- CITY GUIDE
- PODCAST
-
16°
«Μεγάλη Βρεταννία», all time classic
Ένα τοπόσημο της Αθήνας από το οποίο έχουν περάσει κορυφαίες προσωπικότητες. Διαβάστε την ιστορία του σαν ένα ταξίδι στο χρόνο.
Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία»: Η ιστορία του θρυλικού ξενοδοχείου της πλατείας Συντάγματος
Οι πλούσιες γιρλάντες στα κιγκλιδώματα και στα τοξωτά παράθυρα του ισογείου και οι δύο ψηλοί Καρυοθραύστες, αριστερά και δεξιά από την πόρτα της κεντρικής εισόδου του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» σε προϊδεάζουν για το θέαμα που θα αντικρύσεις μπαίνοντας στο μεγαλοπρεπές και υπερπολυτελές lobby του με τα έπιπλα-αντίκες, τις μεγάλες γλάστρες με τις κέντιες, τις βιτρίνες με αρχειακό υλικό, τους ωραίες πίνακες και τις στολισμένες απλίκες.
Και η επιθυμία που σου δημιουργείται αμέσως είναι να κάνεις ένα δώρο στον εαυτό σου και να βουλιάξεις σε μία από τις πολυθρόνες του Winter Garden, με το μικρό σιντριβάνι στο κέντρο, ή του Alexander bar με την υπέροχη ταπισερί του 18ου αιώνα στον τοίχο και ν'αφεθείς στην ηδονή της πολυτέλειας, απολαμβάνοντας ένα σνακ, τσάϊ, καφέ ή ποτό μέσα σ'έναν μοναδικό κοσμοπολίτικο χώρο, με εξαιρετική ποιότητα και άψογη εξυπηρέτηση.
Και αν θέλεις να' χεις ακόμη καλύτερη άποψη για τον φωτισμό της πόλης από ψηλά, δεν έχεις παρά ν'ανέβεις στον 8ο όροφο, στο GB Roof Garden Restaurant and Bar και ιδιαίτερα την ώρα της δύσης του ήλιου. Η κεντρική, ζωντανή πλατεία της πόλης, με την Ακρόπολη από την μια και το κτίριο του Κοινοβουλίου από την άλλη να κυριαρχούν στο οπτικό σου πεδίο, σε συντροφεύουν την ώρα που απολαμβάνεις το γεύμα ή το ποτό σου, προσφέροντάς σου μία ακόμη μοναδική εμπειρία.
Η ιστορία του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία»
Το ιστορικό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», το κομψότερο και πολυτερέστερο της Αθήνας αποτελεί τοπόσημο της πόλης με το όνομά του να είναι απόλυτα συνδεδεμένο τόσο με την κοινωνικο-πολιτιστική ζωή της αστικής, αριστοκρατικής Αθήνας όσο και με κορυφαία γεγονότα της νεότερης ιστορίας.
Στα πάνω από 150 χρόνια λειτουργίας του, «έζησε» την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897, τους Βαλκανικούς Πολέμους, την Μικρασιατική Καταστροφή, τους Παγκοσμίους Πολέμους, τον Εμφύλιο, την Χούντα, την μεταπολίτευση και αποκατάσταση της ελληνικής δημοκρατίας.
Επηρεάστηκε άμεσα από την αλλαγή της μορφής του τουρισμού προς την Ελλάδα, ο οποίος έπαψε - στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές 20ου - να είναι αμιγώς περιηγητικού ενδιαφέροντος και απέκτησε ψυχαγωγικό αλλά και επαγγελματικό χαρακτήρα.
Η «Μεγάλη Βρεταννία», ή «Μπρεττάνια», όπως την αποκαλούσαν οι παλιοί Αθηναίοι, είχε γίνει από πολύ νωρίς ξενοδοχείο εφάμιλλο των ευρωπαϊκών, χάρη στο δαιμόνιο και το όραμα του οξυδερκή Στ. Λάμψα (1849-1923), και πληρούσε τις προϋποθέσεις για προσέλκυση τουριστών υψηλού επιπέδου. Μέχρι το 1960 δεν υπήρχε κάποιο αντίστοιχο ξενοδοχείο στην Αθήνα.
Στα δωμάτιά της έχουν φιλοξενηθεί, αρχηγοί κρατών, βασιλείς, ανώτατοι άρχοντες, υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί καθώς και κορυφαίες, διεθνείς προσωπικότητες, από τους χώρους της πολιτικής, των γραμμάτων, των τεχνών, των επιχειρήσεων και της μόδας.
