- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Urban Lines: Σταθμός Λαρίσης
Τα γράμματα αυτά πάντα κρύβουν κάτι. Είναι πάντα σαν μια λεζάντα φωτογραφίας του μυαλού
Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας και αυτή την εβδομάδα κάνει στάση στον σταθμό Λαρίσης.
Κρατιούνται χέρι-χέρι. Κάθονται απέναντί μου. Εκείνος σοβαρός αλλά χαμένος, κοιτάει έξω από το παράθυρο. Εκείνη κλαίει σιωπηλά. Το κατάλαβα τυχαία γιατί ενώ κοίταζα προς το μέρος της, είδα να πέφτει ένα δάκρυ. Το κεφάλι της είναι σκυμμένο και τα χέρια της τώρα το καλύπτουν σαν μια βεντάλια. Στα πόδια της υπάρχει ένας λευκός φάκελος. Διακρίνω τρεις λέξεις αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιες είναι ακριβώς. Νομίζω η μία είναι «για», μια άλλη ίσως να είναι το όνομά της. Ο φάκελος φαίνεται κλειστός. Κλαίει χωρίς να ’χει διαβάσει τι γράφει, άρα πιθανόν να ξέρει ήδη.
Το σώμα της δεν τρέμει. Το γνωρίζω καλά αυτό το κλάμα. Είναι της ψυχής, όχι των πνευμόνων. Αναπνέεις κανονικά ενώ όλα μέσα σου σφίγγονται. Τα μάτια δεν ανοιγοκλείνουν καν, απλά πλημμυρίζουν. «Νεφέλη, μην κλαις άλλο, σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω». Για τη Νεφέλη, λοιπόν. «Έπρεπε να είχαμε φύγει χωριστά, θα ήταν πιο εύκολο. Τώρα είναι απλά ένα παρατεταμένο βασανιστήριο». «Θες να κατέβω;» Η Νεφέλη δεν απαντά. Ξέρω όμως ότι θέλει. Και εγώ ήθελα. Εκείνον τον Απρίλιο του 2004 ήθελα και εγώ. Έκανα το ταξίδι της επιστροφής μόνη μου. Με ένα γράμμα στα χέρια μου κι εγώ. Ήταν το πρώτο της ζωής μου.
Τα γράμματα αυτά πάντα κρύβουν κάτι. Είναι σαν μια λεζάντα φωτογραφίας του μυαλού. Για κάθε πρόταση που γράφτηκε, υπάρχουν άλλες δύο που ο συγγραφέας δεν είχε το σθένος να διατυπώσει. Τις συμπληρώνεις πάντα εσύ, στα πίσω δωμάτια του εαυτού σου· αυτά που δεν έχουν παράθυρα. «Δεν μπορώ να φύγω». Σιωπή. «Θα συνηθίσουμε, θα δεις. Μόνο στην αρχή θα είναι δύσκολο». Λευκά ψέματα που όλοι χρειάζεται να ακούσουμε και όλοι λέμε. Αυτά που δεν πιστέψαμε ποτέ, που λέμε με τη μεγαλύτερη πειθώ. Πώς θα ήταν οι ζωές μας χωρίς αυτά; Πιο απλή ίσως.
«Πήρες κάτι μαζί σου να φας; Είναι μεγάλο ταξίδι. Θα πεινάσεις». Τον κοιτάει σαν να μην μπορεί μα πιστέψει ότι ασχολείται με κάτι τόσο ανούσιο μια τέτοια στιγμή, και ταυτόχρονα τον αγαπά λίγο περισσότερο. «Όχι, δεν πήρα τίποτα». «Το φαντάστηκα, οπότε σου πήρα εγώ» της λέει γεννώντας ένα χαμόγελο από τη θλίψη και βγάζοντας από το σακίδιό του μια τσάντα. Την παίρνει στα χέρια της, την ακουμπά πάνω στον φάκελο και ξανασκύβει το κεφάλι.
Το σώμα της τώρα κινείται σπασμωδικά. Τυλίγει το αριστερό του χέρι γύρω της, ενώ το δεξί προσπαθεί να εισχωρήσει μεταξύ παλάμης και τσάντας, την οποία κρατάει τόσο σφιχτά που οι άκρες των δαχτύλων της έχουν ασπρίσει. «Φτάνει, βρε Νεφέλη μου...» της λέει και κουνάει το κεφάλι του. Ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν, την κοιτούσαν φευγαλέα, για λίγα δευτερόλεπτα άλλαζε η έκφρασή τους σε μια αυτοματοποιημένη συμπόνια και το ίδιο γρήγορα αποχωρούσαν. Ό,τι δεν σε αφορά, δύσκολα σε αγγίζει.
