Life in Athens

Urban Lines: Μεταξουργείο

Live your life to the fullest. Πόσο απέχουμε από αυτό;

Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 736
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Urban Lines: Μεταξουργείο. Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Είναι Παρασκευή βράδυ, 11.30 η ώρα. Το μετρό είναι γεμάτο νέους ανθρώπους, κυρίως στη 2η δεκαετία της ζωής τους, που είναι καθ’ οδόν προς την έξοδό τους. Βρίσκομαι εδώ για τον ίδιο λόγο, απλά ανήκω στην επόμενη δεκαετία. Κάθομαι παράθυρο (το προτιμώ πάντα) σε θέση αντίθετη με τη φορά μετακίνησης του συρμού. Και αυτό το προτιμώ αλλά δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Μπροστά μου είναι καθισμένη στο πλάι μια κυρία Ινδή. Τη βλέπω προφίλ καθότι κάθεται σε αυτές τις θέσεις των καινούργιων τρένων. Ακούω μουσική και ο «θόρυβος» της νιότης έχει πνιγεί γύρω μου.

Αρχικά μου τραβάει την προσοχή το πανωφόρι της. Με ξαφνιάζει η επιλογή χρώματος που δεσπόζει επάνω της: το ροζ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φαίνεται παράξενο. Η κυρία είναι 40άρα, όμορφη, άβαφη, μελαμψή, τα χείλη της σκούρα. Το ροζ θα φαινόταν ξένο στα χείλη της, σκέφτομαι. Πάνω της όμως, παραδόξως, δεν είναι. Φοράει ένα μπουφάν χειμωνιάτικο χοντρό (δεν κάνει τόσο κρύο απόψε, ίσως είναι το μοναδικό που έχει) το οποίο έχει μια μεγάλη κουκούλα που η πλούσια γούνα της είναι ροζ. Ένα απαλό, παστέλ ροζ. Της πάει.

Ένας μικρός σάκος με ροζ λουλούδια είναι πάνω στα πόδια της, τα χέρια της ακουμπισμένα τυχαία πάνω σε αυτόν. Το βλέμμα μου κατεβαίνει στα παπούτσια της: λευκά, αθλητικά, νεανικά πολύ. Εάν ξεκίναγες από εκεί θα περίμενες να δεις ένα 20χρονο κοριτσάκι. Σχέδια, γράμματα, τρουκς, και ροζ λεπτομέριες. Αναρωτιέμαι εάν έχει ποτέ παρατηρήσει μια πρόταση στα Αγγλικά που έχουν επάνω: live your life to the fullest. Πόσο απέχει από αυτό; Πόσο απέχουμε όλοι;

Επανέρχομαι στο πρόσωπό της. Τη χαζεύω πια ξεκάθαρα. Δεν ξέρω εάν το έχει καταλάβει, αλλά δεν γυρνάει να με κοιτάξει. Και να το γνωρίζει, και να το νιώθει, όπως πολλές φορές συμβαίνει, της είναι ίσως αδιάφορο, ή το έχει συνηθίσει. Κοιτάει μπροστά. Το άπειρο. Τα βλέφαρά της κλείνουν με δυσκολία, είναι βαριά. Ένα ανοιγόκλεισμα που πρέπει να είναι αυτόματο, φαίνεται γι’ αυτήν να είναι κόπος. Είναι σαν να μη θέλει να τα κλείσει, ή να φοβάται ότι εάν το κάνει, είναι άγνωστο πότε θα ξανανοίξουν από την κούραση. Κι όμως τα μάτια της δεν φαίνονται κομμένα· η ψυχή της όμως δεν είμαι τόσο σίγουρη.

 

Η κυρία φαίνεται να κρατάει το κινητό της, όχι γιατί το χρειάζεται απαραίτητα εκείνη, αλλά επειδή τη χρειάζονται άλλοι.

Το ροζ συνεχίζει να με σοκάρει, κυρίως γιατί πια είμαι σίγουρη πως είναι επιλογή. Το κινητό της ακουμπά στην ανοιχτή της παλάμη. Δεν το σφίγγει όπως κάνουμε όλοι μας, φοβούμενοι μη μας το αρπάξει κανείς, μη μας πέσει, μη χάσουμε το πιο πολύτιμό μας αντικείμενο. Πώς ζεις άλλωστε χωρίς αυτό; Ελάχιστοι έχουν καταφέρει να μη γίνει επέκταση του εαυτού τους, και να μείνουν έξω από αυτή τη μεταμοντέρνα φυλακή. Η κυρία φαίνεται να το κρατάει, όχι γιατί το χρειάζεται απαραίτητα εκείνη, αλλά επειδή τη χρειάζονται άλλοι. Ίσως γι’ αυτό δεν θέλει να κλείσει τα μάτια της, γιατί εκεί, στο σκοτάδι αυτό, εμφανίζονται όλα όσα τη φέρνουν εδώ απόψε το βράδυ.

Επιστρέφω στην κουκούλα και τότε παρατηρώ τα σκουλαρίκια της. Ένα μικρό ροζ τριαντάφυλλο διακοσμεί το αυτί της. Χαμογελάω. Δεν μου φαντάζει πια ξένο, ούτε τυχαίο. Δεν στολίζουμε έτσι το σώμα μας από έλλειψη μιας καλύτερης δραστηριότητας. Το ροζ φαίνεται να την κρατάει «ζωντανή», να είναι μια επιλογή σε τόσο άλλα που δεν περνάνε από τα κουρασμένα χέρια της, να... «Είναι η μοναδική ώρα ησυχίας που έχω αυτή» γυρνάει και μου λέει ξαφνικά κοιτώντας με κατάματα.

Σαστίζω. Αισθάνομαι ότι τόση ώρα που την παρατηρώ διέσπασα ασυναίσθητα τη μοναδική απομείναντα πολυτέλεια που μπορεί να χαρίσει στον εαυτό της. «Ησυχία; Εδώ μέσα;» της λέω κοιτώντας γύρω μου. Βλέπω μια νεαρή κοπέλα στα διπλανά καθίσματα να με κοιτάει παράξενα ενώ τρώει ένα κομμάτι σοκολάτας, και το παλικάρι δίπλα της να έχει ένα αδιάφορο βλέμμα ενώ πίνει το αναψυκτικό του με ένα καλαμάκι το οποίο φαίνεται να δαγκώνει εδώ και ώρα. Η παρέα πίσω μας φωνάζει εξιστορώντας περιπέτειες περασμένων εξορμήσεων στην πόλη, ενώ οδεύουν προς μια καινούργια.

«Πίστεψέ με» συνεχίζει με μια ανεπαίσθητη προφορά, «εδώ είναι ήσυχα. Μακάρι η διαδρομή να ήταν λίγο μεγαλύτερη». Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Η λέξη «καταλαβαίνω» φαντάζει αστεία, εάν όχι προσβλητική. Δεν θέλω όμως να μείνω σιωπηλή, ή αμέτοχη, ειδικά όταν γνωρίζω ότι «έσπασε» τη σιωπή της για να μου μιλήσει. «Σας πάει πολύ το ροζ» της λέω εντέλει. Γυρνάει, μου χαμογελάει, και μου απαντά «Σ’ ευχαριστώ! Είναι το αγαπημένο μου χρώμα».