέμμα μου την ξένισε και έσπευσε να προσθέσει: «Το γνωρίζω προσωπικά, είμαι αρχιτέκτονας. Ίσως θα σας ενδιέφερε να ξεναγηθείτε σε κάποια από αυτά στο Open House Athens. Το γνωρίζετε;» «Φοβάμαι πως όχι. Πείτε μου τι είναι». «Ένας διεθνής θεσμός για την ανάδειξη και προώθηση της αρχιτεκτονικής. Δύο μέρες ουσιαστικά, κατά τις οποίες πραγματοποιούνται δωρεάν αρχιτεκτονικές ξεναγήσεις. Φέτος θα ήταν τον Απρίλη… αλλά δυστυχώς…» «Ναι. Δυστυχώς πολλά δεν έγιναν. Ακούγεται πάρα πολύ ενδιαφέρον, ωστόσο, σας ευχαριστώ. Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου τίποτα δεν θα μας εμποδίσει. Ποιο κτίριο ήταν για εσάς το πιο ενδιαφέρον πέρσι;» «Δύσκολο να διαλέξω. Η μονοκατοικία Σεφέρη είχε μια ιδιαίτερη μαγεία, όπως επίσης και το μέγαρο Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, που είναι του 1890. Ίσως μια τέτοια ξενάγηση αλλάξει την άποψή σας και τον τρόπο με τον οποίο βλέπετε την πόλη». «Το εύχομαι» της λέω χαμογελώντας.

«Για εσάς που ασχολείστε ενεργά με αυτό, πώς έχει αλλάξει; Ή έχει μείνει αναλλοίωτη;» «Τίποτα δεν μένει αναλλοίωτο. Μια πόλη αλλάζει όπως ένας άνθρωπος, ίσως και πιο έντονα ακόμα, αλλά αργά». «Είναι ζωντανός οργανισμός...» της λέω θέλοντας να συμπληρώσω κάτι. 

«Και βέβαια είναι, όμως και μεγάλος αποδέκτης τόσο της δυναμικής όσο και της εντροπίας της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Το 2018 το Μουσείο Μπενάκη προσκάλεσε κατοίκους και επισκέπτες της Αθήνας να δώσουν τη δική τους οπτική, και κατά κάποιο τρόπο τον δικό τους προσδιορισμό, της πόλης μέσω ενός βίντεο μέγιστης διάρκειας 60 δευτερολέπτων που απαρτίζεται από διάφορες εικόνες. Το project ονομάστηκε “Ένα Λεπτό Αθήνα”». 

Κατάπια τη γλώσσα μου. Δεν είχα ακούσει τίποτα από αυτά. Εάν μπορούσα, θα άνοιγα εκείνη τη στιγμή τη μετασύγχρονη εγκυκλοπαίδειά μας, το Google, για να δω τι ακριβώς ήταν αυτό. Ντράπηκα όμως να το κάνω ενώπιόν της. «Εσείς φτιάξατε βίντεο;» τη ρώτησα, και φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Είδα τα φρύδια της να ξεπροβάλλουν πάνω απ’ τα γυαλιά της. «Έφτιαξα, ναι, αλλά δεν το έστειλα ποτέ». «Γιατί;» «Γιατί τελειώνοντάς το απεδείχθη ιδιαίτερα προσωπικό». «Αυτός δεν ήταν όμως ο σκοπός του project;» «Ναι, αλλά δεν μπόρεσα. Η μισή μου ζωή φαινόταν να χωράει σε αυτό το ένα λεπτό».

«Καταλαβαίνω απόλυτα τι εννοείτε. Ωστόσο πιστεύω ότι οι εικόνες αυτές σας “εκθέτουν” μόνο στα δικά σας μάτια. Εγώ, για παράδειγμα, που δεν γνωρίζω τίποτα για τη ζωή σας, ούτε καν το όνομά σας, θα έβλεπα μονάχα λίγες εικόνες της πόλης, οι οποίες θα είχαν σημασία για εμένα μόνο εάν προϋπήρχε κάποια, και πάλι, προσωπική σύνδεση. Εναλλακτικά, θα ήταν καθαρά θέμα αισθητικής προτίμησης». Δεν απάντησε, παρά μόνο έγειρε λίγο το κεφάλι της και συνέχισε να με κοιτάει, όπως περιεργαζόμαστε ένα έργο τέχνης σ’ ένα μουσείο που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε. «Εσείς» μου λέει ξαφνικά, «τι θα συμπεριλαμβάνεται στα 60 αυτά δευτερόλεπτα;» «Μέρη όπου έχω αφήσει κάποιο κομμάτι μου».