Το μεγαλοπρεπές, αρχικά διώροφο, κτίριο, οικοδομήθηκε το 1842, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Είναι το πρώτο και θεωρείται το καλύτερο, από αισθητικής άποψης, έργο του στην Αθήνα. Διαθέτει πλούσιο διάκοσμο και αρκετά στοιχεία δανεισμένα από την αναγέννηση, με χαρακτηριστικό τις τοξωτές στοές στην πρόσοψη.
Κτίστηκε για κατοικία της οικογένειας του εύπορου Ελληνα εμπόρου από την Τεργέστη της Ιταλίας, Αντώνιου Δημητρίου. Ηταν το μοναδικό τότε ιδιωτικό μέγαρο στην πλατεία Συντάγματος και για το οποίο λέγεται ότι χρειάστηκε σχετική άδεια από τον Οθωνα, λόγω της γειτνίασης με τα ανάκτορα (νυν Ελληνικό Κοινοβούλιο). Ένας ξένος επισκέπτης περιέγραψε το μέγαρο Δημητρίου ως «το δεύτερο σε μέγεθος ύστερα από το παλάτι, αλλά ξεπερνώντας το στην πολυτέλεια". Kαι ένας γνωστός δημοσιογράφος της εποχής εκείνης, ο Ρενέ Πυώ είχε γράψει: "Μετά τον Παρθενώνα, το περισσότερο γνωστόν κτίριον εις τα Αθήνας δια τους ξένους, είναι ασφαλώς το ξενοδοχείον της «Μεγάλης Βρεταννία».
To μεγαλοπρεπές Μέγαρο Δημητρίου άρχισε σιγά σιγά να πλαισιώνεται από μέγαρα εύπορων αστών, όπως των Κορομηλά, Συγγρού, Παπούδωφ, Σλήμαν, Κούπα, οι οποίοι είχαν την επιθυμία οι κατοικίες τους να γειτονεύουν με τα ανάκτορα.
Η οικογένεια του Α. Δημητρίου, έμεινε στο Μέγαρο αυτό με τα 90 δωμάτια, μέχρι το 1852. Τα επόμενα χρόνια το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως ξενώνας του παλατιού και το 1856 αγοράστηκε από την οικογένεια ενός ομογενούς από την Σμύρνη του Δ. Κλάδου, ο οποίος το ενοικίασε στην Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, στο ποσό των 12.000 φράγκων τον χρόνο.
Οταν το 1874 η Σχολή εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητο κτίριο, το Μέγαρο Αντωνίου ενοικιάστηκε στον Ηπειρώτη Σάββα Κέντρο για να στεγάσει εκεί την ξενοδοχειακή του επιχείρηση, με την επωνυμία «Μεγάλη Βρεταννία», την οποία διατηρούσε από τα μέσα περίπου του 1866, στο κτίριο Γιαννοπούλου, στην γωνία των οδών Σταδίου & Μουσών (σήμερα Καραγιώργη Σερβίας).
Το 1879 υπήρξε σημαδιακή χρονιά για τον Σάββα Κέντρο αλλά και την «Μεγάλη Βρεταννία» γιατί τότε γνώρισε τον μελλοντικό του συνέταιρο, Στάθη Λάμψα, "το όνομα του οποίου συνδέθηκε όσο κανενός άλλου με την ανάπτυξη της οργανωμένης ξενοδοχίας στη νεότερη Ελλάδα".
Ο Στάθης Λάμψας, γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Ρωσίας το 1849 και όταν η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα, ο νεαρός Στάθης προσλήφθηκε και εργάστηκε ως βοηθός στα μαγειρεία των ανακτόρων. Φάνηκε από νωρίς η έμφυτη κλίση του για την μαγειρική και άρχισε γρήγορα να εξελίσσεται. Το 1870 πήρε το θάρρος και υπέβαλε αίτημα προς τον Αυλάρχη του Γεωργίου Α', Μάρκο Ροδόσταμο, για να σταλεί για μαθητεία και εξειδίκευση στο Παρίσι. Το αίτημα έγινε δεκτό, το παλάτι ανέλαβε τα έξοδα με βασικό όρο να αξιοποιήσει ο νεαρός Σ. Λάμψας την "αποκτηθείσα εμπειρία προς όφελος του υψηλού χορηγού του".
