- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μπακίρια και Χρυσάφια
Μια βόλτα σε Ενεχυροδανειστήρια και Αγορές Τιμαλφών. Ακολουθούν παρατράγουδα.
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για τα Ενεχυροδανειστήρια και τις Αγορές Τιμαλφών
Ιταλίδα φίλη πούλησε κολιέ της γιαγιάς της (στην Ιταλία) και με τα λεφτά που πήρε, 4.000 ευρώ, πήγε στη Βραζιλία. Άμα πουλήσεις αντίστοιχο κολιέ στην Ελλάδα, με τα λεφτά που θα πάρεις, ζήτημα είναι να πας μέχρι την Καλαμάτα για καμιά ελιά. Και μάλιστα με ΚΤΕΛ.
Αφορμή για την έρευνα: Kοντινό μου πρόσωπο (στην Αθήνα) ξεπούλησε ασημικό-τέρας απροσδιορίστου χρήσης με χερούλια, αγγελούδια, λουλούδια και ποδαράκια… προς 40 κακόμοιρα ευρώ. «Είχα βαρεθεί να το βλέπω», είπε το κοντινό πρόσωπο όταν το πιάσαμε από τον λαιμό, που τσάκισε τέτοιο κειμήλιο, χωρίς να πρέπει να πληρωθεί η αποκλειστική/ΔΕΗ/Εφορία άμεσα. Το κειμήλιο ζύγιζε ενάμισι κιλό. Αν ήταν καθαρό ασήμι, «χιλιάρι» όπως τα αποκαλούν οι έμποροι, θα έπιανε 450 ευρώ… Ή όχι;
Όχι, διότι η τιμή του καθαρού ασημιού επίσημα είναι 300 ευρώ το κιλό, αλλά όταν πας να πουλήσεις το σαμοβάρι της γιαγιάς σου ελπίζεις στα 150 ευρώ, μιας και το σαμοβάρι τα έχει τα χρονάκια του. Έχει φθορές, γρατζουνιές, στραβά ποδαράκια ή ό,τι άλλο ζαβό μπορεί να κάτσει σε ένα σαμοβάρι. Και τίποτα να μην έχει, ο αγοραστής θα του βρει κουσούρια, ή θα ρίξει την τιμή επειδή τον παίρνει. Όχι άξιουαλι ο αγοραστής, απλώς έχει περιθώρια (να ρίξει) επειδή καίγεται ο απ’ αυτός σου, έχεις ανάγκη τα μετρητά, και το ξέρει…
Τα τελευταία δέκα χρόνια οι «αγοραπωλησίες χρυσού και κοσμημάτων» και τα αδερφάκια τους τα ενεχυροδανειστήρια, εξαπλώθηκαν ΠΑΝΤΟΥ, ξεκινώντας από την πατρίδα τους την Ομόνοια. Υπάρχουν επίσημα, κυριλέ «μαγαζιά», με παπά και με κουμπάρο, και ανεπίσημα ντιπ για ντιπ, όλα κρυμμένα πίσω από χρυσά αυτοκόλλητα στόρια, πίσω από τυφλές βιτρίνες με τεράστιες επιγραφές ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΙ και ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ, τα πάντα όλα πολύτιμα: χρυσές λίρες κρατών που δεν τα πιάνει το μάτι σου, κοσμήματα, ασημικά, συλλογές, αλλά και ρολόγια από Χ φίρμα και πάνω, όπως και επώνυμες τσάντες επίσης από Χ φίρμα και πάνω. Όχι μόνο κειμήλια δηλαδή, αλλά και όσα αγόρασες στα Νάιντις, με την πεποίθηση ότι θα δεξιωνόσουν τον Δάκη (Ιωάννου) τουλάχιστον…
Επιστρέφω στο όχι-πάρα-πολύ-κυρίζι κατάστημα, στο οποίο το κοντινό πρόσωπο, που χάνει στροφές, το γκάγκα άτομο λοιπόν, πούλησε ενάμισι κιλό ασήμι προς 40 ευρώ. Ένας κύριος κάθεται πίσω από γκισέ, με κρυμμένο τασάκι στην αγκαλιά του. Στην οποία έχει και κινητό που κοιτάζει, ίσως αγώνες τένις, γιατί ακούγεται ΤΣΙΠ-ΤΣΙΠ-ΤΣΙΠ, όπως Τσιτσιπάς. «Θα ήθελα να πάρω πίσω ένα σκεύος που σας πούλησε μια κυρία το πρωί» λέω ευγενικά. «Ποια κυρία το πρωί, εκατό κυρίες ήρθανε από το πρωί», μουρμουράει ο κύριος χωρίς να με κοιτάξει. «Είναι ένα μεγάλο… πράγμα» λέω, «με ποδαράκια, αγγελάκια και λουλουδάκια. Ασήμι καθαρό. Της δώσατε 40 ευρώ, σας τα έφερα για να το πάρω πίσω». Δείχνω τα 40 ευρώ, για του λόγου το αληθές. Εξακολουθεί να μη με κοιτάζει, εμένα ή τα 40 μου ευρώ. «Απόδειξη συναλλαγής;» ρωτάει. Βγάζω το χαρτάκι του, που γράφει απάνω ακατάληπτα, με ένα νούμερο «40» στη μέση και κάτι τζίφρες από κάτω. «Αυτό», λέει περιφρονητικά, «μπορεί να το φτιάξατε μόνη σας. Δεν είναι επίσημο δικό μας». «Πώς είναι τα επίσημα δικά σας;» Με κοιτάζει καχύποπτα. «Είναι επίσημα. Και δικά μας».
