- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Urban Lines: Σύνταγμα
«Αυτό είναι ο χρόνος. Δεν σταματάει, είτε είσαι εκεί, είτε όχι»
Urban Lines: Σύνταγμα: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.
Περιμένω να πάρω εισιτήριο. Το μηχάνημα δίπλα μου είναι ανοιχτό. Έχει έρθει ένας κύριος για να πάρει τα χρήματα και ένας άλλος στέκεται κοντά του με τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και τα χέρια ενωμένα πίσω από την πλάτη. Καταλαβαίνω ότι δουλεύει προφανώς στην ασφάλεια του Μετρό. Ενώ το σακουλάκι γεμίζει με κέρματα και ο ήχος θυμίζει κουλοχέρη σε καζίνο, παρατηρώ ότι από την τσέπη στο στέρνο του κυρίου φύλακα βγαίνει μια μικρή αλυσιδίτσα η οποία φτάνει ως τα κουμπιά του πουκαμίσου. Προς στιγμήν σκέφτομαι ότι είναι παλιό ρολόι τσέπης. Πόσο cool; Μετά όμως συνειδητοποιώ ότι δεν φαίνεται να εξέχει στην τσέπη κάτι στρογγυλό.
«Κοιτάς την αλυσίδα μου, ε;» τον ακούω να ρωτάει κοιτώντας τον τεχνικό του μηχανήματος. «Ξέρεις τι είναι; Σφυρίχτρα». «Σφυρίχτρα;» «Αμέ. Πολλούς τους παραξενεύει, κι όμως χρειάζεται». «Και την έχεις σε αλυσίδα; Γιατί όχι απλά σε μια τσέπη;» «Γιατί όταν τη χρειαστώ πρέπει να μπορώ να τη βρω και να τη χρησιμοποιήσω γρήγορα». «Και; Έχει χρειαστεί ποτέ;» «Εννοείται». Ήθελα πολύ να τον ρωτήσω πότε και γιατί, αλλά πρώτον έπρεπε να φύγω, και δεύτερον πολύ αμφιβάλλω εάν θα μου έλεγε. Επίσης, μετά σκέφτηκα ότι εάν η ιστορία ήταν ξενέρωτη και άνευ σασπένς ή δράσης θα έχανε όλο το ενδιαφέρον της η μικρή αλυσιδίτσα. Προτίμησα λοιπόν να κρατήσω τη μαγεία ζωντανή.
Κατευθύνθηκα προς το τρένο σκεπτόμενη ότι στο σπίτι έχω την αλυσίδα ρολογιού του παππού μου (το ρολόι δυστυχώς χάθηκε), την οποία όμως εγώ φοράω στον λαιμό σαν κόσμημα. Είναι περίεργο πράγμα τα κειμήλια και τα ενθύμια γενικότερα. Πόσα αντικείμενα υπάρχουν σε κάθε σπίτι που έχουν να δουν το φως της μέρας από τότε που αποκτήθηκαν και δεν πετιούνται γιατί έχουν συναισθηματική αξία; Αν κάποιος μάς τα έκλεβε σήμερα, πιθανόν να πέρναγαν χρόνια μέχρι να το καταλάβουμε· αν μας ζητιόταν όμως να τα πετάξουμε, θα τα υπερασπιζόμασταν με τη ζωή μας. Γιατί;
Στο δικό μου σπίτι υπάρχει ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο γράμματα, ένα άλλο με φωτογραφίες, και ένα συρτάρι που ούτε θυμάμαι τι κρύβει μέσα... παλιές ζωές, άλλους εαυτούς, στιγμιότυπα που μαρτυρούν ότι όντως υπήρξαμε αυτό κάποτε. Η μνήμη μας συχνά μας απατά, τα αντικείμενα ποτέ. Αδιαμφισβήτητη ύπαρξη χρόνου· ύλη για κάτι άυλο. Κάθομαι δίπλα σε έναν κύριο που διαβάζει ένα βιβλίο παλιό. Οι σελίδες είναι κίτρινες. Κρατάει ένα μολυβάκι μικρό, μαύρο, παλιό και αυτό. Στην αριστερή σελίδα έχει γράψει κάτι στα περιθώρια και έχει υπογραμμίσει δυο σειρές.