Στο Παρίσι εργάστηκε ως μαθητευόμενος στο «Maison Doree», ένα από τα διασημότερα εστιατόρια της εποχής καθώς και ως maitre d'hotel στο μέγαρο του τραπεζίτη Αrmando Oppenheim. Αν και η φιλοδοξία του ήταν ν'ανοίξει εκεί ένα πολυτελές εστιατόριο και η επιτυχία του θεωρείτο δεδομένη, λόγω του ταλέντου του αλλά και των γνωριμιών του, η ηθική υποχρέωση προς τους χρηματοδότες του, η νοσταλγία του για την Ελλάδα και την οικογένειά του τον έφεραν το 1878 πίσω στην Αθήνα, μαζί με την Γαλλίδα σύζυγό του Παλμύρα Παλφρουά.
Οι δύο συνέταιροι, αμέσως μετά την σύναψη της συμφωνίας τους, άρχισαν έργα ανακαίνισης και αναβάθμισης του ξενοδοχείου. Ο πολυτελής διάκοσμος και εξοπλισμός, οι μεγαλοπρεπείς αίθουσες υποδοχής και εστίασης, η εξαιρετική κουζίνα, η υψηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την άριστη τοποθεσία, έδωσαν στην «Μεγάλη Βρεταννία» την πρώτη θέση στη λίστα των ξενοδοχείων της νοτιανατολικής Ευρώπης.
Το 1885 και λόγω των διαμαχών μεταξύ των κληρονόμων του τελευταίου ιδιοκτήτη Δ. Κλάδου, οι δύο συνεργάτες αποφάσισαν ν' αγοράσουν το Μέγαρο Αντωνίου, το οποίο απέκτησαν τελικά στην τιμή των 600.000 δρχ.
Μετά τον θάνατο του Σ. Κέντρου το 1888, ο Στ. Λάμψας εξαγόρασε το μερίδιο της χήρας του και γίνεται ο μοναδικός ιδιοκτήτης. Αμέσως, δρομολογήθηκε μία ακόμη σειρά έργων υποδομής και βελτίωσης καθώς και επέκτασης του κτιρίου προς την οδό Πανεπιστημίου, ενσωματώνοντας σ' αυτό την παρακείμενη οικία του αγωνιστή Ρήγα Παλαμίδη καθώς και το παλαιό ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη.
Από τότε άρχισε η χρυσή εποχή για την «Μεγάλη Βρεταννία», ή «Grande Bretagne», γλώσσα που προτιμήθηκε λόγω της γαλλικής καταγωγής της συζύγου του ιδιοκτήτη. Καινοτομία για την εποχή ήταν η ηλεκτροδότηση του ξενοδοχείου και η "Μεγάλη Βρεταννία" υπήρξε, το 1888, η πρώτη μη ιδιωτική κατοικία της πρωτεύουσας που ηλεκτροφωτίστηκε.
Παρ'όλη όμως την πολυτέλεια το ξενοδοχείο αντιμετώπιζε, όπως ολόκληρη η πόλη της Αθήνας, σοβαρά προβλήματα με το νερό και όποιος ήθελε να κάνει μπάνιο έπρεπε να το δηλώσει από την προηγούμενη μέρα, γιατί μόνο δύο από τα 80 δωμάτια διέθεταν λουτρό. Όπως διάβαζουμε στο βιβλίο του Αγγελου Βλάχου και στην αναφορά του στην βιογραφία του Θ. Πετρακόπουλου, «Ινα εξυπηρετούνται τα λουτρά, ηγόραζα από την πηγάδα του Βεζανή μεγάλας ποσότητας νερού που μετεφέροντο με βυτία στην δεξαμενήν που είχε κατασκευασθή για τον σκοπό αυτόν στην αυλή του ξενοδοχείου και ανεβιβάζετο με ηλεκτρικήν αντλίαν εις τους ορόφους του ξενοδοχείου και εστοίχιζε περίπου όσον και η ρετσίνα».
Το 1891 εγκαινιάστηκε ένα νέο πολυτελές εστιατόριο και από το 1894 τα χειμερινά γεύματα μετά μουσικής, τα γνωστά «diners-dansants», προσέλκυαν στο ξενοδοχείο την αφρόκρεμα της κοσμικής Αθήνας. Αλλά και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 συνδέθηκαν κατά κάποιο τρόπο με την «Μεγάλη Βρεταννία» μια και ο Πρόεδρος Πιέρ ντε Κουμπερντέν και τα μέλη της Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων καθώς και οι επίσημοι ξένοι που επισκέφθηκαν τότε την Αθήνα φιλοξενήθηκαν εκεί.