Ο χώρος είναι άδειος (με δύο κάμερες, που η μία με σημαδεύει, σε περίπτωση που θέλω να του κλέψω το κινητό, ή το τασάκι, μιας και δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο μαγαζί). Πίσω του είναι μια πόρτα, φαντάζομαι ότι βγάζει στη Σπηλιά του Αλαντίν ή των 40 Κλεφτών, με χρυσαφικά και διαμάντια να ξεχειλίζουν από πιθάρια. «Ξέρετε», δοκιμάζω άλλο τρικ, «είμαι δημοσιογράφος και κάνω ένα θέμα…» «Έξω!» φωνάζει και σηκώνεται όρθιος, ρίχνει το κινητό του στο πάτωμα, και το τασάκι, και φεύγω, μην τυχόν και πάρει φωτιά το μπατζάκι του.
Στο επόμενο ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ, ο νεαρός υπάλληλος είναι ευγενέστατος, «δημοσιογράφος;» ρωτάει με γουρλωμένα μάτια, «ξέρετε τον Μπράτη που είναι στο Τζι-Εν-Τι-Εμ; Τον Άγγελο Μπράτη; Αχ είναι καταπληκτικός, ο λόγος που βλέπω τηλεόραση – αλλιώς δεν θα έβλεπα πο-τέ-μου!» Απαντάω διφορούμενα (τον ξέρω, άσχετα που δεν θα με θυμάται, και δεν είναι αυτό το θέμα), βγάζω βέρα προηγούμενου γάμου και του τη δείχνω. Του πέφτουν τα φτερά, αλλά την εξετάζει προσεκτικά. Τη βάζει σε ένα μηχάνημα και τη βγάζει, τη γυρίζει από δω και από κει. «22 καράτια, ε;» μου λέει, ευγενικά ακόμα, πλην όμως με τη βαθιά απογοήτευση του ανθρώπου που ξέρει ότι δεν έχω ιδέα περί Τζι-Εν-τζιτζι. «Τα 22 είναι μεσαία τιμή, τις έχετε τις τιμές, σωστά; Υπάρχουν κατάλογοι στο ίντερνετ, 34, 50 ευρώ το γραμμάριο, αν ήτανε 24 καράτια θα πιάναμε τα 41 ευρώ. Το γραμμάριο. Βέβαια είναι στενή βέρα, ελαφριά…» Τη ζυγίζει σε μίνι ζυγαριά πολύ κιουτ, «είκοσι ευρώ», μου λέει. «Είκοσι; Μα είναι 22 καράτια!» «Ε, δεν είναι και 24. Σας είπα, ελαφριά. Βέβαια, πόσο να ζυγίζει μια βέρα, μισόκιλο; Δυσκολεύει στην κίνηση μετά». Βγάζει ένα βελουτέ συρτάρι κοσμηματοπώλη κάτω από το γραφείο και μου δείχνει καμιά διακοσαριά βέρες, σε όλα τα μεγέθη, από ψιλές/τσίπικες μέχρι μπαμπατζάνικες/λαιμουριές. Είναι θλιμμένος που δεν καταθέτω για τον Μπράτη, οπότε παίρνω την πρώην βέρα μου και φεύγω.
Η ίδια βέρα, άλλη μέρα, σε άλλο ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ, πιάνει 30 ευρώ. «Μπορείτε, ξέρετε, να τσεκάρετε τις τιμές στο ίντερνετ», μου λέει μια επίσης ευγενική πιτσιρίκα, που ανεβάζει και κατεβάζει φωτογραφίες στο ίνσταγκράμ της όσο σκέφτομαι, και καλά, αν θα πουλήσω τη βέρα. «Το λέω άμα κάποιος είναι, ξέρετε, πιο λίγο νέος, ξέρετε, εννοώ όχι πολύ πολύ ηλικιωμένος, που μετά ξέρω ότι δεν έχει ζμάρτφον να το ψάξει, ξέρετε, οπότε ναι, δεν λέω ότι είστε πολύ πολύ νέα, ξέρετε…». Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και οκτώ χρονών, όπως η ίδια, που είναι ολοκαίνουργια. «Να σας στείλω αλλού για λίρες όμως ξέρετε», λέει στο τέλος, όταν, σαν να μην έφτανε το ζόρι της, ρωτάω και πόσο αγοράζονται οι λίρες.
