Life in Athens

Ο Μπάτμαν του Νέου Κόσμου και οι νυχτερινές του ιστορίες

Το πιο παλιό στέκι της Αθήνας γίνεται 30 χρονών

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 719
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Νάσιος, ιδιοκτήτης του μπαρ Μπάτμαν στο Νέο Κόσμο, διηγείται στην ATHENS VOICE ιστορίες για το πιο παλιό ξενυχτάδικο της Αθήνας που φέτος γίνεται 30 χρονών

Η νύχτα της Αθήνας έχει πάντα πολλές ιστορίες και πρόσωπα κρυμμένα στα στέκια της. Όσο πιο αργά, τόσο πιο πολλά. Κάθε εποχή έχει και τα περάσματά της, τους τύπους και τα ξενυχτάδικά της. Από τα κοσμικά after του κέντρου που συνέχεια άλλαζαν τοποθεσίες (στα δοξασμένα ’90s και 00s), μέχρι το απόλυτο στέκι, ακλόνητο και πάντα τίγκα, στην ίδια θέση εδώ και 30 χρόνια: τον Μπάτμαν στον Νέο Κόσμο. Μία «φωλιά» για όσους αγαπούν τη σοβαρή μπάρα με τα στρέιτ ποτά αλλά και την απογείωση που φτάνει μέχρι τέρμα («έχει τύχει να κλείσουμε και στις 11 το πρωί»), έτσι όπως τη δημιουργεί η βαθιά συναισθηματική μουσική, τα γνήσια λαϊκά και η σύρραξη εκεί φίλων, κυρίως μουσικών, μετά το τέλος του δικού τους προγράμματος.

Ο Γιώργος Νάσιος, ο ίδιος ο Μπάτμαν, μας διηγήθηκε διάσπαρτες ιστορίες από το διάσημο μαγαζί. Αν συνομιλείς νηφάλιος μαζί του, σιγά-σιγά, όσο προχωράει η ιστορία, αρχίζουν όλα να μπερδεύονται γλυκά, οι φίλοι με τους μύθους της μουσικής, τα ουίσκια με τις χρονολογίες, οι Pink Floyd με τον Μπαγιαντέρα. Δεν είναι τυχαίο που ο Γιώργος Νάσιος είναι παιδί των Πετραλώνων, γεννήθηκε το ’55 στη γειτονιά που γυρίστηκε η ιστορική ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το Όνειρο». Η τενεκεδούπολη γέμιζε πιτσιρίκια που έτρεχαν να παρακολουθήσουν τα γυρίσματα, φωνάζοντας «σινεμά! σινεμά!». Ήταν οι εποχές, λέει ο Μπάτμαν, που τα σπίτια είχαν στο ντουλάπι της κουζίνας 15 διαφορετικά πιάτα. «Κάθε γυναίκα, από το φαγητό που έφτιαχνε, κεφτέδες ας πούμε, πήγαινε ένα πιάτο και στην κυρά Μαρία δίπλα και έπαιρνε από αυτήν φασολάδα. Ήταν οι εποχές που τα σπίτια δεν είχαν κλειδαριές. Κλειδαριά είχαμε τη φτώχια μας, μου αρέσει να λέω».

Σήμερα ο Γιώργος ζει ακριβώς απέναντι από το μαγαζί του, στην οδό Βρεσθένης στον Νέο Κόσμο.

© Θανάσης Καρατζάς

Ένα μικρό μπαρ από τα κλασικά, τα ωραία, με την μπάρα να κυριαρχεί και αναμνηστικά και φωτογραφίες στους τοίχους (η φωτογραφία του Νίκου Πουλαντζά εκλάπη κάποτε από μεθυσμένους θαμώνες οι οποίοι την επέστρεψαν, νηφάλιοι, την επόμενη μέρα). Η τριπλή πόρτα που ανοίγεις για να μπεις, κάνει αισθητή την ηχομόνωση που τόσο προσεκτικά έχει επιμεληθεί ο Γιώργος, για να μην ενοχλεί τους περίοικους. «Όταν ξεκινήσαμε κλείναμε κατά τις δώδεκα, ήταν μαγαζί της γειτονιάς. Το ανακάλυψαν όμως όλοι αυτοί οι μουσικοί όπως οι Παίδες Εν Τάξει που ήταν οι πρώτοι, ο Νίκος ο Παπάζογλου –θεός σχωρέστον– που τραγουδούσε, τελείωνε το πρόγραμμα και έλεγε «Όλοι μαζί τώρα, πάμε στον Μπάτμαν». Βοήθησαν πολύ όλα τα παιδιά αυτής της μουσικής σκηνής. Έρχονταν, βγάζανε τα μπουζούκια κι αρχίζανε και παίζανε. Και η φήμη άρχισε να απλώνεται στην Αθήνα. Ρε σεις, στο Μπατμαν έγινε αυτό. Οι μουσικοί το έλεγαν ο ένας στον άλλο. Κι έτσι έγινε ένα καλλιτεχνικό ζυμωτήριο».