Όλες δε οι εφημερίδες της εποχής δεν παρέλειπαν ν' αναφέρουν και την πιο μικρή είδηση σχετικά με το ξενοδοχείο, τις χοροεσπερίδες, τις γαμήλιες δεξιώσεις, τις συνεστιάσεις, τις συνελεύσεις σωματείων και συλλόγων που γινόντουσαν σ'αυτό. Ακόμη και ο Γ. Σουρής, ο οποίος δεν είχε και πολύ καλές σχέσεις με τα κοσμικά, είχε γράψει στον «Ρωμιό» του της 23ης Νοεμβρίου 1891, με αφορμή τα εγκαίνια της αίθουσας του εστιατορίου:
"Η Μεγάλη Βρεταννία, που το παν εν αφθονία,
Πάλι ο Λάμψας έλαμψεν εν λάμψει περισσή,
πάλιν αφθόνως έτρεξε λογής - λογής κρασί,
και άλλα νέα ήστραψαν χρυσά εστιατόρια,
με τόση πολυτέλειαν όπου δεν έχει όρια.
Εκεί κι αν είσαι άρρωστος προς όρεξιν οργάς
κι εις διπλωμάτας ομιλείς και άλλους περιδρόμους
και τρώγων τον περίδρομον ως Λούκουλλος φαγάς
μουντζώνεις και το Σύνταγμα και τους κειμένους Νόμους"
Την δεκαετία του '30, παρά τα προβλήματα στην παγκόσμια αλλά και εγχώρια σκηνή, ακολούθησαν και άλλα έργα αναβάθμισης, προσθήκης ορόφων και επέκτασης του κτιρίου (προς την οδό Βουκουρεστίου), καθώς και κατασκευή καταφυγίων.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 1924, κατά την διάρκεια ανέγερσης της νέας πτέρυγας στην οδό Πανεπιστημίου, είχε ενοικιαστεί, ως παράρτημα του ξενοδοχείου, το ανάκτορο του Πρίγκιπα Νικολάου και της συζύγου του, Μεγάλης Δούκισσας της Ρωσίας, Ελένης, επί της Βασιλίσσης Σοφίας το οποίο είχε ονομαστεί «Petit Palais» (εκεί στεγάζεται σήμερα η ιταλική πρεσβεία), ώστε να μην υπάρξει έλλειψη δωματίων.
Το 1910, η έναρξη συνεργασίας του Στ. Λάμψα, με τον αξιόλογο και έμπειρο δημοσιογράφο, από την Πάτρα, με τις ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις, Θεόδωρο Π. Πετρακόπουλο (1880-1963), σηματοδοτεί μία νέα, λαμπρή εποχή για την «Μεγάλη Βρεταννία». Η επιχειρηματική αυτή συμφωνία επισφραγίστηκε με τον γάμο της θετής κόρης του Στ. Λάμψα, Μαργαρίτας με τον Θ. Πετρακόπουλο, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου και έβαλε φιλόδοξους και πρωτοποριακούς στόχους για την ανάπτυξη της επιχείρησης. Μέσα σ' αυτούς ήταν και η συνεργασία με τον διάσημο Ελβετό αρχιτέκτονα Emile Vogt, ειδικού σε θέματα ξενοδοχείων, για τα σχέδια επέκτασης και ριζικής ανακαίνισης.
Παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, στα σαλόνια της Μεγάλης Βρεταννίας δίνονταν επεισοδιακές «μάχες» ανάμεσα στον Ελ. Βενιζέλο και τον βασιλέα Κωνσταντίνο, σχετικά με την είσοδο ή μη της Ελλάδος στον Πόλεμο. Ο γνωστός πολιτικός συνδεόταν φιλικά με τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου και διέμεινε εκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η σχέση αυτή, κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού (1915-1917) δημιούργησε προβλήματα στην οικογένεια η οποία αναγκάστηκε να φύγει προσωρινά από την Αθήνα, προς αποφυγή των αντίποινων από τους αντιβενιζελικούς.
Το 1919, με προτροπή του Ελ. Βενιζέλου, η οικογενειακή επιχείρηση άλλαξε νομική μορφή με την σύσταση μίας ανώνυμης μετοχικής εταιρείας με την επωνυμία «Ανώνυμος Εταιρεία Ελληνικών Ξενοδοχείων», με έδρα την Αθήνα. Η άδεια υπογράφτηκε από τον βασιλιά Αλέξανδρο και στην εταιρεία συμμετείχαν οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες.
Πρόεδρος του Δ.Σ. τοποθετήθηκε ο Στ. Λάμψας, Αντιπρόεδρος ο Κων/νος Κυριακός και Γενικός Διευθυντής της εταιρείας ο Θ. Πετρακόπουλος. Την διεύθυνση του ξενοδοχείου ανέλαβε ο Ελβετός Ροδόλφος Σμιτ, η μεγάλη εμπειρία του οποίου στα ξενοδοχειακά αλλά και σε διευθυντική θέση στο Ritz του Λονδίνου αποδείχθηκε πολύτιμη.
Κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το Μέγαρο και οι εγκαταστάσεις του επιτάχθηκαν και η λειτουργία της επιχείρησης ανεστάλη. Από εκεί, στις 28 Οκτωβρίου 1940 εκδόθηκε το ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωϊνής της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Το ξενοδοχείο, όπως γράφει ο Γ. Σεφέρης στο ημερολόγιό του Μέρες Γ' «...είχε μεταβληθεί σ'ένα μεγάλο μελίσσι υπουργείων...». Στους χώρους του εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο του ελληνικού στρατού της εποποιϊας του πολέμου 1940 -41, υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο.
Μέχρι την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα και την αναχώρησή του στην Κρήτη, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' πήγαινε καθημερινά στην «Μεγάλη Βρεταννία» για να προεδρεύσει σε διάφορα συμβούλια και από εκεί αναχώρησε στις 18/4/1941, ο τότε προσωρινός Πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος μόλις έφτασε στο σπίτι του, επί της Βασ. Σοφίας, αυτοκτόνησε, λόγω μίας παρεξήγησης που δημιουργήθηκε σε μία κατ' ιδίαν συνομιλία με τον Βασιλέα Γεώργιο Β', μετά από ένα Υπουργικό Συμβούλιο.
Κατά την γερμανική κατοχή το ξενοδοχείο έγινε αρχηγείο της Wehrmacht και εκεί εγκαταστάθηκαν ηγετικά στελέχη των γερμανικών αρχών και φιλοξενήθηκαν κορυφαίοι αξιωματούχοι που επισκέφθηκαν την Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, όπως ο αρχηγός της Γκεστάπο Heinrich Himmler, ο στρατάρχης Hermann Goering, o στρατηγός Erwin Rommel. Εκείνη την περίοδο προκλήθηκαν στο ξενοδοχείο πολλές ζημίες και μεγάλες καταστροφές οι οποίες χρειάστηκαν τεράστια ποσά για ν'αποκατασταθούν.
Μετά την απελευθέρωση, στη «Μεγάλη Βρεταννία» εγκαταστάθηκε η έδρα της πρώτης ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου καθώς και των βρετανικών δυνάμεων με τον στρατηγό Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι.
Τα αιματηρά επεισόδια της 3ης Δεκεμβρίου 1944, τα οποία σηματοδότησαν την κήρυξη του άγριου εμφύλιου, έγιναν μπροστά στο ξενοδοχείο, το οποίο πολιορκήθηκε αγρίως μια και στην συνείδηση των διαδηλωτών ήταν απόλυτα ταυτισμένο με το αστικό κατεστημένο. Λέγεται, ότι το ΕΑΜ είχε τοποθετήσει στα υπόγεια του ξενοδοχείου εκρηκτικά με σκοπό να το ανατινάξει αλλά και να δολοφονήσει τον βρετανό πρωθυπουργό W. Churchill, o οποίος υποτίθεται ότι θα έμενε εκεί, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα για να συναντήσει τον Γ. Παπανδρέου. Λόγω δε του ότι κατά την διάρκεια του εμφυλίου στο ξενοδοχείο έμεναν όλοι οι ξένοι ανταποκριτές αυτό είχε χαρακτηριστεί ως «πηγάδι με φίδια» και το αποκαλούσαν «Snake Pit».
Το 1956, σε μία περίοδο όπου κυριαρχούσε το κυπριακό πρόβλημα και επικρατούσε μία έντονη αντιβρεττανική οργή, το ξενοδοχείο αναγκάστηκε ν' αλλάξει προσωρινά την επωνυμία του, μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Το 1958, κατεδαφίστηκε το αρχικό κτίριο, επί της οδού Γεωργίου Α' και το νέο πολυώροφο οικοδόμημα με την εντυπωσιακή είσοδο, τα υπερπολυτελή δωμάτια και αίθουσες υποδοχής με διακοσμημένες οροφές, ακριβούς καθρέφτες και πολυελαίους, βασισμένο στα - τροποποιημένα - παλιά σχέδια του E. Vogt, που ανέλαβε να εφαρμόσει ο αρχιτέκτονας Κώστας Βουτσινάς, διατηρεί την ίδια περίπου μορφή και αισθητική που είχε η παλιά πτέρυγα. Τα εγκαίνια έγιναν στις 12 Δεκεμβρίου του 1959 παρουσία πολλών επισήμων και τα δημοσιεύματα της εποχής ήταν γεμάτα από διθυραμβικά σχόλια για την «Μεγαλειώδη Νέα 'Μεγάλη Βρεταννία', το τέταρτο εις όγκον ξενοδοχείον της Ευρώπης».