Διαβάζει Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Το ’χω και εγώ αυτό στη βιβλιοθήκη μου. Με περιμένει. Δεν είμαι έτοιμη ακόμα νομίζω, παραείμαι νέα ίσως. Το προσπάθησα μια φορά. Η ανάγνωσή μου φάνταζε άτοπη. Δεν ήταν σωστό. Σταμάτησα. Το έκλεισα. Έκτοτε δεσπόζει στο ράφι. Τον χαζεύω για τουλάχιστον 4 στάσεις πριν του μιλήσω. Γράφει, συμπληρώνει, υπογραμμίζει, σαλιώνει το δάχτυλό του για να γυρίσει σελίδα, πάει μπρος, πίσω, κλείνει τα μάτια του, σκέφτεται, ψιθυρίζει στον εαυτό του λέξεις, ιδέες ίσως.
«Ποια φορά είναι αυτή;» τον ρωτάω. «Η 5η, κορίτσι μου. Κάθε φορά είναι άλλο βιβλίο. Κάθε φορά βρίσκω ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου. Το διαβάζω μια φορά κάθε 10 χρόνια. Ξεκίνησα στα 30. Εύχομαι να μου δοθεί άλλη μια ευκαιρία». «Πείτε μου τι βρήκατε σήμερα». «Το θράσος είναι χρήσιμο σε αυτούς που ξέρουν να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες. Αλλά έχω και ένα που αντιπροσωπεύει την τελευταία μου φορά, όποια και αν υπάρξει αυτή». Τον κοιτούσα, τα μάτια μου ορθάνοιχτα, και έγνεψα για να του «πω» να συνεχίσει.
«Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του ίδιου του του εαυτού». «Ζήτω ο Ρολάν Μπαρτ και ο θάνατος του συγγραφέα» του λέω. Χαμογέλασε. «Και αν όλοι οι συγγραφείς είναι απλά εξαιρετικοί αναγνώστες;» τον ρωτάω. «Τότε εμείς οι υπόλοιποι τι είμαστε;» «Εξαιρετικοί άνθρωποι». Παραμείναμε σιωπηλοί για περίπου 2 στάσεις και μετά τον ρώτησα, «τι είναι τελικά ο χρόνος;» Έγνεψε δυο φορές το κεφάλι του, πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε...
«Είναι 17 Ιανουαρίου, 1962. Βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο με κόκκινες κουρτίνες. Ηλιόλουστη μέρα. Ένα κόκκινο δωμάτιο με άσπρους τοίχους. Υπάρχει μια σιλουέτα στο παράθυρο. Γυμνή. Καπνίζει. Το δεξί χέρι κινείται αργά, κάνει μικρές κινήσεις. Το αριστερό στηρίζει το δεξί. Το ένα πέλμα ακουμπισμένο στο κουτεπιέ του άλλου ποδιού. Κρύα πλακάκια. Καθώς ο καπνός που αναβλύζει από το τσιγάρο ανεβαίνει, ο ήλιος παίζει μαζί του. Ο χρόνος είναι το γεγονός ότι όλο αυτό, χωρίς τη μαρτυρία μου, χωρίς εμένα, δεν υπάρχει...
Φαντάσου ένα ρολόι τσέπης, κομμένο στη μέση. Φαντάσου οι δείκτες του κινούνται ακόμα. Τα δευτερόλεπτα χτυπάνε στο κενό. Τώρα φαντάσου ότι το ρολόι είσαι εσύ. Αυτό είναι ο χρόνος. Δεν σταματάει, είτε είσαι εκεί, είτε όχι».