Η μουσική ήταν πάντα η κινητήρια δύναμη για τον Μπάτμαν. Από πιτσιρικάς, στα 11, όταν αγόρασε το πρώτο του δισκάκι με το χαρτζιλίκι από τα κάλαντα, το «Paint it black» των Rolling Stones που μόλις είχε κυκλοφορήσει. «Το έχω ακόμα» λέει, «σαν την τυχερή δεκάρα του Σκρουτζ». Στο σπίτι ακούγονταν ο Καζαντζίδης με λατρεία αλλά και οι παλιές καντάδες. Μία αθηναϊκή εικόνα που θυμάται είναι στα Πετράλωνα, στην οδό Τρώων, όπου έμενε και ο Φίλανδρος Μάρκου, από το δίδυμο Κορώνης - Φίλανδρος. Ένας αρχοντικός, μεγαλόσωμος άνθρωπος, ο οποίος έβγαινε με τις πυτζάμες κάθε πρωί ανελλιπώς και τραγουδούσε «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι».

© Θανάσης Καρατζάς

Πριν τον Μπάτμαν όμως, υπήρχε στα Πετράλωνα το Ασχημόπαπο, ένα ιστορικό στέκι όπου, στη δικτατορία, συγκεντρώνονταν αριστεροί καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές και κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι παράνομα δισκάκια και βιβλία. Ο έφηβος τότε Γιώργος, ο Βενιαμίν της παρέας, γνώριζε, άκουγε, μάθαινε, ρουφούσε σα σφουγγάρι. «Εκεί γνώρισα και τον Γιάννη Τσαρούχη ο οποίος μου έκανε πού και πού κανένα σχεδιάκι σε χαρτοπετσέτα. Εγώ είχα το μυαλό μου στα κορίτσια, 15 χρονώ, πού να ξέρω ποιος είναι ο Τσαρούχης, δεν τα κρατούσα τα σκίτσα εκείνα. Εκεί γνώρισα και τον Μόσχο που έπαιζε σαντούρι και μετά έβγαζε πιατάκι για φιλοδώρημα, σαν τον Μάρκο Βαμβακάρη, εκεί και τον Ξενοφώντα Φίλερη και τη Μάρθα Βούρτση… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μαζεύονταν αργά, μόλις έκλεινε το μαγαζί και κάθονταν κι έλεγαν τα δικά τους, θυμόντουσαν ιστορίες από τον πόλεμο, τραγουδούσαν κανένα Θεοδωράκη, κανένα αντάρτικο.. Κάπως έτσι νομίζω μου μπήκε και η ιδέα για τον Μπάτμαν».

Ο Γιώργος έχει στη δισκοθήκη του, ενδεικτικά λέει, τα άπαντα Pink Floyd, Χατζηδάκι, Tom Waits. «Όταν οι κόρες μου μού φέρανε να ακούσω Dead Can Dance, τους λέω «ελάτε εδώ» και τους έβαλα να ακούσουν Church. Να ακούτε τους παππούδες! Θέλω να πω, ήμουν πάντα ανοιχτός στα ακούσματα εκτός από το σκυλάδικο και την κακή ποπ. Ακόμα και στο ροκ, σταμάτησα στο χέβι μέταλ. Δεν μου κόλλησε αυτό.» Και μαζί με τη μουσική, ο Γιώργος έγινε και ρέκτης παλιών κόμικς. Τα Διαπλανητικά, ο Παράξενος Αδάμ, ο Σούπερμαν και φυσικά ο Μπάτμαν, που έγινε ο αγαπημένος του ήρωας «επειδή είναι γήινος και επειδή πρόσεχε την Γκόθαμ Σίτι τη νύχτα. Κι έτσι, επειδή ξενυχτούσαμε και λέγαμε ότι προσέχουμε την πόλη από την κακή μουσική, μου το κολλήσανε».