Το 1974, από μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απηύθυνε το ιστορικό μήνυμά του στον ελληνικό λαό και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν επέστρεψε από το Παρίσι, έμεινε για τέσσερεις περίπου μήνες σε σουϊτα του 5ου ορόφου, και εκεί σχημάτισε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
Το θρυλικό GB Corner, αγαπημένο στέκι πολιτικών, επιχειρηματιών αλλά και ανθρώπων της διανόησης, προσωπικό δημιούργημα του τότε Αντιπροέδρου του Δ.Σ., Α. Δοξιάδη, ήταν η τελευταία προσθήκη που έγινε στο ξενοδοχείο, το 1976. Θα είναι χαραγμένη στην μνήμη όλων όσοι το είχαν επισκεφθεί το στυλ και η πολυτέλεια της πιο «διάσημης γωνιάς» της Αθήνας με την art deco διακόσμηση, τα φημισμένα burgers, και την εκλεπτυσμένη, αλλά ζεστή ατμόσφαιρα.
Διάσημοι φιλοξενούμενοι στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία»
Σ' όλα αυτά τα χρόνια τρανταχτά ονόματα από κάθε κοινωνικο-οικονομικό-πολιτικό χώρο φιλοξενήθηκαν στην «Μεγάλη Βρεταννία», όπως η Σάρα Μπερνάρ (1883), ο Λόρενς Ολιβιέρ, η Μαργκότ Φοντέιν, η Σοφία Λόρεν, ο Γκάρυ Κούπερ, η Τζέιν Μάνσφιλντ, η Γκρέτα Γκάρμπο, το πριγκιπικό ζεύγος του Μονακό, η Μαρία Κάλας, η Ελίζαμπεθ Τέϊλορ, ο Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Λ. Τζόνσον, η Ιντιρα Γκάντι, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Νουρέγιεφ, μέλη της οικογένειας Κέννεντυ, ο Σ. Αγκνιου, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο ζωγράφος Τ. ντε Κίρικο, ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Χέλμουτ Κολ, ο Ουμπέρτο Εκο, ο Στινγκ, ο Ντέϊβιντ Μπόουϊ, ο Ζαν Πωλ Γκωτιέ, ο A. Ντελόν, ο Ζ. Κουστώ, ο Τ. Αρμάνι και πολλοί άλλοι.
Έχουν καταγραφεί δε διάφορα περιστατικά με πρωταγωνιστές μερικούς από τους διάσημους φιλοξενούμενους όπως την αμερικανίδα σταρ του βωβού κινηματογράφου Μαίρη Πίκφορντ και τον σύζυγό της, ηθοποιό και παραγωγό Ντάγκλας Φέρμπανκς, οι οποίοι ζητούσαν ένα επιπλέον δωμάτιο μόνο για τα παπούτσια της σταρ.
Τον γύρο του κόσμου είχε κάνει ο καβγάς του Ρούντολφ Νουρέγιεφ με τον maître d'hôtel του ξενοδοχείου, όταν αυτός αρνήθηκε στον διάσημο χορευτή, που εμφανίστηκε με σανδάλια, σορτσάκι και μισάνοικτο πουκάμισο, να περάσει για φαγητό στο εστιατόριο, ενώ οι κανόνες απαιτούσαν σακάκι και γραβάτα. Την κατάσταση έσωσε ο διευθυντής του ξενοδοχείου, κος Α. Δοξιάδης ο οποίος πρότεινε να στηθεί ένα τραπέζι στον προθάλαμο της τραπεζαρίας, ώστε να δειπνήσει εκεί ο γνωστός φιλοξενούμενος.
Γνωστοί ποιητές και πεζογράφοι, όπως ο Γ. Σεφέρης, Δ. Στεφανάκης, Γ. Μαρής κ.α. αναφέρουν στα κείμενά τους την «Μεγάλη Βρεταννία», άλλοτε σαν έναν τόπο συνάντησης, άλλοτε σαν έναν τόπο διαμονής, άλλοτε σαν ένα πέρασμα απ' έξω κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου, αποδεικνύοντας έτσι τόσο συνδεδεμένο είναι το ξενοδοχείο αυτό με την πόλη της Αθήνας.