Σε παραπέρα ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ, κύριος μουστάκιας εξπέρ στο λιρουάρ, μου εξηγεί ότι λίρα από λίρα έχει διαφορά: άλλη η ελληνική, άλλη η εγγλέζικη, η ελβετική, η μεξικάνικη (!) κ.λπ. Μια χρυσή λίρα Αγγλίας έχει επίσημη τιμή 300 ευρώ, αλλά δύσκολα θα πάρεις τόσα λεφτά. «Με κάποιον συλλέκτη θα χτυπήσεις βεβαίως υψηλότερη τιμή», μου κλείνει το μάτι. «Υπάρχουν φόρουμ στο ίντερνετ, να το ψάξεις, μη βιαστείς. Όταν ο πελάτης βιάζεται, επειδή χρειάζεται χρήματα, έχει άνθρωπο στο νοσοκομείο, ή νοίκια, χρέη, υποθήκες… τότε γίνονται λάθη». Τι εννοεί «λάθη;» Σηκώνει τους ώμους, «κακές συμφωνίες. Με κακούς επαγγελματίες, που μας βγάζουν κακό όνομα… Είναι άλλη η πώληση όμως και άλλο το ενέχυρο, μην τα μπερδεύεις, αν φέρεις μια λίρα για ενέχυρο, ο εκτιμητής σου δίνει προσφορά γύρω στο μισό της αντικειμενικής αξίας (της τιμής του χρυσού), κάνετε ένα συμβόλαιο για 1 μήνα ή για όσο, σου δίνει χρήματα να κάνεις δουλειά σου, αν δεν τα επιστρέψεις στο διάστημα που συμφωνήσατε –γραπτώς, εννοείται– η λίρα, ή το κόσμημα, περνάει στον ενεχυροδανειστή. Κανονικά και με τον νόμο, με συμβόλαιο, αποδείξεις, τα πάντα όλα. Ο επαγγελματίας θα σου προτείνει συμβόλαιο, ο… άλλος… θα το κάνει προφορικά. Καταλαβαίνεις τη διαφορά». Οι πιο παλιές ελληνικές λίρες είναι οι χρυσές δραχμές που κόπηκαν το 1884 με την προτομή του Γεωργίου Α΄. Οι πιο πρόσφατες είναι οι συλλεκτικές χρυσές λίρες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Συμπέρασμα: Kάνετε έρευνα αγοράς πριν πουλήσετε το σαμοβάρι της γιαγιάς, όσο κι αν πιέζεστε. Οι τιμές παίζουν, όχι μόνο από μήνα σε μήνα, αλλά και από μέρος σε μέρος. Τα μαγαζιά που φαίνονται πιο αξιοπρεπή, συνήθως είναι. Οι άνθρωποι που δείχνουν απατεώνες, συνήθως είναι. Και το ίντερνετ είναι πολύ χρήσιμο προκειμένου να τσακίσετε σωστά τα τιμαλφή σας: αν μη τι άλλο, τσεκάρετε τις αντικειμενικές τιμές πριν ζαλωθείτε την προίκα σας και πάρετε τους δρόμους. Κυρίως, όπως είπε ο κύριος μουστάκιας, μη βιάζεστε… καταλαβαίνουμε ότι δεν τα πουλάτε καθόλου για πλάκα τα τιμαλφή σας, σας έχουνε ζώσει τα φίδια, περνάτε ώρες δύσκολες – αλλιώς θα το κρατούσατε το σαμοβάρι όπως όλος ο κόσμος… Αν και όλος ο κόσμος πουλάει, από ό,τι φαίνεται, από τη διαρκή άνθηση των ανάλογων μαγαζιών: κανένας υποψήφιος αγοραστής δεν με ρώτησε για ποιο λόγο πουλάω τη βέρα, ή τις υποτιθέμενες λίρες μου (κι ΑΝ έχουν ακούσει λυπητερές ιστορίες, δεν έχουνε καμιά όρεξη να λουστούνε τον πόνο σου).
Παρόλα αυτά, όταν βγείτε στο δρόμο με το ρημαδιασμένο σαμοβάρι σε σακούλα σουπερμάρκετ, μακάρι να χτυπήσετε σούπερ τιμή και να πάτε στη Βραζιλία. Και η Καλαμάτα όμως δεν είναι άσχημη τέτοια εποχή…