Το ’89, διευθυντής πωλήσεων σε διαφημιστική εταιρεία, ο Γιώργος Νάσιος και το τιμ των πωλητών του, είχαν για στέκι το μπαρ του ξενοδοχείου Δημήτριος στη Συγγρού αλλά «κάποια στιγμή ενοχλήθηκαν οι πελάτες» Η ιδέα έπεσε. Ένα μαγαζάκι εκεί στη γειτονιά «να μαζευόμαστε». Κι έτσι ο Μπάτμαν, μετά από 36 αυτόφωρα και βαριά ηχομόνωση έγινε στέκι. Ποτά, πρωταθλήματα νταρτς, μουσική Χατζηδάκις κ.λπ. «Και κάποια στιγμή, το ’94, κλειδώνω τις πόρτες, ανοίγω δυό Ντομ Περινιόν και τους λέω «σπάστε τα όλα». Έτσι άρχισε η δεύτερη φάση του Μπάτμαν».

© Θανάσης Καρατζάς

Καλό λαϊκό τραγούδι, αρκετό ροκ («λαϊκό τραγούδι είναι και αυτό») και συχνά μουσικές ακροβασίες όπως ηπειρώτικα μοιρολόγια με Floyd. Θυμάται ο Μπάτμαν: «Ένα βράδυ, μιλούσα στον Δημήτρη Παπαδημητρίου για την πεντατονία και του βάζω στα πλατό να παίζουν το Wish you were here και ένα ηπειρώτικο μοιρολόι. Είχε μείνει. Γιατί, αυτό είναι. Ερχόταν θυμάμαι ο Κλέωνας από τους Mode Plagal και τους έγραφα κασετούλες με ηπειρώτικα. Και τζαζιές, και μπλουζιές, και Μάρκο».

Όταν το μπαρ έγινε της μόδας δεν άλλαξε τον χαρακτήρα του αλλά διεύρυνε τους ορίζοντές του. «Ανακαλύψαμε και την «αλητεία» του Στράτου, με την καλή έννοια, αυτό το ερωτικό τραγούδι της δεκαετίας του ’70. Αξιοπρεπή λαϊκά τραγούδια. Όπως και του Χριστοδουλόπουλου. Αυτά που παλιά τα θεωρούσαμε σκυλάδικα».

Το μουσικό blend του Μπάτμαν ήταν το μουσικό χαλί του Τζίμη Πανούση στις ραδιοφωνικές του εκπομπές. «Το αγαπημένο του Τζιμάκου αλλά και του Νίκου Παπάζογλου ήταν η «Μολυβιά» του Αγγελόπουλου. Τρελαινόντουσαν και οι δύο με αυτό. Έχω βίντεο με τον Τζίμη στην εκπομπή στον City, να του έχω βάλει το κομμάτι να παίζει, να είναι όρθιος μέσα στο στούντιο, να χορεύει και να φωνάζει «Γειά σου Μπάτμαααααν!»

Πολλοί οι φίλοι που έφυγαν. Αλλά και πελάτες που έχουν γράψει τη δική τους μικρή ιστορία ο καθένας. «Ένας χαρακτηριστικός πελάτης ήταν ο κύριος Νίκος, ένας ευγενέστατος σερβιτόρος, ο οποίος έμπαινε, άνοιγε την πόρτα, μετρούσε πόσα κορίτσια μπορεί να κάθονταν στην μπάρα, πες 9, μετά πήγαινε με τα πόδια στο περίπτερο κάτω στη Φραντζή, αγόραζε 9 σοκολάτες και ερχόταν και τους τις προσέφερε. Χωρίς ποτέ να ενοχλήσει καμία, εννοείται. Απλώς ήθελε να τους δώσει τις σοκολάτες.