Κατά την διάρκεια της μακρόχρονης λειτουργίας της η «Μεγάλη Βρεταννία» έχει αποσπάσει διεθνείς επαίνους και βραβεία και συγκαταλέγεται σε πολλούς καταλόγους με τα καλύτερα ξενοδοχείου του κόσμου. Αλλά οι επιβραβεύσεις δεν αφορούν μόνο τις υποδομές, αλλά και το έμψυχο υλικό του ξενοδοχείου. Από πολύ νωρίς είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην επιμόρφωση και εκπαίδευση του προσωπικού, με στόχο πάντα την άψογη και επαγγελματική συμπεριφορά προς τον πελάτη, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.
Η παράδοση συνεχίζεται και γι'αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός που ανάμεσα στους δέκα καλύτερους ξενοδοχειακούς υπαλλήλους που ξεχώρισαν παγκοσμίως για το ήθος και την ποιότητα της δουλειάς τους, έλαβε το βραβείο «J.Willard Marriott Award of Excellence», ο επί 35 συναπτά χρόνια θυρωρός με την πράσινη στολή, ο πάντα χαμογελαστός Δημήτρης Τακτικός, μία από τις πιο οικείες και αναγνωρίσιμες μορφές της Μεγάλης Βρετανίας.
Το Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία σήμερα
Το 1991 οι μετοχές των απογόνων των οικογενειών Δοξιάδη, Λάμψα και Πετρακόπουλου πουλήθηκαν στον όμιλο CIGA, o oποίος το 1994 εξαγοράστηκε από την Sheraton και στη συνέχεια μετασχηματίστηκε στον όμιλο Starwood Hotels and Resorts Worldwide, εντάσσοντας την «Μεγάλη Βρεταννία» στην αλυσίδα των υπερπολυτελών, ιστορικών ξενοδοχείων, «Τhe Luxury Collection». To 2000, η Hyatt Regency A.E. (εταιρεία συμφερόντων της Hyatt International S.A. και της οικογένειας Λασκαρίδη) εξασφάλισε τον έλεγχο του Δ.Σ.
Το 2003, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων και της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ., το ξενοδοχείο έκλεισε και με μία μεγάλη επένδυση της τάξης των 90 περίπου εκ. ευρώ, ανακαινίστηκε ριζικά. Διαθέτει 320 δωμάτια και σουίτες, μια Βασιλική και μια Προεδρική, κλειστή θερμαινόμενη πισίνα όπως επίσης και εξωτερική, πολυτελές Spa, δυο εστιατόρια, αίθουσες χορού και συνεδριάσεων.
Σήμερα, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», καθώς και το παρακείμενο «King George», είναι ιδιοκτησία της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων ΛΑΜΨΑ Α.Ε, συμφερόντων του ομίλου Λασκαρίδη και την λειτουργική διεύθυνση αυτών έχει αναλάβει ο αμερικάνικος ξενοδοχειακός όμιλος «Marriott International» (ο οποίος εξαγόρασε το 2016 τον όμιλο Starwood Hotels & Resorts Worldwide, πρώην διαχειριστή λειτουργίας των δύο ξενοδοχείων).
Η «Μεγάλη Βρεταννία», ένα εμβληματικό, με διαχρονική αίγλη ξενοδοχείο, που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα σαν μία απλή οικογενειακή επιχείρηση και κατέληξε τον 21ο αιώνα να βρίσκεται ανάμεσα στους κολοσσούς του κόσμου, είναι ταυτόσημο με την αρχοντιά, την αυθεντική πολυτέλεια, την κομψότητα και δικαίως θεωρείται η ναυαρχίδα της ελληνικής ξενοδοχίας.
Μεγάλη Βρεταννία: Η έκθεση «Ένα ταξίδι στο χρόνο: The Immersive Experience»
Η Μεγάλη Βρεταννία εγκαινιάζει τους εορτασμούς για την επέτειο των 150 χρόνων λειτουργίας της με μια ξεχωριστή οπτικοακουστική διαδραστική περιήγηση στην ιστορία της. Αν θέλετε να «δείτε» όσα διαβάσατε παραπάνω, επισκευθείτε από την Κυριακή 11 έως και την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου, την έκθεση «Ένα ταξίδι στο χρόνο: The Immersive Experience» στο Grand Ballroom του ξενοδοχείου. Μέσα από ένα διαδραστικό υπερθέαμα που συνδυάζει εικόνες, ήχους και διηγήσεις, η έκθεση ταξιδεύει στην ιστορία του, δημιουργώντας ένα φαντασιακό και πολυδιάστατο περιβάλλον με τη χρήση projection mapping σε πολλαπλές επιφάνειες. Γυρνώντας το ρολόι 150 χρόνια πίσω και με αφετηρία το 1874, έτος ίδρυσης του ξενοδοχείου, μέσα από σπάνια ντοκουμέντα και ξεχωριστά πρωτοσέλιδα εποχής, αναδεικνύεται βήμα-βήμα η εντυπωσιακή πορεία της Μεγάλης Βρεταννίας μέχρι σήμερα, παράλληλα με κομβικές στιγμές της ιστορικής εξέλιξης της χώρας.