«Θες να μου πεις τι σκέφτεσαι;» της λέει λίγα λεπτά αργότερα. Πάντα μισούσα αυτή την ερώτηση, όταν ο παραλήπτης ήμουν εγώ. Φοβόμουν να απαντήσω γιατί ήξερα ότι η απόδοση των σκέψεων σε λέξεις πάντα υπολείπεται. Η ουσία τους, όπως υφίσταται στο κεφάλι μου, όπως και η πολυπλοκότητά τους αλλοιώνεται. Οπότε πάντα παρέμενα σιωπηλή. Η Νεφέλη όμως μίλησε.
«Σκέφτομαι ότι όλα ήρθαν όπως τα υπολόγιζα, αλλά τίποτα εντέλει δεν είναι όπως νόμιζα. Πίστευα ότι θα ένιωθα αλλιώς. Μη με ρωτήσεις πώς. Δεν μπορώ να φανταστώ τι έχεις γράψει στο γράμμα που δεν έχουμε ήδη πει εβδομάδες τώρα». «Εάν θες το παίρνω πίσω...» της λέει αποσβολωμένος. «Δεν είναι αυτό και το ξέρεις». «Τι εννοείς, λοιπόν; Γιατί δεν φαίνεται να καταλαβαίνω». «Ότι φτάνει». «Τότε γιατί κλαις;»
«Δεν είμαι αναίσθητη, Φίλιππε. Ρεαλίστρια προσπαθώ να είμαι». «Τι άλλαξε από χθες το βράδυ; Δεν μπορεί να γύρισες απλά έναν διακόπτη». Τα μάτια της είχαν στεγνώσει, το ίδιο και το στόμα της. Δεν απάντησε ποτέ στην τελευταία ερώτησή του. Εκείνος ξεκίνησε να κοιτάζει γύρω του, το χέρι του γύρω από το δικό της πιο χαλαρό. Ήταν μπερδεμένος. Δεν ήξερε τι να κάνει. «Θες να φύγω; Πες μου», της λέει με αγανάκτηση δυο λεπτά αργότερα.
Η Νεφέλη σηκώνει το κεφάλι, γυρνάει, και τον κοιτάει μ’ ένα βλέμμα ψυχρό. Ο Φίλιππος κατεβάζει το δικό του, παίρνει το μπουφάν και το σακίδιό του στα χέρια και σηκώνεται να φύγει. Ένα βήμα μετά γυρνάει να την κοιτάξει, εκείνη όμως έχει ήδη στραφεί προς το παράθυρο. Μια στάση πριν το Αεροδρόμιο, τον τελικό και ταυτόχρονα εναρκτήριο σταθμό της Νεφέλης, ο Φίλιππος αποβιβάζεται. Με το που κλείνουν οι θύρες εκείνη κλείνει ερμητικά τα μάτια της απελευθερώνοντας έναν χείμαρρο δακρύων.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά σκύβω και ακουμπώ το χέρι μου στο δικό της. Ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάει χωρίς έκπληξη. «Θα με μισήσει, έτσι δεν είναι;» Γνέφω καταφατικά. «Για πόσο;» «Ίσως για πάντα» της απαντώ. «Έπρεπε, όμως». «Εσύ το ξέρεις αυτό». «Δεν έχω σκοπό να επιστρέψω» μου λέει, και καταλάβαινα ότι ήταν η πρώτη φορά που το ξεστόμιζε. «Τότε έπρεπε. Θα σε μισήσει, αλλά θα προχωρήσει». «Αυτό θέλω, αλλά θα το κάνει;» «Εν καιρώ».
«Εσύ πού πας; Δεν έχεις αποσκευές;» είπε κοιτάζοντας γύρω μου. «Εγώ πάω βόλτα. Έπαψα εδώ και χρόνια να φεύγω χωρίς να ξέρω εάν θα ξανάρθω. Τώρα απλά φεύγω». «Κάνω λάθος, πιστεύεις;» με ρωτάει σαν να με ξέρει χρόνια. «Όχι, κάνεις αυτό που χρειάζεσαι για εσένα, και αυτό σπάνια είναι λάθος. Τα one-way εισιτήρια άλλωστε είναι τόσο για μια μεγάλη φυγή, όσο και για μία τελική επιστροφή». Ήταν η πρώτη φορά που την είδα να χαμογελάει. ●