© Θανάσης Καρατζάς

Άλλος κλασικός πελάτης ήταν ο κύριος Αλέκος, παλαιού τύπου κιμπάρης, με το ρεπούμπλικο, το ωραίο το παλτό του το χειμώνα, που ερχόταν και καθόταν πάντα στην ίδια θέση στο μπαρ. Πίτα να ήτανε το μαγαζί, τον σεβόντουσαν όλοι και του δίνανε το σκαμπό να καθίσει. Αυτός ξεκίναγε από το πρωί να πίνει, από το 17 στο Κολωνάκι και όλα αυτά τα μπαρ και κατέβαινε μέχρι εδώ τη νύχτα. Το θέμα είναι ότι ήθελε να αφήσει λεφτά αλλά δεν μπορούσε να πιεί άλλο. Έλεγε βάλε ένα δικό μου, ένα δικό σου, ένα του τάδε, γενικά κερνούσε. Του βάζαμε το ποτό και έγερνε, κοιμότανε, 3 η ώρα. Ε, κατά τις 7, πήγαινα και τον ξύπναγα: «Κυρ-Αλέκο, να σου φωνάξω ταξάκι;». «Ναι, ναι, τι χρωστάω;!». Τι να σε χρεώσω, του έλεγα, ποτά ή ημιδιαμονή;»

Πολλές οι ιστορίες που έχει να λέει ο Γιώργος, με απολαυστικό τρόπο. Ανάμεσά τους και το πώς γράφτηκε το «Πού ’σαι Θανάση» του Ζαμπέτα:

«Ήταν ένας παλιός μερακλής λαχαναγορίτης, ο Θανάσης Ευστρατιάδης, πατέρας του σκηνοθέτη Όμηρου Ευστρατιάδη, ο οποίος πήγαινε πάντα στους Ζαμπέτα. Μόλις τελείωνε το πρόγραμμα, ο Θανάσης τους έπαιρνε όλους και τους πήγαινε σπίτι του μέχρι να πάει στη λαχαναγορά, έβαζε και τη γυναίκα του να τους φτιάξει μια μακαρονάδα. Κάποια στιγμή τον χάνουνε στο μαγαζί, έχουνε να τον δούνε 20 μέρες, ένα μήνα. Βρίσκει ο Ζαμπέτας στο δρόμο τον γιό του. Του λέει «Έλα ‘δω ρε μαλακισμένο. Πού είναι ο πατέρας σου;». «Ο μπαμπάς πέθανε» του απαντάει, «δεν θέλαμε να σας το πούμε και να σας στεναχωρήσουμε»…. Πάει και πιάνει ο Ζαμπέτας τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη, τον στιχουργό, και του λέει «Ρε συ, ο φίλος μας ο Θανάσης έφυγε, γράψε ένα τραγούδι». «Θα γράψω» απαντάει. Και πώς το φέρνει η τύχη, μετά από λίγο καιρό, παθαίνει ένα βαρύ έμφραγμα ο στιχουργός, πάει ο Ζαμπέτας να τον δει στο νοσοκομείο, του λέει ο Βασιλειάδης «Να, πάρε και αυτό». Ήταν οι στίχοι του «Πού’σαι Θανάση» που ήταν και το κύκνειο άσμα του».

© Θανάσης Καρατζάς

Ο Γιώργος Νάσιος πια ξέρει να χειρίζεται τους πελάτες, τη γειτονιά, τη νύχτα, το ξενύχτι και το χάνγκόβερ. Έχει τους τρόπους του αλλά δεν έχει τρικ. Είναι θέμα κράσης. Το μαγαζί συνεχίζει τη μεταμεσονύχτια ιστορία του, κλείνει κατά τις 7-8 το πρωί, ίσως και αργότερα. Ο Μπάτμαν σαν φύλακας άγγελος επιβλέπει, αλλά το μαγαζί τώρα το έχει αναλάβει η μία κόρη, η Αθηνά, μουσικός με τις ίδιες ευαισθησίες και αυτή, με το δικό της κύκλο μουσικών και βέβαια μαθημένη από τα 18 της, να αντέχει στα δύσκολα ωράρια. Είναι «η δουλειά του μπαμπά». Μικρή, θυμάται, φεύγοντας το πρωί για το σχολείο, περνούσε απέναντι, στο μπαρ, για να φιλήσει και να χαιρετίσει τον πατέρα της. (Η μικρότερη κόρη ζει στο Βέλγιο και ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική, με το όνομα Melatonini).

Ο Μπάτμαν, μαζί με τη μουσική, κρατάει και το ήθος στη νύχτα. «Είμαστε κέρβεροι εδώ» λέει. «Έχω διώξει κόσμο, έχω τσακωθεί γιατί κάποιοι παρενοχλούσαν. Όπως και έχω διώξει κάποιους που έκαναν ομοφοβικά σχόλια σε αγόρια ή κορίτσια. Η αγάπη δεν έχει σύνορο για μας».