Η είσοδος είναι ελεύθερη με προκράτηση θέσης μέσω eventora.gr. Προβολές θα πραγματοποιούνται καθημερινά στα ελληνικά και στα αγγλικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλάχος Αγγελος, Μεγάλη Βρεταννία, Ενα Ξενοδοχείο Σύμβολο, Εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ, Αθήνα, 2003.
Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια. ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και την λογοτεχνία. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2012
Μπίρης Η. Κώστας, ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ. ΑΠΟ ΤΟΥ 19ου ΕΙΣ ΤΟΝ 20ον ΑΙΩΝΑ, Εκδόσεις "ΜΕΛΙΣΣΑ", Αθήνα, 1966
Σκουζέ Γ. Δημήτριος, Η Αθήνα που έφυγε, Βιβλίο πρώτο. Εκτύπωσις: Γραφικαί Τέχναι Ι. ΜΑΚΡΗΣ, Αθήνα, 1965.
GB MAGAZINE, Winter 2019-2020, Issue # 34.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
https://www.lampsa.gr/el/timeline/
https://www.lampsa.gr/el/hotels/grande-bretagne/
https://www.marriott.com/culture-and-values/dimitris-taktikos.mi
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Χάρης Δούκας: «Η Αθήνα υποδέχεται αθλητές και δρομείς από όλον τον κόσμο»
Το βιβλίο-λεύκωμα για το εμβληματικό ξενοδοχείο με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων λειτουργίας του
Το παζάρι του Ελαιώνα αξίζει να μελετηθεί, κάποια στιγμή από αμιγώς ανθρωπολογική σκοπιά
H συνιδρύτρια του Lean In. org, οργανισμού υποστήριξης, εκπαίδευσης κι αλληλεγγύης των γυναικών στους χώρους εργασίας, μιλάει για τα ευρήματα της νέας έρευνας «Γυναίκες στον Χώρο Εργασίας 2024
Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου στη σκηνή του Ωδείου Αθηνών
Μια συζήτηση με τον επικεφαλής του δικτύου για τη Βιώσιμη Κινητικότητα CIVINET Ελλάδας-Κύπρου, τον συγκοινωνιολόγο-πολεοδόμο Κοσμά Αναγνωστόπουλο
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Τα απογεματινά ηλεκτρονικά πάρτι – θεσμός με την υπογραφή του Plissken Festival επιστρέφουν με μία σεζόν που θα μας δώσει ακόμα περισσότερα από όσα υπόσχεται.
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα στη Ντισκομπάλα στον πεζόδρομο της Δελφών και στον Αρχάγγελο στο Μεταξουργείο
Χάρης Δούκας: «Με παρεμβάσεις χαμηλού κόστους μπορούμε να σώσουμε ζωές»
Μια συζήτηση με τον αρχισυντάκτη του getelectric.gr Δημήτρη Σκιάννη
Πανηγύρια που ξετυλίγονται σαν τεράστιες λαϊκές αγορές, με θρησκευτικό πρόσχημα αλλά με κοινωνικό περιεχόμενο
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα: Ίσως υπερβολή που περπατάω τόσο δρόμο τέτοια ώρα για να ακούσω τέκνο, αλλά το έχω ανάγκη να χτυπηθώ στο μπάπα μπούπα, που λέει και ο μπαμπάς μου.
Οι ημερομηνίες και οι θεματικές
Μια συζήτηση με τον πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων Θανάση Τσιάνο
Λίγο πριν μετατραπεί σε ξενοδοχείο φιλοξενεί την έκθεση «Wanderlust /all passports», σε επιμέλεια Κώστα Πράπογλου
Ανταποκρίσεις από μια πόλη που χορεύει ακόμα: Σ’ ένα κλαμπ της πλατείας Βικτωρίας στα μέσα του Οκτώβρη
Τι δουλειά έχει ένα τροπικό πτηνό στην Αθήνα; Ποια αποστολή ήρθε να εκπληρώσει; Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Έσω έτοιμη. Expect and respect the unexpected!
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.